Ο Σαρκοζί ως Πρόεδρος Δημοκρατίας και η παράστασή του ως πολιτικώς ενάγων σε βάρος πολίτη. Επηρεάστηκαν οι δικαστές από την ιδιότητά του;

ΑΠΟΦΑΣΗ

Τhiam κατά Γαλλίας της 18.10.2018 (αριθ. προσφ. 80018/12)

 βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Συμμετοχή του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί ως  πολιτικώς ενάγοντος σε ποινική δίκη κατά πολίτη. Καταγγελίες από τον προσφεύγοντα για παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων και έλλειψη αμεροληψίας του δικαστηρίου λόγω της ιδιότητας του πολιτικώς ενάγοντος. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν υπήρξε καμία ένδειξη ότι η συμμετοχή του κ. Σαρκοζί θα εμπόδιζε τον προσφεύγοντα από το να ασκήσει τα υπερασπιστικά του δικαιώματα. Ο Σαρκοζί ήταν Πρόεδρος της Επιτροπής που διόριζε τους δικαστές στο Ανώτατο Δικαστήριο και τους Προέδρους Εφετών, όταν οι δικαστές των ποινικών δικαστηρίων εξέταζαν την υπόθεση. Ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι ο Σαρκοζί ασκούσε επιρροή λόγω της ιδιότητάς του αυτής επί της επαγγελματικής σταδιοδρομίας των δικαστών που διόρισε, δεν αρκούσε  για να αποδειχθεί η έλλειψη ανεξαρτησίας του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι από την διαδικασία δεν προέκυψαν θέματα αμεροληψίας των δικαστών  και προβλημάτων στην ισότιμη αντιμετώπιση του κατηγορουμένου. Κατά το ΕΔΔΑ το  ότι οι δικαστές διορίστηκαν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δεν τους καθιστούσε υφιστάμενούς του και δεν αρκεί από μόνο του να τεκμηριώσει έλλειψη αμεροληψίας. Μη παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6 παρ.1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων κ. Thiam, είναι υπήκοος της Μαυριτανίας γεννημένος το 1978. Η υπόθεση αφορά ποινική δίωξη που κινήθηκε κατά του προσφεύγοντος στην οποία ο πρώην Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατία, ο κ. Σαρκοζί, ζήτησε να συμμετάσχει ως πολιτική αγωγή.

Τον Σεπτέμβριο του 2008 η Τράπεζα Société Générale υπέβαλε μήνυση εναντίον αγνώστων για πλαστογραφία εγγράφων και απάτη, κατόπιν εντολής του κ. Νικολά Σαρκοζί, τότε Προέδρου της Δημοκρατίας, σχετικά με τις συναλλαγές και κινήσεις που αφορούσαν τον τραπεζικό του λογαριασμό. Τον Οκτώβριο του 2008 ο εισαγγελέας άρχισε ποινική δίωξη για  απάτη από εγκληματική οργάνωση. Κατά τη διάρκεια της έρευνας, ο κ. Sarkozy ζήτησε να συμμετάσχει στη διαδικασία ως πολιτικώς ενάγων.

Τον Ιούνιο του 2009 παραπέμφθηκε σε δίκη ο προσφεύγων και άλλα έξι άτομα ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου. Κατηγορήθηκαν ότι είχαν στην κατοχή τους τηλεφωνικούς λογαριασμούς, κινητά τηλέφωνα και συνδρομητικές υπηρεσίες χρησιμοποιώντας τραπεζικές πληροφορίες που αφορούσαν τρίτους.

Ενώπιον του δικαστηρίου, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι το αίτημα του κ. Sarkozy να συμμετάσχει στη διαδικασία ως πολιτική αγωγή ήταν απαράδεκτο. Τον Ιούλιο του 2009, το δικαστήριο έκρινε τον προσφεύγοντα ένοχο για τις κατηγορίες που ασκήθηκαν εναντίον του και τον καταδίκασε σε φυλάκιση ενός έτους. Εκτίμησε ότι το αίτημα του κ. Sarkozy να συμμετάσχει στη διαδικασία ως πολιτικώς ενάγων ήταν παραδεκτό βάσει του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο, αλλά ανέβαλλε την απόφαση σχετικά με το υποβληθέν αίτημα αποζημίωσης. Τον Ιανουάριο του 2010, το Εφετείο των Βερσαλλιών καταδίκασε τον προσφεύγοντα σε οκτάμηνη φυλάκιση. Όσον αφορά την αστική αγωγή, τον διέταξε να καταβάλει αποζημίωση στον κ. Sarkozy. Ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση.

Τον Ιούνιο του 2012 το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, υπό την ιδιότητα του θύματος, είχε δικαίωμα να ασκήσει πολιτική αγωγή κατά τη διάρκεια της θητείας του. Θεώρησε ότι ο προσφεύγων δεν απέδειξε ότι υπέστη παραβίαση από τα γαλλικά θεσμικά όργανα αναφορικά με το δικαίωμα της δίκαιης δίκης, αφού το γεγονός και μόνον ότι οι δικαστές διορίστηκαν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δεν τους καθιστούσε υφιστάμενούς του, και κάθε διάδικος ήταν σε θέση να παρουσιάσει τα επιχειρήματά του και να εξετάσει αυτά του αντιδίκου κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής έρευνας και της προφορικής διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου, και μετέπειτα ενώπιον του εφετείου. Το Ακυρωτικό Δικαστήριο ακύρωσε μέρος της απόφασης του εφετείου και παρέπεμψε  την υπόθεση.

Τον Ιανουάριο του 2014 το Εφετείο των Βερσαλλιών τροποποίησε την ποινή που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα και τον καταδίκασε σε φυλάκιση δέκα μηνών, με αναστολή.

Βασιζόμενος στο άρθρο 6 §§ 1 και 3 (δ), ο προσφεύγων ισχυρίσθηκε ότι το γεγονός ότι ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας συμμετείχε στη διαδικασία ως πολιτικως ενάγων παραβίασε την αρχή της ισότητας των όπλων και παραβίασε το δικαίωμα σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 6 §§ 1 και 3 (δ)

Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί παραβίασης της αρχής της ισότητας των όπλων, ο κ. Thiam κατήγγειλε αρχικά την έλλειψη ισορροπίας που προκαλείται από το γεγονός ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας φέρεται να προστατεύεται από το άρθρο 67 του Συντάγματος από δικαστικές διαδικασίες για την τιμωρία οποιασδήποτε κατάχρησης της συμμετοχής του ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική διαδικασία. Το Δικαστήριο σημείωσε εν προκειμένω ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την άσκηση τέτοιας διαδικασίας, δεδομένου ότι δεν εκδόθηκε καμία απόφαση περί διακοπής της διαδικασίας ή απαλλαγής του προσφεύγοντος από τις κατηγορίες και ότι ο κ. Sarkozy δεν είχε κινήσει αυτός την ποινική διαδικασία. Έτσι η παρέμβαση του Προέδρου στη δίκη ως διαδίκου (πολιτικώς ενάγοντος) δεν είχε στερήσει τον κ. Thiam του δικαιώματος  ίσης μεταχείρισης όσον αφορά τη διεξαγωγή της εν λόγω διαδικασίας.

Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε επίσης ότι για να υφίσταται δίκαιη δίκη, έπρεπε να υπάρξει εξέταση του Προέδρου της Δημοκρατίας ενώπιον του δικαστή ή κατά την προφορική διαδικασία ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, σύμφωνα με το Σύνταγμα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν υποχρεούνταν να εμφανιστεί ως μάρτυρας. Κατά συνέπεια, η απουσία του από τη δίκη δεν έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 6 της Σύμβασης, διότι βασίστηκε σε σοβαρούς νομικούς και αντικειμενικούς λόγους. Επιπλέον, τα εθνικά δικαστήρια δεν αναφέρθηκαν σε κανένα στοιχείο που προσκόμισε η πολιτική αγωγή, το οποίο απαιτούνταν να ελεγχθεί η αξιοπιστία τους. Στην προκειμένη περίπτωση, η φύση της υπόθεσης και τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία δεν απαιτούσαν την εξέταση στο ακροατήριο του κ. Sarkozy.

Ο κ. Thiam ισχυρίστηκε επίσης παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων, λόγω της υποστήριξης που παρείχε το γραφείο του εισαγγελέα στην πολιτική αγωγή. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν υπήρχε καμία ένδειξη στη δικογραφία ότι η συμμετοχή του κ. Σαρκοζί ενθάρρυνε την Εισαγγελία να ενεργεί κατά τρόπο που θα επηρέαζε αδικαιολόγητα το ποινικό δικαστήριο ή θα εμπόδιζε τον προσφεύγοντα να ασκήσει αποτελεσματική υπεράσπιση. Ομοίως, δεν φάνηκε ότι ο προσφεύγων είχε στερηθεί των διαδικασιών αντιμωλίας.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρέμβαση του κ. Sarkozy ως πολιτικώς ενάγοντος  στην ποινική  διαδικασία δεν δημιούργησε έλλειψη ισορροπίας μεταξύ των δικαιωμάτων των διαδίκων και της διεξαγωγής της διαδικασίας. Κατά συνέπεια, έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 όσον αφορά την αρχή της ισότητας των όπλων.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί απουσίας αμεροληψίας του δικαστηρίου που είχε εξετάσει τον προσφεύγοντα, το Δικαστήριο τόνισε ότι η ενοχή του κ. Thiam είχε διαπιστωθεί με αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δεν σχετίζονταν με την άσκηση της  πολιτικής αγωγής του κ. Σαρκοζί. Επιπλέον, ο προσφεύγων δεν ισχυρίστηκε ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν ενεργήσει βάσει εντολών του Προέδρου της Δημοκρατίας. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε τίποτα στη διεξαγωγή της δίκης του προσφεύγοντος που να υποδείξει ότι δεν ήταν αμερόληπτη.

Όσον αφορά την εκτίμηση της ανεξαρτησίας του δικαστηρίου που είχε εξετάσει τον προσφεύγοντα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η διάρκεια της θητείας των δικαστών και η ύπαρξη εγγυήσεων έναντι εξωτερικών πιέσεων ήταν ικανές να εγγυηθούν τη λειτουργική ανεξαρτησία τους και να τους προστατεύσουν από εξωτερικές πιέσεις, ειδικά όσον αφορά την εκτελεστική εξουσία. Σύμφωνα με το γαλλικό δίκαιο, η θητεία των δικαστών ήταν συνταγματικά κατοχυρωμένη και συνοδεύονταν από λεπτομερείς κανόνες για την προαγωγή και τους πειθαρχικούς κανόνες που διέπουν το σώμα των δικαστών. Οι αποφάσεις σχετικά με το διορισμό των μελών του δικαστικού σώματος και την εξέλιξη της σταδιοδρομίας τους και τις προαγωγές τους ελήφθησαν κατόπιν της παρέμβασης της Επιτροπής Εθνικής Νομικής Υπηρεσίας (CSM) και μετά από ακροαματικές διαδικασίες. Αναφορικά με τα πειθαρχικά θέματα, η CSM λειτουργούσε  ως πειθαρχικό συμβούλιο και επέβαλε άμεση ποινή, επομένως οι αποφάσεις της σε αυτόν τον τομέα είχαν δικαστικό χαρακτήρα.

Όσον αφορά τη διαδικασία διορισμού δικαστών, το Δικαστήριο τόνισε ότι, μολονότι ασκούνταν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, για τον κάθε διορισμό προ απαιτούνταν και η «έγκριση» από την CSM, πράγμα που σημαίνει ότι η εκτελεστική εξουσία δεν μπορούσε να διορίσει δικαστή αν η CSM ήταν αντίθετη.

Επιπλέον, για τον ορισμό των δικαστών του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, καθώς και των προέδρων των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων και τα tribuneau de grande instance ,  ο αρμόδιος φορέας CSM πρότεινε υποψήφιους και εξέταζε μόνο τις υποψηφιότητές τους, προτού επιλέξει το άτομο το οποίο έκρινε καταλληλότερο. Επιπλέον, θα μπορούσε να υποβληθεί στο Συμβούλιο του Κράτους αίτηση δικαστικού ελέγχου για την έκδοση διατάγματος περί διορισμού δικαστή. Συνεπώς, από τις εξουσίες της CSM πρόκυπτε  το γεγονός ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υπέγραφε τα διατάγματα που διόριζαν τους νέους δικαστές ή διέταζαν την προαγωγή ή τον διορισμό τους σε νέα θέση και αντιθέτως δεν υπονόμευε, ως τέτοια, την ανεξαρτησία των ενδιαφερομένων.

Ωστόσο, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι ο κ. Σαρκοζί εξακολουθούσε να είναι Πρόεδρος της CSM, όταν οι δικαστές του ποινικού δικαστηρίου και του εφετείου εξέταζαν την υπόθεση του προσφεύγοντος. Συνεπώς, η παρέμβαση του Προέδρου της Δημοκρατίας στη διαδικασία θα μπορούσε να είχε οδηγήσει τον κ. Thiam να διερωτηθεί για την επιρροή του Προέδρου επί της επαγγελματικής προοπτικής  των δικαστών τους οποίους βοήθησε να ορίσει και τους οποίους ήταν υποχρεωμένοι να αποφανθούν επί μιας αξίωσης σχετικά με τα ιδιωτικά του συμφέροντα.

Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός αυτό δεν αρκούσε για να αποδειχθεί έλλειψη ανεξαρτησίας.

Ο κ. Thiam δεν υπέβαλε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι θα μπορούσε αντικειμενικά να φοβάται κάποιος ότι οι δικαστές του tribunal de grande instance και του εφετείου βρίσκονταν υπό την επιρροή του κ. Σαρκοζί.

Ομοίως, η υπόθεση που υποβλήθηκε στους δικαστές δεν είχε καμία σχέση με τις πολιτικές εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας και ο ίδιος δεν είχε κινήσει τις διαδικασίες και δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία που να αποδεικνύουν την ενοχή του προσφεύγοντος. Επιπλέον, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του σε ημερομηνία κατά την οποία ο κ. Sarkozy δεν προέδρευε πλέον στην CSM. Η αναθεώρηση του γαλλικού Συντάγματος, μετά την υιοθέτηση του νόμου της 23ης Ιουλίου 2008, τέθηκε σε ισχύ μετά την απόφαση του εφετείου του Ιανουαρίου 2010 και μετέφερε την Προεδρία της CSM από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στον πρώτο Πρόεδρο του Εφετείου.

Εν κατακλείδι, το Δικαστήριο δεν είχε κανένα λόγο να συμπεράνει ότι τα δικαστήρια που κλήθηκαν να αποφανθούν σχετικά με την υπόθεση του προσφεύγοντος δεν ήταν ανεξάρτητα κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.

Το ΕΔΔΑ απέρριψε την προσφυγή(επιμέλεια echrcaselaw.com). 

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες