Πειθαρχικές κυρώσεις και παραβίαση δίκαιης δίκης από το εθνικό Δικαστήριο που δεν ανέβαλε τη συζήτηση λόγω ασθενείας του δικηγόρου και κήρυξε απαράδεκτη την Αίτηση Ακύρωσης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Βαθάκος κατά Ελλάδας της 28.06.2018 (αρ. προσφ. 20235/11)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Πειθαρχικές κυρώσεις σε καθηγητή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για παραβίαση επαγγελματικών καθηκόντων. Καταδίκη από πρωτοβάθμιο πειθαρχικό. Μη άσκηση ένστασης κατά της απόφασης. Μετά την εκπνοή της προθεσμίας για ένσταση από τον υπάλληλο άσκησε ένσταση ο Υπουργός Παιδείας για επιβολή αυστηρότερης ποινής. Το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό διπλασίασε τη ποινή. Ο προσφεύγων άσκησε Αίτηση Ακύρωσης κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου. Την ημέρα της δικασίμου ζήτησε αναβολή από το Διοικητικό Εφετείο λόγω ασθενείας του δικηγόρου του ώστε να παραστεί με αυτόν και να υποβάλει Υπόμνημα. Απόρριψη αιτήματος αναβολής και κήρυξη της αίτησης ακύρωσης ως απαράδεκτης γιατί δεν υπέβαλε ένσταση ενώπιον του δευτεροβαθμίου πειθαρχικού. Παραβίαση της δίκαιη δίκης διότι ο προσφεύγων παρεμποδίστηκε  στο δικαίωμά του για πρόσβαση σε δικαστήριο για να προσβάλει τη χειροτέρευση της πειθαρχικής ποινής του.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6 § 1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων είναι Έλληνας υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1961 και ζει στη Σκάλα Λακωνίας. Είναι δημόσιος υπάλληλος, θεολόγος και καθηγητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Τον Απρίλιο του 2005, το Περιφερειακό Πειθαρχικό Συμβούλιο για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση του επέβαλε πειθαρχική κύρωση, αναστέλλοντας τα καθήκοντά του για τρεις μήνες και την αναστολή του μισθού του για παραβίαση επαγγελματικών καθηκόντων και άσεμνη επίθεση. Τον Μάιο του 2005, ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας υπέβαλε ένσταση, επιδιώκοντας την επιβολή αυστηρότερης ποινής. Τον Μάιο του 2006, το Πειθαρχικό Συμβούλιο Προσφυγών ανέστειλε την προηγούμενη απόφαση και ανέστειλε τα καθήκοντα του προσφεύγοντος για έξι μήνες χωρίς μισθό.

Ο προσφεύγων επεδίωξε να ακυρώσει την απόφαση αυτή. Το Διοικητικό Δικαστήριο της Αθήνας θεώρησε ότι ήταν τοπικά αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο Διοικητικό Εφετείο της Τρίπολης.

Η συζήτηση πραγματοποιήθηκε ενώπιον του δικαστηρίου αυτού στις 14 Ιουνίου 2010. Ωστόσο, ο προσφεύγωνδεν εκπροσωπήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Ζήτησε από το Διοικητικό Εφετείο αναβολή προκειμένου να μπορέσει να εμφανιστεί μαζί με τον δικηγόρο του και να υποβάλει τις παρατηρήσεις του. Αναφέρθηκε σε περίπτωση ανωτέρας βίας για την απουσία του δικηγόρου του και προσκόμισε σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό. Το Διοικητικό Εφετείο της Τρίπολης δεν έκανε δεκτό το αίτημα αναβολής και κήρυξε απαράδεκτη την αίτηση ακύρωσης  του προσφεύγοντος.

Βασιζόμενος ειδικότερα στο άρθρο 6 παρ. 1, ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι η έφεσή  του στο Διοικητικό Εφετείο δεν είχε εξεταστεί δίκαια και αποτελεσματικά.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η πρόσβαση σε δικαστήριο πρέπει να είναι «συγκεκριμένη και πραγματική» και όχι θεωρητική. Ο πραγματικός χαρακτήρας του δικαιώματος πρόσβασης απαιτεί ένα άτομο να έχει την σαφή και συγκεκριμένη δυνατότητα να προσβάλλει μια πράξη που συνιστά επέμβαση στα δικαιώματά του.Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο δεν περιλαμβάνει μόνον το δικαίωμα έγερσης αγωγής αλλά και το δικαίωμα σε δικαστική επίλυση της διαφοράς.

Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο δεν είναι απόλυτο και ως εκ τούτου είναι επιδεκτικό περιορισμών. Κατά τη θέσπιση των όρων πρόσβασης σε δικαστήριο, τα συμβαλλόμενα κράτη απολαύουν ορισμένου περιθωρίου εκτίμησης. Ωστόσο, οι περιορισμοί που επιβάλλονται δεν μπορούν να περιορίζουν την πρόσβαση κατά τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό που να θίγεται η ίδια η ουσία και ο πυρήνας του δικαιώματος. Επίσης, οι εν λόγω περιορισμοί δεν είναι συμβατοί με το άρθρο 6 § 1 παρά μόνον εάν επιδιώκουν ένα θεμιτό σκοπό και εάν υπάρχει εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του επιδιωκόμενου σκοπού.

Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι τα άρθρα 142 και 164 του Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών προέβλεπαν ορισμένη διαδικασία που έπρεπε να ακολουθήσει ο δημόσιος υπάλληλος στον οποίο επιβλήθηκε ποινή από το πειθαρχικό συμβούλιο και ο οποίος επιθυμούσε να ασκήσει προσφυγή κατά της απόφασης που του επέβαλε την ποινή: ο υπάλληλος έπρεπε να προσφύγει στο δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο και μετάστα διοικητικά δικαστήρια. Η προσφυγή στο δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο ήταν αναγκαία προϋπόθεση για την προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια.

Το Δικαστήριο θεωρεί ότι η προαναφερθείσα διαδικασία επιδιώκει τον θεμιτό σκοπό της ελάφρυνσης του φόρτου εργασίας των διοικητικών δικαστηρίων και σκοπεί στο να επιτρέψει στον ενδιαφερόμενο να διευθετήσει το ταχύτερο δυνατόν την κατάστασή του χωρίς να εμπλακεί σε μακροχρόνιες και δαπανηρές δικαστικές διαδικασίες.

Μένει να καθοριστεί εάν οι περιορισμοί που προέβλεπε η διαδικασία που εφαρμόστηκε στην υπό κρίση υπόθεση ήταν ανάλογοι του προαναφερθέντος θεμιτού σκοπού.

Στην υπό κρίση υπόθεση, το ΕΔΔΑ επισημαίνει ότι στον προσφεύγοντα επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της αναστολής των καθηκόντων του και η στέρηση των αποδοχών του για τρεις μήνες. Η απόφαση αυτή του επιβλήθηκε από το πειθαρχικό συμβούλιο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μετά από έγγραφη και προφορική διαδικασία στην οποία ο ίδιος ο προσφεύγων είχε αναλάβει την υπεράσπισή του. Η απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα στις 22 Απριλίου 2005, ανέφερε ότι είχε το δικαίωμα να υποβάλει ένσταση ενώπιον του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου εντός προθεσμίας είκοσι ημερών από την κοινοποίηση.

Ο προσφεύγων λέει ότι αποδέχτηκε την ποινή που του επιβλήθηκε και ότι για τον λόγο αυτό δεν προσέφυγε στο δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο. Το Δικαστήριο δεν αμφισβητεί τη δήλωση αυτή του προσφεύγοντος καθόσον αυτός άφησε να περάσει άπρακτη η προθεσμία των είκοσι ημερών χωρίς να αντιδράσει, ενώ θα μπορούσε να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης που του επέβαλε ποινή, είτε ο ίδιος είτε εκπροσωπούμενος από δικηγόρο.

Το Δικαστήριο διαπιστώνει αντίθετα ότι, στις 16 Μαΐου 2005, ήτοι σε χρόνο που η προθεσμία των είκοσι ημερών είχε ήδη εκπνεύσει, η Διοίκηση άσκησε ένσταση κατά της απόφασης του περιφερειακού πειθαρχικού συμβουλίου προκειμένου να πετύχει την επιβολή μιας αυστηρότερης ποινής στον προσφεύγοντα. Εν συνεχεία, στις 16 Μαΐου 2006, το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο επέβαλε στον προσφεύγοντα ποινή 6μηνης αναστολής των καθηκόντων με στέρηση αποδοχών. Μετά την επιβολή αυτής της βαρύτερης ποινής, ο προσφεύγων άσκησε αίτηση ακύρωσης κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του διοικητικού εφετείου, αίτηση που το εφετείο απέρριψε λόγω του ότι δεν είχε ασκήσει ένσταση ενώπιον του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου.

Το Δικαστήριο λαμβάνει επίσης υπόψη τον ισχυρισμό της Κυβέρνησης ότι ο προσφεύγων θα μπορούσε να προσφύγει στο δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο καθώς, στη περίπτωση αυτή, δεν θα μπορούσε να υπάρξει επιβολή βαρύτερης ποινής σε δεύτερο βαθμό. Ο ισχυρισμός αυτός δεν έπεισε το ΕΔΔΑ καθόσον η αιτίαση του προσφεύγοντος αφορά την πρόσβασή του στα διοικητικά δικαστήρια μετά από χειροτέρευση της ποινής του. Ωστόσο, στην περίπτωση που, θα είχε ασκήσει προσφυγή ενώπιον του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού, και είχε πετύχει μείωση ή ακύρωση της ποινής του, δεν θα είχε κανένα λόγο να προσφύγει στα εν λόγω δικαστήρια.

Το Δικαστήριο επισήμανε  ότι οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας που προσκομίζει η Κυβέρνηση για να αποδείξει ότι η προσφυγή ενώπιον του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού για την ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων προσφυγή, δεν αντιστοιχούν στα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης. Οι αποφάσεις αυτές αφορούν περιπτώσεις στις οποίες οενδιαφερόμενος είτε είχε ασκήσει εκπρόθεσμα την προσφυγή του, είτε δεν είχε πληροφορηθεί το δικαίωμά του να υποβάλει ένσταση ενώπιον του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου, είτε την περίπτωση που η κοινοποίηση της απόφασης περιήλθε σε αυτόν με καθυστέρηση. Καμία από τις αποφάσεις που προσκόμισε η Κυβέρνηση δεν έκρινε περίπτωση όπως αυτή του προσφεύγοντος, στην οποία η απόφαση του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου του κοινοποιήθηκε εμπρόθεσμα και έλαβε γνώση της δυνατότητας άσκησης προσφυγής ενώπιον του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου, αλλά η Διοίκηση άσκησε ένσταση μετά την παρέλευση της προθεσμίας των είκοσι ημερών που είχε στη διάθεσή του ο υπάλληλος και ενώ αυτός είχε ήδη αποκλειστεί από τη δυνατότητα να υποβάλει ο ίδιος ένσταση. Έτσι το ΣτΕ δεν αποφάνθηκε ποτέ επί του ζητήματος του αποκλεισμού του διαδίκου στην περίπτωση που η Διοίκηση είχε ασκήσει ένσταση ενώπιον του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου μετά την παρέλευση της προθεσμίας που έχει ο υπάλληλος και που αυτή κατέληξε στην επιβολή βαρύτερης ποινής από αυτή που επιβλήθηκε σε πρώτο βαθμό.

Επί πλέον το ΕΔΔΑ επισημαίνει ότι δεν υπάρχει κίνδυνος να επαναληφθεί στο μέλλον παρόμοια κατάσταση, μετά τη θέσπιση του άρθρου 141 του νέου Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων. Η παράγραφος 4 του εν λόγω άρθρου προβλέπει ότι, σε περίπτωση επιβολής προστίμου αποδοχών από ένα έως τέσσερις μήνες, εφόσον ασκηθεί ένσταση υπέρ της διοίκησης, η προθεσμία που έχει ο υπάλληλος για να υποβάλει και αυτός από την πλευρά του ένσταση αρχίζει από την κοινοποίηση σε αυτόν αντιγράφων της πειθαρχικής απόφασης και της ένστασης υπέρ της διοίκησης. Εάν δεν έχει ασκηθεί ένσταση υπέρ της διοίκησης, η προθεσμία που έχει ο υπάλληλος για να προσφύγει στο διοικητικό εφετείο αρχίζει από την κοινοποίηση σε αυτόν αντιγράφου της πειθαρχικής απόφασης που συνοδεύεται από βεβαίωση περί μη ασκήσεως ένστασης από τη διοίκηση.

Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης και της ισχύουσας τότε νομοθεσίας, ήταν αδύνατον στον προσφεύγοντα να προσβάλει μια απόφαση η οποία είχε χειροτέρευση την ποινή που του επιβλήθηκε και μάλιστα όταν ο ίδιος δεν κίνησε τη διαδικασία η οποία κατέληξε στην εν λόγω χειροτέρευση.

Μετά τα παραπάνω, το ΕΔΔΑ θεωρεί ότι ο προσφεύγων υπέστη ένα δυσανάλογο εμπόδιο στο δικαίωμά του για πρόσβαση σε δικαστήριο λόγω του ότι του ήταν αδύνατο να προσφύγει στα διοικητικά δικαστήρια για να προσβάλει τη χειροτέρευση της ποινής του.

Το συμπέρασμα αυτό απαλλάσσει το Δικαστήριο από την υποχρέωση εξέτασης της δεύτερης αιτίασης του προσφεύγοντος σχετικά με την απόρριψη από το διοικητικό εφετείο της αίτησης επανασυζήτησης της υπόθεσης.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε  παραβίαση του άρθρου 6 § 1 και επιδίκασε ποσό 3.200 ευρώ για ηθική βλάβη(επιμέλεια echrcaselaw.com)


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες