Αυτονομία της πειθαρχικής από την ποινική διαδικασία. Η αθωωτική δικαστική απόφαση δεν δεσμεύει τα πειθαρχικά όργανα που μπορούν να επιβάλουν πειθαρχική ποινή

ΑΠΟΦΑΣΗ

Bonnemaison κατά Γαλλίας της 11.04.2019 (αριθ. 32216/15)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Αυτονομία πειθαρχικής διαδικασίας από την ποινική. Απόφαση Ιατρικού Συλλόγου να διαγράψει τον προσφεύγοντα από το μητρώο του. Ο προσφεύγων χορηγούσε επανειλημμένα θανατηφόρες ενέσεις σε ασθενείς για να θέσει τέρμα στη ταλαιπωρία τους. Ποινική αθώωση του ιατρού για τους 6 από τους 7 θανάτους. Ωστόσο, το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφάσισε τη διαγραφή του από το μητρώο εξαιτίας της σοβαρότητας και της επαναλαμβανόμενης φύσης των ηθικών παραβιάσεών του.

Το ΕΔΔΑ δε διαπίστωσε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι υπήρξε έλλειψη αμεροληψίας, δεδομένου ότι οι αποφάσεις ήταν δεόντως αιτιολογημένες. Επίσης, έκρινε ότι το αποτέλεσμα της ποινικής διαδικασίας δεν ήταν αποφασιστικής σημασίας για την πειθαρχική διαδικασία. Η πειθαρχική διαδικασία πλήρως αυτόνομη και όχι το άμεσο επακόλουθο της ποινικής. Τέλος, το Στρασβούργο επισήμανε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος προστασίας της ιδιοκτησίας λόγω της παύσης της δραστηριότητας του ιατρού, δεδομένου ότι τα μελλοντικά έσοδα από επαγγελματική του δραστηριότητα θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως «κατοχή», μόνον αφότου αποκτηθούν ή όταν υπάρχει εκτελεστή απαίτηση για την ύπαρξή τους. Μη παραβίαση των άρθρων 6 παρ. 1 και 2 και άρθρου 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Απαράδεκτη η προσφυγή.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6 §§ 1, 2

Άρθρο 1 ΠΠΠ

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Nicolas Bonnemaison, είναι Γάλλος υπήκοος, ο οποίος γεννήθηκε το 1961 και ζει στη Bayonne (Γαλλία). Είναι γενικός ιατρός.

Το 2011 ένας ιατρός υπέβαλε μια σοβαρή έκθεση περιστατικών στον διευθυντή του νοσοκομείου της Bayonne. Υποψιαζόταν ότι ο κ. Bonnemaison είχε προκαλέσει το θάνατο τεσσάρων ασθενών σε τελικό στάδιο, χωρίς τη γνώση των οικογενειών τους και των συναδέλφων τους. Οι θάνατοι λάμβαναν χώρα πολύ γρήγορα μετά την αποχώρηση του ιατρού από τα δωμάτια. Σε άρθρο που δημοσιεύθηκε το 2011, ο δικηγόρος του προσφεύγοντος δήλωσε ότι ο πελάτης του είχε παραδεχθεί τα πραγματικά περιστατικά και ισχυρίστηκε ότι οι ενέργειές του αποσκοπούσαν στο να θέσει τέρμα στη ταλαιπωρία των ασθενών.

Έχοντας παραπεμφθεί σε ποινική δίκη, αθωώθηκε αμετάκλητα το 2014. Το δικαστήριο έκρινε ότι ενώ ο ιατρός είχε χορηγήσει θανατηφόρες ενέσεις χωρίς να ενημερώσει την ομάδα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και τις οικογένειές τους, αλλά και χωρίς την ενημέρωση των ιατρικών φακέλων των ασθενών, δεν αποδείχθηκε η πρόθεσή του να τους σκοτώσει λόγω των ενδεχόμενων ακούσιων επιπτώσεων των χρησιμοποιούμενων φαρμάκων. Το 2015 το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αθώωσε τον προσφεύγοντα για έξι θανάτους, αλλά τον καταδίκασε για το θάνατο μόνο μιας ασθενούς και του επέβαλε ποινή φυλάκισης δύο ετών. Ο προσφεύγων δεν άσκησε αναίρεση.

Τον Σεπτέμβριο του 2011, παράλληλα με την ποινική διαδικασία, το Εθνικό Ιατρικό Συμβούλιο (Στο εξής: “ordre des médecins”) υπέβαλε την υπόθεση στο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Το 2012, αφού ο προσφεύγων αναγνώρισε προφορικά τη σοβαρότητα των κατηγοριών, το πρώτο κλιμάκιο του Πειθαρχικού Τμήματος του Ιατρικού Συλλόγου αποφάσισε να τον διαγράψει από το ιατρικό μητρώο εξαιτίας της σοβαρότητας και της επαναλαμβανόμενης φύσης των ηθικών παραβιάσεών του. Το 2014 η Εθνική Πειθαρχική Διεύθυνση του Ιατρικού Συλλόγου απέρριψε τους λόγους έφεσης του προσφεύγοντος, αιτιολογώντας τη νομιμότητα της πειθαρχικής διαδικασίας, την ανεξαρτησία και αυτονομία της ποινικής και πειθαρχικής διαδικασίας και λαμβάνοντας υπόψη ότι ο προσφεύγων δεν αμφισβήτησε την ακρίβεια των αποδιδομένων κατηγοριών.

Το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την αίτηση αναίρεσης με αιτιολογημένη απόφασή της 30.12.2014. Το 2016 το Εθνικό Πειθαρχικό Τμήμα του Ιατρικού Συλλόγου, το οποίο αποφάσισε σχετικά με την επανάληψη της διαδικασίας που υπέβαλε ο προσφεύγων, επικύρωσε την επιβληθείσα ποινή.

Βασιζόμενος στο άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα ακρόασης) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι οι πειθαρχικές διαδικασίες δεν διέπονταν από ανεξαρτησία και ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν ήταν αμερόληπτο. Σύμφωνα με το άρθρο 6 § 2 (τεκμήριο αθωότητας), ισχυρίστηκε ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν έπρεπε να απορρίψει την αίτησή του, δεδομένου ότι η ποινική αθώωση του έπρεπε να τον είχε απαλλάξει από τις πειθαρχικές κυρώσεις. Τέλος, λόγω των οικονομικών επιπτώσεων της απαγόρευσης άσκησης του επαγγέλματός του, ο προσφεύγων θεώρησε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμά του στην προστασία της ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 6 § 1

Το Δικαστήριο σημείωσε καταρχάς ότι ο προσφεύγων δεν είχε προβάλει καταγγελία για την έλλειψη ανεξαρτησίας των πειθαρχικών τμημάτων ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και ότι δεν είχε εξαντλήσει τα εγχώρια εσωτερικά ένδικα μέσα.

Επιπλέον, δε διαπίστωσε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι υπήρξε έλλειψη αμεροληψίας, δεδομένου ότι οι αποφάσεις ήταν δεόντως αιτιολογημένες. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή η αιτίαση έπρεπε να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη.

Άρθρο 6 § 2

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι δικαστές είχαν περιοριστεί στην παρατήρηση των ουσιωδών γεγονότων και είχαν αποφύγει να καταλήξουν σε οποιοδήποτε συμπέρασμα σχετικά με τον ποινικό χαρακτηρισμό. Επιπλέον, το αποτέλεσμα της ποινικής διαδικασίας δεν ήταν αποφασιστικής σημασίας για την πειθαρχική διαδικασία, η οποία ήταν πλήρως αυτόνομη και όχι το άμεσο επακόλουθο της ποινικής διαδικασίας.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 6 § 2 δεν εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση και ότι η καταγγελία έπρεπε να απορριφθεί.

Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η εικαζόμενη παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου δεν τέθηκε ρητά ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Επανέλαβε επίσης τη νομολογία του σύμφωνα με την οποία τα μελλοντικά έσοδα από την επαγγελματική δραστηριότητα θα μπορούν να θεωρηθούν ως «κατοχή», μόνον αφότου αποκτηθούν ή όταν υπάρχει εκτελεστή απαίτηση για την ύπαρξή τους. Η παύση της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, δεν είχε παρέμβει στα «περιουσιακά στοιχεία» του προσφεύγοντος κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, το οποίο συνεπώς δεν είχε εφαρμογή. Επομένως και αυτό το σκέλος της προσφυγής έπρεπε επίσης να απορριφθεί(επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες