Μπορεί να παντρευτεί ο ευρισκόμενος σε δικαστική συμπαράσταση χωρίς την άδεια του κηδεμόνα του;

ΑΠΟΦΑΣΗ

Delecolle κατά Γαλλίας της 25.10.2018 (αρ. προσφ. 37646/13)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Δικαίωμα στο γάμο. Δικαστική συμπαράσταση. Γάλλος μεγάλης ηλικίας τέθηκε υπό δικαστική συμπαράσταση επειδή δεν είχε  τη φυσική και πνευματική ικανότητα να διαχειρίζεται την ακίνητη περιουσία του. Στη συνέχεια ήθελε να παντρευτεί την σύντροφό του. Απαιτείτο όμως άδεια του κηδεμόνα που του είχε ορίσει το δικαστήριο. Ο κηδεμόνας αρνήθηκε να την χορηγήσει ισχυριζόμενος ότι δεν γνωρίζονταν καλά με την μέλλουσα σύζυγο. Τα γαλλικά δικαστήρια δικαίωσαν την θέση του κηδεμόνα και δεν χορήγησαν άδεια  διαπιστώνοντας ότι ο γάμος θα ερχόταν σε αντίθεση με τα συμφέροντα του προσφεύγοντος σε αυτό το στάδιο και με δεδομένο ότι κατά την διάρκεια της σχέσης υπήρξαν παράλογες διαχειριστικές πράξεις στη διαχείριση των χρημάτων του προσφεύγοντος. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι έγινε ενδελεχής έλεγχος της υπόθεσης και ότι τα γαλλικά δικαστήρια ερεύνησαν την υπόθεση. Υπήρξε παρέμβαση στο δικαίωμά του σε σύναψη γάμου, όμως  οι περιορισμοί στο δικαίωμά του αυτό δεν το περιόρισαν ούτε το μείωσαν με αυθαίρετο ή δυσανάλογο τρόπο. Μη παραβίαση του άρθρου 12 της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Αρθρο 12

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Roger Delecolle, ήταν Γάλλος υπήκοος γεννημένος το 1937 και ζούσε στο Παρίσι. Ήδη έχει αποβιώσει.

Η υπόθεση αφορά το δικαίωμα ενός ατόμου που βρίσκονταν υπό την επιμέλεια τρίτου να παντρευτεί χωρίς τη συγκατάθεση του κηδεμόνα του ή του δικαστή κηδεμονίας.

Τον Ιούνιο του 2009, ο δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου έθεσε τον κ. Delecolle, ο οποίος ήταν τότε ηλικίας 72 ετών, υπό δικαστική συμπαράσταση. Ο προσφεύγων ζήτησε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Παρισιού να άρει το μέτρο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση, διαπιστώνοντας ότι ο προσφεύγων δεν είχε πλέον τη φυσική και πνευματική ικανότητα να διαχειρίζεται την ακίνητη περιουσία του.

Ο κ. Delecolle ζήτησε την άδεια από τον δικαστικό συμπαραστάτη (κηδεμόνα) του να παντρευτεί την MS, μια φίλη του την οποία είχε γνωρίσει από το 1996 και με την οποία είχε σχέση από το 2008. Ο δικαστικός συμπαραστάτης απέρριψε το αίτημα με το αιτιολογικό ότι δεν γνωρίζονταν επαρκώς ώστε να επιτρέψει να συναφθεί ο γάμος.

Στη συνέχεια, ο κ. Delecolle ζήτησε την άδεια από τον αρμόδιο δικαστή για τις δικαστικές συμπαραστάσεις.

Ο δικαστής απέρριψε το αίτημα του προσφεύγοντος μετά από ιατρική γνωμάτευση και μια έκθεση αναφοράς της κοινωνικής πρόνοιας, διαπιστώνοντας ότι ο γάμος θα ερχόταν σε αντίθεση με τα συμφέροντα του προσφεύγοντος σε αυτό το στάδιο. Ο προσφεύγων άσκησε έφεση και το Εφετείο του Παρισιού επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Το Εφετείο διαπίστωσε ότι, μολονότι ο κ. Delecolle είχε επανειλημμένα εκφράσει την επιθυμία να παντρευτεί την M.S., υπήρχαν  σοβαρές διαταραχές από τις οποίες υπέφερε  σοβαρά. Παρατήρησε επίσης ότι, από τη στιγμή που ζούσε με την M.S., ο κ. Delecolle είχε προβεί σε ορισμένες παράλογες αποφάσεις διαχείρισης. Το Εφετείο έκρινε επίσης ότι η σχέση του με την κόρη του είχε υποβαθμιστεί σημαντικά. Ο κ. Delecolle άσκησε αναίρεση και ζήτησε από το δικαστήριο να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα σχετικά με το άρθρο 460 § 1 του Αστικού Κώδικα σχετικά με τη συνταγματικότητα. Τον Ιούνιο του 2012, το Συνταγματικό Συμβούλιο διαπίστωσε ότι η εν λόγω διάταξη ήταν συμβατή με το Σύνταγμα, καθώς δεν απαγόρευε τον γάμο, αλλά υπόκειται στην άδεια του δικαστικού συμπαραστάτη.  Τον Δεκέμβριο του 2012, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση.

Μετά το θάνατο του προσφεύγοντος στις 4 Φεβρουαρίου 2016, η M.S. ενημέρωσε το Δικαστήριο για την πρόθεσή της να συνεχίσει τις διαδικασίες ενώπιον του Δικαστηρίου.

Βασιζόμενη στο άρθρο 12 (δικαίωμα γάμου), η προσφεύγουσα παραπονέθηκε ότι δεν μπόρεσε να παντρευτεί, κατακρίνοντας το γεγονός ότι μπορούσε να παντρευτεί μόνο με την άδεια του κηδεμόνα ή του δικαστή.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 12

Τα άτομα υπό δικαστική συμπαράσταση δεν στερούνται του δικαιώματος στο γάμο. Εντούτοις, ο γάμος τους υπόκειται σε προηγούμενη άδεια λόγω του περιορισμού της νομικής τους ικανότητας, πράγμα που αποτελεί έναν από τους ουσιώδεις λόγους που αναγνωρίζει η νομολογία.

Η απόφαση με την οποία ο προσφεύγων  στερήθηκε της άδειας για τη σύναψη γάμου είχε προηγουμένως ληφθεί αφού άκουσε τόσο τον προσφεύγοντα όσο και την σύντροφό του. Ο δικαστής κηδεμονίας θεώρησε τότε ότι η επιθυμία του προσφεύγοντος έρχονταν σε αντίθεση με το συμφέρον του, αφού, πρώτον, διεξήχθη έρευνα σχετικά με την οικονομική του κατάσταση η οποία είχε αναδείξει την ύπαρξη οικονομικού διακυβεύματος στην καρδιά μιας μεγάλης οικογενειακής σύγκρουσης, όπου το ενδιαφέρον και η ευημερία του δεν είχε προασπιστεί δεόντως και, αφετέρου, διεξήχθη και ψυχιατρική αξιολόγηση, η οποία είχε επισημάνει ότι είχε μειωμένες ψυχικές/διανοητικές ικανότητες.  Έτσι το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν σε θέση να ελέγξει τις συνέπειες της συναίνεσής του αναφορικά με ζητήματα ιδιοκτησίας και οικονομικών. Η απόφαση του δικαστή κηδεμονίας ήταν αρκετά αιτιολογημένη και ο προσφεύγων είχε τη δυνατότητα να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης. Η απόφαση του Εφετείου, επαρκώς αιτιολογημένη, είχε εκδοθεί μετά από ακρόαση κατά τη διάρκεια της οποίας ο προσφεύγων, ο οποίος ήταν παρών και είχε νομική συνδρομή, είχε τη δυνατότητα να υποβάλει τα επιχειρήματά του.

Στη συνέχεια, ο προσφεύγων προσέφυγε ενώπιον του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, ασκώντας το δικαίωμα να θέσει ερώτημα συνταγματικότητας σχετικά με την εικαζόμενη παρέμβαση στην αρχή της ελευθερίας του γάμου λόγω της ανάγκης άδειας εκ μέρους του κηδεμόνα του ή, του δικαστή, σε ενήλικο οποίος βρίσκονταν υπό το καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης. Στην απόφασή του, το Συνταγματικό Δικαστήριο ανέφερε ότι το άρθρο 460 παράγραφος 1 του Αστικού Κώδικα δεν απαγόρευε τον γάμο αλλά απαιτούνταν η άδεια του κηδεμόνα, η άρνηση του οποίου μπορούσε να προσβληθεί στον δικαστή. Ο δικαστής, αφού εξέταζε τους διαδίκους, θα εξέδιδε μια αιτιολογημένη απόφαση κατά της οποίας θα μπορούσε να ασκηθεί έφεση. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, λαμβάνοντας υπόψη τις προκύπτουσες προσωπικές και οικονομικές υποχρεώσεις, ο γάμος ήταν μια σημαντική πράξη της αστικής ζωής και οι περιορισμοί στην ελευθερία του γάμου δεν θα αποτελούσαν δυσανάλογη παρέμβαση. Όσον αφορά το Ανώτατο Δικαστήριο, απέρριψε την αναίρεση του προσφεύγοντος επικαλούμενο την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου και διαπιστώνοντας ότι το Εφετείο δικαιολόγησε νομικά την απόφασή του αναλύοντας τα διάφορα έγγραφα του φακέλου που του επέτρεψαν να συναγάγει ότι ο προσφεύγον δεν ήταν σε θέση να δώσει συνειδητή συναίνεση για το γάμο του.

Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, το καθεστώς του προσφεύγοντος σήμαινε ότι η παρούσα υπόθεση ήταν διαφορετική από τις προηγούμενες υποθέσεις σχετικά με τα άτομα που είχαν πλήρη νομική ικανότητα. Σε αντίθεση με τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πολίτες στερήθηκαν σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα στο γάμο, η υποχρέωση του προσφεύγοντος να ζητήσει προηγουμένως άδεια για το σκοπό αυτό μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι υπάγονταν σε μέτρο νομικής προστασίας, καθώς βρίσκονταν υπό το καθεστώς της νομικής προστασίας. Επομένως, οι αρχές διέθεταν στην παρούσα υπόθεση περιθώριο εκτίμησης όσον αφορά τόσο τις αμφισβητούμενες νομικές διατάξεις όσο και την άρνηση χορήγησης αδείας, προκειμένου να μπορέσουν να τον προστατεύσουν αποτελεσματικά υπό το πρίσμα των περιστάσεων και, συνεπώς, να προβλέψουν ενδεχόμενες συνέπειες που θα έβλαπταν τα συμφέροντά του. Το άρθρο 460 παράγραφος 1 του Αστικού Κώδικα διαφύλαττε το δικαίωμα σε γάμο, όπως επιβεβαίωσε το Συνταγματικό Δικαστήριο. Βεβαίως, προβλέπονταν ορισμένοι περιορισμοί, που όμως συνοδεύοντο από ένδικα βοηθήματα που επέτρεπαν την άσκηση δικαστικού ελέγχου, σε διαδικασίες κατ’ αντιδικία, σχετικά με τυχόν περιορισμούς του δικαιώματος του γάμου. Αυτό αποδείχθηκε ότι ισχύει στην περίπτωση του προσφεύγοντος, δεδομένου ότι είχε χρησιμοποιήσει τα κατάλληλα εσωτερικά ένδικα μέσα και είχε τη δυνατότητα να υποβάλει τα επιχειρήματά του σε  κατ’ αντιμωλία διαδικασία  προκειμένου να προσβάλει την απόφαση μη χορήγησης αδείας. Επιπλέον, όπως επεσήμανε το Συνταγματικό Δικαστήριο, το προστατευτικό σύστημα εποπτείας αποσκοπούσε στη διαφύλαξη των συμφερόντων του προστατευόμενου προσώπου και, στο μέτρο του δυνατού, στην υποστήριξη της αυτονομίας αυτού του ατόμου.

Ως εκ τούτου, οι περιορισμοί του δικαιώματος του προσφεύγοντος να συνάψει γάμο δεν περιόρισαν ούτε μείωσαν αυτό το δικαίωμα με αυθαίρετο ή δυσανάλογο τρόπο. Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 12 της ΕΣΔΑ(επιμέλεια echrcaselaw.com).

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες