Η απαγόρευση των διαδηλώσεων ακυρώνει το δικαίωμα της ελευθερίας του συνέρχεσθαι των πολιτών

ΑΠΟΦΑΣΗ

Lashmankin κ.α. κατά Ρωσίας της 07-02-2017 (αριθμ. πρσφ. 57818/09, 51169/10, 4618/11, 19700/11, 31040/11, 47609/11, 55306/11, 59410/11, 7189/12, 16128/12, 16134/12, 20273/12, 51540/12, 64243/12, και 37038/13)    

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ελευθερία του συνέρχεσθαι. Διαδηλώσεις. Οι 23 προσφεύγοντες  Ρώσοι είχαν  υποβάλει αιτήματα για την πραγματοποίηση διαδηλώσεων με ορισμένο αντικείμενο στις αρμόδιες  αρχές, που δεν έδωσαν την συναίνεσή τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις  αντέτειναν άλλες τοποθεσίες και ώρες για την πραγματοποίηση των διαδηλώσεων, ενώ σε κάποιες άλλες ήταν πλήρως αρνητικές. Οι προσφεύγοντες προχώρησαν στις διαδηλώσεις , οι οποίες τελικά διακόπηκαν και οι ίδιοι συνελήφθησαν για διοικητική παράβαση. Από την πλευρά τους άσκησαν ένδικα μέσα κατά των αποφάσεων της διοίκησης που απορρίφθηκαν από τα δικαστήρια.

Ποιότητα νομοθεσίας. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι παρεμβάσεις είχαν βασιστεί σε νομικές διατάξεις, οι οποίες δεν ανταποκρίνονταν στην απαίτηση της Σύμβασης σχετικά με την αρχή της «ποιότητας του νόμου», και ότι η παρέμβαση δεν ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία». Η νομοθεσία που δεν προβλέπει επαρκείς και αποτελεσματικές νομικές διασφαλίσεις κατά της αυθαίρετης και μεροληπτικής άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της εκτελεστικής εξουσίας δεν πληροί την αρχή της Σύμβασης για «ποιότητα του νόμου».

Κατά το ΕΔΔΑ  υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος της ελευθερίας του συνέρχεσθαι. Επιπλέον, έκρινε ότι οι συλλήψεις των προσφευγόντων ήταν παράνομες κατά παράβαση του άρθρου 5 παρ. 1 που προστατεύει το δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια, ενώ διαπίστωσε και παραβίαση που συνδέονται με το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 11

Άρθρο 13

Άρθρο 5 παρ. 1

Άρθρο 6 παρ. 1

 

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες είναι 23 Ρώσοι υπήκοοι οι οποίοι γεννήθηκαν μεταξύ του 1941 και του 1990, και ζουν στη Ρωσία.

Οι προσφεύγοντες είχαν προτείνει να διεξαχθούν οι εξής διαδηλώσεις: μια διαμαρτυρία στις 31 Ιανουαρίου 2009 κοντά στο μνημείο για τα θύματα της πολιτικής καταστολής στο πάρκο Yuri Gagarin Samara, για την επέτειο του πυροβολισμού του δικηγόρου ανθρωπίνων δικαιωμάτων Stanislav Markelov και της δημοσιογράφου Anastatsia Baburova,  μια πορεία για την επέτειο αυτών των πυροβολισμών, στις 19 Ιανουαρίου 2010, δύο διαφορετικές διαδηλώσεις στις 24 Αυγούστου 2009, στη Νομαρχία της Βόρειας και Κεντρικής Διοικητικής Περιφέρειας της Μόσχας, για να διαμαρτυρηθούν για τις παραβιάσεις στις εκλογές και τις διακρίσεις εις βάρος ορισμένων ομάδων, μια πορεία μεταξύ Tverskoy Boulevard και της πλατείας Πούσκιν στις 20 Μαρτίου του 2010, για να διαμαρτυρηθούν για τη διακυβέρνηση της πόλης της Μόσχας, μια διαδήλωση για τους  ομοφυλόφιλους στο κέντρο της Αγίας Πετρούπολης στις 26 Ιουνίου 2010. Την ίδια ημέρα, μια πορεία σε τέσσερις διαφορετικές διοικητικές περιφέρειες της Αγίας Πετρούπολης, μια διαδήλωση για ομοφυλόφιλους στην Αγία Πετρούπολη στις 25 Ιουνίου του 2011, μια συγκέντρωση μπροστά στα κεντρικά γραφεία του Περιφερειακού Τμήματος Εσωτερικών του  Kaliningrad τον Μάιο του 2010, ως   έκφραση στήριξης των κυβερνητικών πολιτικών για την καταπολέμηση της διαφθοράς, τη μεταρρύθμιση της αστυνομίας, τον εντοπισμό  των «Λυκανθρώπων με επωμίδες» και την εξάλειψη του εγκλήματος. Επιπρόσθετα διοργανώσανε μια πορεία στις 20 Μαρτίου 2011 στο Kaliningrad με σκοπό να διαμαρτυρηθούν ενάντια στο αστυνομικό κράτος και ζητώντας την παραίτηση του πρωθυπουργού Πούτιν,  μια διαμαρτυρία στις 12 Ιουνίου 2009, στο κέντρο του Rostov-on-Don, για να διαμαρτυρηθούν ενάντια των αναποτελεσματικών οικονομικών πολιτικών και άλλων υποτιθέμενων κυβερνητικών παραλείψεων, 6 διαφορετικές συναντήσεις με την ονομασία  «Στρατηγική-31″ μεταξύ του Οκτωβρίου του 2009 και τον Αύγουστο του  2012, όποτε και επρόκειτο να πραγματοποιηθούν στο Rostov-on-Don για τη στήριξη του δικαιώματος της ελευθερίας του συνέρχεσθαι και μιας ατομικής διαμαρτυρία μπροστά από την Κρατική Δούμα στις 19 Δεκεμβρίου 2012, σχετικά με τον νόμο που απαγορεύει σε υπηκόους των ΗΠΑ την υιοθεσία παιδιών από τη Ρωσία.

Με εξαίρεση τη τελευταία διαδήλωση, οι προσφεύγοντες υπέβαλαν επίσημη ειδοποίηση προς τις αρμόδιες τοπικές αρχές, γνωστοποιώντας την πρόθεσή τους να πραγματοποιήσουν  διαδήλωση. Ωστόσο, οι αρχές αρνήθηκαν να εγκρίνουν τη θέση, το χρόνο διεξαγωγής ή τον τρόπο διεξαγωγής των διαδηλώσεων. Σε ορισμένες περιπτώσεις όπου οι αρχές πρότειναν εναλλακτικές τοποθεσίες, ώρες ή τρόπο διεξαγωγής, οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι οι εναλλακτικές προτάσεις των αρχών δεν ανταποκρίνονταν στο σκοπό της συγκέντρωσής τους,  για παράδειγμα, οι προτεινόμενες τοποθεσίες δεν βρίσκονταν στο κέντρο της πόλης, αλλά αντίθετα μακριά από οποιοδήποτε γραφείο και αξιωματούχο της κυβέρνησης,  και δεν θα το μάθαιναν πολλοί άνθρωποι, η πορεία δεν θα είχε μεγάλο αντίκτυπο και δεν θα κινητοποιούσε πολύ κόσμο. Σε άλλες περιπτώσεις, επανειλημμένα αρνήθηκαν να εγκρίνουν οποιαδήποτε τοποθεσία, ώρα ή ημερομηνία την οποία πρότειναν οι προσφεύγοντες, χωρίς να προτείνουν κάποια άλλη ώρα ή ημερομηνία ή τοποθεσία. Με τον τρόπο αυτό, οι αρχές επικαλούνται δήθεν ανεπαρκείς ή δυσανάλογους  λόγους.

Σε μία περίπτωση, οι αρχές αποφάσισαν να εγκρίνουν το χρόνο και το χώρο μιας  εκδήλωσης, αλλά φέρεται να διασφάλισαν ότι οι προσφεύγοντες δεν θα λάμβαναν την απόφαση έγκαιρα ώστε η διαδήλωση να λάβει πράγματι χώρα. Ορισμένοι προσφεύγοντες καταγγέλλουν τη γενική απαγόρευση διεξαγωγής δημόσιων εκδηλώσεων κοντά σε δικαστικά κτήρια. Άλλοι προσφεύγοντες καταγγέλλουν την αυτόματη και άκαμπτη εφαρμογή των προθεσμιών κοινοποίησης των δημόσιων εκδηλώσεων χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ήταν αδύνατο να συμμορφωθούν με την προθεσμία, λόγω των αργιών ή της αυθόρμητης φύσεως της εκδήλωσης. Τέλος, πολλοί προσφεύγοντες καταγγέλλουν τα εξαιρετικά δραστικά μέτρα ασφαλείας κατά τη διάρκεια δημόσιας διαδήλωσής τους, μεταξύ άλλων, ότι η πλατεία, όπου πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση,  ήταν περιφραγμένη από αστυνομικά φορτηγά, με αποτέλεσμα καταστήσουν τη διαδήλωση «αόρατη» στο ευρύ κοινό.

Στις περισσότερες των περιπτώσεων, οι προσφεύγοντες καταγγέλλουν ότι αυτές οι αρνήσεις σήμαιναν ότι δεν θα μπορούσαν να διεξάγουν όλες τις πορείες και εκδηλώσεις τους, καθώς αυτό θα συνιστούσε αδίκημα.  Εντούτοις, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι προσφεύγοντες προχωρούσαν κανονικά με τη διεξαγωγή των διαδηλώσεων, όπως αυτές είχαν αρχικά προγραμματιστεί. Όλα αυτές οι πορείες είχαν παρεμποδιστεί  ή εξ ολοκλήρου διακοπεί από τις αρχές, κατά τις οποίες συνελήφθησαν οι προσφεύγοντες  και κατηγορήθηκαν για διοικητικές παραβάσεις.

Σε πολλές περιπτώσεις, οι προσφεύγοντες πρόσβαλαν την απόφαση να μην εγκριθεί η θέση, η ώρα ή ο τρόπος διεξαγωγής μιας δημόσιας εκδήλωσης, η οποία σχεδιάστηκε από τους  ίδιους, ασκώντας προσφυγή στο δικαστήριο. Σχεδόν σε κάθε περίπτωση, οι προσφυγές απορρίφθηκαν – τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ ‘έφεση – επειδή τα δικαστήρια έκριναν ότι η μη έγκριση της θέσης, ώρας και του τρόπου διεξαγωγής των διαδηλώσεων ήταν νόμιμη και δεόντως αιτιολογημένη.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το άρθρο 11 (ελευθερία του συνέρχεσθαι)

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η παρέμβαση στο δικαίωμα της ελευθερίας του συνέρχεσθαι δεν συνεπάγεται απαραιτήτως τη πλήρη απαγόρευση διαδηλώσεων, αλλά μπορεί να λαμβάνει χώρα και μέσω άλλων περιορισμών. Ειδικότερα, το δικαίωμα της ελεύθερης συγκέντρωσης συμπεριλαμβάνει το δικαίωμα να επιλεχθεί ο χρόνος, ο τόπος και ο τρόπος διεξαγωγής της συγκέντρωσης εντός των ορίων που καθορίζονται στο άρθρο 11. Στην περίπτωση αυτή, οι αρχές είχαν αρνηθεί να εγκρίνουν τις δημόσιες εκδηλώσεις όπως είχαν τεθεί από τους προσφεύγοντες, και πρότειναν εναλλακτικές λύσεις. Οι προσφεύγοντες, θεωρώντας ότι οι προτάσεις των αρχών δεν ανταποκρίνονταν στο σκοπό της διαδήλωσης, είτε ακύρωναν την πορεία εντελώς είτε αποφάσιζαν να διεξαχθεί όπως είχε αρχικά προγραμματιστεί παρά τον κίνδυνο της διάλυσης της πορείας, συλλήψεων και ποινικής δίωξης. Οι ενέργειες των αρχών είχαν ως εκ τούτου, παρέμβει στο δικαίωμα της ελευθερίας του συνέρχεσθαι των προσφευγόντων.

Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι παρεμβάσεις είχαν βασιστεί σε νομικές διατάξεις, οι οποίες δεν ανταποκρίνονταν στην απαίτηση της Σύμβασης σχετικά με την αρχή της «ποιότητας του νόμου», και ότι η παρέμβαση δεν ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία».

Το Δικαστήριο διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι στην εκάστοτε προσφυγή οι αρχές δεν είχαν δώσει συναφείς και επαρκείς λόγους για τις προτάσεις τους σχετικά με την αλλαγή της τοποθεσίας, της ώρας ή τον τρόπο διεξαγωγής των δημόσιων διαδηλώσεων. Οι προτάσεις αυτές βασίζονται σε νομικές διατάξεις οι οποίες δεν προβλέπουν επαρκείς και αποτελεσματικές νομικές διασφαλίσεις κατά της αυθαίρετης και μεροληπτικής άσκησης της ευρείας διακριτικής ευχέρειας της εκτελεστικής εξουσίας και οι οποίες, επομένως, δεν πληρούσαν την αρχής της Σύμβασης της «ποιότητας του νόμου».

Το Δικαστήριο έκρινε, επιπλέον, ότι η άρνηση έγκρισης δημόσιας διαδήλωσης αναφορικά με τη γενική απαγόρευση δημόσιων διαδηλώσεων γύρω από τη περιοχή των δικαστικών κτιρίων, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί συμβατή με το άρθρο 11 § 2, επειδή η γενική απαγόρευση υστερούσε αιτιολόγησης και ήταν πάρα πολύ ευρεία.

Επίσης, σε ορισμένες προσφυγές, η αυτόματη και άκαμπτη εφαρμογή της προθεσμίας κοινοποίησης των δημόσιων διαδηλώσεων- χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ήταν αδύνατο να συμμορφωθούν με την προθεσμία λόγω των αργιών ή της αυθόρμητης φύσης της διαδήλωσης αντίστοιχα – δεν δικαιολογούνταν σύμφωνα με το άρθρο 11 § 2.

Επιπλέον, σε μία προσφυγή οι αρχές παρενέβησαν της υποχρέωσής τους να διασφαλίζουν ότι η επίσημη απόφαση που ελήφθη ως απάντηση  της κοινοποίησης εκ μέρους των προσφευγόντων, να κοινοποιείται νωρίτερα της προγραμματισμένης διαδήλωσης, με τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίζεται το δικαίωμα στην ελευθερία του συνέρχεσθαι το οποίο ήταν πρακτικό και αποτελεσματικό, και όχι θεωρητικό ή φανταστικό.

Διαλύοντας μερικές από δημόσιες διαδηλώσεις των προσφευγόντων και συλλαμβάνοντας τρεις από αυτούς, οι αρχές απέτυχαν να δείξουν τον απαιτούμενο βαθμό ανοχής προς τις ειρηνικές, αν και παράνομες, συγκεντρώσεις, κατά παράβαση των απαιτήσεων του άρθρου 11 § 2.

Τέλος, κατά την έγκριση των εξαιρετικά δραστικών μέτρων ασφαλείας κατά τη διάρκεια των δημόσιων συγκεντρώσεων που πραγματοποιήθηκαν από μερικούς προσφεύγοντες, οι εγχώριες αρχές ενήργησαν κατά τρόπο αυθαίρετο και μεροληπτικό.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 11 της Σύμβασης (ερμηνευμένο υπό το πρίσμα του άρθρου 10) σε όλες τις προσφυγές και ότι δεν ήταν αναγκαίο να εξεταστεί χωριστά η καταγγελία των προσφευγόντων σύμφωνα με το άρθρο 14 της Σύμβασης, σε συνδυασμό με τα άρθρα 10 και 11.

Άρθρο 13 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής) σε συνδυασμό με το άρθρο 11

Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσφεύγοντες δεν έχουν στη διάθεσή τους μια αποτελεσματική θεραπεία που θα τους επέτρεπε να εκδοθεί εκτελεστή δικαστική απόφαση σχετικά με την άρνηση των αρχών να εγκρίνουν το τόπο, το χρόνο ή τον τρόπο διεξαγωγής δημόσιας συγκέντρωσης πριν από την προγραμματισμένη ημερομηνία. Επιπλέον, το πεδίο της δικαστικής επανεξέτασης περιορίζονταν στην εξέταση της νομιμότητας των προτάσεων αλλαγής της θέσης, του χρόνου, ή του τρόπου διεξαγωγής δημόσιας συγκέντρωσης, και δεν περιλαμβάνει καμία εκτίμηση της «αναγκαιότητας  και της αναλογικότητας σε μια δημοκρατική κοινωνία». Αυτό σήμαινε ότι οι προσφεύγοντες δεν μπορούσαν να αμφισβητήσουν τις παραβιάσεις των αρχών σχετικά με το δικαίωμα στην ελευθερία του συνέρχεσθαι των προσφευγόντων, κατά παράβαση του δικαιώματος της αποτελεσματικής προσφυγής, όπως προβλέπεται στο άρθρο 13.

Το άρθρο 5 § 1 (δικαίωμα στην ελευθερία και στην ασφάλεια)

Η αστυνομία είχε διακόψει την συγκέντρωση του κ. Tarasov και τον συνόδευσαν στο αστυνομικό τμήμα, για την έκδοση της αναφοράς διοικητικού αδικήματος. Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 27.2 του κώδικα διοικητικών παραβάσεων, ένα άτομο μπορεί να μεταφερθεί σε αστυνομικό τμήμα για το λόγο αυτό, εάν δεν μπορεί να συνταχθεί αναφορά επί τόπου. Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπάρχει λόγος γιατί αυτό θα ήταν αδύνατο στην περίπτωση του κ Tarasov, και ως εκ τούτου, έκρινε ότι η μεταφορά του στο αστυνομικό τμήμα ήταν παράνομη, και κατά παράβαση του άρθρου 5 § 1. Ο κ. Tarasov, κ. Yelizarov και ο κ. Batyy είχαν όλοι τους τεθεί υπό διοικητική κράτηση. Σύμφωνα με το άρθρο 27.3 του κώδικα διοικητικών παραβάσεων, τέτοιες συλλήψεις μπορούν να δικαιολογηθούν μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η σύλληψη είναι αναγκαία για την εξέταση της υπόθεσης και την επιβολή της ποινής. Ωστόσο, ούτε η κυβέρνηση ούτε οποιεσδήποτε άλλες εγχώριες αρχές είχαν παράσχει οποιαδήποτε τέτοια δικαιολογία, σε σχέση με οποιουσδήποτε από τις τρεις προσφεύγοντες. Ως εκ τούτου, το δικαστήριο έκρινε ότι οι συλλήψεις τους ήταν επίσης παράνομες, και κατά παράβαση του άρθρου 5 § 1.

Το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη)

Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβιάσεις του δικαιώματος δίκαιης δίκης όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης σε σχέση με τους τρείς προσφεύγοντες. Αυτό προέκυψε από την παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, καθώς η απόφαση υπέρ των προσφευγόντων είχε ακυρωθεί από μια διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης, αλλά χωρίς η εν λόγω να εντοπίσει και να αναφέρει τυχόν θεμελιώδη λάθη στην αρχική απόφαση.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ρωσία όφειλε να καταβάλλει στον κ. Tarasov  450 ευρώ για αποζημίωση, και για ηθική βλάβη η Ρωσία όφειλε να καταβάλλει σε 3 προσφεύγοντες  10.000 ευρώ, σε 14 προσφεύγοντες 7.500 ευρώ, και σε 5  προσφεύγοντες 5.000 ευρώ. Όσον αφορά τις δαπάνες και τα έξοδα, επιδίκασε σε 9 από τους προσφεύγοντες 11.600 ευρώ συνολικά.

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες