Η νομοθεσία που επιτρέπει χωρίς στοιχειοθέτηση υποψιών ανάκριση επιβάτη μέχρι 9 ώρες και υποχρέωση να απαντά στις ερωτήσεις των αρχών χωρίς να είναι κρατούμενος και χωρίς παρουσία δικηγόρου παραβιάζει το σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής

ΑΠΟΦΑΣΗ

Beghal κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 1.03.2019 (αρ. 4755/16)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Έρευνα σε αλλοδαπό επιβάτη σε αεροδρόμιο για τρομοκρατία. Αντιτρομοκρατική νομοθεσία που παρέχει στους αστυνομικούς την εξουσία να σταματούν, να αναζητούν και να ανακρίνουν τους επιβάτες σε λιμάνια, αεροδρόμια και διεθνείς σιδηροδρομικούς σταθμούς. Οι αρχές σταμάτησαν την προσφεύγουσα στο αεροδρόμιο του East Midlands το 2011 και την ανέκριναν. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η νομοθεσία που ίσχυε εκείνη την εποχή δεν ήταν επαρκώς περιορισμένη ούτε υπήρχαν επαρκείς νομικές εγγυήσεις κατά της αυθαιρεσίας. Το χρονικό διάστημα εξέτασης μπορούσε να διαρκέσει έως και 9 ώρες, ενώ τα υπό εξέταση πρόσωπα ήταν υποχρεωμένα να απαντήσουν σε ερωτήσεις, χωρίς να είναι τυπικά κρατούμενοι ή να έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο. Όλα τα ανωτέρω μπορούσε να τα κάνουν οι συνοριακοί υπάλληλοι χωρίς να είναι  υποχρεωμένοι να θεμελιώσουν «εύλογη υποψία» σε βάρος του ερευνώμενου.  Μη καταβολή αποζημίωσης στην προσφεύγουσα, δεδομένου ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι αρκούσε  η διαπίστωση παραβίασης. Παραβίαση του άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής ζωή) της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα Sylvie Beghal  είναι Γαλλίδα υπήκοος που γεννήθηκε το 1969 και ζει στο Leicester (Ηνωμένο Βασίλειο).

Στις 4 Ιανουαρίου 2011 η κυρία Beghal έφθασε στο αεροδρόμιο του East Midlands μετά από μια επίσκεψη στο σύζυγό της, ο οποίος ήταν στη φυλακή στη Γαλλία για τρομοκρατική επίθεση. Η πτήση της προσγειώθηκε στις 8:05 μ.μ.

Οι αρχές σταμάτησαν για έρευνα την προσφεύγουσα με βάση την αντιτρομοκρατική νομοθεσία, η οποία παρείχε τη δυνατότητα στους  αστυνομικούς και στους  αξιωματικούς που ασχολούνται με τους μετανάστες να σταματούν, να ερευνούν και να  ανακρίνουν τους επιβάτες στα λιμάνια, τα αεροδρόμια και τους διεθνείς σιδηροδρομικούς σταθμούς. Η νομοθεσία δεν απαιτούσε προηγούμενη έγκριση και η όλη διαδικασία μπορούσε να λάβει χώρα και χωρίς την ύπαρξη υποψίας συμμετοχής σε αδίκημα τρομοκρατίας.

Η προσφεύγουσα ενημερώθηκε από τους συνοριακούς αξιωματούχους ότι δεν ήταν υπό καθεστώς σύλληψης και ότι δεν την υποπτεύονταν ότι ήταν τρομοκράτης, αλλά ότι έπρεπε να την ανακρίνουν για να διαπιστώσουν εάν είναι «πρόσωπο που εμπλέκεται σε παροχή, προετοιμασία ή υποκίνηση πράξεων τρομοκρατίας».

Αφού της δόθηκε χρόνος να προσευχηθεί, την ερεύνησαν και μπόρεσε να μιλήσει  με το δικηγόρο της τηλεφωνικά. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε αίθουσα ανάκρισης όπου εξετάστηκε για περίπου 30 λεπτά. Αρνήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις χωρίς την παρουσία του δικηγόρου της. Της είπαν ότι ήταν «ελεύθερη να φύγει» γύρω στις 10 μ.μ.

Στη συνέχεια κατηγορήθηκε ότι με δόλο δεν συμμορφώθηκε στην υποχρέωσή της σύμφωνα με την αντιτρομοκρατική νομοθεσία. Καταδικάστηκε το Δεκέμβριο του 2011 με αναστολή.

Αυτή αμφισβήτησε τις εξουσίες που παρέχονται στην αστυνομία δυνάμει της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας  ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου και βασίστηκε στην παραβίαση των δικαιωμάτων της στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Εντούτοις, τα εθνικά δικαστήρια διαπίστωσαν ιδίως ότι οι εξουσίες ήταν «σύμφωνες με το νόμο» και ήταν ανάλογες. Προκειμένου να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε το νόμο όπως είχε διαμορφωθεί κατά την ημερομηνία της εξέτασής του και συνεπώς έλαβε υπόψη τις τροποποιήσεις της νομοθεσίας που είχαν εκδοθεί το 2014 με τον Νόμο για την καταπολέμηση της αντικοινωνικής συμπεριφοράς , της εγκληματικότητας και την αστυνόμευσης του 2014 και τον επικαιροποιημένο Κώδικα Πρακτικής. Αυτές οι τροποποιήσεις περιλάμβαναν την απαίτηση από τους εξεταστές να συλλάβουν το άτομο, εάν επιθυμούσαν να το εξετάσουν για περισσότερο από μία ώρα, να αρχίσουν να το ανακρίνουν μόνο μετά την άφιξη δικηγόρου και να απελευθερώνουν τους ερωτηθέντες μετά από έξι ώρες.

Η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι οι αστυνομικές αρχές δυνάμει της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας είχαν παραβιάσει τα δικαιώματά της βάσει του άρθρου 5 (δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια), του άρθρου 6 (δικαίωμα δίκαιης δίκης) και του άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής).

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής)

Η κυβέρνηση παραδέχτηκε και το ΕΔΔΑ δέχθηκε ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος της προσφεύγουσας για σεβασμό της ιδιωτικής της ζωής.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσον το καθεστώς είχε περιλάβει επαρκείς εγγυήσεις για την προστασία της προσφεύγουσας από αυθαίρετες παρεμβάσεις κατά τη στιγμή που είχε σταματήσει στο αεροδρόμιο του East Midlands.

Θεώρησε ότι το πεδίο εφαρμογής των εξουσιών και η διακριτική ευχέρεια που δόθηκε στους ασκούντες την έρευνα ήταν ευρεία. Συγκεκριμένα, οι εξουσίες είχαν εφαρμοστεί μόνιμα σε όλους τους λιμένες και τους συνοριακούς ελέγχους και οι συνοριακοί υπάλληλοι δεν είχαν την υποχρέωση να αποδείξουν ότι είχαν εύλογη υποψία ότι ένα άτομο είχε εμπλακεί στην τρομοκρατία.

Το ευρύ πεδίο των εξουσιών και η απουσία απαίτησης «εύλογης υποψίας» δεν ήταν αφ’ εαυτού αντίθετες προς την αρχή της νομιμότητας, έχοντας κατά νου την πραγματική απειλή της διεθνούς τρομοκρατίας που αντιμετωπίζουν επί του παρόντος τα συμβαλλόμενα κράτη. Πράγματι, υπήρχαν σαφείς αποδείξεις ότι οι εξουσίες που νομοθετικά είχαν δοθεί  είχαν πραγματική αξία για την προστασία της εθνικής ασφάλειας και δεν είχαν καταστρατηγηθεί. Το 2011, για παράδειγμα, μόνο το 0,03% των επιβατών που ταξίδευαν μέσω λιμένων εξετάστηκε με βάσει την αντιτρομοκρατική νομοθεσία.

Εντούτοις, υπήρχαν άλλοι παράγοντες που οδήγησαν στην έλλειψη επαρκούς περιγραφής της νομοθεσίας και την ύπαρξη επαρκών νομικών εγγυήσεων κατά της αυθαιρεσίας το 2011. Ειδικότερα , οι άνθρωποι θα μπορούσαν να υποβληθούν σε ανάκριση για διάστημα έως και εννέα ωρών και να υποχρεωθούν να απαντήσουν σε ερωτήσεις, χωρίς να έχουν κρατηθεί επισήμως ή να έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο. Επιπλέον, η δυνατότητα να ζητηθεί δικαστικός έλεγχος της άσκησης των εξουσιών περιορίστηκε επειδή ο συνοριακός υπάλληλος δεν ήταν υποχρεωμένος να θεμελιώσει «εύλογη υποψία».

Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις ανεπαρκείς εγγυήσεις που εξετάστηκαν μαζί με την απουσία οποιασδήποτε απαίτησης «εύλογης υποψίας», το Συνέδριο διαπίστωσε ότι κατά το χρόνο που είχε σταματήσει η προσφεύγουσα οι εξουσίες που ασκήθηκαν από τα κρατικά όργανα δεν ήταν «σύμφωνες με το νόμο». Υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης.

Για να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα, το Δικαστήριο – σε αντίθεση με το Ανώτατο Δικαστήριο – δεν εξέτασε τις τροποποιήσεις της νομοθεσίας το 2014 για την καταπολέμηση της αντικοινωνικής συμπεριφοράς , την εγκληματικότητα και την αστυνόμευση του 2014 και τον ενημερωμένο κώδικα πρακτικής.

Επίσης, το Δικαστήριο δεν εξέτασε την εξουσία κράτησης σύμφωνα με την αντιτρομοκρατική νομοθεσία, η οποία είχε τη δυνατότητα να οδηγήσει σε πολύ σημαντικότερη παραβίαση των δικαιωμάτων ενός προσώπου βάσει της Σύμβασης.

Άρθρο 5 (δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να εξεταστεί η καταγγελία της προσφεύγουσας βάσει του άρθρου 5, δεδομένου ότι βασίστηκε στα ίδια πραγματικά περιστατικά με την καταγγελία του βάσει του άρθρου 8.

Άρθρο 6 (Δικαίωμα σε δίκαιη δίκη)

Η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι η άσκηση αναγκαστικής αστυνομικής εξουσίας για να την υποχρεώσει να παράσχει απαντήσεις που ενδεχομένως την ενοχοποιούσαν, χωρίς να διαβεβαιώσει ότι οι απαντήσεις της δεν θα χρησιμοποιηθούν εναντίον της σε ποινική δίκη, είχε παραβιάσει το δικαίωμα του άρθρου 6.

Ωστόσο, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε συλληφθεί ούτε κατηγορηθεί για ποινικό αδίκημα . Το γεγονός και μόνον ότι είχε επιλεγεί για έρευνα δεν σήμαινε ότι ήταν ύποπτη για συμμετοχή σε οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα. Αντίθετα, οι αστυνομικοί της είπαν ρητά ότι δεν συνελήφθη και ότι η αστυνομία δεν είχε υποψία ότι είχε σχέση με τρομοκρατία.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εξέταση της προσφεύγουσας στο πλαίσιο αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας δεν ενέπιπτε στην εφαρμογή του άρθρου 6 της Σύμβασης και απέρριψε το μέρος της καταγγελίας της ως απαράδεκτο.

Άρθρο 41 (Δίκαιη ικανοποίηση)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης συνιστούσε από μόνη της επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη η προσφεύγουσα. Επιδικάστηκε ποσό 25.000 ευρώ για έξοδα και δικαστικές δαπάνες, τα οποία πρέπει να καταβληθούν στο δικηγόρο της προσφεύγουσας (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες