Η υποχρέωση καταβολής παραβολού 200 ευρώ για άσκηση εφέσεως παραβιάζει το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο

Μονομελές Εφετείο Ιωαννίνων

Αριθ. 108/2014

 

Δικαστής: Λ. Καρέλος, Εφέτης

Δικηγόρος: Κ. Μπάσιος

 

Η καταβολή παραβόλου ως όρος του παραδεκτού της έφεσης. Η διάταξη του άρθρου 495 § 4 ΚΠολΔ (όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 § 2 ν. 4055/2012 και στη συνέχεια τροποποιήθηκε με το άρθρο 93 § 1 ν. 4139/2013), που προβλέπει  υποχρέωση καταβολής παραβόλου 200 ευρώ, είναι ανεφάρμοστη ως αντίθετη στα άρθρα 6 § 1 ΕΣΔΑ και 20 § 1 Σ για το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, 2 του Εβδόμου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ για το δικαίωμα επανεξέτασης της υπόθεσης από ανώτερο δικαστήριο και 4 § 1 Σ για την αρχή της ισότητας.

Δεν αποτελεί διαθήκη και δεν υποβάλλεται σε δημοσίευση έγγραφο, η ανάγνωση του οποίου είναι αδύνατη. Η σχετική έλλειψη δεν αναπληρώνεται ούτε με την προσκόμιση φωτοτυπίας από το πρωτότυπο. (Άρθρα 6 § 1 ΕΣΔΑ, 2 Εβδόμου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ, 4§ 1˙ 20 § 1 Σ, 495 § 4 ΚΠολΔ, 173˙ 808˙ 1769˙ 1771˙ 1774 ΑΚ).

 

(…). Πρέπει να σημειωθεί, ότι, ναι μεν δεν έχει κατατεθεί, κατά την άσκηση της έφεσης, το παράβολο που προβλέπεται από το άρθρο 495 § 4 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 § 2 του νόμου 4055/2012 και εν συνεχεία με το άρθρο 93 § 1 του νόμου 4139/2013, η παράλειψη όμως αυτή δεν καθιστά απαράδεκτη την έφεση, όπως απειλείται από τις παραπάνω διατάξεις, καθόσον οι εν λόγω διατάξεις τυγχάνουν ανεφάρμοστες, επειδή θίγουν τον πυρήνα του ατομικού δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη και, συνεπώς, είναι ανίσχυρες ως αντίθετες προς τις αυξημένης ισχύος διατάξεις που θεσπίζουν το εν λόγω δικαίωμα, ήτοι τις διατάξεις του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ, η οποία κυρώθηκε (για δεύτερη φορά) με το ν.δ. 53/1974 και έχει, μαζί με τα Πρωτοκολλά της, υπερνομοθετική, κατά το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, ισχύ και εκείνες του άρθρου 20 § 1 του Συντάγματος. Είναι αλήθεια, ότι οι παραπάνω διατάξεις δεν στερούν από τον κοινό νομοθέτη την ευχέρεια να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις για την άσκηση ενδίκων μέσων και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης. Για να είναι όμως ανεκτές οι δικονομικές αυτές προϋποθέσεις και διατυπώσεις πρέπει να είναι συναφείς με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και περαιτέρω να μη υπερβαίνουν τα όρια εκείνα πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του ατομικού δικαιώματος που προστατεύεται από τις παραπάνω διατάξεις (ΑΕΔ 33/95 ΕλλΔνη 36. 571). Η διάταξη του άρθρου 12 § 2 του νόμου 4055/2012 ουδεμία των προϋποθέσεων αυτών πληροί, όπως, ενόψει του οικονομικού βάρους που επιβάλλει, θα έπρεπε, για να είναι ανεκτή. Ειδικότερα:

Το ποσό των διακοσίων (200) (σήμερα) ευρώ της αξίας του παραβόλου, που αξιώνει, για να μην απορριφθεί ως απαράδεκτη η έφεση, συνιστά, με τις σημερινές οικονομικές συνθήκες της Χώρας, οικονομικό βάρος, στο οποίο αδυνατεί αντικειμενικά να ανταποκριθεί σημαντικό μέρος των Ελλήνων πολιτών, με συνέπεια να αποκλείονται αυτοί από τη δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη. Ο αριθμός αυτός βαίνει συνεχώς αυξανόμενος, λόγω της συνεχώς επιδεινούμενης οικονομικής κατάστασης της Χώρας. Σε κάθε περίπτωση, ενόψει της ιερότητας του θεσμού της απονομής της δικαιοσύνης, της κεφαλαιώδους σημασίας της για την ειρηνική κοινωνική συμβίωση και της πρωταρχικής υποχρέωσης της πολιτείας για την απονομή της, το μέτρο θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί, έστω και ενός μόνο πολίτη την παραπάνω δυνατότητα να στερούσε και, όχι, όπως εν προκειμένω, που τη στερεί από σημαντικό και συνεχώς αυξανόμενο τμήμα του πληθυσμού.

Εκτός τούτων, πρόκειται για καθαρά εισπρακτικό μέτρο, με το οποίο επιδιώκεται, μέσω του θεσμού της απονομής της δικαιοσύνης, αύξηση των δημοσίων εσόδων και, συνεπώς, για μέτρο, το οποίο ούτε στην εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων αποσκοπεί, ούτε την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης υπηρετεί, καθόσον: α) η ανάγκη «αποτροπής άσκησης αβασίμων ενδίκων μέσων», με την οποία επιχειρείται η δικαιολόγηση του με την αιτιολογική έκθεση (ΚΝοΒ 60. 561), επαρκώς, αλλά και δικαιότερα, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ειδικότερα παρακάτω, θεραπεύεται με τις από ετών υφιστάμενες διατάξεις του άρθρου 205 ΚΠολΔ, έτσι ώστε να παρίστανται η νέα ρύθμιση περιττή ως προς την απονομή της δικαιοσύνης τουλάχιστον και η ανωτέρω δικαιολόγηση της μη πειστική. β) Με την υπόψη νομοθετική ρύθμιση προβλέπεται επιστροφή του παραβόλου μόνο «σε περίπτωση ολικής ή μερικής νίκης» του διαδίκου που το κατέθεσε και όχι, όπως στην αιτιολογική έκθεση αναφέρεται και, όπως, για λόγους συνέπειας και προς αυτή, αλλά και προς τον ανωτέρω προβαλλόμενο σκοπό, θα έπρεπε, αν πρόκειται για μη αβάσιμο ένδικο μέσο. Βέβαια και αν ακόμη προβλεπόταν η επιστροφή του παραβόλου στην περίπτωση του μη αβασίμου ενδίκου μέσου και πάλι θα επρόκειτο για μέτρο που δεν συνάδει με την αποτελεσματική λειτουργία της δικαιοσύνης και των δικαστηρίων, αφενός μεν διότι δεν αποκλείεται το σφάλμα της δικαστικής κρίσης που θα το χαρακτήριζε ως αβάσιμο και αφετέρου διότι το αβάσιμο ένδικο μέσο δεν ταυτίζεται και δεν συμπίπτει με το προδήλως απερίσκεπτο ή αστήρικτο. Αν, συνεπώς, πρόθεση του νομοθέτη του παραπάνω νόμου δεν ήταν αυτή που προαναφέρθηκε, αλλά η υποβοήθηση της αποτελεσματικής λειτουργίας και απονομής της δικαιοσύνης, οπωσδήποτε θα έκανε λόγο, όχι, όπως πράττει, για αβάσιμο, αλλά για προδήλως απερίσκεπτο ή αστήρικτο ένδικο μέσο, παράλληλα δε, θα προέβλεπε την επιστροφή του παραβόλου, όχι σε περίπτωση ολικής ή μερικής νίκης, αλλά σε κάθε περίπτωση που, σύμφωνα με τη δικαστική κρίση, η έφεση,, έστω και αν απορρίφθηκε και, συνεπώς, ηττήθηκε ο εκκαλών, δεν υπήρξε προδήλως απερίσκεπτη ή αστήρικτη. γ) Πέραν των ανωτέρω, αν ο πραγματικός σκοπός της υπόψη νομοθετικής ρύθμισης δεν ήταν εκείνος που προαναφέρθηκε, η επιστροφή του παραβόλου θα προβλεπόταν, όχι μόνο σε περίπτωση μερικής ή ολικής νίκης εκείνου που το κατέθεσε, αλλά σε κάθε περίπτωση που το δικαστήριο θα έκρινε ότι η άσκηση του ενδίκου μέσου δεν ήταν αβάσιμη, αφού άλλο απόρριψη της έφεσης, η οποία απόρριψη επάγεται με την υπόψη νομοθετική ρύθμιση, ανεξάρτητα από την αιτία απόρριψης, εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο και άλλο δικαστική κρίση για το ότι η έφεση που ασκήθηκε ήταν αβάσιμη, περίπτωση, η καταπολέμηση της οποίας, εφόσον συνέτρεχαν και οι ανωτέρω λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις, θα συνέβαλε στην αποτελεσματικότερη απονομή της δικαιοσύνης. δ) Δεν προβλέπεται δυνατότητα επιστροφής του παραβόλου ακόμη και στην περίπτωση που το Δικαστήριο, απορρίψει μεν την έφεση, κρίνει, όμως, δικαιολογημένη την άσκηση αυτής στη συγκεκριμένη περίπτωση και όπως, για τη συμφωνία της υπόψη νομοθετικής ρύθμισης με τις παραπάνω αυξημένης ισχύος διατάξεις, θα έπρεπε. ε) Ο φορολογικός σκοπός της ανωτέρω νομοθετικής ρύθμισης, αλλά και η προς τις παραπάνω διατάξεις αντίθεση της συνάγεται και από το ότι δεν απαλλάσσονται της σχετικής υποχρέωσης ακόμη και οι διάδικοι που αδυνατούν να καταβάλουν την οικεία δαπάνη, λόγω ένδειας, με συνέπεια να στερούνται αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. στ) Συναρτώντας η ανωτέρω ρύθμιση τη δυνατότητα άσκησης έφεσης από την οικονομική κατάσταση του εκκαλούντος, παραβιάζει ευθέως τις παραπάνω αυξημένης ισχύος διατάξεις και το ατομικό δικαίωμα που προαναφέρθηκε και το οποίο κατοχυρώνεται μ’ αυτές, ζ) Αν πραγματική πρόθεση του νομοθέτη της ανωτέρω ρύθμισης ήταν η εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων και της δικαιοσύνης και όχι ταμειακός σκοπός που προαναφέρθηκε, τότε δεν θα απαλλασσόταν της σχετικής υποχρέωσης το Δημόσιο, αφενός μεν διότι με τον τρόπο αυτό εισάγεται αδικαιολόγητο προνόμιο υπέρ του Δημοσίου έναντι των ιδιωτών διαδίκων και έτσι παραβιάζεται η αρχή της δικονομικής ισότητας που κατοχυρώνεται με τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ (σχετ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 27.11.2012 στην υπόθεση Bayar & Gubruz Κατά Τουρκίας, ΝοΒ 61. 1370) και 4 § 1 του Συντάγματος και αφετέρου διότι σημαντικό μέρος της επιβάρυνσης των δικαστηρίων οφείλεται σε ένδικα μέσα που ασκεί το Δημόσιο, αφού, με ελάχιστες, για προφανείς λόγους, εξαιρέσεις, το σύνολο των υποθέσεων, στις οποίες είναι διάδικο, διέρχεται, ακριβώς λόγω του ότι ουδεμία δικαστική δαπάνη συνεπάγεται γι’ αυτό, απ’ όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, ακόμη και εκείνες που η δικονομική τους τύχη είναι γνωστή και αναμενόμενη ή πρόκειται για υποθέσεις ήσσονος σημασίας. (Σημ. Μ. Μαργαρίτη, υπό την ΑΠ 1739/12 ΝοΒ 61. 998). η) Δεδομένου ότι το παράβολο θεσπίζεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης, η μη προκαταβολή του, επαγόμενη απόρριψη της έφεσης, δεν επιτρέπει στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει, βάσει των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, μεταξύ των οποίων ιδιαίτερα η οικονομική δυνατότητα του εκκαλούντος, για το αν η επιβολή του συνιστά δυσανάλογο περιορισμό του κατοχυρωμένου από τις παραπάνω διατάξεις δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο, κάτι που θα μπορούσε να συμβεί, με την πρόβλεψη καταλογισμού του από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την απόφαση του για την ουσία της υπόθεσης, αφού μόνο τότε θα μπορούσε να κρίνει ειδικά για όλες τις παραμέτρους σχετικά με το δικαιολογημένο ή μη της επιβολής του. θ) Αφού, τέλος, το παράβολο αποτελεί προκαταβολική κύρωση σε βάρος του εκκαλούντος, για την περίπτωση που αυτός δεν ήθελε εξέλθει ολικά ή μερικά νικητής του δικαστικού αγώνα, με τη θέσπιση του ως προϋπόθεσης παραδεκτού της έφεσης, πριν δηλαδή την κρίση για τη νίκη ή ήττα του εκκαλούντος, δεν εξυπηρετείται ο προβαλλόμενος σκοπός της αποτροπής αβάσιμων εφέσεων, αφού η έφεση, βάσιμη ή αβάσιμη, έχει ήδη ασκηθεί, πέραν του ότι με την υπόψη ρύθμιση η κρίση για το βάσιμο ή μη αυτής μεταφέρεται σε διάφορο από το κατά το Σύνταγμα αρμόδιο όργανο και μάλιστα πριν τη διεξαγωγή του δικαστικού αγώνα, ενώ, παράλληλα, το βάσιμο ή μη της έφεσης, ως θέμα που συναρτάται αποκλειστικά και μόνο με το κατά πόσο ο εκκαλών έχει δίκιο στη συγκεκριμένη περίπτωση ή όχι, είναι, αλλά και θα πρέπει να παραμείνει ανεξάρτητο από παράβολα ή και την προκαταβολή τους. Θα αποτραπεί έτσι και το παράδοξο να διαβλέπει το Εφετείο, ότι η έφεση είναι και στην ουσία βάσιμη και ότι, για, προφανείς ακόμη, λόγους δικαιοσύνης, επιβάλλεται η παραδοχή της, πλην να την απορρίπτει, λόγω μη (προ)καταβολής του οικείου παραβόλου από τον εκκαλούντα.

Τα ανωτέρω δεν παραλλάσσουν από τη διαπίστωση ότι οι αυξημένης ισχύος διατάξεις που προαναφέρθηκαν, δεν κατοχυρώνουν τα ένδικα μέσα και το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας που ενδιαφέρει εν προκειμένω. Και τούτο, διότι, το δικαίωμα ενδίκου μέσου, ήτοι το δικαίωμα επανεξέτασης της υπόθεσης από ανώτερο δικαστήριο, προβλέπεται από το άρθρο 2 του Εβδόμου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το νόμο 1705/1987 και το οποίο, αφορά μεν ποινικές καταδίκες, πλην, όμως, επειδή απηχεί γενικότερη άποψη του διεθνούς νομοθέτη για δικαίωμα ολοκληρωμένης προσφυγής του ατόμου στη δικαιοσύνη, εφαρμόζεται αναλογικά και εν προκειμένω (Κ. Χιώλου, Αντισυνταγματικοί περιορισμοί ασκήσεως αναιρέσεων κατά αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων, ΝοΒ 44. 328 επ.) και το οποίο άρθρο ευθέως παραβιάζεται με το παραπάνω παράβολο ως προϋπόθεση παραδεκτού της έφεσης και, μάλιστα, αδιακρίτως, για κάθε υπόθεση, αφού εξαρτά το παραδεκτό του ενδίκου αυτού μέσου από την παραπάνω οικονομική προϋπόθεση, η οποία είναι άσχετη με τους περιορισμούς της § 2 του ανωτέρω άρθρου του Εβδόμου Πρωτοκόλλου, των οποίων θα μπορούσε να γίνει αναλογική μεταφορά με την υπόψη νομοθετική ρύθμιση, ενώ η επιστροφή του παραβόλου με τις παραπάνω προϋποθέσεις, δεν θεραπεύει την παραβίαση (και την αδικία), αφού δεν αίρει τον αποκλεισμό όσων δεν μπορούν να το προκαταβάλουν. Εκτός τούτων, όταν, παρά την, κατά τα ανωτέρω, έλλειψη σχετικής υποχρέωσης, προβλέπεται νομοθετικά η δυνατότητα άσκησης έφεσης, οι προϋποθέσεις που θεσπίζονται για την παραδεκτή άσκηση της, δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα αυστηρές σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και, πολύ περισσότερο, να καθιστούν αδύνατη την πρόσβαση στο ένδικο αυτό μέσο, όπως, σύμφωνα με όσα προεξετέθησαν, συμβαίνει με το παράβολο για το οποίο γίνεται λόγος.

Τέλος, οι παραπάνω διατάξεις είναι ανεφάρμοστες, επειδή παραβιάζουν και τη συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 § 1 Σ), καθόσον, προβλέποντας, αδιακρίτως, το παράβολο ως προϋπόθεση παραδεκτού της έφεσης, προβαίνουν σε διάκριση των πολιτών σ’ αυτούς που έχουν την οικονομική δυνατότητα προκαταβολής του, η οποία τους επιτρέπει την πρόσβαση στη δικαιοσύνη και σ’ αυτούς, που, μη έχοντας τη σχετική δυνατότητα, στερούνται το έννομο αυτό αγαθό, διάκριση, όμως και στέρηση μη ανεκτές σε κάθε ευνομούμενη πολιτεία. Τα ίδια ισχύουν και ως προς το ενιαίο, ανεξάρτητα δηλαδή από το αντικείμενο της διαφοράς, ύψος του παραβόλου.

Το παραπάνω ύψος του παραβόλου δεν αναιρεί όλα όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, πρωτίστως, διότι ή το ύψος του είναι χαμηλό και, συνεπώς, δυνατή η προκαταβολή του, από όλους, οπότε δεν επιτυγχάνεται ο προβαλλόμενος σκοπός της αποτροπής αβασίμων εφέσεων ή το ύψος του είναι πρόσφορο για την αποτροπή αβασίμων εφέσεων, οπότε, όμως, αδύνατη η προκαταβολή του από τους μη έχοντες τη σχετική δυνατότητα. (…).

Για τους λόγους αυτούς.

Δέχεται την έφεση.

Εξαφανίζει την 24/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων.

Κρατεί την υπόθεση.

Δικάζει την 8-72013 (αρ. κατ. 759/17-7-2013) ανακοπή.

Δέχεται την ανακοπή αυτή. Και

Ακυρώνει την από 18.5.2012 πράξη της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων και τα 293/2012 πρακτικά του Δικαστηρίου αυτού σχετικά με τη δημοσίευση του, ως ιδιόγραφη διαθήκη του … φερομένου, από 7.5.2011 κειμένου.

 

 

ΣΧΟΛΙΟ

Το παράβολο για άσκηση έφεσης και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο

 

Η απόφαση πραγματικά εντυπωσιάζει με την επιχειρηματολογία και την πληρότητα της αιτιολογίας. Ανεξάρτητα αν συμφωνεί ή όχι κανείς με την θέση της απόφασης, οφείλει να ομολογήσει ότι η δομή της αιτιολογίας και της παράθεσης των επιχειρημάτων είναι υποδειγματική από το Μονομελές Εφετείο Ιωαννίνων.

Σε κάθε περίπτωση η απόφαση αυτή με την τολμηρότητα και την πληρότητά της αποτελεί μία ευχάριστη νομολογιακή έκπληξη, που δικαιώνει τους υποστηρικτές της μονοπρόσωπης σύνθεσης των Δικαστηρίων.

Θα έλεγα ότι μετά τέτοια ολοκληρωμένη αιτιολογία το σχόλιο θα μπορούσε να θεωρηθεί περιττό. Έτσι θα  περιοριστώ σε ένα προσθετικό σχολιασμό από την σκοπιά της ερμηνείας της ΕΣΔΑ που αφορά την πρόσβαση στο Δικαστήριο.

Η σχολιαζομένη απόφαση αποφαίνεται ότι η παράλειψη καταβολής του οριζομένου παραβόλου των 200 ευρώ για την άσκηση της έφεσης στις πολιτικές αποφάσεις δεν καθιστά απαράδεκτη την έφεση, όπως προβλέπει το άρθρο 495 § 4 του ΚΠολΔ, καθότι η διάταξη αυτή τυγχάνει ανεφάρμοστη ως ανίσχυρη λόγω αντιθέσεώς της στην υπερνομοθετική διάταξη του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 20 του Συντάγματος, διότι κατά τον τρόπο αυτό θίγεται ο πυρήνας του ατομικού δικαιώματος της προσφυγής στη δικαιοσύνη.

Είναι γεγονός ότι το νομικό μας σύστημα διαθέτει ως “παιδική ασθένεια” την τυπολατρία1, η οποία εμφανίζεται στους δικονομικούς κώδικες είτε αυτοί αφορούν την πολιτική δίκη, είτε την ποινική ή την διοικητική. Την τυπολατρία δεν την ακολουθεί μόνον η νομοθεσία μας αλλά την ολοκληρώνει και την στηρίζει με ιερή προσήλωση και η νομολογιακή πρακτική των δικαστηρίων.

Αυτό συνοψίζεται στην εξής πρακτική: Κάθε ατομικό και θεμελιώδες δικαίωμα (π.χ. το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο, το δικαίωμα ακρόασης, το τεκμήριο αθωότητας κ.α.) αποτελείται: α) από ένα πυρήνα, ο οποίος καθορίζει την ίδια την υφή του δικαιώματος και την ύπαρξή του και β) από τον τρόπο άσκησής του , ο οποίος υλοποιεί τον πυρήνα του προστατεύοντας έτσι τον φορέα του εκάστοτε δικαιώματος, ο οποίος και το ασκεί. Στο σημείο αυτό εμφιλοχωρεί αφενός μεν η δικονομική νομοθεσία κι αφετέρου η νομολογία και αντί να προστατεύεται ο πυρήνας του δικαιώματος με κάθε τρόπο, ώστε να καταστεί ενεργό, ουσιαστικό κι αποτελεσματικό το δικαίωμα, προστατεύεται ο τρόπος άσκησης του δικαιώματος που μορφοποιείται νομικά ως κανόνας του παραδεκτού. Πρακτικά αποδίδεται μεγαλύτερο βάρος στον τρόπο που ασκείται το δικαίωμα παρά στο ίδιο το δικαίωμα. Ίσως γίνει περισσότερο κατανοητό εάν παρομοιάσουμε το δικαίωμα με έναν “θησαυρό” και τον τρόπο άσκησης και το παραδεκτό με την θύρα και το οίκημα που τον φυλάσσουμε. Εάν βάλεις το λάθος κλειδί στην θύρα της οικήματος χάνεις εντελώς τον θησαυρό! Αυτό δεν είναι εύλογο αλλά και ταυτόχρονα καταργεί, “καταστρέφει” και ακυρώνει το ζητούμενο δικαίωμα, απλά και μόνον για τον οποιοδήποτε λόγο μη τήρησης των προβλεπομένων διαδικασιών, οι οποίες θεσπίζονται όχι για να καταργήσουν και να ακυρώσουν το δικαίωμα αλλά για να το διασφαλίσουν και να το κάνουν περισσότερο αποτελεσματικό.

Η σχολιαζομένη απόφαση βρίσκει αφορμή μία προϋπόθεση του παραδεκτού, που προστέθηκε πρόσφατα2, αυτή της θέσπισης παραβόλου 200 ευρώ, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης, την επικαιροποιεί στις σημερινές κακές οικονομικές συνθήκες (που συνεχώς επιδεινώνονται, όπως αναφέρει η απόφαση) , την ερμηνεύει (ορθά) ως οικονομικό βάρος για τους ασκούντες την έφεση Έλληνες πολίτες, που αδυνατούν οικονομικά στην πλειοψηφία τους να  ανταποκριθούν σε τέτοιου είδους ποσό και συμπεραίνει (ορθολογικά) ότι η θεσμοθέτηση του συγκεκριμένου παραβόλου αποκλείει τους Έλληνες πολίτες από την δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη, που αποτελεί θεμελιώδες ατομικό τους δικαίωμα. Πλέον αυτού χαρακτηρίζει την προϋπόθεση αυτή του παραδεκτού ως καθαρά εισπρακτικό μέτρο, το οποίο δεν αποσκοπεί στην εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων, ούτε στην αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης, όπως με χαρακτηριστικό τρόπο αναφέρει.

Έτσι η απόφαση αυτή με επαινετό και ιδιαίτερο τρόπο προστατεύει τον πυρήνα του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο και υλοποιεί την υποχρέωση των δικαστών να προασπίζουν και να αναπτύσσουν3 τα θεμελιώδη δικαιώ­ματα των πολιτών, παρακάμπτοντας την φορμαλιστική νο­μολογιακή πρακτική των δικαστηρίων μας και εφαρμό­ζοντας το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ αποτελεί αναμφίβολα το πιο θεμελιώδες άρθρο της Σύμβασης4. Ενσαρκώνει την αρχή του κράτους δικαίου αποβλέποντας να εξασφαλίσει την ομαλή λειτουργία του συστήματος της απονομής της δικαιοσύνης5. Χωρίς τη δυνατότητα του πολίτη να προσφύγει ενώπιον  δικαστηρίου και να επικαλεστεί το δικαίωμά του, πλήττεται η ίδια η ουσία και ο πυρήνας του δικαιώματος αυτού. Με τη τεράστια δε ανάπτυξη της δικαστικής δραστηριότητας στα σύγχρονα κράτη, με την αυξανόμενη ανάγκη για δικαιοσύνη που εμφανίζεται σε όλες τις πτυχές του κράτους και της κοινωνίας, έχει καταστεί ο βασικός και ουσιαστικότερος πυλώνας της δικαιοσύνης.

Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο αποτελεί «άγραφο» δικαίωμα. Πράγματι, δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των ρητών εγγυήσεων που αναγράφονται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 6. Το ΕΔΔΑ το έχει όμως ρητά αναγνωρίσει σε μία από τις πιο γνωστές αποφάσεις του6.Το άρθρο 6 θεσπίζει ένα ιδιαίτερο δικαίωμα για  το οποίο δεν δίνει ακριβή ορισμό, με τη στενή έννοια των λέξεων.

Το πρώτο δικαίωμα, το οποίο πρέπει να διαθέτει ένα άτομο σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι η δυνατότητα να αποφαίνεται γι αυτόν ένα δικαστήριο για μια πραγματική κατάσταση ή για την επίλυση  μιας διαφοράς. Πρόκειται για ένα από τα συστατικά στοιχεία της έννοιας της «υπεροχής του δικαίου», η οποία έχει κύρια θέση σε όλα τα όργανα ενός σύγχρονου κράτους δικαίου. Θα μπορούσαμε να δεχτούμε ότι η αρχή του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη απορρέει από την γενική αρχή ότι ο καθένας έχει δικαίωμα να ακουστεί η υπόθεσή του από δικαστήριο.

Χρειάστηκε εξάλλου το ΕΔΔΑ να εκδώσει αρχικά δύο αποφάσεις7 με νομοθετικό χαρακτήρα για να κατοχυρώσει το θεμελιώδες δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Στηριζόμενο στη θεωρία της αποτελεσματικότητας των ατομικών δικαιωμάτων  υποστήριξε την αναγκαιότητα ύπαρξης του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Οι δικονομικές εγγυήσεις που ορίζονται στην πρώτη παράγραφο θα ήταν όντως χωρίς νόημα και χρησιμότητα, εάν  δεν υπονοούσαν οι ίδιες την ύπαρξη του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο, αναφέρει στην υπόθεση Golder8. Μετά την  απόφαση αυτή , το δικαίωμα πρόσβασης στα δικαστήρια φαίνεται να διαδραματίζει ολοένα και σημαντικότερο ρόλο στη νομολογία του Στρασβούργου.

Η πρόσβαση στο δικαστήριο παρεμποδίζεται σε ένα άτομο που δικαιούται, αλλά στην πράξη είναι αδύνατο να ασκήσει το δικαίωμά του. Μια μορφή τέτοιας παρεμπόδισης αποτελεί αναμφίβολα και η νομοθετική απαίτηση χρηματικού παραβόλου, ιδίως δε όταν αυτό αποτελεί δυσανάλογο κόστος για τον έχοντα δικαίωμα και που επιθυμεί να το ασκήσει ενώπιον των Δικαστηρίων. Το ΕΔΔΑ για το λόγο αυτό  έκρινε9 ότι το απαράδεκτο μιας αστικής αγωγής, που πηγάζει από την έλλειψη κατάθεσης κάποιου χρηματικού παραβόλου, αποτελεί εμπόδιο για το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο εάν το ζητούμενο ποσό είναι δυσανάλογο σε σχέση με τα εισοδήματα του ενάγοντος. Έτσι συνδέει άμεσα το εκάστοτε εμπόδιο πρόσβασης σε Δικαστήριο με την αρχή της αναλογικότητας που σχετίζεται με τον φορέα του δικαιώματος. Όπως αναφέρει το Δικαστήριο του Στρασβούργου ειδικά όταν εμποδίζεται ο  οικονομικά ασθενής διάδικος να ασκήσει έφεση, στερείται μία από τις βασικές προϋποθέσεις πρόσβασης στο Δικαστήριο η οποία είναι αντίθετη προς το πνεύμα της Σύμβασης.

Είναι γεγονός ότι το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, σε αντίθεση με το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου με αριθ. 7 που αφορά ποινικές υποθέσεις, δεν θεμελιώνει το δικαίωμα άσκησης έφεσης, αναίρεσης ή γενικά ενδίκων μέσων κατά μιας δικαστικής αστικής απόφασης. Αλλά η νομολογία του Στρασβούργου δεν απαγορεύει στα Κράτη να ρυθμίζουν την πρόσβαση στις δικαιοδοσίες δευτέρου ή τρίτου βαθμού για τη διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης10. Το ΕΔΔΑ έχει εξάλλου αναγνωρίσει στα Κράτη πλήρη αυτονομία, διευκρινίζοντας ότι δεν αποτελεί υποχρέωσή τους να θεσπίσουν διαδικασία έφεσης ή ενδίκων μέσων11. Ούτε ο δεύτερος βαθμός δικαιοδοσίας (εκτός από τις ποινικές υποθέσεις) ούτε η προσφυγή σε δεύτερο ή άλλο βαθμό αποτελούν θεμελιώδεις αρχές της δίκαιης δίκης. Ακόμα και όταν ένα κράτος ορίζει ένδικα μέσα, διατηρεί, κατ ‘αρχήν, τη δυνατότητα να θέτει όρους και προϋποθέσεις.

Ωστόσο, στην πράξη και με την τάση ενοποίησης και ευθυγράμμισης των νομοθεσιών των ευρωπαϊκών κρατών έχει ήδη δημιουργηθεί  ένα είδος ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης που θεσπίζει τουλάχιστον  διπλό βαθμό δικαιοδοσίας σε όλα σχεδόν τα κράτη της Ευρώπης. Από τη στιγμή που η εθνική νομοθεσία προβλέπει ένα σύστημα ενδίκων μέσων, η πρόσβαση σε αυτά τα μέτρα (ιδίως) δευτέρου βαθμού πρέπει να διαθέτει ένα παρόμοιο καθεστώς με αυτό της πρόσβασης στον πρώτο βαθμό. Το ΕΔΔΑ θέτει καθαρά τις ίδιες προϋποθέσεις και ελέγχει το δικαίωμα πρόσβασης στα ανώτερα δικαστήρια σε συνθήκες που θυμίζουν πολύ τους κανόνες που διέπουν το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Το Δικαστήριο συνεχίζει μάλιστα να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6. Έτσι, ενώ δεν εγγυάται το ίδιο το δικαίωμα προσφυγής περισσότερο από ότι θέτει την υποχρέωση στα Κράτη να ορίσουν τρόπους προσφυγής,  η έννοια του δικαιώματος της πρόσβασης στο δικαστήριο έχει εξελιχθεί σε ένα ανώτερο εξελικτικά επίπεδο, ως το δικαίωμα να προσβάλει κάποιος μια δικαστική απόφαση12 .Η νομολογία της παλιάς Επιτροπής του Στρασβούργου επιβεβαίωνε κάτι τέτοιο συνεχώς και το επέκτεινε πέρα από την έφεση, σε όλα τα διαθέσιμα ένδικα μέσα13.Το ΕΔΔΑ πάντα προσπαθεί να υπενθυμίζει την αρχή σύμφωνα με την οποία μία ιδιωτική αντιδικία πρέπει να μπορεί να προσαχθεί ενώπιον δικαστηρίου, ως μια από τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου που αναγνωρίζεται παγκοσμίως. Η ίδια αρχή υφίσταται και στο διεθνές δίκαιο που απαγορεύει την άρνηση στην πρόσβαση στα δικαστήρια. Το άρθρο 6 § 1 πρέπει να διαβάζεται και να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα αυτό.  Επιπλέον στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο υπενθυμίζει, ότι η Σύμβαση έχει ως στόχο την εγγύηση όχι θεωρητικών ή απατηλών, αλλά  πρακτικών και αποτελεσματικών δικαιωμάτων. Και αυτό ισχύει ιδιαίτερα όσoν αφορά το δικαίωμα πρόσβασης στα δικαστήρια, ενόψει της προεξάρχουσας θέσης που κατέχει σε μια δημοκρατική κοινωνία το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.

Τελικά με την διαμορφωθείσα τα τελευταία χρόνια νομολογία του το ΕΔΔΑ κρίνει κατά πάγιο πλέον τρόπο ότι το άρθρο 6 καλύπτει το σύνολο της αστικής και ποινικής δίκης  και καθίσταται εφαρμοστέο στις διαδικασίες έφεσης ή αναίρεσης, εφόσον αυτές προβλέπονται ρητά από το εθνικό δίκαιο, προϋποθέτει δηλ. για την εφαρμογή του την ρητή θέσπιση του ενδίκου μέσου από το εθνικό δίκαιο. Μάλιστα το Στρασβούργο ξεκαθάρισε ότι το ανωτέρω άρθρο εφαρμόζεται  και όταν το δικαστήριο αποφαίνεται αποκλειστικά επί νομικών θεμάτων, όταν αναιρεί την απόφαση και όταν δεν αποφαίνεται επί θεμάτων ουσίας14.

Μετά τα ανωτέρω η σχολιαζομένη απόφαση ευθυγραμμίζεται με την νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου και με την αυθεντική ερμηνεία που δίδει της Σύμβασης, θωρακίζοντας και προασπίζοντας τον πυρήνα του δικαιώματος, που τον διατηρεί ανέπαφο, απλώνοντας ουσιαστικά ένα πέπλο προστασίας στους δικαιούχους του δικαιώματος, υπενθυμίζοντας στη νομοθετική εξουσία την υποχρέωσή της να σέβεται με κάθε τρόπο τα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα.

Πέραν αυτού η απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων με τον τρόπο που ερμηνεύει την Σύμβαση και το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο, εφαρμόζει την σύγχρονη μέθοδο ερμηνείας των νομικών κανόνων που ευθυγραμμίζεται με τον τρόπο ερμηνείας  του ΕΔΔΑ και άλλων δικαστηρίων της Ευρώπης. Εφαρμόζει την εξελικτική ερμηνεία15, που δίνει έμφαση στην δικαστική ερμηνεία με βάση τις σύγχρονες (οικονομικές και κοινωνικές) συνθήκες, μη αποξενώνοντας την πραγματικότητα της ζωής από την νομοθεσία16. Η σύγχρονη αυτή ερμηνεία απαιτεί να ερμηνεύεται η νομοθεσία υπό το πρίσμα των σύγχρονων συνθηκών17, λαμβάνοντας υπόψη τα νέα ήθη κι έθιμα, τις νέες αντιλήψεις, τις εξελίξεις στην κοινωνία, τις αλλαγές στα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, τις καινούργιες συνθήκες διαβίωσης και τις υφιστάμενες και πραγματικές  οικονομικο-κοινωνικές συνθήκες18. Με τον τρόπο αυτό ο δικαστής “ζωντανεύει” το νομοθετικό κείμενο και το καθιστά όργανο εξυπηρέτησης της σύγχρονης ζωής και των πολιτών, καθιστώντας τα δικαιώματά τους ουσιαστικά και την εφαρμογή τους αποτελεσματική και ωφέλιμη.

Η απόφαση πραγματικά είναι μία σύγχρονη και τολμηρή (στους δύσκολους καιρούς που περνάμε) δικαστική κρίση που περιποιεί μέσα από το σκεπτικό και την πληρότητα της αιτιολογίας της τιμή στο δικαστικό σώμα και δείχνει ένα νέο νομολογιακό δρόμο. Εάν ακολουθηθεί από τα εγχώρια δικαστήρια, και δεν αποτελέσει φωτεινή εξαίρεση, μόνον όφελος θα αποδώσει τόσο στην δικαιοσύνη, όσο και στους πολίτες. Και είναι εποχή που το όφελος, ιδίως όταν σχετίζεται με τα θεμελιώδη δικαιώματά μας, το έχομε ανάγκη…

 

Βασίλης Χειρδάρης

chirdarisv@gmail.com

 

 

  1. 1. Αποτέλεσμα να έχει καταδικαστεί η χώρα μας επανειλλημένα στο παρελθόν για τον φορμαλισμό των ελληνικών δικαστηρίων. Ενδεικτικές οι αποφάσεις Καλλέργης κατά Ελλάδας της 02.04.09, Ρουμελιώτης κατά Ελλάδας της 14.10.09, Λιακόπουλος κατά Ελλάδας της 24.05.06, Ευσταθίου κ.α. κατά Ελλάδας της 14.12.06 (ΝοΒ 2006. 1107 επ.), Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδας της 14.12.06 (ΝοΒ 2007. 206 επ. με σχόλιο υπογράφοντος) κ.ά.
  2. 2. Με άρθρο 12 § 2 ν. 4055/2012 και 93 § 1 ν. 4139/2013.
  3. 3. Βλ. Προοίμιο της ΕΣΔΑ.
  4. 4. Το ίδιο σχεδόν περιεχόμενο έχει και το άρθρο 14 του ΔΣΑΠΔ.
  5. 5. Λ.Α. Σισιλιάνος σε «ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», εκδ. 2013, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, σ. 191.
  6. 6. Απόφαση ΕΔΔΑ της 21.02.1975,Golder κατά Ηνωμένου Βασιλείου.
  7. 7. Απόφαση Golder κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 21.02.1975 και Del Sol κατά Γαλλία της 26.02.2002.
  8. 8. «Δε θα μπορούσε να γίνει αντιληπτό πως το άρθρο 6 § 1 περιγράφει λεπτομερώς τις δικονομικές εγγυήσεις … όταν πρώτα δε προστατεύει το μόνο που επιτρέπει σε κάποιον να επωφεληθεί από αυτές, την πρόσβαση σε δικαστήριο. Η ισότητα, η ταχύτητα και η δημοσιότητα της δίκης δε προσφέρουν τίποτα σημαντικό όταν δεν υπάρχει δίκη».
  9. 9. Απόφαση ΕΔΔΑ της 28.10.1998, Ait-Mouhoub κατά Γαλλίας.
  10. 10. Παλιά Επιτροπή ΕΔΔΑ, 2.7.1991, Συλ αρ. 12275/86, Les Travaux du Midi κατά Γαλλίας.
  11. 11. Απόφαση ΕΔΔΑ της 17.01.1970 Delcourt κατά Βελγίου.
  12. 12. Παλιά Επιτροπή ΕΔΔΑ, 16.4.1998, Martins Coelho κατά Πορτογαλίας.
  13. 13. Ekbatani κατά Σουηδίας της 05.07.1985.
  14. 14. απόφαση Delcourt κατά Βελγίου της 17.01.70.
  15. 15. Β. Χειρδάρη, «Η κριτική στο Στρασβούργο, τα όρια ερμηνείας, το περιθώριο εκτίμησης και τα προβλήματα του ΕΔΔΑ», ΝοΒ 2009, τομ. 57. 1987 επ.
  16. 16. Αποφάσεις ΕΔΔΑ Tyrer κατά Ηνωμ. Βασιλείου της 25.04.1978, Christine Goodwin κατά Η.Β. § 75.
  17. 17. Απόφαση ΕΔΔΑ Βαλλιανάτος κ.α. κατά Ελλάδος της 07.11.13 ΝοΒ 2014, τομ. 62. 776 επ. με σχόλιο Β. Χειρδάρη.
  18. 18. Letsas “A theory of Interpretation of the European Convention on Human Rights”, 2007, σ. 75 επ.

ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες