Έλλειψη δικαιοδοσίας των βελγικών δικαστηρίων να εκδικάζουν εγκλήματα ανθρωπιστικού δικαίου που συνδέονται με τον Πρώτο Πόλεμο του Κόλπου. Μη παραβίαση δίκαιης δίκης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Hussein κ.α. κατά Βελγίου της 16.03.2021 (αρ. προσφ. 45187/12)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Δέκα προσφεύγοντες από την Ιορδανία υπέβαλαν αίτημα άσκησης πολιτικής αγωγής ενώπιον του Ανακριτή των Βρυξελλών, με σκοπό την ποινική δίωξη κατά υψηλόβαθμων αξιωματούχων του Κουβέιτ για εγκλήματα βάσει του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, όσον αφορά πράξεις που συνδέονται με τον Πρώτο Πόλεμο του Κόλπου (1990-1991).

Το 2001, τη στιγμή που οι προσφεύγοντες υπέβαλαν το αίτημά τους, το βελγικό δίκαιο είχε αναγνωρίσει μια απόλυτη μορφή παγκόσμιας ποινικής δικαιοδοσίας, ακόμη και αν δεν υπήρχε καμία σύνδεση με το Βέλγιο. Στη συνέχεια, ο βελγικός νομοθέτης εισήγαγε σταδιακά κριτήρια που απαιτούσαν τη σύνδεση με το Βέλγιο και ένα σύστημα φιλτραρίσματος για την εκτίμηση του κατά πόσον πρέπει να κινηθεί ποινική δίωξη. Όταν τέθηκε σε ισχύ ο νόμος της 5ης Αυγούστου 2003, η διαδικασία που ακολούθησαν οι προσφεύγοντες το 2001, δεν πληρούσε πλέον τα νέα κριτήρια που ίσχυαν για τη δικαιοδοσία των Βέλγικων δικαστηρίων. Επομένως, δεν μπορούσε να διατηρηθεί η δικαιοδοσία υπό αυτή τη νομική βάση.

Τελικά, η άσκηση πολιτικής αγωγής εκ μέρους των προσφευγόντων δεν έγινε δεκτή με το αιτιολογικό ότι δεν διενεργήθηκε καμία ερευνητική πράξη κατά την έναρξη ισχύος του νόμου της 5ης Αυγούστου 2003, και τα βελγικά δικαστήρια σε καμία περίπτωση δεν είχαν δικαιοδοσία για ακρόαση και προσδιορισμό της πολιτικής αγωγής.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι τα βελγικά δικαστήρια είχαν δώσει συγκεκριμένη και ρητή απάντηση στους ισχυρισμούς των προσφευγόντων και δεν είχαν παραβιάσει την υποχρέωσή τους να αιτιολογήσουν. Δεν εντόπισε τίποτα αυθαίρετο ή προφανώς παράλογο.

Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η απόφαση των βελγικών δικαστηρίων, μετά την έναρξη ισχύος του νόμου του 2003, για την απόρριψη της δικαιοδοσίας και για τον προσδιορισμό της πολιτικής αγωγής που αφορούσε το 2001, δεν ήταν δυσανάλογη προς τους επιδιωκόμενους νόμιμους σκοπούς. Πράγματι, οι λόγοι που παρουσίασαν οι Βέλγικες   αρχές (ορθή απονομή δικαιοσύνης και ζήτημα ασυλιών που εγείρει η διαδικασία βάσει του διεθνούς δικαίου) θα μπορούσαν να θεωρηθούν επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος.

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του δικαίωμα δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ).

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες είναι Ιορδανοί υπήκοοι οι οποίοι γεννήθηκαν μεταξύ 1930 και 1973 και ζουν στην Ιορδανία.

Κατά τη διάρκεια του πρώτου πολέμου στον Κόλπο (1990-1991) οι προσφεύγοντες, που ζούσαν στο Κουβέιτ, εκδιώχθηκαν από τις αρχές του Κουβέιτ και απελάθηκαν στην Ιορδανία.

Στη συνέχεια ιδρύθηκε μια ένωση σύμφωνα με τον Ιορδανικό νόμο («Συνεταιριστική Εταιρεία για τους Απελαθέντες του Πολέμου του Κόλπου») για τους σκοπούς της παροχής αμοιβαίας βοήθειας μεταξύ των μελών του, και ιδίως της καταβολής αποζημίωσης για την χρηματική ζημία και ηθική βλάβη που υπέστησαν.

Τον Δεκέμβριο του 2001, ο δικηγόρος, ο οποίος εκπροσωπούσε τα 7.738 μέλη του συλλόγου, συμπεριλαμβανομένων των προσφευγόντων, ζήτησε να συμμετάσχει στη δίκη ως πολιτικός ενάγων εκπροσωπώντας τους ενώπιον του Ανακριτή των Βρυξελών κατά 74 ατόμων, τα περισσότερα από τα οποία ήταν ανώτερα στελέχη του κράτους του Κουβέιτ, με σκοπό την κίνηση ποινικής δίωξης για γενοκτονία βάσει του νόμου της 16ης Ιουνίου 1993 για την καταστολή σοβαρών παραβιάσεων του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου (ο λεγόμενος «Νόμος περί καθολικής δικαιοδοσίας»), όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 10ης Φεβρουαρίου 1999 και τελικά αντικαταστάθηκε από το νόμο της 5ης Αυγούστου 2003. Ζήτησαν επίσης αποζημίωση για χρηματική ζημία και ηθική βλάβη ως αποτέλεσμα των αδικημάτων των οποίων ήταν φερόμενα θύματα.

Μετά τη διαδικασία, η οποία έληξε με απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2012 του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, το αίτημα πολιτικής αγωγής των προσφευγόντων δεν  έγινε δεκτό με την αιτιολογία ότι δεν είχε ήδη διεξαχθεί καμία ερευνητική πράξη κατά την έναρξη ισχύος του νόμου της 5ης Αυγούστου 2003 και σε κάθε περίπτωση δεν είχαν τα βελγικά δικαστήρια δικαιοδοσία στην ποινική διαδικασία.

Οι προσφεύγοντες στηρίχθηκαν, ιδίως, στο άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη). Ισχυρίστηκαν ότι τα βελγικά δικαστήρια είχαν παράσχει ανεπαρκείς λόγους σχετικά με την απόρριψη των ισχυρισμών τους και στερήθηκαν  του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη)

Αιτιολογία των εγχώριων δικαστικών αποφάσεων

Υπό το πρίσμα της νομολογίας του, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν παράσχει μια συγκεκριμένη και ρητή απάντηση στον ισχυρισμό που προέβαλαν οι προσφεύγοντες και ότι δεν είχαν παραβιάσει την υποχρέωσή τους να παρέχουν αιτιολογία. Επιπλέον, το Δικαστήριο δεν διέκρινε τίποτα αυθαίρετο ή προφανώς παράλογο κατά την ερμηνεία της εγχώριας νομοθεσίας από τα εθνικά δικαστήρια. Πράγματι, η διερμηνεία αντιστοιχούσε στον σκοπό του νόμου της 5ης Αυγούστου 2003 για τη μείωση των καθολικών δικαστικών διαφορών, ενώ παράλληλα θέσπιζε μεταβατικό μηχανισμό για την αποφυγή επηρεασμού υποθέσεων που εκκρεμούσαν στο στάδιο της έρευνας. Επομένως, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ σχετικά με την αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων.

Πρόσβαση σε δικαστήριο

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι προσφεύγοντες υπέστησαν προφανώς περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης ενώπιον δικαστηρίου, δεδομένου ότι τα βελγικά δικαστήρια είχαν αρνηθεί την ύπαρξη δικαιοδοσίας για την ακρόαση και τον προσδιορισμό της ποινικής διαδικασίας που είχαν ασκήσει με την υποβολή αιτήματος πολιτικής αγωγής ενώπιον του ανακριτή των Βρυξελλών.

Αυτός ο περιορισμός της δικαιοδοσίας είχε συναχθεί από τις μεταβατικές διατάξεις του νόμου της 5ης Αυγούστου 2003.

Η κυβέρνηση εξήγησε ότι ο στόχος του νέου συστήματος ήταν να διασφαλίσει την ορθή απονομή δικαιοσύνης. Υποστήριξαν ότι ο κίνδυνος υπερβολικού φόρτου εργασίας στα δικαστήρια που θα είχε προκύψει από μια έκρηξη στον αριθμό των υποθέσεων βάσει της καθολικής δικαιοδοσίας του Βελγίου χωρίς αυτές να έχουν οιαδήποτε σχέση με το Βέλγιο, καθώς. Πρόβλημα δημιουργούνταν και  με τις πρακτικές δυσκολίες στη λήψη αποδεικτικών στοιχείων. Προέκυψε επίσης από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου της 5ης Αυγούστου 2003 ότι η μεταρρύθμιση είχε υιοθετηθεί με σκοπό να διορθώσει τις διπλωματικές εντάσεις που προκλήθηκαν από την αναγνώριση της εν λόγω απόλυτης καθολικής δικαιοδοσίας και την κατάφωρη πολιτική αναστάτωση στην οποία είχε οδηγήσει.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι λόγοι, σχετικά με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, είχαν ωθήσει το Κοινοβούλιο να ψηφήσει το νομοσχέδιο. Επίσης θέμα είχε δημιουργηθεί  και με το ζήτημα ασυλιών.  Κατά το ΕΔΔΑ οι λόγοι που επικαλέστηκε η κυβέρνηση θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το 2001, κατά τη στιγμή της πολιτικής αγωγής των προσφευγόντων, το βελγικό δίκαιο είχε αναγνωρίσει μια απόλυτη μορφή παγκόσμιας ποινικής δικαιοδοσίας. Στη συνέχεια, ο νομοθέτης βαθμιαία εισήγαγε κριτήρια που απαιτούσαν σύνδεση με το Βέλγιο και σύστημα φιλτραρίσματος για αξιολόγηση του κατά πόσο ήταν αναγκαίο να ασκηθεί ποινική δίωξη. Όταν ο νόμος της 5 Αυγούστου 2003 τέθηκε σε ισχύ στις 7 Αυγούστου 2003, η διαδικασία την οποία είχαν αρχικά ασκήσει πολιτική αγωγή οι προσφεύγοντες το 2001 δεν ικανοποιούσε πλέον τα νέα κριτήρια που θεσπίστηκαν για τη δικαιοδοσία των βελγικών δικαστηρίων. Η υπόθεση επομένως δε θα μπορούσε να διατηρηθεί σε αυτή τη νομική βάση.

Επιπλέον, έχοντας υπόψη την απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου ότι η δικαιοδοσία των βελγικών δικαστηρίων θα μπορούσε να διατηρηθεί μόνο εάν είχε ήδη διεξαχθεί κάποια ανακριτική πράξη πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου, η πολιτική αγωγή που άσκησαν οι προσφεύγοντες ήταν αναγκαστικά καταδικασμένη να αποτύχει εάν δεν είχε πραγματοποιηθεί τέτοια πράξη, όπως αποφάνθηκαν αργότερα το Κακουργιοδικείο και το Ακυρωτικό Δικαστήριο.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση των βελγικών δικαστηρίων, μετά την έναρξη ισχύος του νόμου της 5ης Αυγούστου 2003, να απορρίψει τη δικαιοδοσία των βελγικών δικαστηρίων στην υπόθεση που οι προσφεύγοντες άσκησαν πολιτική αγωγή το 2001 δεν ήταν δυσανάλογη προς τους επιδιωκόμενους νόμιμους σκοπούς.

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του δικαίωμα δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ).

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες