Η ανεπαρκής έρευνα για δολοφονία προσβάλει το δικαίωμα στη ζωή.

ΑΠΟΦΑΣΗ 

Guzelyurtlu κ.α. κατά Τουρκίας και Κύπρου της 04-04-2017 (αριθμ. προσφ. 36925/07)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Δικαίωμα στη ζωή. Ανεπαρκής έρευνα. Οι προσφεύγοντες είναι Κύπριοι υπήκοοι Τουρκοκυπριακής καταγωγής και συγγενείς των θυμάτων, οι οποίοι πυροβολήθηκαν θανάσιμα στη περιοχή της Λευκωσίας-Λάρνακας το 2005. Οι προσφεύγοντες επικαλέστηκαν παραβίαση του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ για τον λόγο ότι τα εναγόμενα κράτη δεν έλαβαν όλα τα κατάλληλα και απαραίτητα μέτρα για να διευκολύνουν και να πραγματοποιήσουν αποτελεσματική έρευνα εξιχνίασης της δολοφονίας. Το δικαστήριο έκρινε ότι αν υπήρχε ουσιαστική συνεργασία μεταξύ των δύο κρατών, σύμφωνα με τη διαδικαστική υποχρέωση του άρθρου 2, η ποινική διαδικασία θα μπορούσε να είχε οδηγήσει στη σύλληψη και εκδίκαση ενός ή περισσοτέρων υπόπτων ή και στην ολοκλήρωση των ερευνών και έτσι διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 2

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες είναι όλοι συγγενείς των Elmas, Zerrin και Eylül Güzelyurtlu, οι οποίοι πυροβολήθηκαν θανάσιμα στη περιοχή της Λευκωσίας-Λάρνακας η οποία ελέγχεται από την κυπριακή κυβέρνηση στις 15.01.2005. Ο Elmas  βρέθηκε νεκρός σε μια τάφρο και η σύζυγός του, Zerrin, και η κόρη, Eylül, στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου τους το οποίο βρίσκονταν έξω από την τάφρο. Τα τρία θύματα ήταν όλοι Κύπριοι υπήκοοι Τουρκοκυπριακής καταγωγής. Οι δολοφόνοι διέφυγαν στην Τουρκοκυπριακή περιοχή της Βόρειας Κύπρου (ΤΔΒΚ).

Παράλληλες έρευνες διεξήχθησαν για τη εξιχνίαση των δολοφονιών και από τις αρχές της Κυπριακής και από τη Τουρκική κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένης και της ΤΔΒΚ. Οι κυπριακές αρχές, μεταξύ άλλων, συνέλεξαν και εξασφάλισαν αποδεικτικά στοιχεία από τη σκηνή του εγκλήματος και από το σπίτι των θυμάτων, διεξήγαγαν ιατροδικαστικές εξετάσεις και πήραν πληθώρα μαρτυρίες και καταθέσεις από πολλούς μάρτυρες (συμπεριλαμβανομένων των συγγενών των θυμάτων), βαλλιστική εξέταση και εξετάσεις βάση του γενετικού υλικού. Επιπρόσθετα ερεύνησαν όλα τα οχήματα που είχαν περάσει από το σημείο της δολοφονίας και εξέτασαν το σύστημα ασφαλείας του σπιτιού των θυμάτων και του σκληρού δίσκου του υπολογιστή τους.

Τα αποδεικτικά στοιχεία που συλλέχθηκαν από τις έρευνας οδήγησαν στο συμπέρασμα τις αρχές ότι τα θύματα είχαν απαχθεί και δολοφονηθεί στις πρώτες πρωινές ώρες στις 15.01.2005 και στη συνέχεια ταυτοποίησαν οκτώ υπόπτους. Τις μέρες μετά τις δολοφονίες, εκδόθηκαν εγχώρια και ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης και η κυπριακή αστυνομία υπέβαλε αιτήματα στην Ιντερπόλ για να αναζητηθούν και να συλληφθούν οι ύποπτοι ενόψει της έκδοσής τους. Δόθηκε συναγερμός από την Interpol σε σχέση με όλους τους υπόπτους. Οι ύποπτοι προστέθηκαν επίσης στη «λίστα» (μητρώο ατόμων των οποίων η είσοδος και η έξοδος από και προς την Κύπρο παρακολουθείται ή απαγορεύεται).

Στις 24.04.2008 ο φάκελος της υποθέσεως ταξινομήθηκε ως «για μελλοντική αρχειοθέτηση» εν αναμονή των εξελίξεων.

Οι αρχές της Τουρκίας (συμπεριλαμβανομένης της “ΤΔΒΚ”) διεξήγαγαν επίσης έρευνες, έως ότου, τον Ιανουάριο του 2005 συνελήφθησαν όλοι οι ύποπτοι.  Κάποιοι ύποπτοι έδωσαν κατάθεση, ισχυριζόμενοι ότι δεν είχαν καμία συμμετοχή στις δολοφονίες, καθώς και αρκετά άτομα τα οποία γνώριζαν τους υπόπτους. Επίσης συγκεντρώθηκαν αποδεικτικά στοιχεία. Οι ύποπτοι ωστόσο απελευθερώθηκαν στις 11.02.2005 λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων που να τους συνδέουν με τις δολοφονίες. Η υπόθεση ταξινομήθηκε ως μη ολοκληρωμένη το Μάρτιο του 2007.

Οι αρχές της «ΤΔΒΚ» επέμειναν να τους δοθεί ο φάκελος της υπόθεσης ο οποίος περιείχε τα αποδεικτικά στοιχεία εναντίον των υπόπτων ώστε να διωχθούν. Οι κυπριακές αρχές αρνήθηκαν να τον παραδώσουν. Βάση των στοιχείων που συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας, οι κυπριακές αρχές – το Νοέμβριο 2008 – ζήτησαν την έκδοση των υπόπτων, οι οποίοι βρίσκονταν υπό τη δικαιοδοσία της Τουρκίας (είτε της “ΤΔΒΚ” είτε της ηπειρωτικής Τουρκίας) ενόψει της δίκης τους. Οι αιτήσεις έκδοσης επιστράφηκαν στις Κυπριακές αρχές χωρίς καμία απάντηση. Οι έρευνες αμφότερων των ερωτηθέντων κρατών έφθασαν έτσι σε αδιέξοδο και η υπόθεση παραμένει ακόμα ανοικτή.

Μετά τις δολοφονίες, η κυπριακή κυβέρνηση, η «ΤΔΒΚ» και οι προσφεύγοντες, ήρθαν σε επαφή με την Ειρηνευτική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο (“UNFICYP”) αναφορικά με την υπόθεση. Έλαβαν χώρα πολλές συναντήσεις και τηλεφωνικές επικοινωνίες καθώς και μέσω αλληλογραφίας. Ωστόσο, οι προσπάθειες της UNFICYP να βοηθήσει τις δύο πλευρές να συνεργαστούν αποδείχθηκαν ανεπιτυχείς.

Οι προσφεύγοντες είναι ο Mehmet Güzelyurtlu, η Ayça Güzelyurtlu, η Deniz Erdinch, η Emine Akerson, η Fezile Kirralar, Meryem Özfirat και Muzaffer Özfirat. Είναι Κύπριοι υπήκοοι Τουρκοκυπριακής καταγωγής οι οποίοι γεννήθηκαν το 1978, 1976, 1980, 1962, 1956, 1933 και 1933 αντίστοιχα. Ζουν στη”Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου” ή στο Ηνωμένο Βασίλειο.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, γενικά, η διαδικαστική υποχρέωση σύμφωνα με το άρθρο 2 να διεξάγεται αποτελεσματική έρευνα εμπίπτει στο κράτος στο οποίο υπάγονταν τα θύματα κατά τη στιγμή του θανάτου. Παρ’ όλα αυτά, όταν υπάρχει διασυνοριακή διάσταση σε ένα περιστατικό παράνομης βίας το οποίο έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια ανθρώπινης ζωής, το άρθρο 2 απαιτεί οι αρχές του συμβαλλόμενου κράτους στο οποίο έχουν διαφύγει οι ύποπτοι  και όπου θα μπορούσαν να συλλεχθούν αποδεικτικά στοιχεία, να αναλάβουν δραστικά μέτρα. Διαφορετικά, όσοι συμμετέχουν σε διασυνοριακές επιθέσεις θα είναι σε θέση να δράσουν χωρίς την ύπαρξη τιμωρίας και οι αρχές του κράτους, στο οποίο σημειώθηκαν οι παράνομες επιθέσεις, δεν θα μπορούσαν να προστατεύσουν τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών τους και φυσικά τα δικαιώματα των ατόμων εντός της δικαιοδοσίας τους. Στην προκειμένη περίπτωση, οι ύποπτοι βρίσκονται ή υπάγονται στην δικαιοδοσία της Τουρκίας, Είτε της «ΤΔΒΚ» είτε της ηπειρωτικής Τουρκίας. Οι τουρκικές (συμπεριλαμβανομένης της «ΤΔΒΚ») αρχές ενημερώθηκαν για το έγκλημα και είχαν δημοσιεύσει «κόκκινες ειδοποιήσεις» σχετικά με τους υπόπτους. Η διαφοροποίηση από τη γενική προσέγγιση ήταν συνεπώς δικαιολογημένη, και αναλήφθηκαν οι υποχρεώσεις βάσει του άρθρου 2 όχι μόνο από τη μεριά της Τουρκίας αλλά και από τη μεριά της Κύπρου. Το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω ότι οι αρχές της «ΤΔΒΚ» είχαν κινήσει τη δική τους ποινική έρευνα και τα δικαστήρια τους είχαν δικαιοδοσία.

Πρώτον, ήταν σαφές ότι οι αρχές των εναγομένων κρατών είχαν κινήσει άμεσα πολλές ερευνητικές διαδικασίες. Συνέλλεξαν πολλά αποδεικτικά στοιχεία και οκτώ ύποπτοι εντοπίστηκαν άμεσα, ταυτοποιήθηκαν και συνελήφθησαν. Πριν από το αδιέξοδο, το Δικαστήριο διαπίστωσε βάσει των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης ότι δεν υπήρχαν ελλείψεις στις αντίστοιχες έρευνες.

Εντούτοις, κατά την αξιολόγηση του αν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 2, το Δικαστήριο εξέτασε επίσης κατά πόσο οι αρχές είχαν κάνει ότι αναμένονταν από αυτές.

Όταν – όπως στην περίπτωση των προσφευγόντων- η έρευνα για την παράνομη δολοφονία αναπόφευκτα ενέπλεκε περισσότερα από ένα κράτη, τα ενδιαφερόμενα κράτη ήταν υποχρεωμένα να συνεργαστούν αποτελεσματικά και να λάβουν όλα τα κατάλληλα και απαραίτητα μέτρα για να διευκολύνουν και να πραγματοποιήσουν αποτελεσματική έρευνα.  Παρ ‘όλα αυτά, οι αρχές των εναγομένων κρατών στην παρούσα υπόθεση δεν είχαν συνεργαστεί, οδηγώντας σε μια κατάσταση στην οποία οι αντίστοιχες έρευνές τους παραμένουν ανοιχτές. Επομένως, τίποτα δεν είχε  γίνει για περισσότερο από οκτώ χρόνια ώστε να ολοκληρωθούν οι έρευνες και να κλείσει τελικά η υπόθεση.

Επιπλέον, παρόλο που τα εναγόμενα κράτη είχαν την ευκαιρία να βρουν μια συμβιβαστική λύση και να έρθουν σε συμφωνία υπό την εποπτεία της UNFICYP, δεν είχαν χρησιμοποιήσει πλήρως την ευκαιρία αυτή. Οι όποιες προτάσεις έγιναν για τη προσπάθεια εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης ή την εύρεση μέσης λύσης μεταξύ των συμφερόντων και των απαιτήσεων των ενδιαφερόμενων κρατών, ήρθαν αντιμέτωπες με την άρνηση συνεργασίας των εν λόγω αρχών. Προτάθηκαν επιλογές μεταξύ των οποίων: η διοργάνωση συνεδριάσεων σε ουδέτερο έδαφος μεταξύ των αστυνομικών αρχών της Κύπρου και της “«ΤΔΒΚ», της UNFICYP και της αστυνομίας των Κυρίαρχων Περιοχών, η ανάκριση των υπόπτων μέσω μιας μεθόδου συνέντευξης μέσω βίντεο στο Ledra Palace Hotel στη ζώνη ελέγχου του ΟΗΕ, η δυνατότητα ad hoc ρύθμισης ή δίκης σε ουδέτερο έδαφος,  η ανταλλαγή αποδεικτικών στοιχείων (υπό ορισμένες προϋποθέσεις), και η αντιμετώπιση του ζητήματος σε επίπεδο τεχνικών υπηρεσιών.

Ως εκ τούτου, ήταν σαφές από το υλικό που παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένης της έκθεσης για την επιχείρηση ΟΗΕ στη Κύπρο του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, ΤΟ 2005, ότι και δύο κυβερνήσεις δεν ήταν πρόθυμες να συμβιβαστούν και να βρουν κοινό έδαφος. Αυτή η θέση προέκυψε από τις πολιτικές σκέψεις που αντανακλούσαν τη μακρόχρονη και έντονη πολιτική διαμάχη μεταξύ της Κύπρου και της Τουρκίας. Από την πλευρά της Κυπριακής Κυβέρνησης ήταν προφανές ότι αυτό που οδήγησε στην απροθυμία συνεργασίας ήταν η άρνηση να αναγνωρίσει και να προσδώσει οποιαδήποτε δικαιοδοσία και νομιμότητα στην «ΤΔΒΚ»– ένα επιχείρημα το οποίο το Δικαστήριο απέρριψε. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε σχετικά ότι δεν αναγνώριζε ότι τα μέτρα συνεργασίας των δύο κυβερνήσεων αναφορικά με τη προώθηση της έρευνας θα ισοδυναμούσε σε σιωπηρή αναγνώριση της «ΤΔΒΚ». Ούτε θα ισοδυναμούσε με την διεθνούς αναγνώριση της κυριαρχία της Τουρκίας στα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου. Από την άλλη πλευρά, το Δικαστήριο εξεπλάγην με το γεγονός ότι τα αιτήματα έκδοσης της Κυπριακής κυβέρνησης, δηλ. τη νόμιμη Κυβέρνηση της Κύπρου, είχαν αγνοηθεί πλήρως από την τουρκική κυβέρνηση.

Η αδυναμία άμεσης συνεργασίας ή μέσω της συνδρομής της UNFICYP είχε ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση των υπόπτων. Αν υπήρξε συνεργασία, σύμφωνα με τη διαδικαστική υποχρέωση του άρθρου 2, η ποινική διαδικασία θα μπορούσε να είχε οδηγήσει στη σύλληψη και εκδίκαση ενός ή περισσοτέρων υπόπτων ή και στην ολοκλήρωση των ερευνών.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 2 της Σύμβασης αναφορικά με τη διαδικαστική πτυχή του άρθρου λόγω της αποτυχίας συνεργασίας των δύο κυβερνήσεων.

Λαμβανομένου υπόψη του συμπεράσματος αυτού, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να εξεταστεί χωριστά η καταγγελία των προσφευγόντων βάσει του άρθρου 13 σε συνδυασμό με το άρθρο 2 της Σύμβασης.

Το Δικαστήριο έκρινε κατά πλειοψηφία (πέντε έναντι δύο), ότι η κάθε κυβέρνηση όφειλε να καταβάλει σε κάθε προσφεύγοντα 8.500 ευρώ για ηθική βλάβη.

Αποκλίνουσες απόψεις

Οι δικαστές Serghides και Pastor Vilanova εξέφρασαν έκαστος μια εν μέρει αποκλίνουσα άποψη. Αυτές οι μειοψηφίες είναι συνημμένες στην απόφαση.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες