Η αποκοπή του ομφάλιου λώρου από την οικογένεια, ο θεσμός της αναδοχής και ο σεβασμός στο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής

ΑΠΟΦΑΣΗ

Barnea και Caldararu κατά Ιταλίας της 22-06-2017 (αριθμ. προσφ. 37931/15)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Οικογενειακή ζωή. Δικαίωμα να ζει το ανήλικο τέκνο με τους βιολογικούς της γονείς. Το κράτος οφείλει να διευκολύνει την κοινή διαβίωση γονέων με παιδί. Παραβιάζει το άρθρο 8 το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή το ότι οι Ιταλικές αρχές δεν κατέβαλαν επαρκείς και κατάλληλες προσπάθειες για πάνω από 7 χρόνια προκειμένου να διασφαλίσουν το δικαίωμα των προσφευγόντων γονέων να ζήσουν με την ανήλικη κόρη τους. Καταδίκη της Ιταλίας.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες, Versavia Catinca Barnea, Viorel Barnea, Elvis Mauroius Caldararu και οι Sergiu Andrei, Caldararu, M.S. Caldararu και C., είναι έξι υπήκοοι της Ρουμανίας, οι οποίοι γεννήθηκαν το 1977, 1975, 1993, 1995, 2004 και 2007 αντιστοίχως. Οι πέντε πρώτοι προσφεύγοντες είναι, αντίστοιχα, η μητέρα, ο πατέρας, δύο αδέλφια και η αδελφή του C. Έφτασαν στην Ιταλία το 2007 και διέμεναν σε οικισμό Ρομά. Σήμερα ζουν στην Caselle Torinese (Ιταλία).

Μεταξύ του 2007 και του 2009, η κα Barnea υπέβαλε ανεπιτυχώς αίτηση στις κοινωνικές υπηρεσίες για οικονομική βοήθεια. Στη συνέχεια γνώρισε την E.M., η οποία προσφέρθηκε να την βοηθήσει. Η κα Barnea εν συνεχεία επέτρεψε την E.M. να περνάει χρόνο με τη κόρη της C. στο διαμέρισμά της. Στις 20 Ιουνίου 2009 η Ε.Μ. συνελήφθη με τη κατηγορία της απάτης ενώ η C. βρίσκονταν μαζί της. Η αστυνομία δέχτηκε επίσης ανώνυμη καταγγελία σύμφωνα με την οποία η E.M. ήταν με ένα παιδί που δεν ήταν δικό της. Η C. τοποθετήθηκε αμέσως σε ίδρυμα και οι αρχές υποψιάστηκαν ότι οι γονείς της πούλησαν στην Ε.Μ. ως αντάλλαγμα για ένα διαμέρισμα. Ωστόσο, καμία έρευνα δεν διεξήχθη.

Τον Δεκέμβριο του 2010, ένα δικαστήριο διέταξε να τοποθετηθεί το παιδί σε θετή οικογένεια, ώστε στο μέλλον να υιοθετηθεί. Ο κ. και η κα Barnea άσκησαν έφεση. Στις 26 Οκτωβρίου 2012 το Εφετείο έκρινε ότι υπήρχε ισχυρός δεσμός μεταξύ του παιδιού και των γονέων του και ότι ήταν προς το συμφέρον του παιδιού να επιστρέψει στη βιολογική του οικογένεια. Κατά συνέπεια, διέταξε να τεθεί σε κίνηση ένα πρόγραμμα για τη σταδιακή επανένωση της C. με την οικογένειά της, έτσι ώστε το παιδί να μπορέσει να επιστρέψει στους βιολογικούς του γονείς  έξι μήνες  μετά την απόφασή του. Ωστόσο, οι κοινωνικές υπηρεσίες δεν συμμορφώθηκαν με αυτές τις οδηγίες. Ο εισαγγελέας ζήτησε από το δικαστήριο Ανηλίκων να μην εκτελέσει την απόφαση του Εφετείου και να παρατείνει τη διαμονή της C. στην θετή οικογένεια.

Τον Νοέμβριο του 2014 το δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρχαν πολλά εμπόδια στην επανένωση της C. με τους βιολογικούς τους γονείς, και ότι οι γονείς της βρίσκονταν σε ευάλωτη θέση. Διέταξε να διεξαχθούν συναντήσεις σε εποπτευόμενο και προστατευόμενο περιβάλλον, σε ποσοστό τεσσάρων συνεδριάσεων ετησίως. Τον Ιανουάριο του 2015 το Εφετείο έκρινε ότι, έξι χρόνια μετά την απομάκρυνσή της από την οικογένειά της, το παιδί είχε ενσωματωθεί και προσαρμοστεί καλά στην θετή της οικογένεια και δεν προβλέπονταν πια η επανένωση της κόρης με την βιολογική της οικογένεια. Διέταξε να διεξάγονται συναντήσεις μεταξύ του παιδιού και των γονέων κάθε δύο εβδομάδες και τους χορήγησε δικαιώματα συναντήσεων και διανυκτέρευσης. Το παιδί συνέχισε να ζει με την θετή του οικογένειά και να συναντιέται με τους βιολογικούς του γονείς σε τακτά χρονικά διαστήματα.

Τον Αύγουστο του 2016, το δικαστήριο ανηλίκων διέταξε την επιστροφή της C. στην βιολογική της οικογένεια σημειώνοντας ότι η τοποθέτησή της ανάδοχη οικογένεια ήταν προσωρινή και είχε το δικαίωμα να ζήσει και να μεγαλώσει με τους βιολογικούς του γονείς. Η C. επέστρεψε στους βιολογικούς της γονείς τον Σεπτέμβριο του 2016, αλλά αυτή η αλλαγή αποδείχθηκε ιδιαίτερα δύσκολη για την ίδια. Τον Νοέμβριο του 20009, το Εφετείο επικύρωσε την απόφαση αυτή.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ..

Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ιταλικές αρχές δεν κατέβαλαν επαρκείς και κατάλληλες προσπάθειες από τον Ιούνιο του 2009 έως τον Νοέμβριο του 2016, προκειμένου να διασφαλίσουν το δικαίωμα των προσφευγόντων να ζήσουν με την C., στο μέτρο του ότι είχαν διατάξει τη τοποθέτηση του παιδιού σε ανάδοχη οικογένεια ενόψει της υιοθεσίας του και στη συνέχεια, εσφαλμένα εκτέλεσαν την απόφαση του Εφετείου του 2012, η οποία προέβλεπε την επανένωση του παιδιού με την οικογένειά του, παραβιάζοντας έτσι το δικαίωμα των προσφευγόντων για σεβασμό της οικογενειακής τους ζωής.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 8 της Σύμβασης με το ακόλουθο αιτιολογικό:

α) Η τοποθέτηση της ανήλικης C. σε ίδρυμα

Η C. τοποθετήθηκε σε ίδρυμα στις 10 Ιουνίου 2009. 10 ημέρες αργότερα, το δικαστήριο κίνησε τις διαδικασίες ώστε το παιδί να δοθεί για υιοθεσία. Το κύριο παράπτωμα των γονέων ήταν ότι δεν ήταν σε θέση να παράσχουν στο παιδί επαρκή υλικά αγαθά και ότι την είχαν παραδώσει σε τρίτο άτομο.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι, προτού τεθεί η C. σε ανάδοχη οικογένεια και προτού κινήσει τις διαδικασίες για την υιοθεσία, οι αρχές έπρεπε να λάβουν απτά μέτρα για να μπορέσει το παιδί να μεγαλώσει με τους βιολογικούς του γονείς. Επαναλαμβάνει ότι ο ρόλος των αρχών κοινωνικής πρόνοιας ήταν ακριβώς να βοηθάει άτομα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και δεν είναι εξοικειωμένα με το σύστημα, να τους καθοδηγούν και να τους συμβουλεύουν σε θέματα όπως τα διαφορετικά είδη επιδομάτων και παροχών, για τη δυνατότητα απόκτησης κοινωνικής στέγης και άλλων μέσων για να ξεπεραστούν οι δυσκολίες τους. Σε περίπτωση των ατόμων που βρίσκονται σε ευάλωτη θέση, οι αρχές έπρεπε να επιδείξουν ιδιαίτερη επαγρύπνηση και να παρέχουν περισσότερα μέτρα προστασίας. Επιπλέον, σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν έγιναν καταγγελίες βίας ή κακομεταχείρισης κατά του παιδιού. Ούτε τα δικαστήρια σημείωσαν έλλειψη συναισθηματικής ανάπτυξης ή οποιοδήποτε άλλο ανησυχητικό πρόβλημα υγείας του παιδιού ή κάποια ψυχολογική αστάθεια από την πλευρά των γονέων του.  Αντίθετα, φαίνεται ότι οι δεσμοί μεταξύ των προσφευγόντων και του παιδιού ήταν ιδιαίτερα ισχυροί. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι λόγοι που προέβαλε το δικαστήριο όταν αρνήθηκε να επιστρέψει η C. στην οικογένειά της και να τη κρίνει κατάλληλη για υιοθεσία δεν ανερχόταν στις «πολύ εξαιρετικές» περιστάσεις που θα δικαιολογούσαν τη διάσπαση των οικογενειακών δεσμών.

β) Μη εκτέλεση της απόφασης του Εφετείου που προέβλεπε την επιστροφή του παιδιού

Μετά την απόφαση του εφετείου στις 26 Οκτωβρίου 2012, με την οποία αναιρέθηκε η απόφαση του κάτωθι δικαστηρίου, η οποία καθιστούσε το παιδί διαθέσιμο για υιοθεσία, η απόφαση να επιστραφεί η C.  στην οικογένειά της έπρεπε να εφαρμοστεί εντός 6 μηνών. Ωστόσο, οι συναντήσεις δεν προγραμματίστηκαν με κατάλληλο τρόπο, δεν τέθηκε σε δράση κανένα σχέδιο για την αποκατάσταση των οικογενειακών δεσμών και η τοποθέτηση του παιδιού σε ανάδοχη οικογένεια παρατάθηκε. Κατά τον τρόπο αυτό, τα δικαστήρια στήριζαν κυρίως τις αποφάσεις τους στους εξής λόγους: στις συνθήκες διαβίωσης των προσφευγόντων, στις δυνητικές δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε η  C. κατά την επανένταξή της στην βιολογική της οικογένεια, στους ισχυρούς δεσμούς που είχε σχηματίσει με την ανάδοχη οικογένεια και στο πέρασμα του χρόνου.

Το Δικαστήριο επανέλαβε τη νομολογία του σύμφωνα με την οποία το γεγονός ότι ένα παιδί θα μπορούσε να τοποθετηθεί σε περιβάλλον που θα το ευνοούσε περισσότερο στην ανατροφή του δεν δικαιολογεί την υποχρεωτική του απομάκρυνση από τους βιολογικούς του γονείς. Ένα από τα αποφασιστικά επιχειρήματα που χρησιμοποίησαν τα εθνικά δικαστήρια για την απόρριψη του αιτήματος των δύο πρώτων προσφευγόντων αναφορικά με την επιστροφή του παιδιού τους, ήταν η αγάπη που είχε αναπτυχθεί μεταξύ της C. και της ανάδοχης οικογένειας της κατά τα παρελθόντα χρόνια. Τα εθνικά δικαστήρια έκριναν ότι ήταν προς το συμφέρον της C. να συνεχίσει να ζει προσωρινά σε ένα περιβάλλον στο οποίο κατοικούσε για πολλά χρόνια και στο οποίο είχε ενσωματωθεί και συνηθίσει. Ένα τέτοιο επιχείρημα ήταν κατανοητό, δεδομένης της ικανότητας προσαρμογής του παιδιού και του γεγονότος ότι η C. είχε τοποθετηθεί σε ανάδοχη οικογένεια από πολύ μικρή ηλικία. Ωστόσο, το Δικαστήριο θεώρησε ότι ο αποτελεσματικός σεβασμός της οικογενειακής ζωής απαιτεί ότι οι μελλοντικές σχέσεις μεταξύ γονέα και παιδιού να καθορίζονται αποκλειστικά υπό το πρίσμα όλων των σχετικών εκτιμήσεων και όχι μόνο από την αποκλειστική πάροδο του χρόνου. Στη προκειμένη περίπτωση, οι λόγοι που προέβαλαν οι αρχές για την άρνηση επιστροφής της C. στη βιολογική της οικογένειά δεν συνιστούν «πολύ εξαιρετικές» περιστάσεις οι οποίες θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τη διακοπή των οικογενειακών δεσμών.

Επιπλέον, το πέρασμα του χρόνου – συνέπεια της αδράνειας των κοινωνικών υπηρεσιών στην αρχή των διαδικασιών επανένταξής της στην οικογένεια- και οι λόγοι που προέβαλε το δικαστήριο για την επέκταση της προσωρινής απομάκρυνσης του παιδιού, ήταν αποφασιστικής σημασίας για την αποτροπή της επανασύνδεσης των προσφευγόντων με την C., κάτι το οποίο έπρεπε να έχει συμβεί το 2012.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η Ιταλία έπρεπε να καταβάλει από κοινού στους προσφεύγοντες 40 000 ευρώ για ηθική βλάβη και 15.175 ευρώ για δικαστικά έξοδα και δαπάνες.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες