Υπερασπιστές Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων: Τα δικαιώματά τους κατά την υλοποίηση του έργου τους.

Της Μάγιας Μήνα, Δικηγόρου, ΜΔΕ Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου ΕΚΠΑ

(Αναδημοσίευση από την Πλατφόρμα Νομικού Περιεχομένου Qualex, 2020)

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Το περιεχόμενο και η πρακτική εφαρμογή του διεθνούς νομικού πλαισίου για την προστασία των υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ανάλυση των βασικών δικαιωμάτων που αυτοί φέρουν ως εγγυήσεις και εργαλεία έναντι των παραβιάσεων που υφίστανται, αλλά και αξιολόγηση της τήρησης αυτών από τους αρμόδιους φορείς. Προτάσεις για αποτελεσματικότερη θωράκιση των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων τους.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η έννοια των «υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και η προστασία τους από την διεθνή κοινότητα, αποτελεί μία νέα προβληματική, δεδομένου ότι αποτελεί αντικείμενο πρόβλεψης και διερεύνησης μόλις την τελευταία εικοσαετία. Από την ύπαρξη και εφαρμογή ειδικών και γενικών εργαλείων διεθνούς προστασίας τους[1], προκύπτει ότι οι υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων μνημονεύονται ειδικά από την διεθνή κοινότητα και συνιστούν ξεχωριστή ομάδα προστασίας, δεδομένης της ιδιομορφίας της δράσης τους, δηλαδή της προστασίας και προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ατόμων και ομάδων ανά τον κόσμο.

Είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί σε πρωταρχικό στάδιο ότι το έργο των υπερασπιστών δεν είναι η προώθηση των δικών τους δικαιωμάτων, αλλά των συνανθρώπων τους, κα ως εκ τούτου με αυτόν τον τρόπο εκπληρώνουν έναν ειδικό ρόλο στην εδραίωση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Αν οι υπερασπιστές δεν λαμβάνουν την κατάλληλη προστασία, είναι πιθανό να παύσουν να ενεργούν λόγω φόβου ή υπερβολικής δυσκολίας διεκπεραίωσης του έργου τους, με  κίνδυνο η προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να ατονήσει και οι παραβίαση τους να διαιωνιστεί. Πλέον τούτου, τα άτομα και οι  ομάδες που δρουν ως υπερασπιστές συμπληρώνουν τα κενά που αφήνει η παρεχόμενη από το κράτος προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, λόγω της εξειδίκευσής τους, της αφοσίωσής τους, αλλά κυρίως λόγω της πίεσης που ασκούν σε κρατικούς φορείς, προκειμένου να σεβαστούν τους ήδη κατοχυρωμένους κανόνες προστασίας, να αναθεωρήσουν τους μη αποτελεσματικούς εξ αυτών και να εισάγουν νέες προτάσεις. Η ειδικότερη προστασία των υπερασπιστών έχει μεγάλη σημασία για έναν ακόμη λόγο: καθιστά το έργο τους περισσότερο γνωστό και εφιστά την προσοχή των ιδιωτών, προκειμένου αυτοί να απέχουν από ενέργειες επιζήμιες για τους υπερασπιστές.

Στο σημείο αυτό, τίθεται περαιτέρω προς διευκρίνηση το περιεχόμενο της προστασίας προς τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δηλαδή ποια δικαιώματα και ελευθερίες αυτοί φέρουν ως εγγυήσεις και εργαλεία κατά την υλοποίηση του έργου τους. Στο επίκεντρο της προβληματικής αυτής, θα τεθεί το εάν τα δικαιώματα τους αυτά τηρούνται, ώστε να εξασφαλίζεται η ασφαλής και ανεμπόδιστη εκπλήρωση του έργου τους ή λαμβάνουν χώρα συστηματικές παραβιάσεις αυτών σε επίπεδο εφαρμογής λόγω μη συμμόρφωσης των αρμόδιων φορέων με τα κατοχυρωμένο διεθνές πλαίσιο προστασίας.

Αρχικά, λοιπόν, θα οριοθετηθεί το θεσμικό υπόβαθρο προστασίας, το οποίο περιλαμβάνει μία σειρά από εγγυήσεις για τη δράση των υπερασπιστών, όπως το δικαίωμα προστασίας, το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον διεθνών οργάνων και οργανώσεων, το δικαίωμα χρηματοδότησης και το δικαίωμα σε επανόρθωση. Στη συνέχεια, θα ακολουθήσει η ανάλυση των δικαιωμάτων που αποτελούν τον ουσιαστικό πυρήνα του έργου των υπερασπιστών. Χωρίς ελευθερία έκφρασης, δικαίωμα στην ειρηνική συνάθροιση και στη δημιουργία ένωσης, χωρίς ελευθερία κίνησης και στερούμενο του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, κανένα πρόσωπο ή ομάδα δεν μπορεί να αποτελέσει δυναμικό υπερασπιστή ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο οποίος να μπορεί να επιφέρει την βελτίωση της τήρησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανά τον κόσμο.

Α. ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

1. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Πρωταρχικό δικαίωμα των υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελεί η αποτελεσματική προστασία από κάθε είδους παραβίαση των δικαιωμάτων τους. Το δικαίωμα προστασίας κατοχυρώνεται δε αυτοτελώς και λειτουργεί ως προϋπόθεση όλων των υπόλοιπων δικαιωμάτων τους. Ταυτόχρονα, όμως, δημιουργεί και την αντίστοιχη υποχρέωση προστασίας[2] βαρύνουσα πρώτα τα κράτη, δεδομένου ότι αυτά φέρουν την «πρωταρχική ευθύνη για την προστασία των ατόμων που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους[3]» και στη συνέχεια όλους τους παράγοντες, των οποίων η δράση μπορεί να έχει αντίκτυπο στην ασφάλεια των υπερασπιστών.

Το δικαίωμα προστασίας από παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων τοποθετείται ανάμεσα στα πρώτα άρθρα των σημαντικότερων συμβάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως της Οικουμενικής Διακήρυξης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου[4], του ΔΣΑΠΔ[5], της ΕΣΔΑ[6], της ΔΣΔΑ[7] και του Αφρικανικού Χάρτη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Λαών[8]. Η Διακήρυξη για τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων ορίζει ρητά στο άρθρο 2 αυτής ότι το κράτος φέρει το καθήκον προώθησης και εφαρμογής όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μέσα από τη δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών σε κοινωνικό, οικονομικό ή πολιτικό τομέα, αλλά και μέσα από την παροχή νομικών εγγυήσεων, ώστε να καταστεί δυνατή η απρόσκοπτη απόλαυση των δικαιωμάτων τους[9]. Στο ως άνω δικαίωμα συνηγορούν και τα άρθρα 9 και 12 της Διακήρυξης, το μεν πρώτο ορίζοντας την υποχρέωση αποτελεσματικής επανόρθωσης εκ μέρους του κράτους σε περίπτωση παραβίασης των δικαιωμάτων τους, το δε δεύτερο διασφαλίζοντας το δικαίωμα όλων σε προστασία έναντι τόσο των πράξεων του κράτους, όσο και των ιδιωτικών φορέων[10].

Πιο συγκεκριμένα, το κράτος, εκτός από βασικό ρυθμιστή και ελεγκτή της τήρησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην επικράτεια του, αποτελεί πολύ συχνά τον κύριο παραβάτη τους. Αναφορικά με τους υπερασπιστές, το κράτος παραβιάζει τα δικαιώματά τους, όταν δεν ανταποκρίνεται στις εξής τρεις υποχρεώσεις του: της αποχής από την τέλεση παραβιάσεών, της προληπτικής θετικής παρέμβασης κατά των απειλών που προέρχονται από τρίτα μέρη εναντίον τους και της εδραίωσης ενός ασφαλούς περιβάλλοντος απόλαυσης των δικαιωμάτων αυτών[11]. Επομένως, το κράτος έχει άμεση ευθύνη στην πρώτη περίπτωση όταν ασκεί κρατική βία σε αυτούς, ή καταστέλλει τις ειρηνικές διαδηλώσεις τους[12], στη δεύτερη όταν δεν επιδεικνύει τη δέουσα επιμέλεια να ελεγχθούν οι αντίθετες με τα δικαιώματά τους ιδιωτικές πρωτοβουλίες και στην τρίτη όταν δεν λαμβάνει όλα τα αναγκαία νομοθετικά, διοικητικά ή άλλα μέτρα για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική διασφάλιση των ελευθεριών τους[13], όπως δίωξη των υποτιθέμενων δραστών ή θέσπιση ευνοϊκής νομοθεσίας για την προώθηση του έργου τους.

Κι αν η πρώτη και τρίτη εκ των περιπτώσεων είναι σχετικά σαφείς, μεγαλύτερος προβληματισμός εγείρεται αναφορικά με τη δεύτερη. Το άρθρο 12 παρ. 2 της Διακήρυξης[14] ορίζει ότι τα κράτος οφείλει να λάβει όλα τα μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει την προστασία των υπερασπιστών από το να καταστούν θύματα βίας, απειλών και αυθαιρεσίας κατά την άσκηση των δικαιωμάτων που προβλέπονται στην Διακήρυξη, ενώ το ΔΣΑΠΔ[15] καθιερώνει την υποχρέωση των κρατών να εγγυώνται χωρίς διάκριση σε όλα τα άτομα που βρίσκονται στην επικράτειά τους και υπόκεινται στη δικαιοδοσία τους τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στο Σύμφωνο[16]. Τα ως άνω άρθρα υπονοούν ότι το κράτος πρέπει να χτίσει ένα προστατευτικό πλέγμα, το οποίο να αποτρέπει παραβιάσεις που προέρχονται από ιδιωτικούς φορείς, όπως ένοπλες ομάδες, εταιρείες, μέσα μαζικής ενημέρωσης, τοπικές κοινότητες και ιδιώτες, αλλά και να επιβάλλει κατάλληλες τιμωρίες, όταν αυτό δεν συμβαίνει. Διαφορετικά, είναι δυνατόν θεμελιωθεί η δια παραλείψεως ευθύνη του κράτους.

Η Διακήρυξη για τους υπερασπιστές δεν απευθύνεται, όμως, μόνο στα κράτη, αλλά σε όλους[17]. Το άρθρο 10 της Διακήρυξης ορίζει ότι κανείς δεν επιτρέπεται να συμμετέχει με πράξη ή παράλειψη, σε ενέργειες που παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα[18]. Η Διακήρυξη, επομένως, αξιώνει και από τους ιδιώτες, να προστατεύουν και να προωθούν τα δικαιώματα των υπερασπιστών.

Το παρόν επιβεβαιώνεται ειδικά για τις επιχειρήσεις από τις κατευθυντήριες αρχές[19] που κατέγραψε ο John Ruggie ως Ειδικός Αντιπρόσωπος στον τομέα των επιχειρήσεων και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σύμφωνα με τις οποίες θεμελιώνεται αυτοτελής υποχρέωση των επιχειρήσεων να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα των υπερασπιστών, ειδεμή θα φέρουν τη σχετική ευθύνη και θα οφείλουν να την επανορθώσουν[20]. Από το ίδιο κείμενο συνάγεται, μάλιστα, ο ρόλος των υπερασπιστών ως παρατηρητές και συνήγοροι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πράγματι, η υπ’ αριθμ. 18 αρχή ορίζει ότι οι εταιρείες πρέπει να συμβουλεύονται τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων σαν σημαντική πηγή εμπειρογνωμόνων και στο σχολιασμό της υπ’ αριθμ. 26 αρχής διευκρινίζεται ότι τα κράτη πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι νόμιμες δραστηριότητες των υπερασπιστών δεν παρεμποδίζονται[21].

Σύμφωνα με τον Ειδικό Εισηγητή για τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι υπερασπιστές που δραστηριοποιούνται στον τομέα των επιχειρήσεων και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελούν από τις πιο ευάλωτες ομάδες υπερασπιστών[22]. Πράγματι, τα δικαιώματα τους παραβιάζονται ηθελημένα ή ακούσια στις περιπτώσεις που οι επιχειρήσεις δεν επιδεικνύουν προσοχή στους πραγματικούς ή δυνητικούς κινδύνους που μπορεί να προκαλέσουν οι δραστηριότητές τους[23]. Για τον λόγο αυτό, οι επιχειρήσεις καλούνται να επιδεικνύουν δέουσα επιμέλεια με την έννοια της πρόληψης, ήτοι της «λήψεως υπόψη του αντίκτυπου που θα έχει κάθε συγκεκριμένη ενέργεια τους στα δικαιώματα άλλων ατόμων ή ομάδων, συμπεριλαμβανομένων των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων[24]».

Μόνο ο συνδυασμός των ενεργειών όλων των ως άνω παραγόντων, οργάνων της πολιτείας, ατόμων, ομάδων και επιχειρήσεων μπορεί να οδηγήσει στην αποτελεσματική προστασία και εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων[25]. Σε κάθε περίπτωση, η παρεχόμενη προστασία από το κράτος πρέπει να παρέχεται με τρόπο «ολιστικό, με την έννοια ότι οφείλει να περιλαμβάνει τόσο τη φυσική, πολιτική, οικονομική, περιβαλλοντική και ψηφιακή ασφάλεια, αλλά την ψυχοκοινωνική ευημερία των υπερασπιστών[26]».

2. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ

Το δικαίωμα ανεμπόδιστης προσφυγής ενώπιον διεθνών οργάνων προβλέπεται από τα άρθρα 5 εδ. γ και 9 παρ. 4 της Διακήρυξης για τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η μεν πρώτη ορίζει ότι ο καθένας, ατομικά ή συλλογικά, μπορεί να επικοινωνεί με μη κυβερνητικούς ή διακυβερνητικούς οργανισμούς, ενώ η δεύτερη προβλέπει την ανεμπόδιστη πρόσβαση σε διεθνή όργανα. Μέσα από την διπλή αναφορά της Διακήρυξης στο δικαίωμα αυτό, δίνεται έμφαση στη σημασία που διαδραματίζει το να μπορούν οι υπερασπιστές «να χρησιμοποιούν την καταγγελία ως μέσο προστασίας τους, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η ζωή, η σωματική ακεραιότητα ή οποιοδήποτε έννομο αγαθό τους σε κίνδυνο[27]». Το πεδίο του δικαιώματος ακώλυτης προσφυγής διασταυρώνεται με την ελευθερία έκφρασης και την ελευθερίας μετακινήσεως, δεδομένου ότι ακόμα κι αν το πρώτο δεν ήταν ρητώς κατοχυρωμένο, τα άτομα ή οι ομάδες θα μπορούσαν να βασιστούν στις διατάξεις των δεύτερων για να καταγγείλουν μια παραβίαση διεθνώς[28].

Το δικαίωμα κατοχυρώνεται ήδη και σε ορισμένες από τις συμβάσεις του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα[29][30]. Μάλιστα, το άρθρο 15 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης κατά των Βασανιστηρίων[31] ορίζει ότι η επιβολή ποινής λόγω προσφυγής ενώπιον της Επιτροπής δεν πρέπει να  γίνεται ανεκτή από τις αρχές.

Εφόσον το δικαίωμα τους αυτό καθ’ αυτό προστατεύεται, είναι πρόδηλο ότι οι υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν την ευχέρεια να προσφύγουν είτε ενώπιον οιοδήποτε διεθνούς ή περιφερειακού δικαιοδοτικού οργάνου επιθυμούν, εφόσον παρέχεται από στη σχετική σύμβαση η δυνατότητα προσφυγής, είτε να κάνουν χρήση των ειδικών διαδικασιών αναφοράς, όπως προέκυψε από την ανωτέρω διεξοδική ανάλυση. Στο διεθνές σύστημα προστασίας παρέχεται, άλλωστε, ένα «ευρύ πλαίσιο δυνατοτήτων από την υποβολή στοιχείων για συγκεκριμένες υποθέσεις μέχρι την ενημέρωση για την κατάσταση ενός ολόκληρου κράτους ως προς την εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων[32]».

Η κατοχύρωση και αναγνώριση του δικαιώματος απρόσκοπτης προσφυγής στα διεθνή όργανα είναι ιδιαίτερα κρίσιμη, προκειμένου να δρουν προστατευμένοι από «έναντι κάθε βίας, απειλής, αντιποίνων, de facto ή de jure δυσμενών διακρίσεων, πίεσης ή οποιασδήποτε άλλης αυθαίρετης ενέργειας ως συνέπεια της νόμιμης άσκησης των δικαιωμάτων τους[33]». Τα αντίποινα συγκεκριμένα μπορεί να έχουν τη μορφή απειλών, επιτήρησης, απαγόρευσης εξόδου από την χώρα, αυθαίρετων συλλήψεων και σωματικών επιθέσεων εναντίον υπερασπιστών και των οικογενειών τους[34]. Άλλωστε, και η Επιτροπή ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ΟΗΕ έχει υπογραμμίσει τη σημασία της επικοινωνίας και της συνεργασίας της με ΜΚΟ που ασχολούνται με τα ανθρώπινα δικαιώματα[35] και έχει καταδικάσει κάθε είδους αντίποινα κατά όσων προσφεύγουν ενώπιον της[36].

Και το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει επιβεβαιώσει το δικαίωμα του καθενός να έχει ακώλυτη πρόσβαση ενώπιον διεθνών οργάνων[37][38], ενώ έχει καλέσει τα κράτη να εξασφαλίσουν επαρκή προστασία σε άτομα και μέλη ομάδων που επιθυμούν να συνεργαστούν με τα Ηνωμένα Έθνη, τους εκπροσώπους ή τους συγγενείς των υπερασπιστών[39]. Τα κράτη ενθαρρύνονται να καταρτίζουν εθνικές εκθέσεις στο πλαίσιο της Οικουμενική Περιοδική Αξιολόγηση (UPR) του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μέσω ευρείας διαδικασίας διαβουλεύσεων σε εθνικό επίπεδο και την παροχή πληροφοριών από το ίδιο το κράτος για φλέγοντα ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης έχει διαπιστώσει τα εμπόδια που συναντούν οι δικηγόροι στην διαδικασία προσφυγής ενώπιον του ΕΔΔΑ. Γι’ αυτό το λόγο, κάλεσε τα κράτη να μην παρεμποδίζουν τις πρωτοβουλίες όσων επιθυμούν να προσφύγουν, αλλά και των δικηγόρων τους, πρώτον με το να τους προστατεύουν από ανυπόστατες ποινικές κατηγορίες και απειλές ποινικών διώξεων για «κατάχρηση εξουσίας» και δεύτερον με το να διερευνούν αποτελεσματικά όλες τις καταγγελίες τους για παραβιάσεις του δικαιώματός προσφυγής[40].

Το ΕΔΔΑ θεωρεί το δικαίωμα προσφυγής ως την καρδιά του δικαιοδοτικού μηχανισμού της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου[41] και επιβάλλει στα κράτη-μέλη την αντίστοιχη υποχρέωση στα κράτη να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη άσκηση του δικαιώματος αυτού, ενώ σημειώνει ότι η επικοινωνία του προσφεύγοντος με το Δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει χώρα χωρίς καμία πίεση, είτε με τη μορφή ευθείας άσκησης καταναγκασμού, είτε με έμμεσους τρόπους αποθάρρυνσης[42]. Στην απόφαση Cοlibaba[43] κατά Μολδαβίας, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι παραβιάσθηκε το δικαίωμα άσκησης προσφυγής, όταν ο Γενικός Εισαγγελέας της Μολδαβίας τέσσερις μόλις μέρες από την κατάθεση ατομικής προσφυγής, απέστειλε επιστολή στον Δικηγορικό Σύλλογο που υπαγόταν ο δικηγόρος του προσφεύγοντος και απείλησε ότι θα ασκηθούν διώξεις κατά δικηγόρων που δυσφημούν τη χώρα και «εμπλέκουν διεθνείς οργανισμούς με ειδίκευση στα ανθρώπινα δικαιώματα, στην εξέταση ποινικών υποθέσεων».

Παρά τις διεθνείς διακηρύξεις, το δικαίωμα προσφυγής συνεχίζει να παραβιάζεται, γεγονός που καταδεικνύει την παθητικότητα ή χειρότερα την έλλειψη βούλησης εκ μέρους των κρατών να συμβαδίσουν με τις διεθνείς επιταγές. Αντίθετη στον πυρήνα του παρόντος δικαιώματος, αποτελεί η πρόταση νομοσχεδίου που ποινικοποιούσε την επαφή με θεσμούς ξένου κράτους που είχε σκοπό να τους ενθαρρύνει να στραφούν κατά των συμφερόντων και της ασφάλειας της χώρας τους, όπως και η θέσπιση του αδικήματος της «υποβολής ανακριβών εκθέσεων σχετικά με την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε διεθνείς οργανισμούς»[44]. Άλλη έκφανση παραβίασης του δικαιώματος αποτελεί η επιβολή ταξιδιωτικών απαγορεύσεων και εμποδίων στους υπερασπιστές, με απώτερο στόχο να μη συμμετάσχουν σε διεθνείς συσκέψεις ή να μην παρουσιασθούν ενώπιον οιουδήποτε διεθνούς φορέα[45]. Σε κάθε περίπτωση, τα κράτη δεν πρέπει να μένουν αμέτοχα και να επικαλούνται ότι δεν έχουν καμία αρμοδιότητα αναφορικά με διαδικασίες εκτός του εσωτερικού τους[46].

Σε κάθε περίπτωση, η ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος προσφυγής ενισχύεται από την ακόλουθη σκέψη: ορισμένες φορές η προσφυγή αποτελεί το ακροτελεύτιο μέσο των υπερασπιστών να καταδείξουν διεθνώς τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στο εσωτερικό ενός κράτους[47] και η στέρηση του θα ισοδυναμούσε με διαιώνιση της παραβίασης που υφίστανται. Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν έχουν μόνο οι υπερασπιστές ανάγκη να γνωστοποιήσουν την τυχόν παραβίαση που υπέστησαν ενώπιον των διεθνών οργάνων, αλλά και οι διεθνείς μηχανισμοί επιθυμούν να δεχτούν τις πληροφορίες που υποβάλλουν οι υπερασπιστές ενώπιον τους, προκειμένου να υποβάλλουν στα κράτη χρήσιμες συστάσεις.

3. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ

Το άρθρο 13 της Διακήρυξης για τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων ορίζει ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα, ενεργώντας ατομικά είτε σε συνδυασμό με άλλους, να επιζητεί, να λαμβάνει και να χρησιμοποιεί πόρους αποκλειστικά για τον σκοπό της προώθησης και προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών μέσω ειρηνικών μέσων. Η διάταξη εμπεριέχει το δικαίωμα της αναζήτησης, της λήψης και χρήσης της χρηματοδότησης[48]. Παρόμοια διάταξη περιέχεται μόνο στην παράγραφο στ’ του άρθρου 6 της Διακήρυξης για την εξάλειψή όλων των μορφών διακρίσεων βασιζόμενων στη θρησκεία ή στην πίστη[49].

Η κατοχύρωση αυτή συνδέεται με την άσκησης του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι, δεδομένου ότι η χωρίς πόρους μία οργάνωση δεν μπορεί ούτε να καλύψει τα λειτουργικά της έξοδα, πόσο μάλλον να εκπληρώσει τον σκοπό και το έργο της[50]. Οι διαδικασίες με τις οποίες λαμβάνει χώρα η επιλογή των οργανώσεων που θα τύχουν χρηματοδότησης πρέπει να είναι διαφανείς και δίκαιες και βεβαίως να μην αποκλείουν συγκεκριμένες ΜΚΟ λόγω των ιδιαίτερων θεμάτων ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα οποία εργάζονται[51], όπως για παράδειγμα για την προώθηση των δικαιωμάτων των ομόφυλων ζευγαριών ή «της γεωγραφικής τους εστίασης ή της τοποθεσίας δράσης τους[52]». Σε κάθε περίπτωση, η ανεξαρτησία των ΜΚΟ κρίνεται απολύτως αναγκαίο να διασφαλιστεί. Έτσι, η χρηματοδότηση, την οποία χορηγεί το κράτος σε μία ΜΚΟ, δεν θα πρέπει να έχει ως κίνητρο τον επηρεασμό του έργου και των στόχων της προς το συμφέρον της κυβέρνησης[53], αλλά αποκλειστικά την στήριξη του πρωτογενούς ανθρωπιστικού τους έργου. Από την άλλη, και οι ίδιες οι ΜΚΟ θα πρέπει να αξιοποιούν τα χορηγούμενα σε αυτές ποσά σύμφωνα με τον σκοπό για τον οποίον τα έλαβαν, χωρίς να αποκλείεται το κράτος να έχει θεσπίσει κανόνες ελέγχου των διαδικασιών αυτών.

Σύμφωνα με τον Ειδικό Εισηγητή για τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, «απαραίτητη προϋπόθεση για  τη δράση των οργανώσεων, είναι να μπορούν να πραγματώνουν το έργο τους χωρίς εμπόδια, συμπεριλαμβανομένων των περιορισμών χρηματοδότησης[54]». Εάν, λοιπόν, η εθνική νομοθεσία εμποδίζει την απόκτηση δικαιώματος πρόσβασης στη χρηματοδότηση από όπου κι αν προέρχεται, ήτοι το κράτος, τους ιδιώτες ή ακόμη και ξένα κράτη, δεν είναι συμβατή με τους διεθνείς κανόνες ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως επιτάσσει το άρθρο 3 της Διακήρυξης και επομένως, δεν αποτελεί το κατάλληλο νομικό πλαίσιο για την δράση των υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η κυριότερη παραβίαση του δικαιώματος εντοπίζεται στην δυνατότητα πρόσβασης των υπερασπιστών ανθρωπινών δικαιωμάτων υπό τη μορφή μη κυβερνητικών οργανώσεων σε διεθνή χρηματοδότηση. Σε ορισμένες χώρες απαιτείται νομοθετικά η προηγούμενη έγκριση από το κράτος[55], ενώ αλλού απαγορεύεται εντελώς η λήψη ξένων χρηματοδοτήσεων[56], ιδίως από ΜΚΟ που ασχολούνται με ζητήματα διακυβέρνησης.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Ρωσίας. Το 2012 η Κρατική Δουμά  ψήφισε τον Νόμο περί Διεθνών Πρακτόρων[57], σύμφωνα με τον οποίο οι οργανώσεις, οι οποίες δέχονται διεθνή χρηματοδότηση και ασκούν «πολιτική δραστηριότητα», υποχρεούνται να εγγραφούν ως «διεθνείς πράκτορες» σε κατάλογο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, διαφορετικά θα υφίστανται ποινικές κυρώσεις. Ο ορισμός της πολιτικής δραστηριότητας είναι εξαιρετικά ευρύς και επιτρέπει στις αρχές να την ερμηνεύσουν κατά βούληση[58]. Άλλωστε, στην έννοια της πολιτικής δραστηριότητας μπορεί να περιλαμβάνεται οποιαδήποτε δράση που αφορά τα κοινά και αποτελεί βασική και πρακτική μέθοδο των οργανώσεων, προκειμένου να επιτελούν το έργο τους[59]. Σε κάθε περίπτωση, η απόδοση της προσωνυμίας του «διεθνούς πράκτορα» σε μία οργάνωση που δρα υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων οδηγεί στην περιθωριοποίηση της. Όπως σημειώνει ο Επίτροπος του Συμβουλίου της Ευρώπης, η νομοθεσία αυτή είναι αντίθετη στα διεθνή πρότυπα, έχει δε ανασταλτικό αποτέλεσμα στο έργο των οργανώσεων στη Ρωσική Ομοσπονδία, καθώς πλήθος οργανώσεων έχουν σταματήσει να λειτουργούν ή έχουν τιμωρηθεί για τη νόμιμη δραστηριότητά τους στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου[60].

Λόγοι περιορισμού του δικαιώματος χρηματοδότησης των οργανώσεων μπορούν να αποτελέσουν η διατήρηση της εθνικής οικονομίας, η προστασία της ηθικής, της υγείας, των δικαιωμάτων και των νόμιμων συμφερόντων άλλων προσώπων, με τελικό σκοπό την υπεράσπιση της χώρας και διαφύλαξης της κρατικής ασφάλειας[61]. Οι δυσανάλογοι περιορισμοί δύνανται να πλήξουν την ανεξαρτησία και την αποτελεσματικότητα των ΜΚΟ, γι’ αυτό, όταν επιβάλλονται τελικά περιορισμοί, πρέπει να διασφαλίζεται ότι αυτοί επιδιώκουν νόμιμο σκοπό και να είναι αναγκαίοι και κατάλληλοι προς τον σκοπό αυτό[62]. Συχνότερα, ΜΚΟ που λαμβάνουν χρηματοδότηση κατηγορούνται για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για ενίσχυση της τρομοκρατίας. Το ζήτημα αυτό, βεβαίως, πρέπει να διερευνάται κατά περίπτωση, ωστόσο δεν θα πρέπει μη τεκμηριωμένες κατηγορίες να λειτουργούν ως απλά προσχήματα για την επιβολή περιορισμών[63] και παραβίασης του διεθνούς δικαίου[64]. Ο Ειδικός Εισηγητής για τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων σημειώνει ότι πολύ συχνά «οι σχετικές αιτιολογίες είναι ανεπαρκείς και υποκρύπτουν την πρόθεση των αρχών να παρακωλύσουν το έργο των εκάστοτε οργανώσεων[65]». Ιδιαίτερα σε χώρες που οι οργανώσεις δεν υποστηρίζονται ούτε κρατικά, ούτε ιδιωτικά, για λόγους που άπτονται είτε «στην έλλειψη μέριμνας, είτε στον φόβο στιγματισμού[66]», οι περιορισμοί στην λήψη διεθνούς χρηματοδότησης πρέπει να τίθενται με ακόμα μεγαλύτερη προσοχή, δεδομένου ότι αυτή αποτελεί τον μόνο τρόπο να επιβιώσουν οικονομικά.

Κατόπιν τούτων, είναι φανερό ότι τα κράτη πρέπει να απέχουν από παρεμβάσεις όσον αφορά τη χρηματοδότηση των υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να προβούν σε θέσπιση σαφούς νομοθεσίας, η οποία θα δημιουργήσει ένα φιλικό περιβάλλον για τις οργανώσεις που επιθυμούν να λάβουν τόσο κρατική, όσο και διεθνή χρηματοδότηση. Παρόλα αυτά, το ζήτημα της χρηματοδότησης για τις ΜΚΟ ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελεί, ακόμη και σήμερα, ένα πολύπλοκο ζήτημα και είναι πιθανό οι ίδιες οι ΜΚΟ, ενώ κατοχυρώνεται το δικαίωμα τους, να μην επιθυμούν να το ασκήσουν, προκειμένου να μην κατηγορηθούν για αμεροληψία.

4. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΑΝΟΡΘΩΣΗΣ

Στο άρθρο 9 της Διακήρυξης προβλέπεται ότι κατά την άσκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της προώθησης και προστασίας αυτών, ο καθένας έχει το δικαίωμα να επωφελείται από την ύπαρξη ενός ισχύοντος ενδίκου μέσου προστασίας σε περίπτωση παραβίασης αυτών. Παρόμοια πρόβλεψη περιλαμβάνει πλήθος διεθνών και περιφερειακών κειμένων προστασίας[67]. Το δικαίωμα αποτελεσματικού ενδίκου μέσου προς τους υπερασπιστές αποτελεί στην ουσία την αξίωση ουσιαστικής διερεύνησης από το κράτος των παραβιάσεων που υφίστανται με στόχο την απόδοση ευθύνης, της δυνατότητας αποτελεσματικής πρόσβασης στην δικαιοσύνη και της επανόρθωσης της κατάστασής τους[68].

Η αποτυχία των κρατικών αρχών να διερευνούν αποτελεσματικά τις παραβιάσεις κατά των υπερασπιστών και των συγγενών τους, με αποτέλεσμα να μην αποδίδονται ευθύνες στους υπαίτιους κρατικούς ή ιδιωτικούς φορείς, συνιστά ξεχωριστή παραβίαση[69]. Σύμφωνα με τον Ειδικό Εισηγητή για την κατάσταση των υπερασπιστών, οι παραβάτες πάρα πολύ συχνά δεν τιμωρούνται, ενώ τα θύματα και οι οικογένειες τους έρχονται αντιμέτωποι με την αδιαφορία ή ακόμη και την εχθρότητα των οργάνων επιβολής του νόμου και των δικαστικών αρχών[70]. Πράγματι, οι έρευνες για τις απειλές και τη βία που δέχονται οι υπερασπιστές είναι συχνά ανεπαρκείς για τον εντοπισμό των δραστών, το οποίο μπορεί να οφείλεται στην απροθυμία ή ανικανότητα των αρμόδιων αρχών, στην εσφαλμένη αξιολόγηση των συνθηκών ή ακόμα και στην σιωπηρή υποστήριξη των υπευθύνων[71]. Αλλά και στην περίπτωση που έχουν ασκηθεί ποινικές διώξεις κατά των φυσικών προσώπων που προέβησαν στην παραβίαση, το δικαστικό σύστημα αποτυγχάνει συχνά να απονείμει δικαιοσύνη[72][73][74], γεγονός που οδηγεί στην ασύδοτη επανάληψη τους χωρίς κανένα φόβο δίωξης.

Σύμφωνα με τον Ειδικό Εισηγητή για τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων το τέλος της ατιμωρησίας αποτελεί προϋπόθεση sine qua non για την διασφάλιση των υπερασπιστών[75], ενώ ο Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει επισημάνει με ανησυχία ότι οι έρευνες για την καταπολέμηση της ατιμωρησίας δεν είναι ούτε αποτελεσματικές, ούτε άμεσες[76]. Στον ως άνω στόχο δύναται να συμβάλλει η ύπαρξη ορισμένων βασικών προϋποθέσεων που πρέπει να πληροί μια έρευνα. Η έρευνα πρέπει να είναι επαρκής, διεξοδική, αμερόληπτη, ανεξάρτητη και άμεση, ενώ πρέπει να διέπεται από ενός βαθμού δημόσιο έλεγχο, προκειμένου να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη του κοινού στις κρατικές αρχές[77]. Ειδική πρόβλεψη πρέπει να υπάρχει για την διερεύνηση παραβιάσεων με διασυνοριακή διάσταση, οπότε και προτείνεται η εφαρμογή των υφιστάμενων διεθνών ποινικών πλαισίων[78].

Η δυνατότητα πρόσβασης, επιπλέον, των υπερασπιστών στη δικαιοσύνη αποτελεί σημαντικό εργαλείο, μέσω του οποίου μπορούν να γνωστοποιήσουν την βλάβη που υπέστησαν και να κινούν διαδικασίες εναντίον των δραστών. Ο υπερασπιστής μπορεί να προσφύγει όχι μόνο σε δικαστικούς, αλλά και σε διοικητικούς, πειθαρχικούς ή διαιτητικούς μηχανισμούς ή ακόμα κι ενώπιον εθνικών θεσμών ανθρωπίνων δικαιωμάτων[79], ενώ ανοιχτή παραμένει η δυνατότητα να απευθυνθούν σε διεθνείς μηχανισμούς προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όταν η κατάσταση των θυμάτων δεν εξασφαλίζεται από τα εθνικά όργανα, όπως αναλύθηκε ανωτέρω.

Σύμφωνα με την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων χωρίς την επανόρθωση των ατόμων των οποίων τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν παραβιαστεί δεν εκπληρώνεται η υποχρέωση παροχής αποτελεσματικής προσφυγής[80]. Μόνο εάν δεν είναι δυνατή η επαναφορά του θύματος στην κατάσταση που βρισκόταν πριν την παραβίαση, πρέπει να παρέχεται στο θύμα «αποζημίωση για την τυχόν σωματική και διανοητική βλάβη ή υλική ζημία που υπέστη, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει και τα έξοδα που απαιτούνται για νομική ή άλλη εξειδικευμένη βοήθεια[81]». Εάν διαταχθεί αποκατάσταση του θύματος, αυτή πρέπει να περιλαμβάνει την παροχή κατάλληλης ιατρικής, ψυχολογικής, νομικής και κοινωνικής βοήθειας. Η δημόσια συγνώμη, η καταδίκη των παραβατών ή ακόμα και αλλαγές στις σχετικές νομοθεσίες και πρακτικές που προκάλεσαν την παραβίαση έχουν συμβολικό χαρακτήρα και εντάσσονται στην δίκαιη ικανοποίηση του θύματος[82]. Η παροχή, τέλος, εγγυήσεων μη επανάληψης της παραβίασης συνεπάγεται την υποχρέωση των συμβαλλομένων κρατών να παράσχουν προσωρινά ή προληπτικά μέτρα με στόχο την αποφυγή των συνεχιζόμενων παραβιάσεων.

Αξίζει να μνημονεύσουμε ειδικά το θέμα της επανόρθωσης υπό το πρίσμα της ΔΣΔΑ, το άρθρο 63 της οποίας προβλέπει ότι σε περίπτωση παραβίασης ενός δικαιώματος, πρέπει να εξασφαλισθεί στον ζημιωθέντα η απόλαυση του δικαιώματος που του παραβιάστηκε. Το Δικαστήριο, όμως, μπορεί να διατάξει την επανόρθωση των συνεπειών του μέτρου ή της κατάστασης που συνιστούσε την παραβίαση, αλλά και την καταβολή δίκαιης αποζημίωσης στο θύμα. Η ιδιαιτερότητα των μέσων επανόρθωσης που διατάσσει το ΔΔΔΑ έγκειται στο μπορούν να ωφελήσουν όχι μόνο τα θύματα, αλλά την κοινότητα ή την κοινωνία σαν σύνολο[83].Στην υπόθεση Valle Jaramillo[84], η οποία αφορούσε την εκτέλεση ενός Κολομβιανού υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το παραβιάζον κράτος στο πλαίσιο του διακανονισμού πρότεινε να εγκαθιδρύσει διετή επιχορήγηση με όνομα «Jesus Marıa Valle Jaramillo» στην Υπηρεσία υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Διαμερικανικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων («Human Rights Defenders Unit»). Η Κολομβία, με τη σειρά της πρότεινε την καθιέρωση μιας «πολιτικής Υπερασπιστών Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων» σε μια προσπάθεια περιορισμού της βίας και των απειλών κατά των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων[85]. Παρά το γεγονός ότι και με βάση την ΕΣΔΑ[86], το ΕΔΔΑ μπορεί να διατάξει ατομικά ή γενικά μέτρα που δύνανται να επαναφέρουν το θύμα-υπερασπιστή στην κατάσταση που βρισκόταν πριν την παραβίαση («restitutio in integrum»), μέχρι σήμερα έχει επιδικάσει κατά κανόνα μόνο δίκαιη ικανοποίηση στις υποθέσεις των υπερασπιστών[87].

Σε κάθε περίπτωση, τα κράτη οφείλουν να αντιμετωπίζουν τη διαδικασία καταγγελιών και αναφορών ως ευκαιρία επανόρθωσης της βλάβης που προκάλεσαν, ενώ η διεθνής κοινότητα, με τη σειρά της, καλείται να κατανοήσει καλύτερα τις αιτίες πίσω από την συστηματική ατιμωρησία, προκειμένου να είναι εύστοχες οι παρατηρήσεις που υποβάλλει σε αυτά[88].

 

Β. ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

1. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΚΦΡΑΣΗΣ

Τα δικαιώματα προστασίας, προσφυγής, χρηματοδότης και επανόρθωσης αποτελούν αναπόσπαστες θεσμικές εγγυήσεις για τη δημιουργία ενός κατάλληλου πλαισίου δράσης για τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ωστόσο, το μήνυμα στήριξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθίσταται προσιτό στο ευρύ κοινό και η προστασία προς τα θύματα παραβιάσεων είναι περισσότερο αποτελεσματική, μόνο μέσω της ταυτόχρονης κατοχύρωσης και μίας σειράς δικαιωμάτων που τους επιτρέπουν να προβούν ακριβώς σε αυτό: να εκφράσουν τις ιδέες τους χωρίς παρεμβολές.

Το άρθρο 6 της Διακήρυξης για τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατοχυρώνει το δικαίωμα στην ελευθερία της γνώμης και της έκφρασης των υπερασπιστών υπό τρεις πτυχές, της διαμόρφωσης γνώμης, της πρόσβασης στην πληροφορία και της μετάδοσης της πληροφορίας αυτής. Το δικαίωμα στην ελευθερία της γνώμης και της έκφρασης συνεπάγεται την αρνητική και θετική δράση των κρατών, ήτοι την αποχή από την παρέμβαση στην απόλαυση του δικαιώματος, αλλά και τη λήψη θετικών μέτρων για την υλοποίηση του δικαιώματος.

Ο Ειδικός Εισηγητής για την προαγωγή και προστασία του δικαιώματος στην ελευθερία της γνώμης και της έκφρασης επισημαίνει ότι πολλές περιπτώσεις παραβιάσεων αφορούν επιθέσεις κατά υπερασπιστών σε αντίποινα για αντίδρασή τους σε μια συγκεκριμένη κυβερνητική πολιτική[89] ή στις πρακτικές πολυεθνικών επιχειρήσεων[90], ορισμένες δε εξ αυτών επήλθαν κατά την άσκηση του δικαιώματος τους για ειρηνική συνάθροιση[91].

Ωστόσο, οι κυριότερες παραβιάσεις της ελευθερίας έκφρασης στρέφονται κατά των δημοσιογράφων-υπερασπιστών εξαιτίας της πολιτικής επιρροής που ασκούν στην κοινωνία μέσω της διάδοσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα διάφορα μέσα μαζικής ενημέρωσης[92]. Σε πρώτο επίπεδο, βάλλεται η ασφάλεια και σωματική ακεραιότητα των δημοσιογράφων[93]. Το ΕΔΔΑ[94] έχει αναγνωρίσει την θετική υποχρέωση του κράτους να προστατεύσει τους δημοσιογράφους, οι οποίοι δέχονται απειλές για τη ζωή τους εξαιτίας της άσκησης της ελευθερίας της έκφρασης. Ο δε ΟΑΣΕ δεσμεύει τα συμμετέχοντα σε αυτόν κράτη να ενεργούν για την πρόληψη και διερεύνηση των απειλών και των επιθέσεων εναντίον των δημοσιογράφων, αλλά και για την απόδοση της ευθύνης αυτών στους δράστες[95].

Σε δεύτερο επίπεδο, οι δημοσιογράφοι υφίστανται περιορισμούς στη δράση τους που έχουν τη μορφή της δυσφήμησης, της μη ελεύθερης κυκλοφορίας και δημοσίευσης των ιδεών τους, της λογοκρισίας ή της απαγόρευσης των μέσων μαζικής ενημέρωσης που χρησιμοποιούν. Ο Ειδικός Εισηγητής για τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων παρατηρεί ότι είναι οι ιδιωτικοί φορείς αυτοί που προβαίνουν συχνότερα σε αγωγές ή μηνύσεις δυσφήμησης κατά των υπερασπιστών-δημοσιογράφων και ιδιοκτητών εφημερίδων, με στόχο την χρεοκοπία και την παύση λειτουργίας ομάδων με αντικρουόμενα συμφέροντα, μέσω της υποχρέωσης καταβολής μεγάλων ποσών, ενώ οι ποινικές διώξεις σκοπεύουν στη φίμωση των υπερασπιστών, μέσα από τη χρονοβόρα εμπλοκή τους στη διαδικασία απόδειξης της αθωότητάς τους. Αν και τα δημόσια πρόσωπα, όπως κι οι δημοσιογράφοι, λόγω της ιδιότητάς τους είναι πιο εκτεθειμένα στην κριτική, η Διαμερικανική Επιτροπή τονίζει ότι δεν μπορεί να τους επιβάλλεται ποινή που να εμποδίζει ή να περιορίζει υπερβολικά το έργο τους ως υπερασπιστές[96], ενώ η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών δήλωσε ότι τα  συμβαλλόμενα κράτη θα πρέπει να εξετάσουν την αποποινικοποίηση της δυσφήμησης, ειδεμή να μην τιμωρείται με φυλάκιση και να επιφυλάσσεται μόνο σε σοβαρές περιπτώσεις[97]. Το ΕΔΔΑ με τη σειρά του έχει κρίνει ότι οι ποινικές κυρώσεις για τη δυσφήμηση δεν είναι ασύμβατες με την ΕΣΔΑ[98], παρόλα αυτά καλεί τα εθνικά δικαστήρια να εφαρμόζουν την αρχή της αναλογικότητας όταν επιβάλλουν ποινές για δυσφήμηση, προκειμένου μην παρακωλύουν τον δημόσιο διάλογο[99]. Σε κάθε περίπτωση, τα κράτη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι δημοσιογράφοι θα μπορούν να εκφράζουν τις απόψεις τους ανεξάρτητα και χωρίς εμπόδια.

Οι υπερασπιστές βάλλονται όταν τους στερείται η πρόσβαση στην πληροφορία, η οποία αποτελεί το εργαλείο της μάχης τους κατά των παραβιάσεων. Κατά κανόνα οι δημόσιες αρχές οφείλουν να δημοσιεύουν πληροφορίες[100]. Αξίζει να σημειωθεί ότι ειδικές πληροφορίες σχετικά με την ευθύνη των κρατικών παραγόντων που έχουν διαπράξει σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως δολοφονίες, βασανιστήρια, αναγκαστικές εξαφανίσεις δεν θα πρέπει να καλύπτονται από «κρατικό απόρρητο»[101] και η τυχόν απαίτηση προηγούμενης αίτησης για πρόσβαση σε αυτές είναι απαράδεκτη[102].

Ταυτόχρονα, τα κράτη θα πρέπει να υιοθετήσουν νομοθετικό πλαίσιο προστασίας των προσώπων που τις αποκαλύπτουν. Πράγματι, τα κράτη πρέπει να προστατεύουν τους καταγγέλλοντες από κάθε είδους νομικές κυρώσεις, εάν με «με καλή πίστη» αποκάλυψαν παραβιάσεις του νόμου, ατασθαλίες του δημοσίου τομέα, απειλές για την υγεία, την ασφάλεια ή το περιβάλλον ή παραβιάσεις ανθρωπιστικού δικαίου[103]. Το ΕΔΔΑ σημειώνει ότι σε περίπτωση αποκάλυψης πληροφορίας  από δημόσιο υπάλληλο, το Δικαστήριο προβαίνει σε στάθμιση ανάμεσα στο ενδιαφέρον του κοινού για την πληροφορία και τη ζημιά που υπέστη η δημόσια αρχή[104]. Μάλιστα προσφάτως, ο Εισηγητής για τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξέφρασε ανησυχία για τυχόν αντίποινα από τις ΗΠΑ κατά του πληροφοριοδότη Edward Snowden για πράξεις του που έλαβαν χώρα προς υποστήριξη της ελευθερίας έκφρασης.

Το νομοθετικό πλαίσιο πρέπει να περιλαμβάνει επιπλέον μέτρα, ώστε οι πληροφορίες που τηρούνται από μη κρατικούς φορείς, όπως οι ιδιωτικές εταιρείες, και συνδέονται με το δημόσιο συμφέρον να καθίστανται διαθέσιμες στο κοινό. Ο αρμόδιος Ειδικός Εισηγητής ανησυχεί, καθώς πολλές επιχειρήσεις επιδιώκουν να εμποδίσουν την πρόσβαση του κοινού στις πληροφορίες, υποστηρίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα τους υποχρέωνε να αποκαλύψουν εμπορικά μυστικά.  Σύμφωνα, όμως, με την αρχή 21 των κατευθυντήριων γραμμών για τις επιχειρήσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα, που επιτάσσει τις επιχειρήσεις να ανακοινώνουν τις επιπτώσεις της δράσης τους στα ανθρώπινα δικαιώματα, καθίσταται αδήριτη η ανάγκη θέσπισης νομοθεσίας που να απαιτεί από τις εταιρείες πρώτον να δημοσιοποιούν σημαντικά στοιχεία της λειτουργίας τους[105], όπως την προέλευση των εισαγόμενων προϊόντων τους[106] και τις επικρατούσες συνθήκες εργασίας, και δεύτερον να αναθεωρήσουν τις εμπιστευτικές ρήτρες στις συμφωνίες μεταξύ αυτών και των κρατικών φορέων[107].

Τα ανωτέρω εκτιθέμενα δεν σημαίνουν ότι το δικαίωμα των υπερασπιστών δεν δέχεται περιορισμούς, τους οποίους όμως σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ. 2 του ΔΣΑΠΔ θα τους ορίζει ρητά ο νόμος και θα είναι απαραίτητοι για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας, της τάξης και υγείας, των ηθών ή των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων. Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ έχει κρίνει νομολογιακά ότι οι νόμιμοι επιδιωκόμενοι σκοποί δεν μπορούν να προωθηθούν εις βάρος της υπεράσπιση της πολυκομματικής δημοκρατίας, των δημοκρατικών θεσμών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων[108]. Βάσει δε των αρχών[109] που έθεσε ο αρμόδιος για την ελευθερία έκφρασης Ειδικός Εισηγητής, νόμιμοι περιορισμοί μπορούν αν επιβληθούν, ώστε το κράτος να μην προωθεί ρητορική φυλετικού ή θρησκευτικού μίσους και αλλά και κανενός είδους διακρίσεις. Σύμφωνα, τέλος, με το ΕΔΔΑ κατά την επιβολή τους τα κράτη, αν και διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης, δεσμεύονται από την αρχή της αναλογικότητας, όπως στην απόφαση Cetin κ.α. κατά Τουρκίας, όπου κρίθηκε δυσανάλογη η απαγόρευση κυκλοφορίας εφημερίδας σε περιοχή, η οποία βρισκόταν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, για λόγους δημοσίας ασφάλειας[110].

Η ελευθερία της έκφρασης είναι το σημαντικότερο εργαλείο στα χέρια των απανταχού υπερασπιστών και η μη αποτελεσματική διασφάλισή της συνεπάγεται συνήθως και την πλημμελή εκπλήρωση και του δικαιώματος στην ειρηνική συνάθροιση και στον σχηματισμό ένωσης, όντας έκφανση του πρώτου.

2. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΗΣ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗΣ

O Ειδικός Εισηγητής του ΟΗΕ για το δικαίωμα του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι έχει δηλώσει ότι η «διεξαγωγή ειρηνικών συναθροίσεων αποτελεί ένα νόμιμο και ισχυρό μέσο για την προώθηση δημοκρατικών αλλαγών, για μεγαλύτερο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων […] και λογοδοσία σχετικά με τις παραβιάσεις και τις καταπατήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων[111]». Είναι πρόδηλο ότι τo ως δικαίωμα ειρηνικής συνάθροισης αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δράσης ενός υπερασπιστή ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η Διακήρυξη για τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατοχυρώνει το δικαίωμα του συνέρχεσθαι στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 5 που ορίζει ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα της ειρηνικής συνάθροισης, είτε ατομικά είτε συμπράττοντας με άλλους, σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο, αλλά στο το άρθρο 12, το οποίο επιτρέπει την συμμετοχή σε ειρηνικές δραστηριότητες κατά των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών. Η ελεύθερη απόλαυση του δικαιώματος περιλαμβάνει την ελευθερία διοργάνωσης, συμμετοχής, αλλά και παρακολούθησης μιας ειρηνικής συνάθροισης. Το δικαίωμα ειρηνικής συνάθροισης αποτελεί, άλλωστε, δικαίωμα πλήρως προβλεπόμενο από τα βασικότερα διεθνή νομικά κείμενα ανθρωπίνων δικαιωμάτων[112].

Το παρόν δικαίωμα συνεπάγεται, αρχικά, την ελεύθερη επιλογή τοποθεσίας. Το δικαίωμα καλύπτει συγκεντρώσεις σε δημόσιους χώρους όπως πάρκα, πλατείες και δρόμους ή σε ιδιωτικούς χώρους[113], όπως διαμερίσματα πολυκατοικιών. Μπορεί να περιλαμβάνει «στατικές συναθροίσεις» ή πορείες[114]. Συνεπάγεται, ακόμη, ότι ο καθένας μπορεί να είναι φορέας του δικαιώματος: ΜΚΟ, ομάδες προσώπων ή μεμονωμένους υπερασπιστές, οι οποίοι έχουν ως στόχο την ευαισθητοποίηση του κοινού ως προς μία παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων[115] ή να ασκήσουν πίεση στις κυβερνητικές αρχές για πληρέστερη κατοχύρωση ενός δικαιώματος, χωρίς να είναι απαραίτητο να έχει νομική προσωπικότητα για να τύχει απόλαυσης του δικαιώματος συνάθροισης[116].

Το εάν μία συνάθροιση εμπίπτει ή όχι στο προστατευτικό πλαίσιο του δικαιώματος, δεν εξαρτάται από το αντικείμενό της, τον σκοπό της και περιεχόμενο του μηνύματός της[117]. Μία συνάθροιση πρέπει να θεωρείται κατά τεκμήριο επιτρεπτή, εκτός κι αν λαμβάνουν χώρα σε αυτή ενέργειες που απαγορεύονται από τον νόμο, ο οποίος με τη σειρά του είναι συμβατός με τις διεθνείς δεσμεύσεις[118]. Απαραίτητη, ωστόσο, προϋπόθεση αποτελεί, η συνάθροιση να είναι ειρηνική. Με την εισχώρηση «εξτρεμιστικών στοιχείων σε μία κατά τα λοιπά ειρηνική συνάθροιση, με αποτέλεσμα την πρόκληση βίαιων επεισοδίων, δεν καθίσταται η συνάθροιση παράνομη, παρόλα αυτά έτσι θεμελιώνεται το δικαίωμα του κράτους να επέμβει για την καταστολή τους[119]». Στην τελευταία αυτή περίπτωση το κράτος φέρει την ευθύνη για τις πράξεις βίας από ιδιωτικούς φορείς υπό τον έλεγχο του[120].

Το δικαίωμα της ειρηνικής συνάθροισης μπορεί να τύχει θεμιτών περιορισμών που είναι συμβατοί με τις αρχές της νομιμότητας, της αναγκαιότητας σε μια δημοκρατική κοινωνία και της αναλογικότητας και να αφορά επιπλέον λόγους σχετικούς με την εθνική ή δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη, την προστασία της δημόσιας υγείας ή με την προστασία των ελευθεριών των άλλων και μόνον εφόσον οι περιορισμοί αυτοί είναι συμβατοί με τον νόμο[121][122]. Σύμφωνα με τον Ειδικό Εισηγητή του ΟΗΕ για τα δικαιώματα της ελευθερίας του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι, τα κράτη θα πρέπει να παρέχουν λεπτομερή και έγκαιρη γραπτή αιτιολόγηση για την επιβολή οποιουδήποτε περιορισμού στο δικαίωμα του συνέρχεσθαι και θα πρέπει να διασφαλίζουν τη δυνατότητα εξέτασης αυτού του περιορισμού σε ανεξάρτητη, αμερόληπτη και άμεση δικαστική επανεξέταση[123]. Επομένως, η ολική απαγόρευση όλων των διαδηλώσεων των υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές, ή σε συγκεκριμένες τοποθεσίες παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι οι περιορισμοί αυτοί δεν λαμβάνουν υπόψη τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης[124].

Πέραν τούτου όμως, η επέμβαση στο δικαίωμα της συνάθροισης των υπερασπιστών μπορεί να έχει την μορφή άλλων μέτρων, όπως της απαίτησης προηγούμενης άδειας ή προηγούμενης ειδοποίησης. Σύμφωνα με τις Οδηγίες του ΟΑΣΕ για τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων η λήψη προηγούμενης άδειας για την πραγματοποίηση συνάθροισης δεν θα πρέπει να αποτελεί προϋπόθεση μίας νόμιμης ειρηνικής συνάθροισης[125], καθώς η αυθαίρετη χορήγησή  της θα μπορούσε να οδηγήσει σε υπερβολικούς περιορισμούς. Λιγότερο επαχθές μέτρο είναι αυτό της προηγούμενης κοινοποίησης, προκειμένου και οι κρατικές αρχές να έχουν το διαθέσιμο χρόνο λήψης μέτρων ασφαλείας πριν τη διενέργεια της διαδήλωσης. Κι σε αυτή την περίπτωση η λήψη του δεν παραβιάζει το δικαίωμα, αρκεί η διαδικασία κοινοποίησης να είναι απλή και γρήγορη. Κατά το ΕΔΔΑ η απαίτηση προηγούμενης ειδοποίησης δεν παραβιάζει απαραιτήτως το δικαίωμα της ελευθερίας του συνέρχεσθαι, ιδίως όταν αποτελεί μέσο διαφύλαξης της δημόσιας τάξης, γεγονός που επιβεβαιώνει και στη νομολογία του[126]. Σε περίπτωση μη απάντησης των αρχών, οι διοργανωτές θα πρέπει να θεωρούν ότι η διενέργεια της συνάθροισης επιτράπηκε σιωπηρά[127]. Πέραν τούτων, δεν αποκλείεται το γεγονός μια συνάθροιση να είναι απόρροια αυθόρμητης κίνησης και επομένως να μην μπορεί να καλυφθεί από άδεια ή κοινοποίηση. Σύμφωνα με τον ΟΑΣΕ, οι αυθόρμητες συναθροίσεις ειρηνικού χαρακτήρα πρέπει να προστατεύονται πλήρως και να μην θεωρούνται ως εξαιρετικής φύσεως, αλλά ως ένδειξη συνυφασμένη με το δημοκρατικό πολίτευμα[128].

Σε κάθε περίπτωση, η έλλειψη κάποιας τυπικής προϋπόθεσης δεν νομιμοποιεί τις κρατικές αρχές να τη θεωρήσουν παράνομη[129]. Στην απόφαση Oya Ataman κατά Τουρκίας[130], το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι, παρότι η απαίτηση της προηγούμενης ειδοποίησης για τη συνάθροιση δεν εκπληρώθηκε, η παρέμβαση των αστυνομικών αρχών στο δικαίωμα του συνέρχεσθαι ήταν δυσανάλογη, δεδομένου ότι η συγκέντρωση ήταν απολύτως ειρηνική και δεν συνιστούσε οιονδήποτε κίνδυνο για το κοινό, πέραν της διακοπής κυκλοφορίας[131]. Το ίδιο ισχύει για τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων που συμμετέχουν σε αυτές, οι οποίοι δεν πρέπει να υπόκεινται σε ποινικές ή διοικητικές κυρώσεις που να οδηγούν σε πρόστιμα ή φυλάκιση λόγω αυτού[132]. Είναι απολύτως σαφές, κατόπιν τούτων, ότι η στάθμιση μεταξύ της προάσπισης του δικαιώματος ειρηνικής συνάθροισης και της αναγκαιότητας παρέμβασης σε αυτό πρέπει να λαμβάνει χώρα με μεγάλη προσοχή.

Από την άλλη πλευρά, στην δεύτερη παράγραφο του άρθρου 5 της Διακήρυξης για τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατοχυρώνεται το δικαίωμα στην ελευθερία σύστασης οργανώσεων, συλλόγων και ομάδων, αλλά και το δικαίωμα εισόδου ή συμμετοχής σε αυτές. Επικουρικά, η ελευθερία αυτή προβλέπεται με γενικότερο υποκειμενικό πεδίο από πλήθος διεθνών συμβάσεων[133][134] και κειμένων διεθνών οργανισμών.[135]. Η ελευθερία αυτή είναι δομική για τη δράση των υπερασπιστών, προκειμένου να υλοποιήσουν τον στόχο προαγωγής και προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η επίτευξη των οποίου απαιτεί συλλογικότητα, οργάνωση και συσπείρωση.

Απαραίτητη προϋπόθεση για να χαρακτηριστεί οιαδήποτε ομάδα ή οργάνωση ως υπερασπίστρια και να υπαχθεί στο προστατευτικό πλαίσιο της Διακήρυξης αποτελεί, η δράση της με αντικείμενο την προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έτσι, κάθε είδους ομάδες, όπως οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θρησκευτικές οργανώσεις, πολιτικά κόμματα, εμπορικές επιχειρήσεις, συνδικάτα, πολιτιστικές οργανώσεις[136] ή άλλες ενώσεις, όπως κοινότητες[137], συλλογικότητες αυτοχθόνων λαών, μειονοτικές ομάδες[138], αποτελούν υπερασπιστές, εφόσον πληρούν την ως άνω υποχρέωση. Η Διακήρυξη του ΟΗΕ για τους υπερασπιστές προβαίνει σε ιδιαίτερη μνεία, μάλιστα, των μη κυβερνητικών οργανώσεων, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο συστατικό μιας ισχυρής κοινωνίας πολιτών. Ως ΜΚΟ χαρακτηρίζονται οι ενώσεις που ανακηρύσσονται ως τέτοιες[139] σύμφωνα με τις εθνικές διαδικασίες και συχνότερα έχουν την μορφή σωματείου ή μη κερδοσκοπικής εταιρείας, ενώ σε αυτές περιλαμβάνονται και οι διεθνείς μη κυβερνητικοί οργανισμοί, που τυχόν υπάγονται.

Σύμφωνα με το πνεύμα του άρθρου 22 του ΔΣΑΠΔ[140], το οποίο εφαρμόζεται και εν προκειμένω, η σύσταση μιας οργάνωσης, αλλά και η συμμετοχή σε αυτήν πρέπει να αποτελεί εθελοντική πρωτοβουλία. Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο[141][142], ωστόσο, οι οργανώσεις δεν χρειάζεται, αν και μπορούν[143], να έχουν νομική προσωπικότητα για να εμπίπτουν στον προστατευτικό πλαίσιο του δικαιώματος, ωστόσο απαιτείται να έχουν κάποια θεσμική δομή, δηλαδή να δρουν ως de facto οργανώσεις[144].

Η παράγραφος 2 των άρθρων 22 του ΔΣΑΠΔ, 11 της ΕΣΔΑ και 16 της ΔΣΔΑ, που ορίζει τις προϋποθέσεις κατά τις οποίες το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι μπορεί να περιορίζεται επιτρεπτά, έχει εφαρμογή και στους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Προληπτικά μέτρα, όμως, όπως η άρνηση εγγραφής οργάνωσης υπό τον φόβο της μελλοντικής της δράσης δύσκολα συμβαδίζουν με την αρχή της αναλογικότητας[145] και επομένως δεν είναι συμβατά με τα ως άνω άρθρα. Στην απόφαση Σιδηρόπουλος κατά Ελλάδος[146], το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι κάθε περιορισμός στην άσκηση του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι, όπως ο έλεγχος της νομιμότητας του σκοπού και των δραστηριοτήτων του σωματείου, υπάγεται στην αυστηρή επίβλεψή του[147]. Σε κάθε περίπτωση, η μη ύπαρξη σαφούς νομοθετικού πλαισίου έχει ως αποτέλεσμα οι αρχές έχουν μεγάλη διακριτική ευχέρεια ως προς την αποδοχή των ενώσεων. Στην απόφαση  Gorzelik και λοιποί κατά Πολωνίας, που αφορούσε την άρνηση εγγραφής μιας οργάνωσης, η οποία αυτοχαρακτηριζόταν ως οργάνωση της εθνικής μειονότητας της Σιλεσίας, το ΕΔΔΑ τόνισε ότι η άρνηση εγγραφής μιας ένωσης αποκλειστικά για την αποτροπή της εξάπλωσής των ιδεών της μειονότητας παραβιάζει πλήρως το άρθρο 11[148]. Από την άλλη πλευρά, τα κατασταλτικά μέτρα, όπως η διάλυση σωματείου για άσκηση συγκεκριμένων δράσεων εκ μέρους του, θα πρέπει να επιβάλλονται μόνο σε περιπτώσεις που τα μέλη μιας ομάδας στηρίζουν τη χρήση βίας ή την προσφυγή σε αντιδημοκρατικά ή αντισυνταγματικά μέσα[149].

Στην περίπτωση, όμως, που η απαίτηση εγγραφής βρίσκεται εν ισχύ, οι επώδυνες και μακροχρόνιες γραφειοκρατικές διαδικασίες, που συχνά εφαρμόζονται αυθαίρετα, δυσχεραίνουν ακόμα περισσότερο το έργο των οργανώσεων-υπερασπιστών. Το ΕΔΔΑ, μάλιστα, έχει κρίνει ότι η υπερβολική καθυστέρηση της διαδικασίας εγγραφής ισοδυναμεί με de facto άρνηση εγγραφής και αποτελεί ανεπίτρεπτη παρέμβαση στην άσκηση του δικαιώματος στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι[150]. Όταν, μάλιστα, οι αιτήσεις απορρίπτονται και δεν προβλέπεται δυνατότητα προσφυγής κατά της απόρριψης της αίτησης εγγραφής ή είναι δύσκολο να ασκηθεί λόγω πολύπλοκων ή χρονοβόρων διαδικασιών, η παρέμβαση στο δικαίωμα είναι ανεπίτρεπτη[151].

Σε ακόμη χειρότερη μοίρα τίθενται οι υπερασπιστές σε χώρες όπου δεν κατοχυρώνεται καν το δικαίωμα της ενώσεως και οι μόνες οργανώσεις που δραστηριοποιούνται είναι μόνο αυτές που ελέγχονται από την κυβέρνηση[152]. Σημειωτέον δε ότι σε ορισμένες χώρες, απαγορεύεται ολικά η ίδρυση σωματείων από αλλοδαπούς, με αποτέλεσμα να απορρίπτονται αιτήσεις εγγραφής ξένων οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων[153] και να αποκλείονται μέλη μειονοτικών ομάδων από την απόλαυση του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι[154]. Τέλος, η αρχή έγκρισης των ενώσεων δεν πρέπει να παρεμβαίνει στην ανεξαρτησία και την αυτονομία τους, εκτός κι αν αυτή έχει την μορφή θέσπισης κανόνων που συντείνουν στην πρόληψη της κατάχρησης του νομικού καθεστώτος της οργάνωσης[155].

Και στην περίπτωση αυτή, επικαλούμενοι λόγοι περιορισμού του δικαιώματος αποτελεί η ανάγκη αντιμετώπισης της τρομοκρατίας και την προστασία δημόσιας ασφάλειας[156]. Υπό αυτό τον φόβο της τρομοκρατίας, οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατηγορούνται ότι εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς από αυτούς που έχουν ορίσει στο καταστατικό τους και χαρακτηρίζονται νομοθετικά ως τρομοκρατικές[157]. Οι κατηγορίες αυτές ενδέχεται να είναι και εντελώς αυθαίρετες, ορίζοντας κατά διακριτική ευχέρεια ποιες ενέργειες περιλαμβάνονται στην έννοια της τρομοκρατίας[158]. Υπό τον κίνδυνο διατάραξης της καθεστηκυίας τάξης[159], πολλοί υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων τίθενται στο στόχαστρο λόγω της δράσης τους για την προώθηση των δημοκρατικών ιδανικών τους, καθώς αποτελούν έντονη απειλή για μια αυταρχική κρατική εξουσία[160]. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, τα κράτη, όταν επιβάλλουν περιορισμούς πρέπει επιπλέον να αποδεικνύουν ότι αυτοί είναι αφενός αναγκαίοι για την αποτροπή ενός πραγματικού και όχι μόνο υποθετικού κινδύνου για την εθνική ασφάλεια και αφετέρου είναι κατάλληλοι για την επίτευξη του σκοπού αυτού[161].

Αναφορικά, μάλιστα, με ομάδες ή οργανώσεις, οι οποίες «προτείνουν τη διαφορετική εφαρμογή των υφιστάμενων αρχών ανθρωπίνων δικαιωμάτων[162]» ή προωθούν δικαιώματα σχετικά με την ταυτότητα φύλου και τον σεξουαλικό προσανατολισμό, αυτές πρέπει να μπορούν να δρουν ελεύθερα και για έναν επιπλέον λόγο: αποτελούν υπερασπιστές που εισφέρουν νέες ιδέες και ως τέτοιοι προστατεύονται από το άρθρο 7 της Διακήρυξης, ενώ η προώθηση αντίθετων από τις κρατικές απόψεων μέσα από σύσταση ενός πολιτικού κόμματος[163] καλύπτεται από το άρθρο 8 της Διακήρυξης που παρέχει δικαίωμα κριτικής στα κυβερνητικά όργανα.

Είναι φανερό ότι το προστατευτικό πλαίσιο τόσο του δικαιώματος στην ειρηνική συνάθροιση, όσο και του σχηματισμού και συμμετοχής σε ένωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι ευρύ, ισχυρό και επιβεβαιώνεται νομολογιακά, στόχος όμως παραμένει η αποτελεσματική εφαρμογή του για άρση των δυσανάλογων περιορισμών.

3. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΙΝΗΣΗΣ

Το άρθρο 12 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, το 4ο πρωτόκολλο της ΕΣΔA, αλλά και το άρθρο 22 της Διαμερικανικής Σύμβασης εγγυώνται το δικαίωμα των ατόμων να εγκαταλείπουν οποιαδήποτε χώρα, συμπεριλαμβανομένης και της δικής τους, καθώς και το δικαίωμα επιστροφής ή εισόδου στη χώρα τους, με την προϋπόθεση να διαμένουν νόμιμα στο κράτος. Πιο διευρυμένα, το άρθρο 13 της Οικουμενικής Διακήρυξης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων παρέχει σε όλους δικαίωμα στην ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή εντός των συνόρων κάθε κράτους. Το δικαίωμα στην ελεύθερη κυκλοφορία δύναται να περιορίζεται μόνο σύμφωνα με τις αρχές της νομιμότητας, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, όπως ορίζουν τα διεθνή πρότυπα ανθρωπίνων δικαιωμάτων[164]. Αξίζει να σημειωθεί ότι το δικαίωμα κυκλοφορίας δεν κατοχυρώνεται ειδικά για τους υπερασπιστές στην σχετική Διακήρυξη, παρά υπονοείται η εφαρμογή του στην περίπτωση ανάγκης προσφυγής ενώπιον διεθνών οργάνων[165]. Ωστόσο, είναι πρόδηλο ότι δυσανάλογοι ταξιδιωτικοί περιορισμοί είναι αντίθετοι με το πνεύμα του κειμένου, στο οποίο αναγνωρίζεται το σημαντικό έργο της προώθησης των ιδεών των υπερασπιστών[166].

Και τα συμμετέχοντα κράτη στον ΟΑΣΕ έχουν δεσμευτεί να διασφαλίζουν το ανωτέρω δικαίωμα και έχουν μάλιστα αναλάβει μάλιστα το ειδικό καθήκον να εγγυώνται σε ΜΚΟ και άλλους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων την «απρόσκοπτη πρόσβαση και επικοινωνία μέσα και έξω από τις χώρες τους με παρόμοιους φορείς και με διεθνείς οργανισμούς[167]». Αυτό συνεπάγεται ότι οι υπερασπιστές πρέπει να έχουν πρόσβαση σε χώρους κράτησης, φυλακές, ιδρύματα, τοποθεσίες συνάθροισης και άλλες τοποθεσίες στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό, προκειμένου να διευκολυνθεί η παρακολούθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η υποβολή σχετικών εκθέσεων[168].

Παρά τις διεθνείς δεσμεύσεις, οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε ορισμένα συμμετέχοντα κράτη εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν δυσανάλογους περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία τους εντός και εκτός των συνόρων. Δυσανάλογοι κρίνονται οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί υπό τη μορφή της απαγόρευσης μετακίνησης συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές[169] λόγω έλλειψης βούλησης των de facto αρχών να δεχτούν ξένους υπηκόους, η ανάκρισή τους από τις αρχές κάθε φορά που ταξιδεύουν λόγω παλαιότερης κράτησής τους[170], η επιβολή του μέτρου της απέλασης[171] ή απαγόρευσης εισόδου εξαιτίας του έργου τους στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων[172]. Πιο συνήθης τρόπος περιορισμού είναι η απαίτηση απόκτησης κάρτας θεώρησης για πραγματοποίηση ενός ταξιδιού, αλλά και η επιλεκτική άρνηση της σε υπερασπιστές[173]. Σε αυτή την περίπτωση, η διαδικασία απόκτησής της θα πρέπει να είναι «ταχεία και με όσο δυνατόν χαμηλότερα τέλη[174]». Εάν αυτή απορριφθεί, ο υπερασπιστής έχει δικαίωμα να ενημερωθεί για τους λόγους αυτής και για τα διαθέσιμα ένδικα μέσα αμφισβήτησής της ενώπιον αρμόδιου, ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου. Σύμφωνα με έκθεση του 2017[175], παρατηρήθηκε ότι ακόμα και στις περιπτώσεις τροποποίησης των νομοθετικών ρυθμίσεων που επέβαλαν την κατοχή κάρτας θεώρησης, οι αρχές εκμεταλλεύονται την διακριτική ευχέρεια που τους αποδίδεται, επιβάλλοντας περιορισμούς στα άτομα που ασκούσαν κριτική στην κυβέρνηση χάριν της δημόσιας ασφάλειας.

Σύμφωνα με τον Ειδικό Εισηγητή για τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι εξαιρετικά σημαντικό τα κράτη να δημιουργήσουν και να υποστηρίξουν πρωτοβουλίες προσωρινής διεθνούς μετεγκατάστασης, μέσα από την παροχή στους υπερασπιστές ειδικών καρτών θεώρησης ή αδειών παραμονής  για πολιτικούς ή ανθρωπιστικούς λόγους[176]. Οι αρχές πρέπει να αξιολογήσουν και το ενδεχόμενο θέσπισης αποτελεσματικών διαδικασιών για την έκδοση κάρτας θεώρησης για τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων με ταχείες διαδικασίες (θεώρηση έκτακτης ανάγκης)[177], σε περιπτώσεις που κρίνεται αναγκαία η μετακίνησή τους από και προς την χώρα τους, δηλαδή , όταν αντιμετωπίζουν άμεσο κίνδυνο για τη ζωή και την ακεραιότητά τους ή φόβο δίωξης λόγω του έργου τους στον τομέα των ανθρωπίνων. Ενδεικτικά, προγράμματα προστασίας της κυκλοφορίας των υπερασπιστών σε κίνδυνο εφαρμόζονται στη Γερμανία, στην Ιρλανδία και στην Ολλανδία, η δε τελευταία έχει δημιουργήσει μάλιστα ειδικές «πόλεις καταφυγίων» για τους υπερασπιστές[178]. Σε περιπτώσεις παντελούς αδυναμίας επιστροφής στην χώρα καταγωγής τους, οι υπερασπιστές μπορούν να επωφεληθούν από την απόκτηση ασύλου, ακόμα και από την αρχή[179]. Κατά τη λήψη των αποφάσεων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ειδική κατάσταση των υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να τηρείται η αρχή μη επαναπροώθησής τους στον τόπο κινδύνου, όταν αυτό είναι αναγκαίο[180].

Η κατοχύρωση του δικαιώματος έχει εφαρμογή και κατά την διάσχιση των συνόρων από τους υπερασπιστές. Σύμφωνα με τις αρχές και τους κανόνες του ΟΑΣΕ για τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όταν αυτοί ταξιδεύουν σε άλλο συμμετέχον κράτος, δεν πρέπει να υπόκεινται σε ελέγχους στα σύνορα που δεν σέβονται την αξιοπρέπειά τους, όπως «υπερβολικά ενδελεχείς σωματικούς ελέγχους ή ελέγχους αποσκευών, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα εθνικά, θρησκευτικά, σωματικά ή φυλετικά χαρακτηριστικά του υπερασπιστή ανθρωπίνων δικαιωμάτων[181]».

Εν κατακλείδι, προκύπτει ότι η αποτελεσματική τήρηση του δικαιώματος στην ελευθερία κίνησης έγκειται στον καθορισμό άκρων ορίων άσκησης της διακριτικής ευχέρειας των αρμόδιων αρχών.

4. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΖΩΗ

Η προστασία της ιδιωτικής ζωής των υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων από παράνομες και αυθαίρετες προσβολές είναι ιδιαίτερη κρίσιμη, κυρίως όσον αφορά το απόρρητο των πηγών τους και την ασφάλεια των προσώπων που προστατεύουν. Οι δε προσβολές μπορούν να έχουν ως στόχο την ιδιωτικότητά τους, την οικογένεια τους, την κατοικία τους, αλλά και την τιμή και υπόληψή τους και αποσκοπούν στην απόκτηση χρήσιμων πληροφοριών ή στον εκφοβισμό τους, προκειμένου να αδρανοποιηθούν. Ούτε για το παρόν δικαίωμα κάνει ειδική μνεία η Διακήρυξη για τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ωστόσο η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών έχει αναγνωρίσει ότι η άσκηση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή είναι σημαντική για την πραγμάτωση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης ως έκφανση του δημοκρατικού πολιτεύματος[182], συστατικό του οποίου αποτελεί η προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Άλλωστε, το δικαίωμα προασπίζεται από πλήθος διεθνών κειμένων, όπως το άρθρο 17 του ΔΣΑΠΔ, το άρθρο 8 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 11 της ΔΔΔΑ. Ταυτόχρονα, ο ΟΑΣΕ έχει συμπεριλάβει το δικαίωμα στις βασικές αρχές προστασίας των υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων[183], με αποτέλεσμα τα συμμετέχοντα σε αυτό κράτη να δεσμεύονται να προασπίζουν το δικαίωμα, ακόμα και όταν δρουν για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την διασφάλιση της δημόσιας ασφάλειας.

Η παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή, όμως, μπορεί όμως να λάβει χώρα όχι μόνο από τα κράτη, αλλά και από ιδιώτες. Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών έχει δηλώσει ότι το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή «πρέπει να διασφαλίζεται έναντι όλων αυτών των παρεμβάσεων και επιθέσεων είτε προέρχονται από κρατικές αρχές είτε από φυσικά ή νομικά πρόσωπα[184]». Αυτό επιτάσσουν και οι κατευθυντήριες αρχές των Ηνωμένων Εθνών για τις επιχειρήσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα[185].

Οι παραβιάσεις του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή των υπερασπιστών μπορεί να έχουν ενδεικτικά τη μορφή τηλεφωνικής υποκλοπής[186] χωρίς δικαστική άδεια[187], της διαδικτυακής παρακολούθησης[188], της συλλογής προσωπικών δεδομένων, της έρευνας σε κατοικίες και γραφεία ή προσωπικών αντικειμένων[189], της αυθαίρετης σωματικής έρευνας, αλλά και της μαγνητοσκόπησής τους σε ιδιωτική τους σφαίρα[190]. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι τα αποδεικτικά μέσα που αποκτήθηκαν μέσω παράνομης παρακολούθησης ή έρευνας πρέπει να θεωρούνται απαράδεκτα προς χρήση σε δικαστικές διαδικασίες κατά των υπερασπιστών λόγω του ότι παραβιάζουν κατάφωρα την ιδιωτική τους ζωή. Το παρόν επιβεβαιώνει ο Ειδικός Εισηγητής του ΟΗΕ για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για τα ανθρώπινα δικαιώματα[191], αν και ενδιαφέρον παραβιάζει ότι το ΕΔΔΑ σε ορισμένες περιπτώσεις υιοθετεί την άποψη ότι η χρήση παρανόμως αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων δεν καθιστά τη δίκη στο σύνολό της παράνομη[192].

Όσον αφορά τις κατ’ οίκον έρευνες, η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δήλωσε ότι «αυτές πρέπει να περιορίζονται στην αναζήτηση των απαραίτητων αποδεικτικών στοιχείων και δεν πρέπει να αποτελούν παρενόχληση[193]», ενώ η κατ’ οίκον έρευνα χωρίς σχετικό ένταλμα ισοδυναμεί με παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή στο πλαίσιο του Διεθνούς Συμφώνου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου[194]. Όσον αφορά τις προσωπικές και σωματικές έρευνες, η Επιτροπή έχει κρίνει ότι «αποτελεσματικά μέτρα θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι έρευνες διεξάγονται κατά τρόπο σύμφωνο με την αξιοπρέπεια του ατόμου[195]».

Σήμερα, το διαδίκτυο αποτελεί ένα αδιαμφισβήτητο εργαλείο στην υπηρεσία των κρατικών αρχών για τον έλεγχο της δράσης των υπερασπιστών. Σύμφωνα με τον επίτροπο του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα «όταν οι καταπιεστικές κυβερνήσεις χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που είναι διαθέσιμες στο Διαδίκτυο και στις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης για τον εντοπισμό δικτύων υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και άλλων ακτιβιστών και τους διώκουν[196]». Το κίνδυνο αυτό επισήμανε και η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών[197].

Μόνο πρόσωπα που νομιμοποιούνται προς τούτο μπορούν να λαμβάνουν γνώση και να αποθηκεύουν πληροφορίες που κρατούνται σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, βάσεις δεδομένων ή άλλα μέσα, είτε από δημόσιες αρχές, είτε από ιδιώτες[198]. Το ΕΔΔΑ στην απόφαση Association for European Integration and Human Rights and Ekimdzhiev κατά Βουλγαρίας[199] έθεσε μεταξύ των παραγόντων αξιολόγησης της νομιμότητας της παρέμβασης στο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής της εν λόγω ανθρωπιστικής οργάνωσης, τη σαφήνεια της διαδικασίας σύμφωνα με την οποία η χρήση και η αποθήκευση των λαμβανομένων δεδομένων λαμβάνει χώρα. Στην απόφαση Shimovolos κατά Ρωσίας[200] κρίθηκε ότι η εγγραφή του ονόματος του προσφεύγοντος, ο οποίος ήταν πρόεδρος ΜΚΟ ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σε βάση δεδομένων, προκειμένου να παρακολουθούνται οι μετακινήσεις του, αποτελούσε παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή του ασυμβίβαστη με την ΕΣΔΑ.

Ιδιαίτερη και διαφοροποιημένη προστασία πρέπει να δίνεται στις ειδικές ανάγκες των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όσον αφορά την προστασία της ιδιωτικής ζωής τους ανάλογα με το επάγγελμα τους, τον κίνδυνο που διατρέχουν και τη σχέση εμπιστευτικότητας που έχουν με τα θύματα. Η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης έχει αναγνωρίσει την ανάγκη προστασίας των πηγών των δημοσιογράφων[201]. Το άρθρο 22 των Βασικών Αρχών του ΟΗΕ για το ρόλο των Δικηγόρων[202] ορίζει ότι η επικοινωνία μεταξύ των δικηγόρων και των πελατών τους στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους σχέσης είναι εμπιστευτική. Οι υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων οφείλουν, επίσης, να προφυλάξουν τους πληροφοριοδότες τους. Έτσι, οι υπερασπιστές δεν θα πρέπει να εξαναγκάζονται να αποκαλύψουν στοιχεία που τους έχουν εκμυστηρευθεί πρόσωπα που έχουν προσφύγει σε αυτούς για βοήθεια, διότι με αυτόν τον τρόπο θα έθεταν τα προστατευόμενα πρόσωπα σε σοβαρό κίνδυνο[203].

Κατόπιν τούτου, προκύπτει ότι η το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή των υπερασπιστών έχει διττή σημασία, κι αν ακόμη δεν εστιάζει άμεσα στην προώθηση του έργου τους, συμβάλλει στην ισορροπία και διαφύλαξη της προσωπικότητας τους ως ατόμων.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Στο σημείο αυτό, έχει ήδη εξεταστεί το περιεχόμενο ορισμένων εκ των πιο σημαντικών δικαιωμάτων των υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η τήρηση των οποίων συνιστά όπλο στις παραβιάσεις που υφίστανται.

Προέκυψε, αρχικά, το θεσμικό πλαίσιο προστασίας των υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εκ των διεθνών κειμένων προστασίας οι υπερασπιστές πρέπει να απολαμβάνουν αποτελεσματικής προστασίας από το κράτος, το οποίο οφείλει να μην παραβιάζει τα δικαιώματά τους, αλλά και να ελέγχει αποτελεσματικά την δράση των ιδιωτικών φορέων που βρίσκονται στην δικαιοδοσία του. Συνάμα, κι οι ιδιώτες έχουν αυτοτελή υποχρέωση σεβασμού των δικαιωμάτων των υπερασπιστών. Η άσκηση του δικαιώματος προσφυγής σε διεθνή όργανα πρέπει να προστατεύεται και να μην συνεπάγεται την επιβολή αντιποίνων, ιδίως όταν πρόκειται για υπερασπιστές-δικηγόρους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το κράτος έχει υποχρέωση να διευκολύνει την πρόσβαση ενώπιον τους, ιδίως όταν αποτελεί το μόνο μέσο καταγγελίας των παραβιάσεων. Το κράτος ως θεσμική εγγύηση οφείλει, ακόμη, να μην θέτει εμπόδια στην πρόσβαση των οργανώσεων σε πόρους, είτε αυτές προέρχονται από το κράτος ή άλλα κράτη, είτε από ιδιώτες. Νομοθεσίες που εστιάζουν στην ποινικοποίηση της διεθνούς χρηματοδότησης και στον στιγματισμό των δωροληπτών οργανώσεων πρέπει να καταργηθούν. Προς ολοκλήρωση του θεσμικού πλαισίου προστασίας τους, οι υπερασπιστές έχουν δικαίωμα ενός ισχύοντος ενδίκου μέσου, το οποίο πρακτικά σημαίνει την αποκατάσταση της παραβίασης που υπέστησαν, το οποίο για να καταστεί δυνατό πρέπει να έχει προηγηθεί αποτελεσματική διερεύνηση της παραβίασης και πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Το κράτος καλείται να θέσει τέρμα στην ατιμωρησία, η οποία διαιωνίζει την παραβίαση.

Οι υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν μπορούν, όμως, να υλοποιούν απερίσπαστα και ουσιαστικά το έργο τους, όταν η φωνή τους δεν ακούγεται και για αυτό έχουν ανάγκη ουσιαστικής θωράκισης. Έτσι, το κράτος οφείλει να προφυλάσσει τους δημοσιογράφους-υπερασπιστές και τους πληροφοριοδότες που φέρνουν στο φως παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από απόπειρες φίμωσής τους, μέσω της χρήσης απειλών ή της επιβολής ποινών. Οφείλει να επιτρέπει σε ομάδες υπερασπιστών να καταστήσουν τις ιδέες τους κοινό κτήμα μέσα από ειρηνικές συναθροίσεις, οι οποίες λαμβάνουν χώρα χωρίς προηγούμενη έγκριση και αναιτιολόγητους περιορισμούς λόγω εθνικής ή δημόσιας ασφάλειας. Το ίδιο ισχύει για τις οργανώσεις προώθησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι οποίες δεν πρέπει να στερούνται το δικαίωμα σύστασης χάριν προφάσεων τυπικών ελαττωμάτων και χρόνιων γραφειοκρατικών διαδικασιών, ενώ πρέπει να μπορούν να δρουν και χωρίς να εγγραφούν επισήμως. Αλλά οι υπερασπιστές πρέπει να έχουν ευελιξία και ως προς την μετακίνηση τους εντός και εκτός συνόρων, είτε αυτό προϋποθέτει την άρση των ταξιδιωτικών εμποδίων και την μη επιβολή δυσανάλογων σωματικών ή άλλων ελέγχων, είτε την διασφάλιση πρόσβασης σε νευραλγικές για το έργο τους τοποθεσίες, όπως είναι οι φυλακές. Να σημειωθεί ότι το κράτος πρέπει να λάβει ειδική μέριμνα για τους υπερασπιστές σε κίνδυνο, οι οποίοι χρήζουν άμεσης μετακίνησης. Ολοκληρώνοντας το ουσιαστικό πλαίσιο προστασίας, η ιδιωτική ζωή των υπερασπιστών πρέπει να είναι απαραβίαστη, ώστε η προσβολή της να μην χρησιμοποιείται ως μέσο εκφοβισμού τους και να μην οδηγεί στην αποκάλυψη στοιχείων και πληροφοριών που δύνανται να θίξουν το έργο τους, αλλά και την ασφάλεια των προσώπων που προστατεύουν.

Τα κράτη, οι ιδιώτες, αλλά και οι ίδιοι τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων μαζί με την κοινωνία των πολιτών, διαδραματίζουν τον δικό τους ιδιαίτερο ρόλο, προκειμένου να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα και οφείλουν με τη δράση τους να κινηθούν ακόμη περισσότερο προς την κατεύθυνση της εφαρμογής των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των υπερασπιστών.

Τα κράτη οφείλουν να δημιουργήσουν ένα σαφές και αποτελεσματικό πλαίσιο για την εξασφάλιση του έργου και της ασφάλειας των υπερασπιστών. Βασική πρόταση αποτελεί η υιοθέτηση ενός ειδικού νόμου περί προστασίας των υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το οποίο να ενσωματώνει τις αρχές της Διακήρυξης του ΟΗΕ. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι ήδη έχει προταθεί εκ μέρους της οργάνωσης International Service for Human Rights σχέδιο νόμου για τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων[204], το οποίο είναι αντικείμενο πολυετών διαβουλεύσεων με υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων από όλον τον κόσμο και μελέτης των νομικών συστημάτων πολλών κρατών, και έχει εγκριθεί μάλιστα από 27 υψηλού επιπέδου εμπειρογνώμονες (ΟΗΕ). Το προταθέν κείμενο δεν αναπαράγει απλά το περιεχόμενο της Διακήρυξης, αλλά προβλέπει επιπλέον την εισαγωγή ενός ειδικού Μηχανισμού για την προστασία των Υπερασπιστών Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο εθνικό δίκαιο, ο οποίος θα συντονίζεται από ανεξάρτητο όργανο και θα έχει ως αρμοδιότητα την αποτροπή των αντιποίνων, την ενίσχυση της λογοδοσίας για πράξεις εκφοβισμού, την εκπόνηση αξιολογήσεων των κινδύνων και κυρίως την αξιολόγηση αιτήσεων για μέτρα προστασίας. Ένας τέτοιος μηχανισμός σε συνδυασμό με την ενίσχυση των ποινικών, πειθαρχικών και αστικών διαδικασιών του κράτους, δύνανται να επιφέρουν πρόληψη των παραβιάσεων και ανάλογες κυρώσεις στους υπευθύνους. Η αποτελεσματικότητα των διαδικασιών αυτών, βεβαίως, συνεπάγεται αποτελεσματικές έρευνες των παραβιάσεων, οι οποίες να διεξάγονται με γνώμονα ότι το αδίκημα κατά του υπερασπιστή έλαβε χώρα αποκλειστικά και μόνο του έργου του.

Η νομική αναγνώριση των υπερασπιστών, όμως, δεν είναι αρκετή από μόνη της και πρέπει να συνοδεύεται από μία σειρά άλλων μέτρων. Τα κράτη πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι υπάρχοντες εθνικοί θεσμοί ανθρωπίνων δικαιωμάτων λειτουργούν σύμφωνα με τις αρχές των Παρισίων, διαφορετικά να επιδιώκουν την ενίσχυση τους, προκειμένου να το επιτύχουν. Στο πλαίσιο αυτό είναι δυνατή η ίδρυση ενός θεσμού με αποκλειστική αρμοδιότητα τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο οποίος θα μπορούσε να ενσωματώσει στο έργο του τον ως άνω περιγραφόμενο μηχανισμό. Σε κάθε περίπτωση, η πρόταση του Ειδικού Εισηγητή για τη θέσπιση ενός «κεντρικού σημείου στη δημόσια διοίκηση» με σκοπό την επικοινωνία με τους υπερασπιστές[205] προκρίνεται σαν μια θετική δράση. Πέραν τούτων, η δράση των υπερασπιστών και των δικαιωμάτων τους πρέπει να διαδοθεί δια μέσου της ανάδειξης της ίδιας της Διακήρυξης του ΟΗΕ προς τους κρατικούς φορείς και τους πολίτες, το οποίο μπορεί να επιτευχθεί και μέσα από την κατάλληλη εκπαίδευση.

Το κράτος φέρει διαφορετικές υποχρεώσεις ανάλογα με το εκάστοτε δικαίωμα των υπερασπιστών. Αναφορικά με το δικαίωμα τους σε προστασία, το κράτος καλείται να λάβει αποτελεσματικότερα μέτρα για το έλεγχο των επιχειρήσεων από παραβιάσεις κατά των υπερασπιστών, εφαρμόζοντας πιστότερα τις κατευθυντήριες αρχές για τις Επιχειρήσεις και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Στη συνέχεια, είναι απαραίτητη η ορθή ενημέρωση των ατόμων και των ομάδων περί της δυνατότητας τους να προσφύγουν στα διεθνή όργανα, της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθήσουν, αλλά και των ωφελειών που απορρέουν από αυτήν. Το παρόν μπορεί να επιτευχθεί, μεταξύ άλλων μέσα από τη μετάφραση των διεθνών συμβάσεων και της νομολογίας σε όλες τις γλώσσες. Η δε αμεσότερη και πληρέστερη συμμόρφωση των κυβερνήσεων με τα μέτρα και τις συστάσεις που προέρχονται από διεθνή δικαιοδοτικά όργανα, αλλά και από τους Ειδικούς Εισηγητές, θα οδηγούσε στην αποτελεσματικότερη επανόρθωση των συγκεκριμένων θυμάτων-υπερασπιστών, αλλά και στη βελτίωση της γενικότερης κατάστασής των υπερασπιστών σε εθνικό επίπεδο.

Αξίζει να γίνει ειδική αναφορά στο νευραλγικό ζήτημα της χρηματοδότησης των οργανώσεων υπεράσπισης. Είναι σημαντικό τα κράτη να συμβάλλουν στο να σταματήσει η χρηματοδότηση να αποτελεί στίγμα για τις ΜΚΟ που τη λαμβάνουν. Έτσι, τα κράτη, ακόμα κι όταν παρέχουν τα ίδια χρηματοδότηση σε ΜΚΟ ή ευνοούν τη χρηματοδότησή τους από ιδιώτες, είναι υποχρεωμένα να ελέγχουν μέσω κανόνων τη διαχείριση των διατιθέμενων ποσών, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι ιθύνοντες μιας ΜΚΟ θα τη χρησιμοποιήσουν μόνο προς όφελος των σκοπών της οργάνωσης και όχι παρελκυστικά. Με αυτόν τον τρόπο θα ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των ιδιωτών στην ανεξαρτησία των ΜΚΟ, θα αυξηθούν παρόμοιες πρωτοβουλίες, αλλά και οι ίδιες οι ΜΚΟ θα είναι περισσότερο πρόθυμες να τις δεχτούν.

Σε ουσιαστικό επίπεδο, τα κράτη καλούνται να εξετάσουν την αποποινικοποίηση της δυσφήμησης και να μην ταυτίζουν a priori τις αντικυβερνητικές ιδεολογίες με τρομοκρατικές ενέργειες. Ταυτόχρονα, πρέπει να κατοχυρωθεί ειδική διαδικασία, μέσω της οποίας μπορεί να αποδοθεί ευθύνη σε αστυνομικά όργανα που ασκούν κρατική βία και να διαμορφωθούν ειδικά πλάνα διαχείρισης των διαδηλώσεων ειδικών ομάδων, όπως γυναικών ή ΛΟΑΤΚΙ. Ως προς τον σχηματισμό ενώσεων, θα ήταν ευκταίο οι αρχές εγγραφής να ήταν αυτόνομα όργανα και ανεξάρτητα από τις κυβερνήσεις, προκειμένου να μην επηρεάζονται από τις κυβερνητικές πολιτικές. Τα κράτη πρέπει να διασφαλίσουν, ακόμα, ότι η όποια επιβολή ταξιδιωτικών περιορισμών στους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων λαμβάνει χώρα με νόμιμη και διαφανή διαδικασία και δικαιολογείται από λόγους υψίστου δημοσίου συμφέροντος, λαμβάνοντας υπόψη τον τυχόν άμεσο κίνδυνο ζωής που μπορεί να αντιμετωπίζουν. Τέλος, οι κρατικές αρχές πρέπει να επιλαμβάνονται και να διερευνούν κάθε καταγγελία υποψίας παρακολούθησης και υποκλοπής των υπερασπιστών, ενισχύοντας το αίσθημα ασφάλειας εκείνων και της οικογένειάς τους.

Όχι μόνο τα κράτη, αλλά και οι ιδιωτικοί φορείς πρέπει να κατανοήσουν τη σημασία της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων γενικά και κατόπιν τον ρόλο που διαδραματίζουν οι υπερασπιστές. Οι επιχειρήσεις, ειδικότερα, καλούνται να περιορίσουν τον αρνητικό αντίκτυπο των οικονομικών δραστηριοτήτων τους, ιδίως όσον αφορά την προστασία του περιβάλλοντος. Στην κατεύθυνση αυτή κινείται, η θέσπιση κατευθυντήριων γραμμών που να διέπουν τη δράση των επιχειρήσεων αναφορικά με τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων[206]. Άλλη πρόταση αποτελεί το να ζητούν τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δανείζουν σε ιδιωτικούς φορείς να κοινοποιούν τα σχέδια τους στους άμεσα εμπλεκόμενους[207]. Θετική πρακτική αποτελεί η θέση ρητρών προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε μελλοντικές διμερείς και πολυμερείς εμπορικές συμφωνίες[208]. Αδιαμφισβήτητα, η αναγνώριση των υπερασπιστών από επιχειρηματικούς κύκλους με μεγάλη οικονομική και πολιτική επιρροή, θα οδηγούσε στη μεγαλύτερη προθυμία εκ μέρους του επιχειρηματικού τομέα να συνδιαλλαγεί με αυτούς και άρα μακροπρόθεσμα στη βελτίωση της τήρησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων γενικώς, αλλά και των δικών τους.

Στο ίδιο πλαίσιο πρέπει να κινηθεί και η κοινωνία των πολιτών, η οποία μπορεί να διαδραματίσει τον συνδετικό κρίκο όλων των ατόμων που επιθυμούν να υπερασπιστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η κοινωνία των πολιτών πρέπει να είναι ισχυρή, ενεργή και έτοιμη να οργανωθεί, προκειμένου να αντιταχθεί σε περιορισμούς στο έργο των υπερασπιστών, εκφράζοντας τη φωνή της με δυναμικότητα.

Τέλος, οι ίδιοι οι υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων καλούνται να αναζητήσουν τρόπους ενίσχυσης των γνώσεων, των δεξιοτήτων και των ικανοτήτων τους, ιδίως όσον αφορά τον τρόπο προστασίας των δικαιωμάτων τους και τη διαχείριση της ασφάλειάς τους. Όντας συνάμα και θύματα παραβιάσεων, γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα τις ειδικές συνθήκες που καλούνται να αντιμετωπίσουν. Έτσι, αποτελούν τους πλέον αρμόδιους να προτείνουν στο κράτος ή στη διεθνή κοινότητα μέτρα ικανά και αποτελεσματικά, καταγγέλλοντας ταυτόχρονα τα κακώς κείμενα. Οι υπερασπιστές όλου του κόσμου πρέπει να συσπειρώνονται, να ανταλλάσουν ιδέες και να οργανώνουν σχέδια δράσης και πίεσης προς την κατεύθυνση της τήρησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ταυτόχρονα, οφείλουν να βρουν τρόπους να καταστήσουν γνωστό το έργο τους και να προωθήσουν τα νομικά κείμενα που τους προστατεύουν, κάνοντας παρεμβάσεις στα σημαντικά ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων,  διοργανώνοντας σχετικές εκδηλώσεις, πραγματοποιώντας επισκέψεις σε δίκτυα του εξωτερικού, με σκοπό την ευαισθητοποίηση του κοινού.

Δυστυχώς, διαπιστώνουμε, ότι πέραν των κρατικών αρχών που τείνουν να μην τους αντιμετωπίζουν ως ξεχωριστή οντότητα, ακόμα κι οι ίδιοι πολλές φορές δεν γνωρίζουν ότι δρουν ως υπερασπιστές. Ωστόσο, μόνο όταν τα άτομα και ομάδες που έχουν θέσει τη δράση τους υπέρ αυτή της δύσκολης και συνάμα σημαντικής μάχης κατά των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συνειδητοποιήσουν τον ρόλο τους και αυτοπροσδιοριστούν ως «υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων», θα μπορέσουν να διεκδικήσουν περισσότερο έμπρακτα και δυναμικά το επίπεδο διεθνούς και εθνικής προστασίας που αρμόζει στο ρόλο και τις ανάγκες τους, αλλά και θα αξιώσουν την πλήρη, αποτελεσματική και απαρέγκλιτη τήρηση των δικαιωμάτων τους.

Όλη η ως άνω προβληματική έχει ως βασικό σκοπό ο υπερασπιστής, ατομικά ή ως μέλος μιας ομάδας, να μη διώκεται, παρενοχλείται, απειλείται ή με όποιον τρόπο περιορίζεται στο έργο του, επειδή επέλεξε να προασπίσει τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η προσπάθεια συνεχίζεται σε διεθνές και εθνικό επίπεδο.

[1]Μ.-Γ. Μήνα, «Υπερασπιστές Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων: Η θέση τους στο Διεθνές Νομικό Πλαίσιο», ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, Νομική Βιβλιοθήκη, έτος 11ο, τ. 6/2018, σελ. 499-512

[2]Declaration on the Right and Responsibility of Individuals, Groups and Organs of Society to Promote and Protect Universally Recognized Human Rights and Fundamental Freedoms, UNGA Res 53/144 (adopted 9 December 1998). This declaration is commonly referred to as the Declaration on Human Rights Defenders, art 2 para. 1

[3]UNHRC, ‘Report of the Special Rapporteur on the situation of human rights defenders’ (30 December 2009) UN Doc A/HRC/13/22, para. 42

[4]Universal Declaration of Human Rights (adopted 10 December 1948) UNGA Res 217 A(III) (UDHR) art 2

[5]ICCPR (adopted 16 December 1966, entered into force 23 March 1976) 999 UNTS 171 (ICCPR), art 2

[6]Council of Europe, European Convention for the Protection of Human Rights and Fundamental Freedoms, as amended by Protocols Nos. 11 and 14, 4 November 1950, ETS 5, art 1

[7]Organization of American States (OAS), American Convention on Human Rights, “Pact of San Jose”, Costa Rica, 22 November 1969, art. 1

[8]Organization of African Unity (OAU), African Charter on Human and Peoples’ Rights (“Banjul Charter”), 27 June 1981, CAB/LEG/67/3 rev. 5, 21 I.L.M. 58 (1982), art 2

[9]See note 2, art 2

[10]ibid, art 9 and 12

[11]UNGA, ‘Report of the Special Rapporteur on the situation of human rights defenders’ (1 February 2016) UN Doc A/HRC/31/55 para.110

[12]Office of the United Nations High Commissioner for Human Rights, Fact Sheet No. 29, Human Rights Defenders: Protecting the Right to Defend Human Rights, 2004, p. 15-16, http://www.ohchr.org/Documents/Publications/FactSheet29en.pdf (accessed 30.11.2017)

[13]See note 2, art 2, para. 2

[14]ibid, art 12.2

[15]ICCPR, art 2

[16]UNGA, ‘Human rights defenders: note/by the Secretary-General’ (4 August 2010) UN Doc A/65/223, para.30

[17]See note 2, art. 1

[18]ibid, art. 10

[19]UNHRC, ‘Protect, respect and remedy: a framework for business and human rights: report of the Special Representative of the Secretary-General on the Issue of Human Rights and Transnational Corporations and Other Business Enterprises, John Ruggie’ (7 April 2008) UN Doc A/HRC/8/5

[20]UNHRC, ‘Report of the Special Representative of the Secretary General on the issue of human rights and transnational corporations and other business enterprises, John Ruggie’ (21 March 2011) UN Doc A/HRC/17/31 para. 22

[21]UNGA, ‘Human rights defenders: note/by the Secretary-General’ (19 July 2017) UN Doc A/72/170 para.28

[22]UNGA, ‘Situation of human rights defenders: note / by the Secretary-General’ (30 July 2015) UN Doc A/70/217 para.68

[23]See note 21, para. 25

[24]Office of the United Nations High Commissioner for Human Rights, Commentary to the Declaration on the Right and Responsibility of Individuals, Groups and Organs of Society to Promote and Protect Universally Recognized Human Rights and Fundamental Freedoms, 2011, p. 12, http://www.ohchr.org/Documents/Issues/Defenders/CommentarytoDeclarationondefendersJuly2011.pdf (accessed 30.11.2017)

[25]See note 16

[26]See note 11,  para. 44

[27]See note 24, p. 51

[28]ibid, p. 48

[29]UNGA, Optional Protocol to the Convention on the Elimination of All Forms of Discrimination Against Women, 6 October 1999, United Nations, Treaty Series, vol. 2131, p. 83, art 11

[30]UNGA, International Covenant on Economic, Social and Cultural Rights, International Covenant on Civil and Political Rights and Optional Protocol to the International Covenant on Civil and Political Rights, 16 December 1966, A/RES/2200, art 13

[31]UNGA, Optional Protocol to the Convention Against Torture and other Cruel, Inhuman and Degrading Treatment or Punishment, 9 January 2003, A/RES/57/199, art. 15

[32]See note 24, p. 51

[33]See note 2, art 12.2

[34]UNHRC, ‘Report of the Special Rapporteur on the situation of human rights defenders’ (23 January 2017) UN Doc A/HRC/34/52 para. 77

[35]Human Rights Committee (HRC), ‘The Relationship of the Human Rights Committee with Non-governmental Organizations’ (4 June 2012) UN Doc CCPR/C/104/3

[36]Human Rights Committee (HRC), ‘General comment no. 33, Obligations of States parties under the Optional Protocol to the International Covenant on Civil and Political Rights’ (25 June 2009), UN Doc CCPR/C/GC/33, para. 4

[37]UNHRC, ‘Protecting human rights defenders’ (12 April 2013) UN Doc A/HRC/RES/22/6 para.13 and UNHRC ‘Cooperation with the United Nations, its representatives and mechanisms in the field of human rights’ (27 September 2013) UN Doc A/HRC/RES/24/24 para. 1

[38]ibid, para. 1

[39]UNHRC, ‘Cooperation with the United Nations, its representatives and mechanisms in the field of human rights’ (12 October 2009) UN Doc A/HRC/RES/12/2, para. 3

[40]Committee of Ministers, ‘Resolution CM/Res(2010)25 on member states’ duty to respect and protect the right of individual application to the European Court of Human Rights’ (adopted on 10 November 2010), para. 1-2 and 4

[41]Σισιλιάνος Λ.-Α (εκδ.), Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου-Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, σελ. 660

[42]Mechenkov v Russia App 35421/05 (ECtHR 7 February 2008), para. 116

[43]Colibaba v Moldova App 29089/06 (ECtHR 23 October 2007), para. 32

[44]See note 24, p. 54

[45]ibid, p. 53

[46]OSCE Office for Democratic Institutions and Human Rights (ODIHR), Guidelines on the Protection of Human Rights Defenders, 2014, p. 121, para. 266, http://www.osce.org/odihr/guidelines-on-the-protection-of-human-rights-defenders?download=true (accessed 30.11.2017)

[47]ibid, para. 265

[48]UNGA, ‘Human rights defenders: note / by the Secretary-General’ (4 August 2009) UN Doc A/64/226, para. 93

[49]Declaration on the Elimination of All Forms of Intolerance and of Discrimination Based on Religion or Belief, UNGA Res A/RES/36/55 (Adopted 25 November 198) para. 6

[50]See note 48, para.91

[51]See note 46, p. 15 para. 72

[52]ibid., para. 70

[53]ibid.

[54]ibid.

[55]UN Commission on Human Rights, Human rights defenders, 1 October 2004, UN Doc A/59/401, para.75

[56]See note 24, p. 98

[57]Federal law no. 121-FZ of 20 July 2012 “on Introducing Amendments to Certain Legislative Acts of the Russian Federation Regarding the Regulation of the Activities of the Non-Commercial Organisations Performing Functions of a Foreign Agent” (“The Law on Foreign Agents”) (entered into force on 21 November 2012)

[58]F. Van der Vet and L. Lyytikäinen, ‘Violence and human rights in Russia: how human rights defenders develop their tactics in the face of danger, 2005–2013’, The International Journal of Human Rights, Vol. 19, no. 7, 979, 2015, p. 981-982

[59]CoE: Commissioner for Human Rights, ‘Third party intervention by the Council of Europe Commissioner for Human Rights before the European Court of Human Rights in the case ECODEFENCE and others v. Russia and 48 other applications’ (5 July 2017), CommDH(2017)22, p.  12, para. 40

[60]ibid., para. 39

[61]See note 48, para. 95

[62]See note 46, p. 99 para. 213

[63]E. Athanasiou, ‘The human rights defenders at the crossroads of the new century: Fighting for freedom and security in the OSCE area’, p. 18-19

[64]UNHRC, ‘Civil society space’ (3 October 2014) UN Doc A/HRC/RES/27/31, preamble

[65]See note 48, para. 94

[66]International service for human rights, ‘How to create and maintain the space for civil society: What works? (Joint Submission by 12 NGOs to the Office of the High Commissioner for Human Rights)’, 2015, p. 45, http://www.ohchr.org/Documents/AboutUs/CivilSociety/ReportHC/16_ISHR021015.pdf

[67]UDΗR art 8, ICCPR art 2.3 and 9.5, CAT art 13 and 14, CERD art 6, ECHR art 13, IACHR art 25

[68]See note 48, para.44

[69]idem

[70]See note 34, para.16

[71]See note 46, p. 46 para.70

[72]CoE: Commissioner for Human Rights, ‘Human rights defenders in the council of Europe area. Report of the round-table with human rights defenders’ (Strasbourg, 27-28 October 2011), CommDH(2012)21, para. 18

[73]Human Rights Watch, World Report 2017, events of 2016, 2017, p. 130, https://www.hrw.org/sites/default/files/world_report_download/wr2017-web.pdf(accessed 25.10.2017), p. 310-311

[74]J. Love, ‘Are we depoliticising economic power? wilful business irresponsibility and bureaucratic response by human rights defenders’, SUR-International journal on human rights vol. 20, no. 20 ,105, 2014, p. 106

[75]See note 16, para. 42

[76]See note 72, para. 18

[77]See note 46, p. 46 para. 72

[78]UNGA, ‘Situation of human rights defenders’ (3 August 2016) UN Doc A/71/281 para. 87

[79]See note 24, p.  90

[80]Human Rights Committee, ‘General Comment No. 31―Nature of the General Legal Obligation Imposed on States Parties to the Covenant’ (2004) UN Doc CCPR/C/21/Rev.1/Add.13, para.15

[81]See note 46, p. 50-51 para. 83

[82]See note 24, p.  89-90

[83]J.-M Pasqualucci, Τhe practice and procedure of the Inter-American Court of human rights, 2ded, New York, Cambridge University Press, 2013, p. 196

[84]Valle Jaramillo et al. v Colombia (Merits, Reparations, and Costs) (IACtHR, 27 November 2008) Ser. C. No. 192, para. 227(c)

[85]See note 83, p. 308

[86]ECHR, art. 46

[87]Βλ. οπ. παρ. 149, 150, 151

[88]See note 34, para. 16

[89]Katsora v Belarus (2010) Decision of the Human Rights Committee UN Doc CCPR/C/100/D/1383/2005

[90]UNHRC, ‘Report of the Special Rapporteur on the Promotion and Protection of the Right to Freedom of Opinion and Expression’ (30 April 2009) UN Doc A/HRC/11/4, para.8

[91]See note 24, p. 64

[92]UNHRC, ‘Report of the Special Rapporteur on the situation of human rights defenders, Margaret Sekaggya’ (21 December 2011) UN Doc A/HRC/19/55 para.34

[93]ibid

[94]OzgurGundem v Turkey App 23144/1993 (ECtHR 16 March 2000)

[95]OSCE/ODIHR, “The Responsibility of States”: Protection of Human Rights Defenders in the OSCE Region (2014–2016), p. 63, para. 189

[96]IACHR, ‘Report on the Situation of Human Rights Defenders in the Americas’ (7 March 2006) OEA/Ser.L/V/II.124, Doc. 5 rev.1, para. 81

[97]UN Human Rights Committee (HRC), General comment no. 34, Article 19, Freedoms of opinion and expression, 12 September 2011 para. 47

[98]βλ. οπ. παρ. 41, σελ. 484

[99]ibid

[100]See note 46, p. 73, para. 147

[101]PACE, National security and access to information (2 October 2013), Res 1954 (2013), para. 6 and 9.6

[102]ibid

[103]See note 46, p. 48, para. 74

[104]Stoll v Switzerland App 69698/01 (ECtHR 10 December 2007)

[105]UNHRC, ‘Annual report of the United Nations High Commissioner for Human Rights and reports of the Office of the High Commissioner and the Secretary-General’ (11 April 2016) UN Doc A/HRC/32/20, para.86a

[106]See note 21, para.38

[107]See note 78, para. 69

[108]Mukong v Cameroon (1994) Decision of the Human Rights Committee UN Doc CCPR/C/51/D/458/1991

[109]UNHRC, ‘Report of the Special Rapporteur on the promotion and protection of the right to freedom of opinion and expression’ (20 April 2010) UN Doc A/HRC/14/23, para. 79

[110]Cetin v. Turkey App (ECtHR 13 February 2003) para. 63

[111]UNHRC, ‘Report of the Special Rapporteur on the rights to freedom of peaceful assembly and of association’ (24 April 2013) UN Doc A/HRC/23/39 para. 80

[112]UDHR art 21, ICCPR art 21, ECHR art 11, IACHR art 15

[113]See note 46, p. 82, para. 167

[114]βλ. οπ. παρ. 41, σελ. 520

[115]UNGA, ‘Note by the Secretary-General: Human Rights Defenders’ (5 September 2006) UN Doc A/61/312 para. 31

[116]See note 24, p.  26

[117]βλ. οπ. παρ.  41, σελ. 520

[118]ODIHR–Venice Commission, Guidelines on Freedom of Peaceful Assembly, 2ed, 2010, p. 15, para. 2.1

[119]See note 24, p.  25

[120]See note 115, para.44

[121]ICCPR, art 21, ECHR 11 para. 2, IACHR 15

[122]ECHR, art 11.2

[123]See note 111, para. 81(c)

[124]See note 46, p. 82, para. 169

[125]ibid

[126]Zilibergerg v Moldova App 61821/00 (ECtHR 4 May 2004)

[127]ibid

[128]See note 118, para. 128

[129]See note 24, p. 73

[130]Oya Ataman v Turkey App 74552/01 (ECtHR 5 December 2006)

[131]UNGA, ‘Human rights defenders: note / by the Secretary-General’ (13 August 2007) UN Doc Α/62/225, para. 44

[132]UNHRC, ‘Report of the Special Rapporteur on the Rights to Freedom of Peaceful Assembly and of Association’ (21 May 2012) UN Doc A/HRC/20/27, para. 29

[133]UDHR art. 20, ECHR art. 11, IACHR art. 16, ICCPR art. 22

[134]International Labour Organization (ILO), Freedom of Association and Protection of the Right to Organise Convention, C87, 9 July 1948, C87

[135]Document of the Copenhagen Meeting of the Conference on the Human Dimension of the CSCE (adopted 29 June 1990) para. 9.3 and 10.3

[136]See note 48, para.20

[137]See note 12, p.7

[138]See note 132, para. 84b

[139]See note 135, para. 43

[140]See note 24, p. 37

[141]See note 46, p. 44, para. 65

[142]See note 132, para. 56

[143]See note 46, p. 92, para. 197

[144]See note 48, para.21

[145]βλ. οπ. παρ. 41, σελ. 536

[146]Sidiropoulos v Greece App 57/1997/841/1047 (ECtHR 10 July 1998)

[147]βλ. οπ. παρ. 41, σελ. 536

[148]Gorzelik and Others v Poland App 44158/98 (ECtHR 17 February 2004) para.93

[149]βλ. οπ. παρ. 41, σελ. 541

[150]Ramazanova and Others v Azerbaijan App 44363/02 (ECtHR 1 February 2007), para. 56-68

[151]ibid, p.  40

[152]See note 48, para. 68

[153]See note 48, para. 75

[154]See note 46, p. 93-94, para. 202

[155]βλ. οπ. παρ. 41, σελ. 542

[156]See note 48, para.82

[157]Amnesty International, Suppression of terrorism act undermines human rights in Swaziland, 2009, p. 19-2,  https://www.amnesty.org/en/documents/afr55/001/2009/en/ (accessed 2.12.2017)

[158]See note 63, p. 15

[159] Kavala v. Turkey App 28749/18 (ECtHR 10 December 2019)

[160]See note 73

[161]See note 48, para.28

[162]A. McChesney, ‘Promoting and Defending Economic, Social and Cultural Rights: A Handbook’, New York, AAAS, 2000, p. 63-64

[163]Natig Jafarov v Azerbaijan App 64581/16 (ECtHR 7 November 2019)

[164]See note 46, p. 104, para. 225

[165]See note 24, p. 53

[166]ibid

[167]See note 135, para. 10(4)

[168]See note 95, p. 97 para.298

[169]ibid, p. 99-100, para. 304-305

[170]ibid, p. 100-101, para. 308

[171]ibid, p. 101, para. 312

[172]ibid

[173]See note 95, p. 98, para. 302

[174]ibid

[175]See note 73, p. 218

[176]See note 11, para. 74

[177]See note 46, p.  109, para. 236

[178]See note 11, para. 74

[179]ibid, para. 75

[180]See note 95, p. 97, para. 300

[181]See note 46, p. 110, para. 239-240

[182]ibid., p. 112, para. 242

[183]ibid., p. 51-53, para. 85-89

[184]UN Human Rights Committee (HRC), ‘CCPR General Comment No. 16: Article 17 (Right to Privacy), The Right to Respect of Privacy, Family, Home and Correspondence, and Protection of Honour and Reputation’ (8 April 1988) para. 1

[185]See note 20

[186]See note 95, para. 318 and 322

[187]Szabo and Vissy v Hungary Αpp 37138/14 (ECtHR 12 January 2016)

[188]See note 95, p. 104 para.321-322

[189]Aliyev v Azerbaijan App 68762/14 and 71200/14 (ECtHR 20 September 2018)

[190] ibid

[191]UNGA, ‘Protection of human rights and fundamental freedoms while countering terrorism: note / by the Secretary-General’ (6 August 2008) UN Doc A/63/223, para. 34

[192] Khan v United Kingdom App 35394/97 (ECtHR 12 May 2000)

[193]See note 182, para.8

[194]DarmonSultanova v Uzbekistan (2006) Decision of Human Rights Committee UN Doc CCPR/C/86/D/915/2000, para.7.9

[195]See note 182, para. 8

[196]Council of Europe Commissioner for Human Rights, ‘4th Quarterly Activity Report 2013 by Nils Muižnieks, 1 October to 31 December 2013’ (12 February 2014), CommDH(2014)3, p. 20

[197]UNGA, ‘The right to privacy in the digital (18 December 2013) UN Doc A/RES/68/167, preamble

[198]See note 46, p. 119, para. 247

[199]Association for European Integration and Human Rights and Ekimdzhiev v Bulgaria App no. 62540/00 (ECtHR 28 June 2007), para. 76.

[200]Shimovolos v Russia App no. 30194/09 (ECtHR 21 June 2011)

[201]Declaration on digital tracking and other surveillance technologies (Adopted by the Committee of Ministers on 11 June 2013 at the 1173rd meeting of the Ministers’ Deputies) para. 2

[202]Basic Principles on the Role of Lawyers (Adopted by the Eighth United Nations Congress on the Prevention of Crime and the Treatment of Offenders, Havana, Cuba, 27 August to 7 September 1990)

[203]See note 46, p. 119-120, para. 257

[204]ISHR, ‘Model Law for the recognition and protection of human rights defenders’, 2017, http://www.ishr.ch/news/model-law (accessed 25.11.2017)

[205]UNHRC, ‘Protection of human rights defenders’ (15 April 2010) UN Doc A/HRC/RES/13/13, para. 5

[206]See note 21, para. 31

[207]See note 78, para. 91

[208]ibid, para. 97.c


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες