Οι δημοσιογράφοι αποτελούν τον θεματοφύλακα του δημοσίου βίου και δεν πρέπει να απομακρύνονται από το κοινοβούλιο

ΑΠΟΦΑΣΗ

Selmani κ.α. κατά Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας της 09-02-2017 (αριθμ. προσφ. 67259/14)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ελευθερία της έκφρασης. Κάλυψη επεισοδιακής συζήτησης στο Κοινοβούλιο. Οι προσφεύγοντες κάλυπταν με την ιδιότητά τους ως δημοσιογράφοι στη Βουλή στη διαδικασία ψήφισης του προϋπολογισμού της χώρας. Κάποια στιγμή οι τόνοι ανέβηκαν και η συνεδρίαση εξελίχθηκε με  επεισοδιακό τρόπο. Η αστυνομία ζήτησε από τους δημοσιογράφους να απομακρυνθούν. Κάποιοι το έκαναν, ενώ οι προσφεύγοντες παρέμειναν στο χώρο, με το σκεπτικό πως όσα συνέβαιναν στο Κοινοβούλιο ενδιέφεραν την κοινή γνώμη. Απομακρύνθηκαν όμως, δια της βίας. Εν συνεχεία, οι προσφεύγοντες υπέβαλλαν συνταγματική καταγγελία, υποστηρίζοντας ότι το δικαίωμά τους στην ελευθερία της έκφρασης σε μια κοινοβουλευτική συζήτηση ιδιαίτερου δημοσίου συμφέροντος είχε παραβιαστεί. Το Συνταγματικό Δικαστήριο ερήμην τους απέρριψε το αίτημά. Έτσι, κατέφυγαν στο ΕΔΔΑ το οποίο στην απόφασή του  επανέλαβε τον κρίσιμο ρόλο των μέσων ενημέρωσης ως θεματοφύλακες του δημοσίου συμφέροντος ιδίως σε καταστάσεις όπως στην περίπτωση των προσφευγόντων, όπου οι αρχές είχαν να χειριστούν την άτακτη συμπεριφορά των βουλευτών κατά τη διάρκεια μιας κοινοβουλευτικής συνόδου και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 10

Άρθρο 6 παρ.1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες, είναι 6 υπήκοοι της FYROM, οι οποίοι ζουν στα Σκόπια. Στις 24 Δεκεμβρίου 2012, οι προσφεύγοντες, μαζί με άλλους διαπιστευμένους δημοσιογράφους, εξέπεμπαν από το Κοινοβούλιο, από μια οριοθετημένη περιοχή για τους δημοσιογράφους στην οποία μπορούσαν να παρουσιάζουν τα θέματά τους σχετικά με το έργο του Κοινοβουλίου. Παρακολουθούσαν τη συζήτηση σχετικά με την έγκριση του κρατικού προϋπολογισμού για το 2013, ο οποίος υπήρξε πηγή έντασης μεταξύ της αντιπολίτευσης και των βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος και είχε προσελκύσει τη προσοχή του κοινού και των ΜΜΕ. Ταυτόχρονα δύο αντίθετες ομάδες διαμαρτύρονταν μπροστά από το κτίριο του Κοινοβουλίου.

Η τεταμένη ατμόσφαιρα κορυφώθηκε όταν μια ομάδα βουλευτών προκάλεσαν επεισόδια στην αίθουσα του κοινοβουλίου.  Περιτριγύρισαν τον Πρόεδρο, χτύπησαν το γραφείο του, εμπόδισαν την πρόσβαση στην έδρα και κατέστρεψαν τεχνικό εξοπλισμό. Ο Πρόεδρος της Βουλής, ο οποίος είχε αποχωρήσει από την αίθουσα, διέταξε η ασφάλεια του Κοινοβουλίου να αποκαταστήσει την τάξη. Οι αξιωματικοί ασφαλείας στη συνέχεια δια της βίας έδιωξαν τους βουλευτές της αντιπολίτευσης. Άλλοι αστυνομικοί άρχισαν να απομακρύνουν τους δημοσιογράφους, συμπεριλαμβανομένων των προσφευγόντων. Μερικοί δημοσιογράφοι συμμορφώθηκαν με τις ανωτέρω ενέργειες. Ωστόσο, οι προσφεύγοντες αρνήθηκαν να φύγουν, καθώς αισθάνθηκαν ότι το κοινό έχει το δικαίωμα να ενημερωθεί για το τι συνέβαινε. Κατέληξαν να απομακρυνθούν δια της βίας. Οι προσφεύγοντες αρνούνται ότι έπρεπε να αποχωρήσουν για λόγους ασφαλείας και ότι ένας αξιωματικός ασφάλειας είχε τραυματιστεί από έναν προσφεύγοντα κατά τη διάρκεια της βίαιης απομάκρυνσής τους.

Εν συνεχεία, οι προσφεύγοντες υπέβαλλαν συνταγματική καταγγελία, υποστηρίζοντας ότι το δικαίωμά τους στην ελευθερία της έκφρασης (σύμφωνα με το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ) σε μια κοινοβουλευτική συζήτηση ιδιαίτερου δημοσίου συμφέροντος είχε παραβιαστεί.

Μετά από δίκη που πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2014, ερήμην  των διαδίκων, το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε την καταγγελία των προσφευγόντων. Διαπίστωσε ότι η απομάκρυνση των προσφευγόντων από το Κοινοβούλιο είχε βασιστεί στο Κανονισμό του Κοινοβουλίου και ότι ο τελευταίος  είχε εφαρμοστεί σε όλους τους συμμετέχοντες της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιογράφων που βρίσκονταν στο κοινοβούλιο. Επίσης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν απαραίτητο να απομακρυνθούν οι προσφεύγοντες από την αίθουσα για λόγους ασφαλείας λόγω του αριθμού των περιστατικών κατά τη διάρκεια της συζήτησης, καθώς είχαν εκτοξευτεί αντικείμενα στην αίθουσα, μερικά από τα οποία κατευθύνονταν και στο αίθουσα σύνταξης του Κοινοβουλίου. Τα μέτρα συνεπώς είχαν ως σκοπό να προστατεύσουν τους δημοσιογράφους, μεταφέρνοντάς τους έτσι σε ασφαλέστερο μέρος και δεν είχαν ως σκοπό να περιορίσουν την ελευθερία της έκφρασης.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσφεύγοντες είχαν δικαίωμα σε ακρόαση ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Το Συνταγματικό Δικαστήριο ήταν το μόνο όργανο που είχε εξετάσει και αποφανθεί επί της ουσίας της υπόθεσης των προσφευγόντων, ενεργώντας ως δικαστήριο πρώτου βαθμού. Η υπόθεση δεν αφορά αποκλειστικά ζητήματα δικαίου, όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση, αλλά και ζητήματα γεγονότων τα οποία είχαν σημασία για την έκβαση της υπόθεσης. Πράγματι, η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου είχαν βασιστεί σε γεγονότα τα οποία οι προσφεύγοντες είχαν αμφισβητήσει, όπως για παράδειγμα: εάν οι λόγοι για την απομάκρυνση των προσφευγόντων τους είχαν δοθεί, το βαθμό άσκησης βίας που χρησιμοποιήθηκε από τους αξιωματικούς ασφαλείας, κατά πόσο ένας αξιωματικός είχε τραυματιστεί κατά τη διάρκεια του περιστατικού, ο κίνδυνος για την ασφάλεια των προσφευγόντων, για τον οποίο απομακρύνθηκαν, και αν οι προσφεύγοντες είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν τα γεγονότα στην κοινοβουλευτική αίθουσα μετά την αίθουσα μετά την απομάκρυνσή τους.

Ωστόσο, καμία προφορική ακρόαση είχε πραγματοποιηθεί, ακόμη και αν οι προσφεύγοντες είχαν ζητήσει την διεξαγωγή.

Επιπλέον, το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν είχε δώσει κανένα λόγο για το οποίο έκρινε ότι δεν ήταν απαραίτητη η διεξαγωγή ακροαματική διαδικασίας.

Διαπιστώνοντας ότι δεν υπήρξε καμία εξαιρετική περίσταση που να μπορούσε να δικαιολογήσει τη εξαίρεση διεξαγωγής ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο, επομένως, έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1.

Το άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης)

Το Δικαστήριο επανέλαβε τον κρίσιμο ρόλο των ΜΜΕ ως θεματοφύλακες του δημοσίου συμφέροντος ιδίως σε καταστάσεις όπως στην περίπτωση των προσφευγόντων, όπου οι αρχές είχαν να χειριστούν την άτακτη συμπεριφορά των βουλευτών κατά τη διάρκεια μιας κοινοβουλευτικής συνόδου.

Κατ ‘αρχάς, το Δικαστήριο είχε κρίνει ότι απομάκρυνση των προσφευγόντων από το θεωρείο του Κοινοβουλίου, με βάση τις σχετικές διατάξεις της Κοινοβουλευτικής Πράξης και του εσωτερικού κανονισμού του κοινοβουλίου, ήταν «Προβλεπόμενη από το νόμο». Ειδικότερα, οι διατάξεις αυτές, οι οποίες ήταν προσβάσιμες στο κοινό, σήμαινε ότι οι προσφεύγοντες ήταν σε θέση να προβλέψουν, σε εύλογο βαθμό, ότι η παρέμβαση των αξιωματικών ασφάλειας θα μπορούσαν να επηρεάσουν την παραμονή τους στο κοινοβούλιο. Επιπλέον, η απομάκρυνσή τους είχε ως στόχο τη διασφάλιση της δημόσιας ασφάλειας και την πρόληψη διαταραχών.

Ωστόσο, η κυβέρνηση απέτυχε να πείσει το Δικαστήριο ότι ήταν αναγκαία ή δικαιολογημένη η απομάκρυνση των προσφευγόντων από το θεωρείο. Στην απόφασή του το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν είχε αναφερθεί καθόλου στις διαδηλώσεις που έλαβαν χώρα έξω από το κτίριο του Κοινοβουλίου και σε ποιο βαθμό θα μπορούσαν να απειλήσουν την ασφάλεια των ατόμων στο εσωτερικό του κτιρίου, συμπεριλαμβανομένων των προσφευγόντων. Αναφορικά με την συμπεριφορά των προσφευγόντων, η κυβέρνηση είχε παραδέχθηκε ότι ούτε είχαν συμβάλλει ούτε συμμετάσχει στις συγκρούσεις που έλαβαν στο κοινοβούλιο. Οι προσφεύγοντες απλά παρευρίσκονταν και απλώς παρατηρούσαν και κατέγραφαν τα γεγονότα, κάνοντας τη δουλειά τους.

Οι προσφεύγοντες είχαν ουσιαστικά αρνηθεί να υπακούσουν στις εντολές των αξιωματικών ασφαλείας και να εγκαταλείψουν τον χώρο, αλλά η συμπεριφορά τους δεν είχε οδηγήσει οποιαδήποτε διαδικασία εναντίον τους. Ούτε κατατέθηκαν πληροφορίες σχετικά με τον τραυματισμό στο πόδι ενός από τους αξιωματικούς ασφαλείας κατά τη διάρκεια της αντίστασης των προσφευγόντων. Πράγματι, η απομάκρυνση των προσφευγόντων δεν είχε λάβει χώρα λόγω της άρνησή τους να φύγουν, αλλά επειδή το προσωπικό ασφαλείας είχε εκτιμήσει ότι ήταν απαραίτητο να μετακινηθούν σε ένα πιο ασφαλές μέρος. Ούτε υπήρχαν ενδείξεις ότι η συμπεριφορά των βουλευτών είχε βάλει τους προσφεύγοντες σε κίνδυνο. Το Συνταγματικό Δικαστήριο είχε αναφερθεί σε αντικείμενα που εκσφενδονίστηκαν από τον κοινοβουλευτικό χώρο προς το θεωρείο, αλλά δεν δόθηκε καμία περαιτέρω εξήγηση ως προς τι πετάχτηκε και τον αριθμό των αντικειμένων και αν κάποια από αυτά είχε πράγματι φτάσει μέχρι και το θεωρείο.

Τέλος, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η απομάκρυνση των προσφευγόντων από το θεωρείο τους είχε εμποδίσει στο να λάβουν γνώση, με βάση τις προσωπικές τους εμπειρίες, των γεγονότων που εκτυλίχτηκαν στο κοινοβούλιο.

Εν όψει του γεγονότος ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν είχε παράσχει επαρκείς λόγους, σχετικά με το παρόν περιστατικό, ώστε να δικαιολογήσει την απομάκρυνση των προσφευγόντων από το θεωρείο, υπήρχε συνεπώς παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης.

Άρθρο 41 (δίκαιη ικανοποίηση)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» όφειλε να καταβάλει στους προσφεύγοντες 5.000 ευρώ για ηθική τους βλάβη.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες