Η ποινική φύση των διοικητικών προστίμων και η αρχή ne bis in idem

Απόφαση:

Σισμανίδης και Σιταρίδης  κατά ΕΛΛΑΔΑ, 9.6.2016, (Αριθ. Προσφυγής 66602/09 και 71879/12), δημοσιευμένη στο ΝοΒ (2016) 64, σελ.1027-1942, με σχόλια του Βασίλη Χειρδάρη 

 

Περίληψη:

Η αρχή ne bis in idem. Δεν μπορεί να επιληφθεί ή να καταδικαστεί ποινικά για παράβαση που έχει ήδη καταδικασθεί ή καταδικαστεί οριστικά. Για την εφαρμογή της αρχής πρέπει να υπάρχουν τα ίδια πραγματικά περιστατικά για τα οποία ο αιτών είναι κατηγορούμενος ενώπιον των ποινικών και διοικητικών δικαστηρίων και αφορούν ακριβώς την ίδια συμπεριφορά που σημειώθηκε κατά το ίδιο χρονικό διάστημα και στο ίδιο τόπο.

Τα κριτήρια για να χαρακτηριστεί μια διαδικασία ως ποινικού χαρακτήρα. Αυτές είναι οι εξής: α) η νομική κατάταξη του εν λόγω μέτρου κατά την εθνική νομοθεσία, β) η ίδια η φύση της, και γ) η φύση και η βαρύτητα της «κυρώσεως». Τα κριτήρια είναι διαζευκτικά και όχι σωρευτικά.

Τα πρόστιμα και οι πολλαπλά τέλη κατά το ΕΔΔΑ έχουν ποινικό χαρακτήρα . Ο επιβαλλόμενος στον πρόσφυγας πρόστιμο που προβλέπεται από τον τελωνειακό κώδικα δεν χαρακτηρίζεται ως ποινική αλλά ως διοικητική ποινή αλλά ως διοικητική, ενόψει της βαριάς φύσεως της παραβίασης της παράνομης εμπορίας, με την αποτρεπτική και κατασταλτική φύση της επιβληθείσας κυρώσεως, το αυξημένο ποσό του προβλεπόμενου στο νόμο επιβολής, έχει ποινικό χαρακτήρα και συνιστά ποινική κύρωση.

Εφαρμογή της αρχής ne bis in idem. Το ΕΔΔΑ θεωρεί ότι από την χρονική στιγμή κατά την οποία η αθωωτική απόφαση στην ποινική διαδικασία κατέκτησε ισχύ δεδικασμένου λόγω αδιαλλαξίας, ο προσφεύγων έπρεπε να θεωρηθεί ότι έχει «καταδικαστεί με οριστική απόφαση» κατά την έννοια του άρθρου 4 του υπ ‘αρ. 7 Πρωτόκολλο. Παρά ταύτα, δεν έχει σταματήσει η νέα «ποινική διαδικασία» (στα διοικητικά δικαστήρια), όπως χαρακτηρίζει η διοικητική διαδικασία, που κινήθηκε εναντίον του, παρόλο που οι δικαστές που ανέλαβαν την υπόθεση έλαβαν γνώση αυτής. Παραβίαση της αρχής ne bis in idem.

Τεκμήριο της αθωότητας και των διοικητικών δικαστηρίων. Τα διοικητικά δικαστήρια της ουσίας θεώρησαν ότι ο αιτών είχε εκτελέσει την ίδια παράβαση παρανόησης, για την οποία είχε προηγουμένως αθωωθεί ανακριβώς από το ποινικό δικαστήριο. Οι σκέψεις αυτές έχουν επικυρωθεί, συνέχεια, από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Η ΕΔΔΑ θεωρεί ότι το προαναφερθέν συμπέρασμα των διοικητικών δικαστηρίων παραβίασε την αρχή του υποτιθέμενου ως προς την υποτιθέμενη υποτιθέμενη ακεραιότητα της προσφεύγουσας , την οποία είχε υποπέσει σε πλάνη και σε σχέση με την ταυτότητα της φύσεως των δύο επίμαχων διαδικασιών (ποινική και διοικητική) ήδη καθιερώθηκε η αμετάκλητη αθωωτική απόφαση του ποινικού Δικαστηρίου.(Άρθρα 6 παρ. 2 του ΕΣΔΑ και 4 του υπ ‘αριθ. 7 Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ).

 

Σχόλιο:

Η ποινική φύση των διοικητικών επιπτώσεων και η αρχή ne bis in idem

Στην ελληνική νομολογία για τις τελωνειακές και φορολογικές υποθέσεις, δηλαδή σε ένα πολύ μεγάλο όγκο υποθέσεων που αφορούν χιλιάδες διαδίκους, μέσω των οποίων τίθεται σε κίνδυνο η προσωπική ελευθερία και οικονομική επιβίωση, συμβαίνει το παράδοξο. Για την ίδια υπόθεση και για τις ίδιες ακριβώς πραγματικές περιστάσεις που εκδηλώνονται στον ίδιο τόπο και την ίδια χρονική περίοδο από τον ίδιο πρόσωπο, κινείται προς βάρος του εν λόγω παραβάτη παράλληλα με δύο διαφορετικές διαδικασίες. Η διοικητική διαδικασία και η ποινική.

Στην ποινική δίκη ο ίδιος που θεωρείται παράνομος για την ίδια ποινική δίωξη καθίσταται κατηγορούμενος και κίνησε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας μια βίαιη διαδικασία με την οποία ο ίδιος θεωρείται παράνομος (μέχρι εξωφρενικός) και εκκινεί διαδικασίες αμφισβήτησης του στα διοικητικά δικαστήρια. την ιδιότητα του κατηγορουμένου, η οποία καταλήγει σε μια αμετάκλητη αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση. Έτσι, μετά από χρόνια μπορεί να συμβεί το ίδιο φυσικό πρόσωπο για τη φορολογική ή τελωνειακή παραβίαση που δημιουργήθηκε από την ίδια αιτία και τα πραγματικά πραγματικά γεγονότα να έχουν καταδικαστεί ή οριστικώς να καταδικαστεί στα ποινικά δικαστήρια και στη συνέχεια να έχει καταστεί οριστικό και η διαδικασία στα διοικητικά δικαστήρια,

Έτσι, για τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, για την ίδια υπόθεση που δημιουργήθηκε από τον ίδιο άνθρωπο στον ίδιο τόπο και χρόνο, έχουμε δύο οριστικές αποφάσεις με ασυμβίβαστο, αντίθετο ή μη περιεχόμενο. Μπορεί δηλαδή. η οποία έχει επικυρωθεί από αμετάκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, με την αιτιολογία ότι ο ίδιος φυσικός έχει διαπράξει την ποινική δίωξη που έχει διαπράξει η ποινική δικαιοσύνη για την οποία έχει διαπράξει μια ποινική αδίκημα. ακριβώς το ίδιο αδίκημα τον έχει απαλλάξει! Επίσης, το ίδιο άτομο μπορεί να καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης ή ποινής και ταυτόχρονα να επιβληθεί διοικητικά και ένα τεράστιο πρόστιμο για την ίδια υπόθεση.

Το άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 1.11.1984 και έχει επικυρωθεί από τη χώρα μας με το ν. 1705/1987, θεσπίζει το θεμελιώδες δικαίωμα του καθενός να μην δικαστεί και να μην τιμωρηθεί δύο φορές για την ίδια αδίκημα (ne bis in idem). Σύμφωνα με το δικαίωμα αυτό, δεν μπορεί να επιληφθεί ή να καταδικαστεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου κράτους για παράβαση για την οποία έχει ήδη καταδικαστεί ή καταδικαστεί με αμετάκλητη απόφαση, σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του κράτους αυτού. Το δικαίωμα αυτό που θεσπίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 του ανωτέρω πρωτοκόλλου δεν προβλέπει καμία απολύτως απόκλιση, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ιδίου άρθρου.

Το Στρασβούργο για την ασφαλέστερη ερμηνεία του άρθρου 4 του Πρωτοκόλλου αρ. 7 και για την ενοποίηση της ερμηνείας σε πανευρωπαϊκό χώρο προβαίνει σε αυτόνομη ερμηνεία των όρων που αναφέρονται στο άρθρο αυτό.

Έτσι, η ΕΔΔΑ καθιστά αυτόνομη την έννοια της κατηγορίας της ποινικής φύσης. Προσδιορίστηκαν τα ακόλουθα τρία (3) κριτήρια για τον χαρακτηρισμό ενός υποθέματος ως ποινικού, τα οποία είναι γνωστά και ως κριτήρια Engel, αφού πρωτοπροσδιορίστηκαν [1] στην απόφαση Engel κ.α. κατά Ολλανδίας της 8.6.1976. Τα κριτήρια αυτά δεν είναι προσθετικά αλλά διαζευκτικά. Αρκεί δηλ. και η ύπαρξη ενός κριτηρίου από αυτά για να χαρακτηρίσει μια υπόθεση ως ποινική. Αυτό δεν εμποδίζει την υιοθέτηση μιας σωρευτικής προσέγγισης εάν η ατομική ανάλυση κάθε κριτηρίου δεν επιτρέπει την εξαγωγή ασφαλούς συμπεράσματος ως προς την ύπαρξη κατηγορίας “ποινικού χαρακτήρα” [2] .Τα τρία κριτήρια που χαρακτηρίζουν μια παράβαση ως ποινική είναι [3] : α) η νομική κατάταξη του μέτρου που ελήφθη κατά του αιτούντος κατά την εθνική νομοθεσία, β) η ίδια η φύση της και γ) η φύση και η βαθμός αυστηρότητας της κύρωσης.

Η ερμηνευτική αυτονομία των όρων μπορεί να οδηγήσει το ΕΔΔΑ στο συμπέρασμα ότι μια παράβαση χαρακτηριζόμενη από διοικητικά δικαστήρια μιας διοικητικής περιφέρειας ως παραβίαση της ποινικής φύσης. Αυτό που ενδιαφέρει το Στρασβούργο είναι η παράβαση να προβλεφθεί από την εθνική νομοθεσία. Ο τελικός χαρακτήρας της παραβάσεως ως ποινικού χαρακτήρα ή όχι είναι αυτοτελής και δεν αντιστοιχεί υποχρεωτικά στην κατάταξη από τα εθνικά όργανα (δικαστικές ή διοικητικές) ενός κράτους. Χαρακτηριστικό είναι ότι η αυστηρότητα της κύρωσης δεν καθορίζεται μόνο από την επιβληθείσα ποινή που επιβλήθηκε στον ενδιαφερόμενο αλλά και από το ανώτατο όριο της προβλεπόμενης ποινής , ανεξάρτητα από το αν αυτό δεν επέβαλε. Εάν προβλέπεται δηλ.η ποινή φυλάκισης μέχρι 5 έτη και τελικά επιβλήθηκε από το δικαστήριο ποινή φυλάκισης 10 ημερών ή η βαρύτητα της επιβολής κυρώσεων εκτιμάται με βάση και το ανώτατο όριο των 10 ετών [4] .

Η ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι τα διοικητικά πρόστιμα που επιβάλλονται από τις φορολογικές ή τελωνειακές αρχές λόγω της ποινικής τους φύσης και της αυστηρότητάς τους έχουν ποινικό χαρακτήρα και κατά συνέπεια ανήκουν στο πεδίο της ποινικής νομοθεσίας, ανεξάρτητα από το διαφορετικό εθνικό νομικό χαρακτηρισμό τους.

Το Στρασβούργο της υποθέσεως Zolotouknine κατά Ρωσίας της 10.02.2009 και, ως εκ τούτου, εκτιμά ότι ο όρος «παράβαση» ορίζεται ως ταυτότητα συμπεριφοράς στο πλαίσιο της αρχής ne bis in idem, δηλαδή μπορεί να εφαρμοστεί σε μια υπόθεση που έχει διοικητική και διοικητική διάσταση εκτιμώντας την ταυτότητα των υλικών πράξεων και των νομικών χαρακτηριστικών αυτών, που το Στρασβούργο [5] δεν χαρακτηρίζει ως ορθό [6] και ασφαλές κριτήριο.

Η παρουσιαζόμενη ανωτέρω σημαντική απόφαση Σισμανίδης και Σιταρίδης κατά Ελλάδας αποτελεί συνέχεια των καταδικαστικών αποφάσεων της χώρας μας και αποτελεί συνέχεια της γνωστής απόφασης του ΕΔΔΑ Καπετανίου κ.α. κατά Ελλάδος της 30.04.2015 [7] , στην οποία αναγράφεται με ένδειξη, επιβεβαιώνουντάς την. Η παρούσα υπόθεση παγιώνει την νομολογία του Στρασβούργου και δημιουργεί ένα «κλειδί κλειδί» για την εναρμόνιση στην αντίθετη νομολογία των εθνικών διοικητικών δικαστηρίων, και ιδίως της ΣΕ.

Πραγματικά το Β Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας σε Επτάμελη Σύνθεση μετά από αίτηση επανεκλήψεως της αναιρετικής διαδικασίας των προσφευγόντων καπετάνιου κ.λπ., η οποία αιτιολόγησε το Στρασβούργο, 1992/2016 και 1993/2016 πρόσφατες αποφάσεις του οποίου, με την υποδειγματική και ευγενική και αυθεντική ερμηνευτική προσέγγιση, δέχθηκε τις αιτήσεις για επανεξέταση της διαδικασίας και διατηρώντας την υπόθεση διέγραψε τα πολλαπλά τέλη, ευθυγραμμιζόμενο με το σκεπτικό του Δικαστηρίου του Στρασβούργου.

Στο ανώτερο με αριθ. 1992/2016 Απόφαση του ΣτΕ αναφέρει την αρχή ne bis in idem:

Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 4 § 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, για την ενεργοποίηση της προβλεπόμενης σε αυτήν αρχής του ne bis in idem, απαιτείται, κατ »αρχήν, να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) πρέπει να υπάρχουν περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης , οι οποίες δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους, (β) οι διαδικασίες αυτές πρέπει να είναι « ποινικές » κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ, ήτοι, βάσει των κριτηρίων Engel, κατ »ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ οποίων μπορούν ΝΑ θεωρηθούν προσόντων προσόντων Ως «Ποινικές» και κυρώσεις που επιβαρύνουν λλουν Από Διοικητικά Όργανα , ενόψει Της Φύσης ΤΩΝ σχετικών παραβάσεων: Η / και του είδους και της βαρύτητας των προβλεπόμενων γι»Αυτών των διοικητικών κυρώσεων , (γ) ΜΙΑ Η διαδικασία ή οι διαδικασίες πρέπει να ολοκληρωθούν με την αναστολή της απόφασης ΚΑΙ (δ) Οι διαδικασίες πρέπει να στραφούν κατά του ίδιου προσώπου και να αφορούν την ίδια την παράνομη συμπεριφορά [8] (..) .).

Η εφαρμογή του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ στην υπό κρίση υπόθεση δεν αντιβαίνει στο άρθρο 94 § 1 του Συντάγματος ούτε, αντιθέτως, τίθεται ζήτημα αντίθεσης προς κάποια άλλη συνταγματική διάταξη, απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών 2067/2011 στην έβδομη σύνθεση [9] .

Η εφαρμογή του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ δεν δημιουργεί ζήτημα παραβίασης των αρχών της υπεροχής, της ενότητας και της αποτελεσματικότητας της κοινοτικής νομοθεσίας και, ειδικότερα, της υποχρέωσης των κρατών μελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν κατάλληλες κυρώσεις για παράβαση των διατάξεων της.Το ΣτΕ παρατηρεί επίσημα ότι ακόμη και σε περίπτωση που η απολεσθείσα παράβαση παρανόησης αφορά τη διαφυγή δασμών ή άλλων φόρων του ενωσιακού δικαίου, τόσο οι ποινικές κυρώσεις όσο και οι επιβαλλόμενες διατάξεις σχετικά με τα άρθρα 102 και 107 του κώδικα δασμών, καθώς και τα πολλαπλά τέλη που προβλέπονται στο άρθρο 97 του ίδιου κώδικα έχουν, κατ ‘αρχήν, (αυτοτελώς) αρκούντως αποτρεπτικό χαρακτήρα, λόγω της φύσης και της βαρύτητάς τους, και, συνεπώς, της αποκλεισμού της εφαρμογής των δύο αυτών κατηγοριών διοικητικών κυρώσεων ) , δυνάμει του κανόνα ne bis in idem, δεν αντιβαίνει στην προαναφερθείσα υποχρέωση της Ελλάδας από το κοινοτικό δίκαιο, ανεξάρτητα από το αν οι νομοθετικές διατάξεις περί επιβολής κυρώσεων αποδεικνύουν, στην πρακτική εφαρμογή τους,

Η κρίση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Καπετάνιος κ.α. κατά Ελλάδας, σχετικά με τη συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής του διατάγματος του άρθρου 4 § 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και της παραβίασής του στην περίπτωση του αιτούντος, παρουσιάζονται επαρκώς αιτιολογημένα και λογικά, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών κριτηρίων αξιολόγησης που απορρέουν από την ίδια ΕΔΔΑ.

Το άρθρο 4 παράγραφος 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και το άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκδίδονται σύμφωνα με τα ίδια κριτήρια, τα οποία είναι γνωστά ως κριτήρια Engel και αφορούν (πέραν του χαρακτηρισμού της εθνικής νομοθεσίας, το είδος και τη σοβαρότητα της ποινής, το οποίο δεν είναι κρίσιμο όσον αφορά τις διοικητικές, εθνικές νομοθεσίες, κυρώσεις).

Σχετικά με τη φύση της παράβασης , εξετάζεται, ειδικότερα, αν ο κανόνας που προβλέπει γενικά τα υποκείμενα δικαίου, π.χ. υπό την ιδιότητα του φορολογούμενου, στοιχείο που συμβάλλει στη θεμελίωση του «ποινικού» χαρακτήρα του υποθέματος. Επιπλέον, εξετάζεται ο σκοπός του κανόνα , δεδομένου ότι οι «ποινικές» κυρώσεις αποσκοπούν τόσο στην αποτροπή της παράβασης όσο και στην καταδίκη του παραβάτη. Ο γενικός χαρακτήρας, σύμφωνα με την έννοια αυτή, του οικείου κανόνα σε συνδυασμό με την ποινική και αποτρεπτική αιτία της προβλεπόμενης κύρωσης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για «ποινική υπόθεση» . Το γενικό συμφέρον της κοινωνίας, όπως η καταπολέμηση της φορολογικής απαλλαγής, προστατεύεται κατ ‘αρχήν από την “ποινική” νομοθεσία, σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, αποδίδεται βαρύτητα και το συμφέρον για την εξυπηρέτηση του οποίου έχει θεσπιστεί ο σχετικός κανόνας.

Τέλος, η ευθύνη για την επιβολή της κύρωσης θεωρείται επίσης προϋπόθεση για την αποδοχή της ύπαρξης “ποινικής” διαδικασίας.

Το δεύτερο κριτήριο συνίσταται στη φύση και τη βαρύτητα της κύρωσης, ειδικότερα την πιο αυστηρή που θα μπορούσε να επιβληθεί κατά την κρίσιμη χρονική στιγμή και, δευτερευόντως, στην περίπτωση που πράγματι καταγράφηκε. Όσον αφορά τις χρηματικές κυρώσεις, εξετάζεται το ύψος του ποσού (κατ ‘αρχήν το ανώτατο όριο που μπορούσε να καταλογιστεί).

Οι ψήφοι των μερικών χιλιάδων ευρώ εκτιμώνται συνήθως ως αρκούντως σοβαρά, ώστε να υποστηρίζουν την ύπαρξη “ποινής”. Κατά τη συνδυασμένη εκτίμηση και εφαρμογή των προαναφερθέντων κριτηρίων, η Engel έχει εκφραστεί επανειλημμένα τόσο από το ΕΔΔΑ όσο και από το ΣτΕ ότι έχουν, κατά την έννοια του ΕΣΔΑ, «ποινικό» χαρακτήρα, πολλαπλές τελικές παράνομες εμπορευματικές μεταφορές ( ύψους δεκάδων ή εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ ), όπως τα ζητούνικα. (Ιι) τη φύση των πολλαπλών επιβαρύνσεων ως διοικητικών κυρώσεων, για παραβιάσεις της τελωνειακής / φορολογικής νομοθεσίας, με την επιφύλαξη των ακόλουθων όρων: βασικός σκοπός τόσο της αποτελεσματικής αποτροπής από την εκτέλεση παρόμοιων παραβάσεων φορολογίας όσο και της θανατικής ποινής [10 ]( iv) για την καταλογισμό του λαθρεμπορίου, που συνιστά «διοικητική αδίκημα» [11], σύμφωνα με πάγια νομολογία του παρόντος Δικαστηρίου, άμεση βλάβη του παραβάτη, ήτοι σκοπός της μη καταβολής των οφειλόμενων φόρων, οι οποίοι καταλογίζονται χωριστά και δεν περιλαμβάνονται στο πολλαπλό τέλος (βλ. σχετικά άρθρο 97 παρ. 5 Κ.Κ. 1165/1918).

Η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ 1741/2015 [12] τέθηκε αυτό υπόψη της ΕΔΔΑ, με την αίτηση της Ελληνικής Κυβέρνησης, της 1.7.2015, για εισαγωγή στο Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως του ΕΔΔΑ των προσφυγών που κρίθηκαν με την 30.4. 2015 απόφαση του τμήματος του ΕΔΔΑ, και εμμέσως, πλην σαφώς, απορρίφθηκε από το ΕΔΔΑ, τόσο με την μη αποδοχή της αίτησης της Ελληνικής Κυβέρνησης όσο και με την πρόσφατη από 06.09.2016 απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Σισμανίδης κατά Ελλάδας [13] , στην που το ΕΔΔΑ επιβεβαιώνει την πάγια νομολογία του περί ποινικού χαρακτήρα πολλαπλών τελών κλοπής ύψους σημαντικής αξίας όπως οι επιβληθέντες στον αιτούντα, απορρίπτοντας αιτιολογημένα τις αντιρρήσεις της Ελλάδας.Σύμφωνα με τα προηγούμενα, η παράγραφος 13 της απόφασης 1741/2015 της Ολομέλειας του ΣτΕ δεν μπορεί να θεωρηθεί ως (ομόφωνα) νομολογία, ικανή να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, βάσει αυτής, η ΕΔΔΑ δεν θα είχε εμπιστοσύνη στο “” Κατά την ΕΣΔΑ , το είδος των διαφόρων πολλαπλών τελών που καταλογίστηκαν στον αιτούντα και, ως εκ τούτου, παραβίαση των δικαιωμάτων του από το άρθρο 4 § 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

Στην ίδια παραπάνω εξαιρετικά ενδιαφέρουσα με αριθ. 1992/2016 απόφαση του ΣτΕ αναφέρει ως προς το τεκμήριο της αθωότητας :

Η ΕΔΔΑ, ερμηνεύοντας την διάταξη του άρθρου 6 § 2 του ΕΣΔΑ, αναγνωρίζει ότι η απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου που ακολουθεί την τελική αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου για τον ίδιο πρόσωπο δεν πρέπει να παραβλέπει και να θέτει υπό αμφισβήτηση η αθωίωση, με την έννοια της «τελικής» απόφασης, στο πλαίσιο της προαναφερθείσας νομολογίας, νοείται το ανατρεπτικό ποινικό δικαστήριο.

Όπως έχει κριθεί, ενόψει της ανωτέρω νομολογίας του ΕΔΔΑ, ο εκ των υστέρων επιληφθέν διοικητικός δικαστής, ο οποίος θεωρεί ότι η διοικητική παράβαση της παραβίασης του εμπορίου δεν δεσμεύεται από την σχετική αμετάκλητη απαλλακτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, αλλά υποχρεούται να λάβει υπόψη και , ειδικά ώστε να μην αποκλείονται εύλογες αμφιβολίες ως προς την τήρηση της υπόνοιας της αθωότητας, οι οποίες απορρέουν από την τελική έκβαση της ποινικής διαδικασίας.

Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία αποτελεί το θεμελιώδες δικαίωμα, το οποίο ενισχύει σοβαρά το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου. Μαζί με την απόφαση Καπετάνιος κ.α. κατά Ελλάδος της 30.04.2015, την απόφαση της Ευρείας Συνθέσεως της ΕΔΔΑ Zolotoukhine κατά Ρωσίας της 10.02.2009, την πολύ πρόσφατη Tarasov κατά Ουκρανία της 16.06.2016 [14] και τις απολύτως πρόσφατες και εναρμονισμένες προς την ΕΔΔΑ αποφάσεις του ΣτΕ με αριθ. 1992 και 1993/2016 η έννοια της διεύθυνσης δεν αποκτά μεγαλύτερη και πληρέστερη προστατευτική εμβέλεια [15] με θετικό αποτέλεσμα για τον ευρωπαίο πολίτη.

Το συμπέρασμα αυτής της θετικής εξέλιξης για τους πολίτες είναι πολύ σημαντικό. Νομολογικά πλέον και στο ελληνικό χώρο οι σημαντικές και ανορθωτικές επιπτώσεις που επιβάλλουν ωραία και με εξαιρετική ευκολία τις υπηρεσίες και τις τελωνειακές υπηρεσίες, οι οποίες καταγγέλλουν, παραβιάζοντας και παραβιάζοντας την αρχή της αναλογικότητας, ότι οι πολίτες θεωρούνται και χαρακτηρίζονται ως ποινές, αφού οι διαδικασίες επιβολής και δικαστικής επιβολής ή μη επιβολής των τελών ή των πολλαπλών τελών που ανήκουν στις ποινικές διαδικασίες. Αν λοιπόν κινούνται και διαδικασίες στα ποινικά δικαστήρια που ασκούν ποινικές διώξεις και εκδίδονται ποινικές αποφάσεις που αφορούν τον ίδιο πολίτη και την ίδια αιτία, αυτό σημαίνει ότι συνυπάρχουν δύο ξεχωριστές ποινικές διαδικασίες για τα ίδια πραγματικά περιστατικά.Όταν καταστεί αναποτελεσματική η μία από αυτές θα πρέπει να σταματήσει η άλλη.

Οι παραπάνω σκέψεις δεν αποτελούν ουτοπία. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα της πρόσφατης δημιουργικής και πραγματικής νομολογίας του Δικαστηρίου της Στρασβούργου, με την απόφασή του να υποβάλει την παρούσα απόφαση, αλλά και το Συμβούλιο της Επικρατείας, η νομολογία του οποίου πρέπει να κριθεί ευκρινώς

 

 

Βασίλης Χειρδάρης

 

 

 

 

[1] . Βλ. § 85 της απόφασης Engel.

[2] . Βλ. αποφάσεις Jussila κατά Φινλανδίας (GC), αριθ. 73053/01, § 30 και 31, Zaicevs κατά Λεττονίας, αριθ. 65022/01, § 31.

[3] . Βλ. αναλυτικά Karen Reid, “ΟΔΗΓΟΣ ΠΡΑΚΤΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ”, 2012, σελ.91-95

[4] . βλ. απόφαση του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης: Zolotouknine κατά Ρωσίας της 10.02.2009, § 56.

 

[5] . Εναρμονόμενη με τις αποφάσεις του Διαμερικανικού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του ΔΕΕ.

[6] . Βλ. Zolotouknine κατά Ρωσίας της 10.02.2009, § 79

[7] . βλ. ΝοΒ 2015, τομ. 63, σελ. 828επ. με σχόλια Ε. Σαλαμούρα.

[8] . βλ. ΣτΕ 108/2015 σε συμβούλιο.

[9] . Η. Αναγνωστόπουλος, Τα πολλαπλά τέλη για την παράνομη εμπορία υπό το πρίσμα της ΕΣΔΑ (αναφορικά με τα ΣτΕ 3182/2010 και 2067/2011), ΝοΒ (2011), τεύχος 10, τόμος 59, 2282

[10] . Βλ. ΟλΣτΕ 990/2004, σκέψη 13 και ΣτΕ 1217/2006 επτάμ., ΔΕΚ 12.7.2001, C-262/99, Λουλουδάκης, σκέψεις 69-71).

[11] . Βλ. ΟλΣτΕ 1741/2015 σκέψη 13 και ΣτΕ 144/2015 κ.ά.

[12] . Σκέψη 13.

[13] . Τον εδώ δηλ. σχόλια.

 

[14] . Βλ. ΝοΒ 2016, τευχ. 7, 1732 επ., Με σχόλιο Β. Χειρδάρη.

[15] . Βλ. και συντρέχει η γνώμη του ελληνικού δικαστή κ. Λ. – Α. Σισιλιάνου στην απόφαση Tomasovic κατά της Κροατίας της 18.11. 2011 (σε Σ-Η. Ακτυπη σε Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έκδοση Νομική Βιβλιοθήκη 2013. 760, Δ / νση έκδοση Λήνος – Αλ. Σισιλιάνος, όπου γίνεται και εκτενής ανάλυση της αρχής ne bis in idem).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες