Η διαγραφή από το Δικηγορικό Σύλλογο ασκουμένων δικηγόρων εξαιτίας βεβαρυμένου ποινικού μητρώου δεν παραβιάζει την ιδιωτική τους ζωή

ΑΠΟΦΑΣΗ

Jankauskas κατά Λιθουανίας (αριθμ. 2) (αριθμ. προσφ. 50446/09) και Lekavičienė και Λιθουανίας (αριθμ. προσφ. 48427/09) της 27-06-2017

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ασκούμενοι δικηγόροι. Ρόλος δικηγόρων. Απόρριψη αίτησης από τον Δικηγορικό Σύλλογο για να γίνουν ασκούμενοι δικηγόροι εξαιτίας προγενέστερης καταδίκης τους. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η παρέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής τους ζωής δεν είχε ξεπεράσει το όριο που «απαραίτητο σε μια δημοκρατική κοινωνία» αναφορικά με τη προστασία των δικαιωμάτων τρίτων γιατί έτσι διασφαλίζεται η καλή και σωστή λειτουργία του δικαστικού συστήματος και συνεπώς, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης. Σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, οι δικηγόροι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διοίκηση της δικαιοσύνης. Αυτός ο ιδιαίτερος ρόλος συνεπάγεται ορισμένα καθήκοντα και περιορισμούς, ιδίως σε σχέση με την επαγγελματική και ηθική συμπεριφορά των δικηγόρων, η οποία πρέπει να είναι διακριτική, ειλικρινής και αξιοπρεπής.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

α) Για τον κ. Jankauskas

Ο Ramūnas Jankauskas, είναι Λιθουανός υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1972 και ζει στο Pakruojis (Λιθουανία). Ο κ. Jankauskas εργάζετο ως πταισματοδίκης, αλλά καταδικάστηκε για καταχρηστική συμπεριφορά εντός του γραφείου και για δωροδοκία. Μετά την εκτέλεση της ποινής του, υπέβαλε αίτηση στον δικηγορικό σύλλογο της Λιθουανίας για να γίνει δεκτός ως ασκούμενος δικηγόρος και έγινε δεκτή η Αίτησή του. Ωστόσο, δεν ανέφερε την προηγούμενη καταδίκη του. Όταν γνωστοποιήθηκε η προηγούμενη καταδίκη του, ο κ. Jankauskas διαγράφηκε από τον κατάλογο των ασκούμενων δικηγόρων με απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου των Δικηγόρων. Αυτό έγινε για το λόγο ότι είχε αποκρύψει πληροφορίες σημαντικές για την αξιολόγηση της φήμης και του ονόματός του, αποδεικνύοντας ότι δεν είχε τον απαιτούμενο ηθικό χαρακτήρα. Ο κ. Jankauskas αμφισβήτησε την απόφαση ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

β) Για την κα. Lekavičienė

Η Vladislava Ramunė Lekavičienė, είναι υπήκοος της Λιθουανίας η οποία  γεννήθηκε το 1942 και ζει στο Βίλνιους (Λιθουανία). Έγινε δεκτή στο δικηγορικό σύλλογο ως ασκουμένη δικηγόρος, αλλά το Δεκέμβριο του 2003 ο Σύλλογος διέγραψε το όνομά της από τη λίστα των ασκούμενων δικηγόρων λόγω εκκρεμούσας ποινικής υπόθεσης εναντίον της.

Τον Αύγουστο του 2004, η κα Lekavičienė καταδικάστηκε για περισσότερο από τριάντα υποθέσεις πλαστογραφίας και απάτης, σχετικά με αναληθείς ισχυρισμούς  ότι είχε παράσχει νομικές υπηρεσίες στο πλαίσιο της νομικής συνδρομής από το Κράτος. Μετά την ολοκλήρωση των ποινικών διαδικασιών και την εκτέλεση των ποινών ζήτησε να ξαναεγγραφεί στο Σύλλογο. Κάνοντας αναφορά στο σύντομο χρονικό διάστημα που είχε περάσει και στη φύση των εγκλημάτων, ο δικηγορικός σύλλογος απέρριψε το αίτημά της με την αιτιολογία ότι δεν την είχε τον απαραίτητο ηθικό χαρακτήρα. Η προσφεύγουσα άσκησε έφεση μέσω του δικαστικού συστήματος και τελικώς η απόφαση άρνησης εγγραφής της επικυρώθηκε από τον Άρειο Πάγο.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο αποκλεισμός των προσφευγόντων από τον κατάλογο των δικηγόρων ανερχόταν σε παρέμβαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής τους ζωής, καθώς και σε  παρέμβαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, καθώς ο αποκλεισμός και η διαγραφή τους πρέπει να επηρέασαν την επαγγελματική φήμη και τις εργασιακές σχέσεις τους.

Ωστόσο, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8, διότι η παρέμβαση ήταν «σύμφωνη με το νόμο», επιδιώκοντας νόμιμο στόχο και ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία» για να πετύχει το εν λόγω σκοπό.

Ο αποκλεισμός τους διεξήχθη σύμφωνα με το νόμο, επειδή οι αποφάσεις και των δύο δικηγορικών συλλόγων και των εθνικών δικαστηρίων  είχαν βασιστεί σε συναφή σημεία του νόμου του δικηγορικού συλλόγου και στον Κώδικα Δεοντολογίας των Δικηγόρων. Ο αποκλεισμός του είχε πραγματοποιηθεί κατά την αναζήτηση του νόμιμου στόχου, και πραγματοποιήθηκε προκειμένου να προστατευθούν τα δικαιώματα τρίτων, σε συνδυασμό με τις υποχρεώσεις των δικηγόρων και την ανάγκη διαφύλαξης της καλής λειτουργίας του δικαστικού συστήματος.

Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο αποκλεισμός και των δύο ήταν «αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία». Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι δικηγόροι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διοίκηση της δικαιοσύνης. Αυτός ο ιδιαίτερος ρόλος συνεπάγεται ορισμένα καθήκοντα και περιορισμούς, ιδίως σε σχέση με την επαγγελματική και ηθική συμπεριφορά των δικηγόρων, η οποία πρέπει να είναι διακριτική, ειλικρινής και αξιοπρεπής. Παρόμοιες αρχές προωθούνται στις Συστάσεις R (2000) 21 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Στη Λιθουανία, η εσωτερική νομολογία υπογράμμιζε τα υψηλά πρότυπα που υφίσταντο σχετικά με το επάγγελμα του δικηγόρου. Τα πορίσματα των εθνικών δικαστηρίων ήταν σύμφωνα με τη εν λόγω νομολογία. Ο κ. Jankauskas είχε διαπράξει εγκλήματα τη περίοδο που εργαζόταν στην επιβολή του νόμου, κάτι το εξαιρετικά δυσμενές. Η κα Lekavičienė είχε συστηματικά εξαπατήσει το δικαστικό σύστημα. Δεδομένης της φύσης της συμπεριφοράς των προσφευγόντων, τα πορίσματα των εθνικών δικαστηρίων δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν παράλογα.

Επιπλέον, στην περίπτωση του κ. Jankauskas, οι εγχώριες αποφάσεις βασίστηκαν όχι μόνο στα αδικήματα του προσφεύγοντος, αλλά και στο γεγονός ότι δεν είχε δηλώσει τις καταδικαστικές αποφάσεις κατά την υποβολή αίτησης εγγραφής στο δικηγορικό σύλλογο. Το Δικαστήριο συμμερίζεται το συμπέρασμα ότι έπρεπε να καταλάβει την ανάγκη να τα επισημάνει. Στην περίπτωση της κα Lekavičienė, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η έκτιση της καταδικαστικής απόφασης δεν σημαίνει ότι το άτομο έχει ανακτήσει υψηλό ηθικό χαρακτήρα. Στην περίπτωση της προσφεύγουσας το εγχώριο δικαστήριο διαπίστωσε ότι πέρασαν τέσσερα χρόνια από τη καταδίκης της για παραχάραξη και απάτη. Δεν εναπόκειται στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να υποκαταστήσει την άποψή του για το ποιο χρονικό περιθώριο θα ήταν κατάλληλο. Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι τα πρότυπα που είχαν εφαρμοστεί στην περίπτωσή τους ήταν  αδικαιολόγητα υψηλά και αυστηρά σε σχέση με άλλα νομικά επαγγέλματα, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι απαιτήσεις  και τα ηθικά πρότυπα για τους εισαγγελείς και τους δικαστές ήταν ακόμη πιο αυστηρά. Εξάλλου, δεν υπήρχε τίποτα στις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων που να εμποδίζει κάποιον προσφεύγοντα να υποβάλλει αίτηση στο Δικηγορικό Σύλλογο στο μέλλον.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο έκρινε ότι η παρέμβαση στο δικαίωμα των προσφευγόντων του σεβασμού της ιδιωτικής τους ζωής δεν είχε ξεπεράσει το όριο που είναι «απαραίτητο σε μια δημοκρατική κοινωνία» αναφορικά με τη προστασία των δικαιωμάτων τρίτων διασφαλίζοντας την καλή και σωστή λειτουργία του δικαστικού συστήματος. Συνεπώς, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες