Η προστασία των ανηλίκων θυμάτων κακοποίησης από το ΕΔΔΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ

D.M.D. κατά Ρουμανίας της 3/10/2017 (αριθμ. προσφ. 23022/13)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Κακοποίηση παιδιού από πατέρα. Υπερβολική διάρκεια και αναποτελεσματικότητα της έρευνας. Μη επιδίκαση αυτεπάγγελτης αποζημίωσης από τα εγχώρια δικαστήρια στον ανήλικο παθόντα. Καταδίκη για εξευτελιστική μεταχείριση (κακοποίηση παιδιού) και του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ 

Άρθρο 3

Άρθρο 6

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, D.M.D., είναι Ρουμάνος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 2001 και ζει στο Βουκουρέστι (Ρουμανία).

Τον Φεβρουάριο του 2004 η μητέρα του προσφεύγοντος επικοινώνησε τηλεφωνικά με μια τηλεφωνική γραμμή προστασίας του παιδιού, αναφέροντας ότι ο σύζυγός της κακοποιούσε τον γιο τους. Μεταξύ του Μαρτίου και Ιουλίου 2004  υπέβαλλε επίσης στην αστυνομία πέντε καταγγελίες. Μετά την πέμπτη καταγγελία, οι αρχές εκκίνησαν ποινική έρευνα. Οι εισαγγελικές αρχές συνέλλεξαν αποδεικτικά στοιχεία από έξι μάρτυρες και εξέτασαν τις ψυχολογικές εκθέσεις, στοιχεία τα οποία οδήγησαν στη άσκηση ποινικής δίωξης του πατέρα του προσφεύγοντος τον Δεκέμβριο του 2007.

Η υπόθεση εξετάστηκε σε τρία επίπεδα δικαιοδοσίας. Ο πατέρας του προσφεύγοντος αθωώθηκε στον πρώτο στάδιο των διαδικασιών, και τα δικαστήρια διαπίστωσαν ότι η «περιστασιακά ακατάλληλη συμπεριφορά» του προς το γιο του δεν αποτελεί έγκλημα. Ωστόσο, μετά από μια σειρά απαλλαγών  λόγω ελλείψεων στις αποφάσεις των κατώτερων δικαστηρίων, τελικά το δικαστήριο του Βουκουρεστίου καταδίκασε τον πατέρα τον Απρίλιο του 2012 για κακοποίηση του παιδιού, τόσο σωματική όσο και ψυχολογική. Θεώρησε ότι η συμπεριφορά του ήταν πιο σοβαρή από εκείνη της «μεμονωμένης ή τυχαίας» βίας η οποία λαμβάνει χώρα όταν οι γονείς απλά τιμωρούν τα παιδιά τους.

Η διαδικασία τελικά ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 2012 κατόπιν αναίρεσης και από τα δύο εμπλεκόμενα μέρη. Το Εφετείο του Βουκουρεστίου επιβεβαίωσε ότι ο πατέρας είχε κακοποιήσει το παιδί του και τον καταδίκασε σε τριετή ποινή φυλάκισης. Η διάρκεια της ποινής μειώθηκε, καθώς λήφθηκε υπόψη η υπερβολική διάρκεια των διαδικασιών. Ο ενάγων και ο εισαγγελέας παραπονέθηκαν ότι δεν αποδόθηκε καμία αποζημίωση. Ωστόσο, το Εφετείο έκρινε ότι δεν όφειλε να εξετάσει το ζήτημα της αποζημίωσης και της βλάβης, καθώς ούτε ο προσφεύγων ούτε ο εισαγγελέας είχαν ζητήσει αποζημίωση ενώπιον των κατωτέρων δικαστηρίων. Οι γονείς του χώρισαν τον Σεπτέμβριο του 2004 και έμεινε στη μητέρα του από τότε.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 3 (εξευτελιστική μεταχείριση – κακοποίηση παιδιού)

Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσπαθήσουν να προστατεύσουν ρητά και συνολικά την αξιοπρέπεια των παιδιών. Στην πράξη αυτό απαιτεί ένα κατάλληλο νομικό πλαίσιο το οποίο να παρέχει προστασία των  κατά της ενδοοικογενειακής βίας, συμπεριλαμβανομένης της αποτελεσματικής αποτροπής σοβαρών παραβάσεων της προσωπικής ακεραιότητας, εύλογα μέτρα για την αποτροπή της κακομεταχείρισης τα οποία οι αρχές πρέπει να εφαρμόζουν ή πρέπει να έχουν γνώση και αποτελεσματικές επίσημες έρευνες, όταν ένα άτομο κακομεταχειρίζεται αδιαμφησβήτητα τρίτο.

Εντούτοις, στην περίπτωση του προσφεύγοντος, ελάχιστες ενέργειες έλαβαν χώρα μετά την καταγγελία στις αρχές προστασίας των παιδιών και μετά τις τέσσερις πρώτες καταγγελίες για ποινική δίωξη στην αστυνομία, δηλαδή κατά τη διάρκεια των τριών ετών και έξι μηνών που χρειάστηκε για να διεξαχθούν έρευνες και να ασκηθούν διώξεις στον πατέρα. Η συνολική διάρκεια της διαδικασίας, 8 έτη και 4 μήνες, ήταν υπερβολικά μεγάλη και η ευθύνη γι ‘αυτό δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να αποδοθεί στον προσφεύγοντα.

Δεύτερον, υπήρξαν αρκετές αδυναμίες στη διαδικασία. Ενώ τα δικαστήρια είχαν λάβει υπόψη την υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας κατά την καταδίκη του πατέρα, δεν απέδωσαν αποζημίωση στον προσφεύγοντα, παρά το γεγονός ότι υπέστη επίσης τις συνέπειες της μεγάλης καθυστέρησης της υπόθεσης. Επιπλέον, η προσέγγιση των δικαστηρίων στην παρούσα υπόθεση αναφορικά με την ενδοοικογενειακή κακοποίηση, προφανώς υποδηλώνοντας ότι «οι απομονωμένες και τυχαίες» πράξεις βίας θα μπορούσαν να είναι ανεκτές εντός της οικογένειας, δεν ήταν συμβατή ούτε με το εθνικό δίκαιο ούτε με τη Σύμβαση – τα οποία και απαγορεύουν την κακομεταχείριση, συμπεριλαμβανομένης της σωματικής τιμωρίας. Πράγματι, οποιαδήποτε δικαιολογία για την κακομεταχείριση ενός παιδιού, συμπεριλαμβανομένης της σωματικής τιμωρίας, υπονόμευε τον σεβασμό της αξιοπρέπειας των παιδιών.

Τέλος, ο προσφεύγων δεν έλαβε απολύτως καμία αποζημίωση για την κακοποίησή του.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έρευνα σχετικά με τους ισχυρισμούς περί κακοποίησης υπήρξε αναποτελεσματική, διότι είχε διαρκέσει πάρα πολύ και είχε σοβαρές ελλείψεις, κατά παράβαση του άρθρου 3. Ενόψει αυτής της διαπίστωσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε λόγος να εκδοθεί ξεχωριστή απόφαση σχετικά με την καταγγελία σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 αναφορικά με την υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας.

Άρθρο 6 § 1 (δίκαιη δίκη – αποτυχία απόδοσης αποζημίωσης)

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο (άρθρο 17 του Ποινικού Κώδικα), τα δικαστήρια ήταν υποχρεωμένα να αποφανθούν επί του ζητήματος της αποζημίωσης σε περίπτωση που το θύμα ήταν ανήλικος και ως εκ τούτου δεν είχε νομική ικανότητα, ακόμη και χωρίς ο ίδιος να έχει εκφράσει την επιθυμία να του καταβληθεί αποζημίωση. Λαμβάνοντας υπόψη μια τόσο σαφή διατύπωση στο εσωτερικό δίκαιο, το Εφετείο όφειλε να εξετάσει επί της ουσίας την καταγγελία του προσφεύγοντος σχετικά με την αποτυχία απόδοσης αποζημίωσης.

Αντιθέτως, απλά παρατήρησε και σχολίασε ότι ούτε ο προσφεύγων, ούτε ο εισαγγελέας δεν υπέβαλλαν αίτημα αποζημίωσης ενώπιον των κατώτερων δικαστηρίων, μη εξετάζοντας έτσι τον ρόλο των εγχώριων δικαστηρίων ή του εισαγγελέα για την εξασφάλιση του καλύτερου συμφέροντος του προσφεύγοντος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την μη δίκαιη δίκη, κατά παράβαση του άρθρου 6 § 1.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε, με τέσσερις ψήφους έναντι τρεις, ότι η Ρουμανία έπρεπε να καταβάλει στην προσφεύγουσα 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη, 1.326,69 ευρώ για δαπάνες και έξοδα που πραγματοποιήθηκαν στα εθνικά δικαστήρια και 2,347,50 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα και τις δαπάνες για τη προσφυγή ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Διαφορετικές απόψεις

Οι δικαστές De Gaetano, Pinto de Albuquerque και Motoc εξέφρασαν από κοινού άποψη. Οι Δικαστές Yudkivska, Ranzoni και Bošnjak εξέφρασαν κοινή μερικώς αντίθετη άποψη. Ο δικαστής Bošnjak επίσης εξέφρασε μια μερικώς σύμφωνη γνώμη. Οι γνώμες αυτές επισυνάπτονται στην απόφαση (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες