Η απαγόρευση προπαγάνδας της ομοφυλίας παραβιάζει την ελευθερία της έκφρασης των ομοφύλων.

ΑΠΟΦΑΣΗ

Bayev κ.α. κατά Ρωσίας της 20-06-2017 (αριθμ. προσφ. 67667/09, 44092/12 και 56717/12)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ομοφοβία. Νομοθεσία απαγορευτική για προπαγάνδα της ομοφυλίας. Μη συμβατή η νομοθεσία με τις αρχές της ελευθερίας της έκφρασης και της ισότητας. Το Στρασβούργο  αρνείται να εγκρίνει πολιτικές και αποφάσεις οι οποίες είναι προκατειλημμένες ως προς την ομοφυλική  μειονότητα. Η ομοφοβία είναι ασυμβίβαστη με τις αξίες – της ισότητας, τον πλουραλισμό και την ανοχή – μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Παραβίαση του άρθρου 10 και 14 της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 10

Άρθρο 14

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες, Nikolay Bayev, Aleksey Kiselev και Nikolay Alekseyev, είναι Ρώσοι υπήκοοι, οι οποίοι γεννήθηκαν το 1974, το 1984 και το 1977, αντίστοιχα. Ζουν στη Μόσχα και στη Γκράιζα (Ρωσία). Και οι τρεις τους είναι ομόφυλοι ακτιβιστές.

Οι νόμοι σχετικά με την απαγόρευση της αποκαλούμενης προπαγάνδας της ομοφυλίας, οι οποίοι εισήχθησαν  αρχικά σε περιφερειακό επίπεδο το 2003 και το 2006 και στη συνέχεια σε ομοσπονδιακό επίπεδο το 2013, συντελούν, κατά τους προσφεύγοντες, ουσιαστικά στη πλήρη απαγόρευση σχεδόν οποιασδήποτε δημόσιας μνείας στην ομοφυλία. Συγκεκριμένα, ο Κώδικας Διοικητικών Αδικημάτων τροποποιήθηκε το 2013 απαγορεύοντας συγκεκριμένα «την προώθηση μη παραδοσιακών σεξουαλικών σχέσεων μεταξύ ανηλίκων … δημιουργώντας μια παραμορφωμένη εικόνα της κοινωνικής ισοδυναμίας των παραδοσιακών και μη παραδοσιακών σεξουαλικών σχέσεων».

Ως ένδειξη διαμαρτυρίας ενάντια σε αυτούς τους νόμους, οι τρεις προσφεύγοντες διοργάνωσαν διαδηλώσεις από το 2009 έως και το 2012, πρώτα μπροστά από ένα γυμνάσιο στο Ryazan, στη συνέχεια σε μια παιδική βιβλιοθήκη στο Arkhangelsk και τέλος μπροστά από ένα διοικητικό κτήριο στην Αγία Πετρούπολη. Κρατούσαν επιγραφές στις οποίες αναγράφονταν ότι  η ομοφυλία είναι κάτι φυσικό και όχι μια παρέκκλιση. Όλοι οι προσφεύγοντες εν συνεχεία κρίθηκαν ένοχοι για διάπραξη διοικητικών αδικημάτων και τους επιβλήθηκαν πρόστιμα. Άσκησαν έφεση χωρίς επιτυχία.

Όλες οι προσφυγές τους ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου είχαν ανεπιτυχή κατάληξη. Οι προσφεύγοντες αμφισβήτησαν τη συμβατότητα των νέων νόμων με το Σύνταγμα και ειδικότερα με την αρχή της ίσης μεταχείρισης και της ελευθερίας της έκφρασης. Στις αποφάσεις του, το Συνταγματικό Δικαστήριο ουσιαστικά διαπίστωσε ότι η απαγόρευση δικαιολογείται από λόγους προστασίας της ηθικής, αναφέροντας ειδικότερα τους πιθανούς κινδύνους που θα ανέκαμπταν από τη «δημιουργία στρεβλωμένης εντύπωσης της κοινωνικής ισοδυναμίας των παραδοσιακών και μη παραδοσιακών συζυγικών σχέσεων» με αποτέλεσμα τα παιδιά να κατευθυνθούν σε μη παραδοσιακές σεξουαλικές σχέσεις.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Όπως παραδέχτηκε και η κυβέρνηση, οι διοικητικές διαδικασίες εναντίον των προσφευγόντων είχαν αποτελέσει παρέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης. Κατά πόσο η παρέμβαση αυτή ήταν δικαιολογημένη ή όχι, το Δικαστήριο αποφάσισε να εστιάσει την εκτίμησή του στην αναγκαιότητα της απαγόρευσης των νόμων προώθησης της ομοφυλίας (και των μη παραδοσιακών σεξουαλικών σχέσεων) μεταξύ των ανηλίκων στη Ρωσία ως γενικά μέτρα.

Πρώτον, το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι η ρύθμιση του δημόσιου διαλόγου για  θέματα ΛΟΑΤ (Λεσβίες, Ομόφυλοι, Αμφίφυλοι και Τράνς) δικαιολογούνταν από την ανάγκη προστασίας της ηθικής. Σημείωσε τον ισχυρισμό της κυβέρνησης ότι η πλειοψηφία των Ρώσων απέρριπτε  την ομοφυλία, η οποία γενικά θεωρούνταν ότι έρχεται σε αντίθεση με τις παραδοσιακές οικογενειακές αξίες. Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν κατόρθωσε να αποδείξει πως η ελευθερία της έκφρασης σχετικά με τα ζητήματα των ΛΟΑΤ θα υποβάθμιζε ή θα επηρέαζε με άλλο τρόπο τις υπάρχουσες και υφιστάμενες «παραδοσιακές οικογένειες» ή θα έθετε σε κίνδυνο το μέλλον τους. Πράγματι, το Δικαστήριο αρνείται συνεχώς να εγκρίνει πολιτικές και αποφάσεις οι οποίες είναι προκατειλημμένες ως προς την ομοφυλική  μειονότητα. Η υπό εξέταση νομοθεσία αποτελεί παράδειγμα τέτοιου είδους προκατάληψης, η οποία χωρίς αμφιβολία υπογραμμίζεται από την εγχώρια ερμηνεία και επιβολή της και ενσωματώνεται σε εκφράσεις τύπου «η δημιουργία μιας παραμορφωμένης εικόνας / εντύπωσης της κοινωνικής ισοδυναμίας των παραδοσιακών και των μη παραδοσιακών σεξουαλικών / οικογενειακών σχέσεων». Αντίθετα, υπήρχε μια σαφής ευρωπαϊκή συναίνεση για την αναγνώριση του δικαιώματος των ατόμων να αυτοπροσδιορίζονται ανοιχτά ως ομόφυλοι, λεσβίες ή οποιαδήποτε άλλη σεξουαλική μειονότητα και να προωθούν τα δικά τους δικαιώματα και ελευθερίες.

Το Δικαστήριο δεν δέχθηκε επίσης τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλε η κυβέρνηση, δηλαδή της  προστασίας της υγείας και των δικαιωμάτων των άλλων (ιδίως των ανηλίκων που έπρεπε να προστατευθούν από τον κίνδυνο να υιοθετήσουν έναν διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό), για να δικαιολογήσει τον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης σχετικά με ζητήματα ομοφύλων. Αντίθετα, τέτοια μέτρα ήταν πιθανό να χαρακτηριστούν αντιπαραγωγικά.

Αναφορικά με τον κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, η διάδοση πληροφοριών σχετικά με τα ζητήματα ταυτότητας του φύλου και η ευαισθητοποίηση σχετικά με τους συναφείς κινδύνους, καθώς και τις μεθόδους προστασίας, θα αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος μιας εκστρατείας πρόληψης και μιας γενικής πολιτικής δημόσιας υγείας.

Αναφορικά με τον κίνδυνο οι ανήλικοι να επηρεαστούν και υιοθετήσουν τον σεξουαλικό προσανατολισμό των ομόφυλων, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η κυβέρνηση δεν μπορούσε να παράσχει καμία εξήγηση για το μηχανισμό με τον οποίο θα μπορούσε ένας ανήλικος να προσελκυσθεί από τον «τρόπο ζωής ομόφυλου», πόσο μάλλον επιστημονικά αποδεικτικά στοιχεία ότι οι σεξουαλικές προτιμήσεις ή η ταυτότητα  επηρεάζονταν από εξωτερικά ερεθίσματα. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεών τους, οι προσφεύγοντες δεν είχαν επιδιώξει να αλληλοεπιδράσουν με τους ανηλίκους ούτε να εισχωρήσουν στον ιδιωτικό τους χώρο. Τίποτα στα πανό τους δεν ήταν ανακριβές, δεν περιείχε σεξουαλικά υπονοούμενα ούτε χρησιμοποιούσαν επιθετικό λεξιλόγιο. Πράγματι, στο βαθμό κατά το οποίο οι ανήλικοι, που παρακολούθησαν την εκστρατεία των προσφευγόντων, είχαν εκτεθεί σε ιδέες σχετικά με τη διαφορετικότητα, την ισότητα και την ανοχή, η υιοθέτηση των εν λόγω απόψεων θα μπορούσε να οδηγήσει μόνο στην κοινωνική συνοχή.

Το Δικαστήριο επεσήμανε επίσης την ασάφεια της ορολογίας που χρησιμοποιούνταν στις σχετικές νομικές διατάξεις και στο δυνητικά απεριόριστο πεδίο εφαρμογής τους. Οι νομικές αυτές διατάξεις άφηναν χώρο για καταχρηστικές ενέργειες, όπως αποδείχτηκε και μέσω της υπόθεσης των προσφευγόντων.  Ειδικότερα, σε έναν από τους προσφεύγοντες επιβλήθηκε πρόστιμο για μια πορεία που πραγματοποιήθηκε μπροστά από το Διοικητήριο της πόλης της Αγίας Πετρούπολης, δημόσιο μέρος στο οποίο δεν σύχναζαν ανήλικοι. Αυτό προφανώς σήμαινε ότι ένα περιστασιακό ή η δυνητική παρουσία ενός ανηλίκου σε οποιοδήποτε χώρο θα συνιστούσε παράβαση. Επιπλέον, ακόμη και τέτοιες δηλώσεις όπως «Η ομοφυλία δεν είναι διαστροφή» και «η ομοφυλία είναι φυσιολογική» θεωρήθηκαν ότι δεν είναι επαρκώς ουδέτερες και συνέβαλλαν στην προώθηση της ομοφυλίας.

Πάνω απ’ όλα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι μέσω της θέσπισης τέτοιων νόμων, οι αρχές άφηναν χώρο για στιγματισμό και την εμφάνιση προκαταλήψεων και ενθάρρυναν την ομοφοβία, η οποία ήταν ασυμβίβαστη με τις αξίες – της ισότητας, τον πλουραλισμό και την ανοχή – μιας δημοκρατικής κοινωνίας.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μέσω της υιοθέτησης των εν λόγω γενικών μέτρων, και της εφαρμογής τους στις υποθέσεις των προσφευγόντων, οι ρωσικές αρχές είχαν υπερβεί του δικαιώματος της διακριτικής τους ευχέρειας («περιθώριο εκτίμησης») που είχαν στο πλαίσιο του άρθρου 10 αναφορικά με τον δικαίωμα περιορισμού της ελευθερίας του λόγου.

Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10.

Το Δικαστήριο έχει επισημάνει προηγουμένως ότι οι διαφορές οι οποίες βασίζονται αποκλειστικά στις σεξουαλικές εκτιμήσεις ήταν απαράδεκτες στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Η διατύπωση του Κώδικα Διοικητικών Αδικημάτων, σε σχέση με τη τοποθέτηση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, δηλώνουν συγκεκριμένα ότι οι σχέσεις ίδιου φύλου είναι κατώτερες από τις σχέσεις αντίθετου φύλου. Όπως διαπιστώθηκε παραπάνω, αυτό εμπεριείχε μια προδιάθεση και προκατάληψη από την πλευρά της ετεροφυλικής πλειοψηφίας κατά της ομοφυλικής μειονότητας.  Επομένως, η κυβέρνηση δεν παρείχε πειστικούς και βάσιμους λόγους για να δικαιολογήσει τη διαφορετική μεταχείριση, κατά παράβαση του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 10.

Άρθρο 41 (δίκαιη ικανοποίηση)

Το Δικαστήριο επιδίκασε, με έξι ψήφους έναντι μίας, τα ποσά : 8.000 ευρώ στον κ. Bayev, 15.000 ευρώ στον κ. Kiselev και 20.000 ευρώ στον κ. Alekseyev για την ηθική τους βλάβη και συνολικό ποσό 5.963 ευρώ για έξοδα.

Ξεχωριστή γνώμη

Ο δικαστής Dedov εξέφρασε αντίθετη άποψη, η οποία επισυνάπτεται στην απόφαση.

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες