Αντιφατική νομολογία από διαφορετικά Τμήματα του Αρείου Πάγου. Ασφάλεια δικαίου και η κρίση του Στρασβούργου

ΑΠΟΦΑΣΗ

Mariyka Popova και Asen Popov κατά Βουλγαρίας της 11.04.2019 (αριθ. 11260/10)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Αντιφατική νομολογία στην ερμηνεία διάταξης από διαφορετικές συνθέσεις του Αρείου Πάγου. Απόρριψη της αναίρεσης των προσφευγόντων από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο λόγω των αποκλίσεων στη νομολογία του εν λόγω δικαστηρίου αναφορικά με την ευθύνη της ασφαλιστικής εταιρείας σε τροχαία ατυχήματα. Το Στρασβούργο θεώρησε ότι υπήρχαν «βαθιές και μακροχρόνιες διαφορές» ως προς την ερμηνεία του άρθρου 407 παρ. 1 του βουλγαρικού Εμπορικού Νόμου από το Ανώτατο Δικαστήριο της Βουλγαρίας, γεγονός που επηρέασε τη συγκεκριμένη υπόθεση. Ωστόσο, η εθνική νομοθεσία περιλάμβανε ένα μηχανισμό ικανό να αποκαταστήσει αυτές τις διαφορές, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ λίγο μετά την έκδοση των αποφάσεων στην περίπτωση των προσφευγόντων και εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Εναρμόνιση της εθνικής νομολογίας στον τομέα αυτό. Μη παραβίαση του άρθρου 6 § 1  της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6 § 1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες, Mariyka Todorova Popova και Asen Asparuhov Popov, Βούλγαροι υπήκοοι, είναι παντρεμένο ζευγάρι που γεννήθηκαν το 1941 και το 1936 αντίστοιχα και ζουν στο Ντόρκοβο.

Τον Μάιο του 2004 η κόρη των προσφευγόντων πέθανε σε τροχαίο ατύχημα. Ποινικές διαδικασίες κινήθηκαν κατά του S.V., του οδηγού που προκάλεσε το ατύχημα. Ο κ. Popov και κα Popova, ο γιός της αποθανούσας γυναίκας, καθώς και ο σύζυγος και το άλλο θύμα του ατυχήματος άσκησαν πολιτική αγωγή. Το δικαστήριο έκρινε τον S.V. ένοχο για την πρόκληση του θανάτου της κόρης των προσφευγόντων, ο οποίος προκάλεσε και τραυματισμούς στο άλλο θύμα. Διέταξε τον S.V. να καταβάλει αποζημίωση.

Οι προσφεύγοντες και οι άλλοι τρεις δεν ήταν σε θέση να ανακτήσουν τα οφειλόμενα ποσά επειδή ο S.V. κηρύχθηκε αφερέγγυος. Ενεργώντας χωριστά, κατέθεσαν αγωγή κατά της ασφαλιστικής εταιρείας του S.V. Σε πολλές αποφάσεις, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και το Εφετείο αποφάσισαν ότι οι προσφεύγοντες είχαν το δικαίωμα να μηνύσουν τον ασφαλιστή του προσώπου που προκάλεσε το ατύχημα, αν και ο τελευταίος είχε ήδη κληθεί να καταβάλει αποζημίωση, δεδομένου ότι δεν μπόρεσε να καταβάλλει τα επιδικαζόμενα ποσά.

Επιπλέον, με απόφαση της 21ης ​​Φεβρουαρίου 2008, το δικαστήριο της Σόφιας αποφάνθηκε  υπέρ των προσφευγόντων και διέταξε την ασφαλιστική εταιρεία να τους καταβάλει αποζημίωση. Το Εφετείο της Σόφιας έκανε δεκτή την έφεση  κατά της πρωτόδικης απόφασης, κρίνοντας ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν το δικαίωμα να ασκήσουν αγωγή κατά της  ασφαλιστικής εταιρίας, δεδομένου ότι είχε εκδοθεί ήδη δικαστική απόφαση κατά του ασφαλισμένου για τα ίδια ποσά και για το ίδιο γεγονός, δηλαδή το θάνατο της κόρης τους. Ο κ. Papov και η κα Popovα άσκησαν αναίρεση. Ισχυρίστηκαν ότι υπήρξε αντίφαση μεταξύ των συμπερασμάτων του Εφετείου σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 407 παρ. 1 του Εμπορικού Νόμου στην υπόθεση τους και το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο σε παρόμοιες περιπτώσεις. Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση ως απαράδεκτη.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ..

Άρθρο 6 § 1

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι, στην περίπτωση των προσφευγόντων, το δικαστήριο του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου είχε ερμηνεύσει την εσωτερική νομοθεσία κατά τρόπο, ώστε οι προσφεύγοντες να έχουν στερηθεί της δυνατότητα απόδοσης ευθύνης στην ασφαλιστική εταιρεία του δράστη. Ωστόσο, άλλες συνθέσεις του ίδιου δικαστηρίου είχαν λάβει ακριβώς την αντίθετη θέση.

Από την αναθεώρηση της εσωτερικής νομολογίας στον τομέα αυτό προέκυψε ότι υπήρχαν δύο προσεγγίσεις για την ερμηνεία του άρθρου 407 παρ. 1 του Εμπορικού Νόμου, ο οποίος ρύθμιζε τις προϋποθέσεις για την άσκηση αγωγής αποζημίωσης ενάντια του ασφαλιστή. Οι δύο εναλλακτικές προσεγγίσεις είχαν σημαντικές επιπτώσεις στο δικαίωμα δίκαιης δίκης, τόσο για τα θύματα των τροχαίων ατυχημάτων, όσο και για τις ασφαλιστικές εταιρείες. Αυτό το ερώτημα, σχετικά με το παραδεκτό τέτοιων ισχυρισμών, ήταν κρίσιμο για την έκβαση αυτού του είδους της διαμάχης και θα μπορούσε ενδεχομένως να έχει επηρεάσει μεγάλο αριθμό περιπτώσεων. Έτσι, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η πρώτη απόκλιση της απόφασης χρονολογείται από το 2006, ότι αυξήθηκε ο αριθμός των αντιφατικών αποφάσεων που εκδόθηκαν το 2009 και ότι αυτή η κατάσταση εξακολουθούσε να υφίσταται μέχρι το 2010. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η πάροδος του χρόνου, η οποία δεν ήταν υπερβολική, έπρεπε να εκτιμηθεί υπό το φως των περιστάσεων της υπόθεσης. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τον δυνητικά υψηλό αριθμό περιπτώσεων που σχετίζονται με τροχαία ατυχήματα.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η εθνική νομοθεσία περιείχε μηχανισμό ικανό να παράσχει αποκατάσταση, δηλαδή τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 292 του νέου κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, σύμφωνα με την οποία ένα από τα Τμήματα του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου θα μπορούσε να ζητήσει από το ίδιο δικαστήριο να παρέχει καθοδήγηση αναφορικά με την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του εσωτερικού δικαίου. Στις 17 Μαρτίου 2010, εξετάζοντας μια παρόμοια υπόθεση, ένα από τα Τμήματα του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου είχε επισημάνει την ύπαρξη αυτών των αποκλίσεων στη νομολογία όσον αφορά στην ερμηνεία του άρθρου 407 παρ. 1 του Εμπορικού Νόμου και είχε υποβάλει αίτηση για ερμηνευτική απόφαση στο εμπορικό τμήμα του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Ο μηχανισμός αυτός είχε τεθεί σε κίνηση λίγο μετά την έκδοση της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου στην περίπτωση των προσφευγόντων. Η σχετική περίοδος συνέπεσε με την έναρξη ισχύος του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ο οποίος είχε θεσπίσει νέους κανόνες σχετικά με το παραδεκτό και την εξέταση των αναιρέσεων. Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο έπρεπε να προσαρμόσει τη λειτουργία του σε αυτή τη νέα διαδικαστική νομοθεσία. Στις 6 Ιουνίου 2012 το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο εξέδωσε την ερμηνευτική του απόφαση για το θέμα που του έχει τεθεί, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την εναρμόνιση της νομολογίας του.

Το Δικαστήριο δεν αγνόησε το γεγονός ότι η ερμηνεία που έλαβε το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο  θα ήταν ευνοϊκή για τους προσφεύγοντες αν είχαν ασκήσει αναίρεση, η οποία θα εξετάζονταν μετά το 2010.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν παραβιάστηκε η αρχή της ασφάλειας δικαίου και ότι, συνεπώς, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1(επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες