Το αμετάθετο των δημοσίων λειτουργών και η προστασία της ιδιωτικής τους ζωής

ΑΠΟΦΑΣΗ:

Sodan κατά Τουρκίας της 02.02.2016 (αριθ. προσφ. 18650/05)
βλ. εδώ 

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ: 

Μετάθεση δημοσίου λειτουργού για λόγους που αφορούσαν την ιδιωτική του ζωή. Η μετάθεση αντινομάρχη σε ισοδύναμη θέση σε άλλη πόλη που ήταν λιγότερο σημαντική από διοικητικής απόψεως, που βασίστηκε σε παράγοντες που αφορούσαν την ιδιωτική του ζωή, όπως οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις και η χρήση ισλαμικού πέπλου από την σύζυγό του, δεν αποτελεί αναγκαίο μέτρο και παραβιάζει το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Η μετάθεση αυτή αποτελούσε ένα είδος «συγκεκαλυμμένης ποινής», που αποσκοπεί ουσιαστικά να τιμωρήσει τον υπάλληλο, υποβαθμίζοντάς τον επαγγελματικά, λόγω της ιδιωτικής του ζωής και όχι εξαιτίας των ικανοτήτων και της απόδοσής του.

ΣΧΟΛΙΟ-ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ:

Δεν επιτρέπεται να μετατίθεται δημόσιος υπάλληλος με κριτήρια τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και την ενδυμασία της συζύγου του.

ΔΙΑΤΑΞΗ:

Άρθρο 8(δικαίωμα στην ατομική και οικογενειακή ζωή) της ΕΣΔΑ.

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ:

Ο προσφεύγων, Ramazan Sodan, είναι Τούρκος υπήκοος, ο οποίος γεννήθηκε το 1952 και ζει στην Άγκυρα. Διετέλεσε Αντινομάρχης της Άγκυρας. Στις 16 Ιουνίου του 1998, ο γενικός επιθεωρητής από το γραφείο του Νομάρχη είχε δώσει εντολή να διεξαχθεί έρευνα σχετικά με την συμπεριφορά του κ. Sodan, αρχικώς για αποσχιστικές του τάσεις άλλα και για συμπεριφορές φονταμενταλισμού μεταξύ ανωτέρων υπαλλήλων στο γραφείο του Νομάρχη. Στην έκθεσή του, ο επιθεωρητής που διεξήγαγε την έρευνα ανέφερε ότι η σύζυγος του προσφεύγοντος φορούσε ισλαμικό πέπλο και ότι ο προσφεύγων ήταν αρκετά εσωστρεφής, κάτι που είχε αρνητικό αντίκτυπο στη απόδοση των καθηκόντων του, καθώς τα μέλη του Νομαρχιακού Συμβουλίου έπρεπε να αποτελούν «πρότυπο πολίτη με σύγχρονη αμφίεση και συμπεριφορά». Εν κατακλείδι, η έκθεση του επιθεωρητή πρότεινε να μετατεθεί ο κ. Sodan σε άλλη υπηρεσία ή σε γραφείο  κεντρικής διοίκησης που δεν περιλάμβανε δημόσιες εμφανίσεις και δράσεις. Ο προσφεύγων δεν εξετάστηκε και δεν ερωτήθηκε καμία στιγμή κατά τη διάρκεια της έρευνας.

Στις 23 Ιουλίου, ο κ. Sodan μετατέθηκε στο Gaziantep ως αντινομάρχης. Στις 31 Ιουλίου, άσκησε προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για να ακυρωθεί η απόφαση. Μετά την απόρριψη  της προσφυγής ο κ. Sodan άσκησε αναίρεση ενώπιον του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, χωρίς καμία επιτυχία.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι ήταν σημαντικό να καταγραφούν οι λόγοι της μετάθεσης του κ. Sodan από μια ανώτερη θέση στο γραφείο του Νομάρχη στην πρωτεύουσα, σε μια διαφορετική θέση ως αντινομάρχης στην επαρχία, και να αξιολογηθούν αν οι λόγοι ήταν συμβατοί με τις διατάξεις της Σύμβασης.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η εσωτερική έρευνα σχετικά με τη συμπεριφορά του κ. Sodan είχε διαταχθεί βάση μιας απόφασης του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας (CNS). Η απόφαση αυτή δεν σχετίζονταν με την ικανότητα των ανωτέρων υπαλλήλων να ασκήσουν εξουσία ή να  διεκπεραιώνουν τα καθήκοντά τους κατά τρόπο δυναμικό, αλλά αφορούσε αποκλειστικά τη θέση της θρησκείας στην κοινωνία και εντός των θεσμικών οργάνων, καθώς και κανόνες κατάλληλης ενδυμασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, η έκθεση του επιθεωρητή έδωσε μεγάλη σημασία στις  θρησκευτικές πεποιθήσεις του κ. Sodan και στο γεγονός ότι η σύζυγός του, φορούσε ένα ισλαμικό πέπλο.

Εάν, όπως η κυβέρνηση προέβαλε, η μετάθεση του κ. Sodan του ήταν αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο με βάση τις ικανότητές του, θα ήταν δύσκολο να κατανοηθεί γιατί οι αρχές είχαν δώσει τόσο μεγάλη σημασία για στις θρησκευτικές πεποιθήσεις και στην  ενδυμασία της συζύγου του.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε μια προφανής αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ιδιωτικής ζωής και των πεποιθήσεων του κ. Sodan, από τη μία πλευρά, και τη μετάθεσή, από την άλλη. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η μετάθεση του προσφεύγοντος αποτελούσε ένα είδος «συγκεκαλυμμένης ποινής», δηλαδή ενός μέτρου μέτρο που αποσκοπεί να τιμωρήσει την υπάλληλο κατά κάποιο τρόπο, υποβαθμίζοντάς τον επαγγελματικά, λόγω καταγγελιών εναντίον του.

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η Σύμβαση δεν αποκλείει τη δυνατότητα επιβολή διακριτικής ευχέρειας και ουδετερότητας στους αξιωματούχους με σκοπό την εξασφάλιση της ουδετερότητας των δημοσίων υπαλλήλων και τη διασφάλιση του σεβασμού της αρχής της κοσμικότητας. Ωστόσο, σημείωσε, η έκθεση του επιθεωρητή είχε στην πραγματικότητα υποδείξει, ότι ο κ. Sodan λειτούργησε όντως αμερόληπτα  κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και δεν καταγράφηκαν δραστηριότητες σχετικά με θρησκευτικό φονταμενταλισμό και φανατισμό.

Το γεγονός και μόνο ότι ο προσφεύγων θα μπορούσε να ανήκει σε ένα θρησκευτικό κίνημα δεν ήταν επαρκές για την ανάληψη ενεργειών εναντίον του, χωρίς σαφείς αποδείξεις ότι ήταν προκατειλημμένος στον χώρο εργασίας του ή είχε λάβει εντολές από τα μέλη αυτού του κινήματος, ή ότι ο τελευταίος αποτελούσε πραγματική απειλή για την εθνική ασφάλεια. Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι ίσχυε, θα ήταν δύσκολο να κατανοήσουμε πώς η συγκεκριμένη απειλή θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί με την απλή μετάθεση του συγκεκριμένου προσώπου σε άλλη πόλη, και όχι μέσω της απόλυσής του.

Όσον αφορά τη σύζυγό του κ. Sodan  και το ισλαμικό πέπλο, το Δικαστήριο έχει ήδη δεχθεί ότι οι κανονισμοί σχετικά με την ενδυμασία των δημοσίων υπαλλήλων, και ειδικότερα η απαγόρευση ενδυμασιών θρησκευτικού περιεχομένου, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί με βάση την αρχή της ουδετερότητας των δημοσίων υπαλλήλων και της κοσμικότητας. Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο σκοπός της προστασίας της ουδετερότητας των πολιτικών υπηρεσιών, στον οποίο βασίστηκε η απόφαση μετάθεσης του κ. Sodan, δεν μπορούσε να στηριχθεί μόνο στο γεγονός ότι η σύζυγός του, φορούσε ένα τέτοιο πέπλο. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου αυτό το  γεγονός εμπεριεχόταν στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής και, επιπλέον, δεν είχαν εκδοθεί σχετικοί κανονισμοί για το εν λόγω θέμα.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση για τη μεταφορά του κ. Sodan σε ισοδύναμη θέση σε πόλη η οποία ήταν λιγότερο σημαντική από διοικητικής απόψεως, είχε βασιστεί σε παράγοντες που αφορούσαν την ιδιωτική ζωή. Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι το μέτρο αυτό ήταν κατοχυρωμένο νομικά με νόμο και επιδίωκε έναν από τους νόμιμους στόχους που ορίζονται στο άρθρο 8 της Σύμβασης, το Δικαστήριο έκρινε ότι τέτοιου είδους μέτρα δεν ήταν αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία. Ως εκ τούτου, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Τουρκία όφειλε να καταβάλει στον προσφεύγοντα 9.000 ευρώ για την ηθική του βλάβη.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες