Τυπολατρική απόρριψη της αναίρεσης από τον Άρειο Πάγο, λόγω μη αναγραφή στο αναιρετήριο των παραδοχών του Εφετείου.

Απόφαση:

Ευσταθίου κ.α. κατά Ελλάδας, 27.07.2006, αριθμ. Προσφ. 36998/02, δημοσιευμένο στο ΝοΒ (2006) 54, σελ.1170-1181, με σχόλιο του Βασίλη Χειρδάρη

Περίληψη:

Αναιρετικά λόγια και δίκαιη δίκη. Νομολογική αντιμετώπιση του παραδεκτού ανερτικού λόγου. Τυπολατρική ερμηνεία από τον Αρεό Πάγο και δικαίωμα αποτελεσματικής πρόσβασης στα Δικαστήρια. Εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας στην αιτία της παραδεκτού των αναιρετικών λόγων. Παράβαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη υπό την εκδοχή της πρόσβασης στο Δικαστήριο και καταδίκης της Ελλάδος.

Η απόρριψη από τον Α.Π. ως αορίστων των αναιρετικών λόγων, διότι οι αναιρεσείοντες δεν απάντησαν στην αίτηση αναίρεσης της ουσίας της αποφάσεως του Εφετείου, ήτοι των γεγονότων που βασίστηκαν στην κρίση του εν λόγω δικαστηρίου, ενώ, αντιθέτως, κατέθεσαν συνοπτικά στην αίτηση τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, τα συμπεράσματα δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ΤΟΥ ΤΩΝ νομικών ΚΑΙ πραγματικών περιστατικών Της δίκης καθώς ΚΑΙ το η Άποψη τους ΓΙΑ ΤΗΝ Ερμηνεία ΤΩΝ ισχυουσών διατάξεων ΚΑΙ ΤΩΝ περιστατικών Της υποθέσεως συνιστούν ΜΙΑ υπερβολική Προσέγγιση το η οποία εμποδίζε ι οι αναιρεσείοντες να εξετάσουν την ουσιαστική βασιμότητα των ισχυρισμών τους. Ο κανόνας αυτός, ο οποίος εφαρμόστηκε από τον Arriio Πάγο για να αποφανθεί επί του παραδεκτού των αναιρετικών λόγων, αποτελεί νομολογιακή κατασκευή,

Στην περίπτωση που οι λόγοι ακυρώσεως αφορούν την ερμηνεία των νομοθετικών διατάξεων που έχουν εφαρμοστεί από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν απαιτείται η παράλληλη αναφορά των πραγματικών περιστατικών, όπως αυτά ελήφθησαν από την Εφετείο, προκειμένου η ΑΠ να ασκεί νομική επιμέλεια. Το γεγονός αυτό συμβαίνει επίσης όταν ο ανώτατος δικαστής έχει τη δυνατότητα να συμβουλεύει ευκόλως το κείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως (εφόσον υπάρχει στο φάκελο) και να εξακριβώνει την ακρίβεια του γεγονότος που περιλαμβάνεται στην αναίρεση.

Οι τυχόν περιορισμοί στην άσκηση ένδικων μέσων δεν μπορούν να εμποδίσουν την ελεύθερη πρόσβαση του αιτούντος στο Δικαστήριο κατά τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό ώστε να έχει ουσιώδη βλάβη το δικαίωμα σε δικαστήριο.

Η υπερβολικά προσηλωμένη ερμηνεία των τύπων τυπικής νομιμότητας από το δικαστήριο εμποδίζει την εξέταση της ουσίας της έννομης προστασίας που ασκήθηκε. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να εξασφαλίζεται στους διαδίκους δικαίωμα αποτελεσματικής πρόσβασης στα δικαστήρια σχετικά με αποφάσεις που αφορούν «αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις».

Η ΕΔΔΑ εκτιμά ότι στην επίμαχη διαφορά ο περιορισμός που επιβλήθηκε στην πρόσβαση των προσφευγόντων στο δικαστήριο δεν ήταν ανάλογος προς το σκοπό της προστασίας της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

Σχετικές διατάξεις: ΕΣΔΑ άρθρο 6 παρ. 1, ΚΛΠ 118 § 4, 566 § 1, 577 § 3 και 578.

Εύλογη χρονική διεξαγωγή αστικής δίκης. Πότε αρχίζει η χρονική περίοδος για το εύλογο χρόνο. Κριτήρια για την εύλογη διάρκεια της διαδικασίας. Μη διαπίστωση παραβίασης.

Η χρονική περίοδος αρχίζει με την άσκηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Η διάρκεια των 5 και 11 μηνών σε αστική δίκη πέντε βαθμίδων δικαιοδοσίας (Πρωτοδικείο, Εφετείο, Α.Π., με αναίρεση Εφετείου και ΑΠ), όπως στην περίπτωση αυτή, δεν είναι υπερβολική και η δικαιοσύνη «δεν παραδόθηκε με καθυστέρηση έτσι ώστε να θιγεί η αποτελεσματικότητα και η αξιοπιστία της »

Κριτήρια για την εύλογη διάρκεια της διαδικασίας είναι:
α) η πολυπλοκότητα της υπόθεσης,
β) η συμπεριφορά του αιτούντος και των αρμοδίων αρχών,
γ) το είδος της αντικειμενικής διαφοράς,
δ) οι γενικές συνθήκες της υπόθεσης

Σχετική διάταξη: ΕΣΔΑ άρθρο 6 παράγραφος 1.

Προϋποθέσεις επιβολής της δαπάνης και δικαστικής δαπάνης. Απορρίπτει την αίτηση επιβολής της δικαστικής δαπάνης.

Για την επιβολή των δικαστικών εξόδων και των δικαστικών εξόδων πρέπει να αποδεικνύεται:
α) η πραγματική κατάστασή τους, β) η αναγκαιότητά τους και γ) η καταλληλότητα του αιτούντος ποσού.

Στην παρούσα υπόθεση οι αιτούντες δεν προσκόμισαν κανένα αποδεικτικό στοιχείο για τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν ούτε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ούτε ενώπιον του ΕΔΔΑ.

Σχόλιο:

Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου θεωρεί ως αδυναμία πρόσβασης στο Δικαστήριο της οικονομικής αδυναμίας, της φυσικής αδυναμίας, της νομικής αδυναμίας, της αδυναμίας λόγω παραγραφής και της αδυναμίας πρόσβασης στο Εφετείο και τα Αναιρετικά Δικαστήρια. Η παρουσιαζόμενη απόφαση ανήκει στην τελευταία μορφή.

Η νομολογία για την αδυναμία πρόσβασης του ΕΔΔΑ είναι ιδιαίτερα πλούσια. Σημειώνεται ότι κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης του ΕΔΔΑ, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου δημοσίευσε άλλες αποφάσεις σχετικά με το ίδιο θέμα της πρόσβασης στο Δικαστήριο και μόνο το ένα ήταν απορριπτικό.

Δεν είναι η πρώτη φορά που καταδικάζεται η χώρα μας γιατί παρεμποδίζεται η πρόσβαση στο Δικαστήριο για καθαρά φορμαλιστικούς λόγους. Στην απόφαση του ΕΔΔΑ «Σωτήρης και Νίκος Κούτρας Α.Τ.ΤΕ.Ε.Ε.» κατά Ελλάδας της 16.11.2000, καταδικάστηκε η Ελλάδα γιατί το ΣτΕ απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως της προσφεύγουσας εταιρίας λόγω ελλείψεως καταθέσεώς της της πρωτοκόλλου αριθ. Επίσης στην απόφαση Σκονδριανός κατά Ελλάδος της 18.12.2003 αναγκάστηκε η χώρα μας να αλλάξει την νομοθεσία της, μετά την καταδίκη της, γιατί ο Α.Π. να εφαρμόσει το άρθρο 508 παρ. 1 ΚΔΔ σύμφωνα με την οποία οφείλει να καταδικαστεί για την άσκηση της αίτησης της Ανεξάρτησής του να υποβάλει τον εαυτό του σε πρώτη εκτέλεση, δηλαδή είτε να παγώσει ή να πληρώσει την ποινή του όλου εάν αυτή μεταφερθεί.

Η χώρα μας καταδικάσθηκε για παραβίαση της πρόσβασης στα Δικαστήρια και στην απόφαση της κ. Πλατακου κατά Ελλάδος της 11.1.2001, όπου από το λάθος του δικαστικού επιμελητή της κοινοποιήθηκε εκ των υστέρων στο Δημόσιο η Αίτηση προς την Εφετείο Ναυπλίου για καθορισμό τελικής μονάδας προμήθειας για πώληση ακινήτου. Ο αιτών υπέβαλε στην Εφετείο αίτημα για επανάληψη των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, υποστηρίζοντας ότι ο λάθος του δικαστικού επιμελητή συνιστούσε σοβαρή βία. Η Εφετείο απέρριψε την Αίτηση και το ίδιο έκανε και ο Α.Π. μετά την ασκηθείσα αναίρεση. Η ΕΔΔΑ αναφέρει στην απόφαση ότι η Εφετείο Ναυπλίου τιμωρεί την προσφεύγουσα για λάθος που έγινε κατά την κοινοποίηση της Αίτησης και για την οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη.Η ευθύνη ανήκει στον δικαστικό επιμελητή που είναι δημόσιο όργανο κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Η υπόθεση αυτή προσιδιάζει με την παρουσιαζόμενη απόφαση Ευσταθίου γιατί ο Α.Π. δεν έκανε δεκτή την Αναίρεση της Πλατάκου με το σκεπτικό ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε αναφέρει στην Αίτησή της τα αποδεικτικά στοιχεία που έδειξαν ότι ο δικαστικός επιμελητής υπέπεσε σε πλάνη. Ωστόσο, το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι η αναιρεσείουσα είχε αναφέρει στην δήλωση που υπέβαλε στο πρώτο βαθμό και κατέθεσε στη συνέχεια, έστω και εκ των υστέρων, και ένορκη βεβαίωση του δικηγόρου. Ο επιμελητής που αναγνώρισε το λάθος του. Τέλος το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν μπορεί να δεχθεί μια τέτοια ανελαστική και αδιάλειπτη εφαρμογή της τυπολογίας των δικαστικών διαδικασιών.Πέραν αυτού, το ΕΔΔΑ αναφέρει στην απόφασή του ότι η προσφεύγουσα βρέθηκε σε αδιέξοδο αφού τόσο η Εφετείο όσο και ο Α.Π.

Η ΕΔΔΑ επαναλαμβάνεται στην παρουσιαζόμενη απόφαση σύμφωνα με την πάγια νομολογία που συνοψίζεται στα εξής:

( γ) το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο δεν είναι άκυτο, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς, κυρίως όσον αφορά τους όρους του παραδεκτού, οι οποίοι μπορούν να γίνουν δεκτοί στις εθνικές δικαστικές αρχές, ( β) η ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας είναι κατ ‘
αυστηρότερα στην περίπτωση της ανακοπής, ωστόσο οι περιορισμοί αυτοί:

 
ι) πρέπει να εξυπηρετούνται αποδεδειγμένα δικαιολογημένο σκοπό και
ii) πρέπει να υπάρχει εύλογη σχέση αναλογίας μεταξύ των μέσων που χρησιμοποιούνται και του επιδιωκόμενου σκοπού

δ) Το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ δεν υποχρεώνει τα συμβαλλόμενα κράτη να θεσπίζουν εφετείο ή ακυρωτικά δικαστήρια, αλλά εάν τα μέτρα αυτά έχουν θεσπιστεί πρέπει να πληρούνται οι εγγυήσεις του άρθρου 6, κυρίως δε να εξασφαλίζεται στους διαδίκους η δυνατότητα αποτελεσματικής πρόσβασης στα δικαστήρια αυτά.

Το ΕΔΔΑ είναι σαφές όταν αντιμετωπίζει υποθέσεις που αφορούν την πρόσβαση στο Δικαστήριο, η βασική αρχή που διέπει την φιλοσοφία των αποφάσεών του είναι ότι η πρόσβαση σε δικαστικό όργανο πρέπει να αποτελεί ουσιαστικό και όχι καθαρά τυπικό δικαίωμα.

Δυστυχώς υπάρχει στην νομολογία των δικαστηρίων μας μια δέσμευση σε φορμαλιστικές αρχές και μερικές φορές μια επιμονή σε ακραία τυπικότητα. Αυτό δεν είναι αποδεκτό από το ΕΔΔΑ, το οποίο θεωρεί ότι υπάρχει παραβίαση της δίκαιης δίκης και του βασικού δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο. Δεν είναι δυνατόν η ενδεχομένως προβληματική άσκηση ενός δικαιώματος, ακόμη και από την ευθύνη του ασκούντος, να έχει ως αποτέλεσμα την καταλυση και την ακύρωσή του. Το κράτος και τα δικαστήρια πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα στον πολίτη να μπορεί να ακούγεται ουσιαστικά από τα αρμόδια δικαστήρια και να εξασφαλίζει την πρόσβαση του όχι σε τυπική παρουσία αλλά στην έκθεση ενώπιον των δικαστηρίων των ουσιωδών επιχειρημάτων του τόσο σε αστικές υποθέσεις όσο και σε ποινικές ή διωκτικές διαδικασίες. Στα πλαίσια του προστατευτικού πεδίου του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ εντάσσεται και η υποχρέωση των δικαστηρίων να απαντήσει αιτιολογημένα σε όλους τους ισχυρισμούς των διαδίκων. Έτσι, ολοκληρώνεται η υλοποίηση της ουσιαστικής πρόσβασης στο Δικαστήριο που εκδικάζει δικαιώματα και υποχρεώσεις αστικής φύσεως ή το βάσιμο της κατηγορίας της ποινικής φύσης. 1 της ΕΣΔΑ εντάσσεται και η υποχρέωση των δικαστηρίων να απαντήσει αιτιολογημένα σε όλους τους ισχυρισμούς των διαδίκων. Έτσι, ολοκληρώνεται η υλοποίηση της ουσιαστικής πρόσβασης στο Δικαστήριο που εκδικάζει δικαιώματα και υποχρεώσεις αστικής φύσεως ή το βάσιμο της κατηγορίας της ποινικής φύσης. 1 της ΕΣΔΑ εντάσσεται και η υποχρέωση των δικαστηρίων να απαντήσει αιτιολογημένα σε όλους τους ισχυρισμούς των διαδίκων. Έτσι, ολοκληρώνεται η υλοποίηση της ουσιαστικής πρόσβασης στο Δικαστήριο που εκδικάζει δικαιώματα και υποχρεώσεις αστικής φύσεως ή το βάσιμο της κατηγορίας της ποινικής φύσης.

Πολύ σημαντική είναι η ανωτέρω παρουσιαζόμενη απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Ευσταθίου, σε συνδυασμό με την πρώτη απόφαση κατά Ελλάδας (υποθ. Κουΐδης) της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που εφαρμόζει το ΔΣΑΠΔ, θέτει υπό αμφισβήτηση τη συμβατότητα πολλών αποφάσεων κυρίως της ΑΠ. με τις διεθνείς συνθήκες, οι οποίες ως γνωστόν υπερισχύουν της κοινής νομοθεσίας σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Σ.

Ελπίζω ότι οι δύο αυτές αποφάσεις των διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων θα σηματοδοτήσουν τη μεταβολή της ακυρωτικής νομολογίας για την πληρέστερη διασφάλιση των ουσιωδών δικαιωμάτων των διαδίκων, ελαχιστοποιώντας την παραδοσιακή και τυπολατρική αντιμετώπισή τους. Εξάλλου, πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι όλα τα δικαιώματα που διασφαλίζονται από την ΕΣΔΑ, ΔΣΑΔΔ και άλλες διεθνείς συμβάσεις διασφαλίζουν την ελάχιστη προστασία των αναγνωρισμένων δικαιωμάτων και τα δικαστήρια δεν μπορούν να προβούν σε περαιτέρω μείωση του ελάχιστου ορίου προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΧΕΙΡΔΑΡΗΣ


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες