Υποχρέωση των κρατών να νομοθετήσουν τουλάχιστον μια μορφή ένωσης αστικού δικαίου για τα ομόφυλα ζευγάρια.

Aπόφαση:

OLIARI κ.α. κατά Ιταλίας, 21.07.2015, (Αριθ. Προσφυγής 18766/11 και 36030/11), που δημοσιεύθηκε στο ΝοΒ (2015) 63, σελ. 1588-1599, με σχόλια του Βασίλη Χειρδάρη

 

Περίληψη :

Νομική αναγνώριση ομόφυλων ζευγαριών. Τα ζευγάρια ιδίου φύλου είναι εξίσου ικανά με τα ετερόφυλα ζευγάρια να διατηρούν σταθερές, μόνιμες σχέσεις, και έχουν την ίδια ανάγκη για νομική αναγνώριση και προστασία της σχέσης τους. Οι σταθερές σχέσεις στοιχειοθετούνται και χωρίς συμβίωση και η ύπαρξή τους είναι ανεξάρτητη από τη συμβίωση.

Υποχρέωση νομοθετικού πλαισίου για το σύμφωνο συμβίωσης. Αποτελεί θετική υποχρέωση των κρατών μελών που έχουν υπογράψει την ΕΣΔΑ η διασφάλιση του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής των προσφευγόντων, ιδίως μέσω της πρόβλεψης και παροχής ενός νομικού πλαισίου, το οποίο αναγνωρίζει την σχέση τους και την προστατεύει βάσει του εθνικού δικαίου. Το ελάχιστο δε της προστασίας παρέχεται μέσω του συμφώνου συμβίωσης που το έχει θεσμοθετήσει η πλειοψηφία των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Το δικαίωμα τελέσεως γάμου από ομόφυλα ζευγάρια και η νομική αναγνώριση της σχέσης τους. Το δικαίωμα κάποιου να τελέσει γάμο δεν θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να ανήκει αποκλειστικά και μόνο σε δύο άτομα του αντίθετου φύλου. Tα ζευγάρια ίδιου φύλου, έχουν ιδιαίτερο συμφέρον να αποκτήσουν την δυνατότητα να συνάψουν μία μορφή ένωσης αστικού δικαίου, δεδομένου ότι αυτός είναι ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος με τον οποίο θα αναγνωριζόταν η σχέση τους νομικά και ο οποίος θα τους εξασφάλιζε και την ανάλογη προστασία, με τα βασικά δικαιώματα που απολαμβάνει ένα ζευγάρι σε μια σταθερή και αποκλειστική σχέση. Το άρθρο 12 της ΕΣΔΑ δεν επιβάλλει υποχρέωση να χορηγήσει ένα κράτος μέλος σε ζευγάρι του ιδίου φύλου την πρόσβαση στο γάμο.

Καταδικάζεται η Ιταλία για παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ γιατί δεν έχει θεσπίσει νομικό πλαίσιο για νομική αναγνώριση των ομοφύλων ζευγαριών τουλάχιστον στο επίπεδο του συμφώνου συμβίωσης, υπερβαίνοντας έτσι το περιθώριο εκτίμησης που διαθέτει, παραβιάζοντας την θετική της υποχρέωση να διασφαλίσει ότι οι προσφεύγοντες θα έχουν στη διάθεσή τους ένα συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο για την αναγνώριση και την προστασία των σχέσεων τους με άτομα του ίδιου φύλου (Άρθρα 8, 12 και 14 ΕΣΔΑ).

Σχόλιο:

Υποχρέωση των κρατών να νομοθετούν τουλάχιστον σε μία μορφή σύνδεσης του αστικού δικαίου για τους ομοφυλόφιλους ζευγάρια.

Οι έξι προσφεύγοντες είναι όλοι ομόφυλοι άνδρες που ζουν ως ζευγάρια στην Ιταλία. Κατήγγειλαν στις δύο (συνεκδικασθείσες) προσφυγές τους κατά της Ιταλίας ότι δεν υπήρχε νομοθετικό πλαίσιο για να συνάψουν γάμο ή να προβούν σε οποιαδήποτε άλλης μορφής αστική ένωση, όπως σύμφωνο συμβίωσης ή άλλο είδος ή μορφή, και ως εκ τούτου, είχαν δυσμενή μεταχείριση και διάκριση λόγω του σεξουαλικού τους προσανατολισμού, και έτσι υπήρξε παραβίαση των άρθρων 8 (δικαίωμα σεβασμού ατομικής και οικογενειακής ζωής), 12 (δικαίωμα στο γάμο) και 14 (απαγόρευση διακρίσεων) της ΕΣΔΑ.

Στην απόφασή του, το ΕΔΔΑ προβαίνει, για πρώτη φορά, στην διαπίστωση ότι η αδυναμία των ομόφυλων ζευγαριών να αποκτήσουν κάποια μορφή νομικής αναγνώρισης των σχέσεων τους, σε μια χώρα που θεσμοθετεί μόνο το γάμο για τα διαφορετικού φύλου ζευγάρια, ισοδυναμεί με παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Κατά συνέπεια, ο νομοθέτης υποχρεούται να παράσχει στα ζευγάρια του ιδίου φύλου την απρόσκοπτη πρόσβαση σε κάποια μορφή αστικής ένωσης που θα κατοχυρώνει νομικά την σχέση και τα δικαιώματά τους.

Η απόφαση είναι μια σημαντική εξέλιξη στη νομολογία του Δικαστηρίου. Υπερβαίνει την απόφαση Βαλλιανάτος και άλλοι κατά Ελλάδος[1] της 7.11.2013, στην οποία το τμήμα Μείζονος Συνθέσεως του Δικαστηρίου διαπίστωσε ότι θεσμοθετώντας το «Σύμφωνο Συμβίωσης» μόνον για διαφορετικού φύλου ζευγάρια αλλά όχι και για ζευγάρια του ιδίου φύλου, παραβιάστηκε[2] το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης (ΕΣΔΑ). Στην παρουσιαζόμενη υπόθεση το Στρασβούργο κάνει ένα βήμα περισσότερο και νομολογεί ότι απορρέει από το ίδιο άρθρο 8 η θετική υποχρέωση του κράτους να παρέχει στα ομόφυλα ζευγάρια μια οποιαδήποτε μορφή νομικής αναγνώρισης. H απουσία ενός νομικού πλαισίου αναγνώρισης των σχέσεων των ομοφύλων παραβιάζει το δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής τους, όπως αυτό προβλέπεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο άρθρο 8. Τοποθετεί δηλαδή τα ομόφυλα ζευγάρια μέσα σε ένα υποχρεωτικό πλαίσιο νομιμότητας, αφήνοντας στο κράτος μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης την διακριτική ευχέρεια της επιλογής του είδους του πλαισίου. Η θετική υποχρέωση όμως στην νομική αναγνώριση αποτελεί την νέα εξέλιξη και η υποχρέωση στην παροχή νομιμότητας το παραπάνω βήμα για τα ζευγάρια αυτά.

Έτσι τα ζευγάρια ίδιου φύλου τοποθετούνται στα ευρωπαϊκά κοινωνικά πλαίσια μέσα στις θέσεις της νομιμότητας και περιβάλλονται από θεσμικό πλαίσιο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Αναμφίβολα θετική και ουσιαστική εξέλιξη. Είναι όμως αρκετή; Άραγε εναρμονίζεται η νομολογία του Στρασβούργου με τις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας και πραγματικότητας ή αποτελεί η εξέλιξη αυτή ένα θετικό μεν πλην όμως ανεπαρκές ή δειλό βήμα προς τα μπροστά;

Η συλλογιστική του Δικαστηρίου επικεντρώθηκε κυριαρχικά στην ανάλυση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ και ειδικότερα στην ασυμφωνία μεταξύ κοινωνικής πραγματικότητας και της νομοθεσίας και τόνισε τη σύγκρουση ανάμεσα στην κοινωνική πραγματικότητα των προσφευγόντων, οι οποίοι ζουν ήδη σε μια μόνιμη σταθερή σχέση, υφισταμένου ενός status quo, και την σιωπή του νόμου.

 Η απόφαση αυτή αποτελεί μία θετική ερμηνευτική προσέγγιση του Δικαστηρίου του Στρασβούργου προς την πλευρά της ανάπτυξης της προστατευτικής εμβέλειας του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Στο άρθρο αυτό εντάσσεται πλέον η προάσπιση της συμβίωσης των ομοφύλων ζευγαριών, ενισχύοντας σημαντικά τα δικαιώματα των σεξουαλικών μειονοτήτων, καθώς αναγνωρίζεται μια θετική υποχρέωση των κρατών να νομιμοποιήσουν σχέσεις που μέχρι πρότινος διέθεταν μια κρατική και κοινωνική επιφυλακτικότητα. Με την απόφαση αυτή η συλλογιστική του Δικαστηρίου κάνει βήματα μπροστά με την υποχρέωση των κρατών μελών να εφαρμόσουν ένα τουλάχιστον νομικό πλαίσιο που ρυθμίζει τις σχέσεις του ιδίου φύλου, δημιουργώντας πιά αναγνωρισμένες νομικά σχέσεις. Με τον τρόπο αυτό η απόφαση Oliari κ.α. κατά Ιταλίας συνεχίζει την αναπτυξιακή συλλογιστική των δικαιωμάτων του άρθρου 8 των αποφάσεων Shalk και Kopf κατά Αυστρίας και Βαλλιανάτος και άλλοι κατά Ελλάδας.

Παρ’ όλα αυτά, η μεθοδολογία που εφαρμόζεται από το Δικαστήριο να φτάσει σε αυτό το θετικό αποτέλεσμα είναι συζητήσιμη. Το Στρασβούργο αποφάσισε να αναλύσει μια ενδεχόμενη παράβαση του άρθρου 8 μόνον, αν και οι περισσότεροι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου αυτού, σε συνδυασμό με το άρθρο 14. Με τον τρόπο αυτό, οι δικαστές προσέγγισαν την υπόθεση με βάση την έρευνα του σεβασμού του δικαιώματος της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής υπό το πρίσμα όμως της αρχής της μη διάκρισης.

Έτσι όμως το ΕΔΔΑ έχασε την ευκαιρία να ελέγξει ουσιαστικά κατά πόσον η Ιταλία πληρούσε το κριτήριο της απαγόρευσης των διακρίσεων σύμφωνα με το άρθρο 14, εξετάζοντας εάν η κυβέρνηση αντιμετώπισε θέματα σε παρόμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό, απλά και μόνο λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού, και, σε καταφατική περίπτωση, αν το κράτος είχε ιδιαίτερα πειστικές και σοβαρές εξηγήσεις για τέτοιου είδους διαφορετική αντιμετώπιση ή διάκριση.

Επιπλέον, καθορίζεται μια γενική ανάγκη για νομική αναγνώριση και προστασία των βασικών δικαιωμάτων των προσφευγόντων[3], η απόφαση όμως δεν προβλέπει ποια δικαιώματα και υποχρεώσεις θα πρέπει να ενσωματώνονται στον επιλεγμένο νομικό πλαίσιο αναγώρισης της ομοφυλικής σχέσης. Με τον τρόπο αυτό, καταλείποντας το ΕΔΔΑ το κομμάτι αυτό στην διακριτική ευχέρεια του κράτους μέλους, δεν εξυπηρετεί μία ομοιογενή αντιμετώπιση του θέματος σε πανευρωπαικό επίπεδο και διευκολύνει τις διαφοροποιήσεις, αποδυναμώνοντας την δυναμική του δικαιώματος.

Το ΕΔΔΑ αποφεύγει ουσιαστικά να αγγίζει την υπόθεση της αναγνώρισης του γάμου στα ομόφυλα ζευγάρια, παρά την ύπαρξη σχετικού αιτήματος εκ μέρους των προσφευγόντων. Το Στρασβούργο στο θέμα αυτό τονίζει σε ένα θετικό πλαίσιο ότι το άρθρο 12 διαθέτει προστατευτική εμβέλεια η οποία δεν ανήκει αποκλειστικά στη σύναψη γάμου μόνον μεταξύ δύο ατόμων διαφορετικού φύλου. Επομένως συνάγεται συμπέρασμα ότι η εμβέλεια του δικαιώματος μπορεί να προστατεύσει και γάμο μεταξύ δύο ομοφύλων. Όμως το ΕΔΔΑ διατηρεί την άποψη ότι το άρθρο αυτό δεν επιβάλλει στις κυβερνήσεις την υποχρέωση να χορηγήσουν πρόσβαση στο γάμο. Έτσι όμως δεν σημειώνει καμία απολύτως πρόοδο από προηγούμενες υποθέσεις[4]. Αντίθετα προβαίνει και σε βήμα προς τα πίσω, θεωρώντας την αιτίαση για παραβίαση του άρθρου 12 ως απαράδεκτη, ενώ στην απόφαση Shalk και Kopf κατά Αυστρίας της 24.6.10 την είχε κρίνει παραδεκτή και την είχε απορρίψει κατ’ ουσία, μη βρίσκοντας καμία παραβίαση.

 Η προσέγγιση του Στρασβούργου στο θέμα της αναγνώρισης των γάμων των ομοφύλων μέσα από νομοθετικό πλαίσιο διαθέτει δύο εγγενείς αντιφάσεις.

Η πρώτη σχετίζεται με την αριθμητική συλλογιστική, που συνοψίζεται στο ότι αφού τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, που έχουν αναγνωρίσει νομοθετικά με ρητό τρόπο τον γάμο μεταξύ ομοφύλων δεν αποτελούν την πλειοψηφία (αφού 11 από τα 47 μέλη έχουν αναγνωρίσει τον γάμο αυτό και άρα δεν υπερβαίνουν το 50%) είναι μη ώριμη μια ερμηνευτική προσέγγιση για θετική υποχρέωση των κρατών μελών να θεσπίσουν νομοθετικό πλαίσιο αναγνώρισης των γάμων αυτών και να ενταχθεί αυτή η υποχρέωση στην προστατευτική εμβέλια του άρθρου 12 της ΕΣΔΑ.

Η συλλογιστική αυτή αντιβαίνει την ίδια την ουσία και τον πυρήνα των ατομικών δικαιωμάτων, αφού η προστασία τους δεν μπορεί να επαφίεται στις αριθμητικές πλειοψηφίες, αφού τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν θεσπιστεί για να προστατεύουν κυριαρχικά τις μειοψηφίες που υφίστανται την προσβολή του δικαιώματος και χρήζουν προστασίας. Αν π.χ. η πλειοψηφία των κρατών μελών δεν θέσπιζε απαγορευτικό νομικό πλαίσιο για τα βασανιστήρια, το ΕΔΔΑ δεν θα καταδίκαζε το κράτος που εφήρμοζε τέτοιου είδους πρακτική σε βάρος πολίτη του, με το σκεπτικό ότι δεν υπάρχει ρητή νομοθεσία για απαγόρευση των βασανιστηρίων τουλάχιστον στα μισά από τα κράτη του Συμβουλίου της Ευρώπης;

Η ύπαρξη παραβίασης ενός ατομικού δικαιώματος δεν κρίνεται από την πλειοψηφική αποδοχή ή θεσμοθέτησή του, αλλά από πραγματικά γεγονότα, στα οποία μπορεί να στηριχθεί η κρίση ενός δικαστηρίου. Εαν αφεθεί η προστασία ενός δικαιώματος στις δημοκρατικές πλειοψηφικές διαδικασίες, το ίδιο το δικαίωμα θα απωλέσει την προστατευτική του εμβέλεια, αφού κάθε φορά αυτό θα εξαρτάται από την εκάστοτε διάθεση της πλειοψηφίας, και ουσιαστικά θα ακυρωθεί από τις διαδικασίες. Το δικαίωμα διαθέτει αυθυπαρξία που θεμελιώνεται σε θεσμοθετημένο κανόνα και η εφαρμογή του δεν είναι θέμα πλειοψηφίας ή αριθμητικής, αλλά αποτελεί υποχρέωση του Δικαστηρίου που οφείλει να εφαρμόσει τον κανόνα και να προστατεύσει το δικαίωμα ανεξάρτητα από οιουσδήποτε εξωτερικούς παράγοντες .

Η δεύτερη αφορά την ερμηνεία του άρθρου 12, στην οποία το Δικαστήριο του Στρασβούργου ενώ αναγνωρίζει ρητά[5] ότι το προστατευόμενο δικαίωμα σε γάμο του άρθρου αυτού σε καμμία περίπτωση δεν ανήκει αποκλειστικά και μόνον σε δύο άτομα διαφορετικού φύλου, άρα ανήκει και σε άτομα ίδιου φύλου, όχι μόνον το συμπέρασμα αυτό δεν το αποτυπώνει στην απόφασή του αλλά αρνείται, μέσω της απόρριψης του σχετικού αιτήματος ως προδήλως αβασίμου, να το εντάξει σε ουσιαστική συζήτηση. Δηλαδή ενώ αναγνωρίζει το δικαίωμα των ομοφύλων ζευγαριών σε γάμο και ότι ο πυρήνας του δικαιώματος αυτού θεμελιώνεται στο άρθρο 12, αυτό το ίδιο δικαίωμα το θέτει εκτός εκδίκασης της υπόθεσης και αναμένει να το εντάξει στο μέλλον όταν (και εφόσον) η πλειοψηφία των κρατών μελών θα το θεσμοθετήσουν ως ρητό δικαίωμα στα νομικά τους συστήματα!

Η παραπάνω συλλογιστική του Στρασβούργου αντιβαίνει σαφέστατα την υποχρέωση του ΕΔΔΑ να προασπίζει και να αναπτύσσει τα δικαιώματα του ανθρώπου, όπως αναφέρεται ρητά στο προοίμιο της ΕΣΔΑ. Ετσι το ίδιο το Δικαστήριο, που υποχρεούται όχι μόνον να εφαρμόσει την ΕΣΔΑ αλλά να προσπίζει και να αναπτύξει νομολογιακά τα δικαιώματα που θεσπίζονται σε αυτήν, αγνοεί την βασική του Συμβασιακή υποχρέωση[6] και νομολογιακά μειώνει ή και ακυρώνει την προστατευτική εμβέλεια του άρθρου 12 της ΕΣΔΑ.

Μιά επιπλέον επισήμανση εδώ είναι ότι δίνοντας την εξουσία διαθέσεως του θεμελιώδους δικαιώματος σε γάμο στην πλειοψηφία των κρατών, καθιστά κυριαρχικό κριτή της εφαρμογής του δικαιώματος τους θύτες (κράτη), αδιαφορώντας για τα θύματα (προσφεύγοντες), οι οποίοι και υφίστανται τις συνέπειες της παραβίασης. Αραγε εάν υπάρχει παραβίαση για πιό λόγο η αναμονή;

Υπάρχει όμως και μια σημαντική εξέλιξη στο δικαίωμα αυτό αλλά όχι από την Ευρώπη αλλά από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ στην πρόσφατη απόφαση ορόσημο[7] Obergefell v. Hodges της 26.6.2015 αναγνωρίζει ως συνταγματικό δικαίωμα τον γάμο στα ομόφυλα ζευγάρια. Οι σκέψεις που κάνει είναι εξαιρετικά αξιόλογες και ενσωματώνουν την σύγχρονη πραγματικότητα στην κρίση του Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αναβαθμίζει τα δικαιώματα των πολιτών έναντι στη νομοθετική παραγωγή των Πολιτειών των ΗΠΑ και αναφέρει ότι οι πολίτες δεν μπορούν να αναμένουν την δράση του νομοθέτη και ότι το Σύνταγμα εφαρμόζεται πέραν από τις μεταστροφές των πολιτικών αντιπαλοτήτων και είναι πέραν από την προσιτότητα των πλειοψηφιών και των κρατικών λειτουργών. Μία νομολογιακή προσέγγιση αντίθετη και πιο προχωρημένη από την πιο πάνω θέση του Στρασβούργου.

Το Δικαστήριο αυτό προβαίνει σε μια διαφορετική και ενδιαφέρουσα προσέγγιση στο θέμα του γάμου των ομοφύλων. Υπογραμμίζει ότι το δικαίωμα στο γάμο είναι «συνυφασμένο με την αρχή της ατομικής αυτονομίας». Κατά την απόφαση αυτή ο γάμος πρέπει να αποδοθεί στις ατομικές επιλογές και στην ελευθερία του ατόμου να κάνει ελεύθερα βασικές επιλογές για την προσωπική του ζωή.

Μιά δεύτερη ενδιαφέρουσα προσέγγιση αποτελεί η σκέψη ότι το δικαίωμα στο γάμο είναι ένα θεμελιώδες δικαίωμα, επειδή στηρίζει, μια ένωση που δεσμεύει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη δύο άτομα μεταξύ τους. Ο γάμος δεν δίνει το δικαίωμα σε μια σταθερή ένωση μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων, αλλά όλων των ατόμων[8] χωρίς διάκριση, δεδομένου ότι ο θεσμός αποτελεί γενικό δικαίωμα όλων των ατόμων[9]. Και ολοκληρώνει τη σκέψη του το Δικαστήριο αυτό με το συμπέρασμα ότι ο αποκλεισμός ζευγαριών του ιδίου φύλου από το γάμο έρχεται σε αντίθεση με μια κεντρική παραδοχή[10] του ίδιου δικαιώματος να παντρευτούν.

Τέλος το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ προσθέτει στην επιχειρηματολογία του την σκέψη ότι το δικαίωμα σε γάμο έχει τη βάση του στην αρχή της ισότητας (ίσης προστασίας) και τονίζει επίσης τη στενή σχέση μεταξύ της ισότητας και της ελευθερίας, παρατηρώντας ότι οι νόμοι που απαγορεύουν την αναγνώριση των γάμων των ομοφύλων, όχι μόνο περιορίζουν την ελευθερία τους, αλλά και το δικαίωμά τους να προστατεύονται εξίσου. Η τελευταία αυτή νομολογιακή προσέγγιση είναι σίγουρα μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και σπουδαίες πτυχές της απόφασης αφού για πρώτη φορά το Δικαστήριο αυτό συνδιάζει την αναγνώριση των δικαιωμάτων των ομόφυλων ζευγαριών με την αρχή της ισότητας.

Η πολύ πρόσφατη αυτή απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, οι σύγχρονες εξελίξεις στο θέμα των γάμων των ομοφύλων και οι αλλαγές στην κοινωνία επιβάλλουν μια διαφορετική προσέγγιση από αυτή του Στρασβούργου στο θέμα της αναγνώρισης των γάμων στους ομοφύλους. Τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν αποτελούν ζητήματα αριθμητικής ή ποσοστώσεων, πολύ δε περισσότερο δεν μπορεί να καταλείπεται η εφαρμογή τους από τις διαθέσεις των οποιοδήποτε πλειοψηφιών.

Το Στρασβούργο με την παρουσιαζόμενη απόφαση έκανε ένα βήμα μπροστά. Όχι μεγάλο, ούτε και επαρκές. Είναι όμως μια θετική εξέλιξη. Δεν αρκεί. Η εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην πράξη απαιτεί πιο ουσιαστική προσέγγιση και μεγαλύτερη τολμηρότητα στις αποφάσεις. Πολύ δε περισσότερο όταν αυτός που αποφασίζει έχει ως μοναδικό σκοπό την προάσπιση και την ανάπτυξη των δικαιωμάτων των ευρωπαίων πολιτών. Δεν αποτελεί δικαίωμα του Δικαστηρίου του Στρασβούργου η ουσιαστική εφαρμογή των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων της ΕΣΔΑ, αλλά πρωταρχική υποχρέωση και καθήκον του.

 

 

[1]. ΝοΒ 2014. 776 επ. με σχόλιο Β. Χειρδάρη.

[2] Από την Ελλάδα

[3]. Βλ. § 177.

[4]. Όπως οι αποφάσεις Shalk και Kopf κατά Αυστρίας της 24.6.2010 και Hämäläinen κατά Φινλανδίας της 16.7.2014.

[5]. Βλ. § 191 της παρουσιαζόμενης απόφασης.

[6]. προοίμιο της ΕΣΔΑ.

[7]. www.supremecourt.gov/opinions/14pdf/14-556_3204.pdf.

[8]. Βλ. Και απόφαση Ανωτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ Lawrence v. Texas, 539 U.S. 558 (2003).

[9]. Tribe L.H., Lawrence v. Texas: The “Fundamental Right” that Dare Not Speak Its Name, in 117 Harv. L. Rev. 1893 (2004).

[10] Άλλως τον πυρήνα του δικαιώματος

 

 

 

 

[1]. ΝοΒ 2014. 776 επ. με σχόλιο Β. Χειρδάρη.

[2] Από την Ελλάδα

[3]. Βλ. § 177.

[4] . Όπως οι αποφάσεις Shalk και Kopf  κατά Αυστρία της 24.6.2010 και Hämäläinen κατά Φινλανδίας της 16.7.2014.

[5] . Βλ. § 191 της παρουσιαζόμενης απόφασης.

[6] . πρόμιμιο της ΕΔΔΑ.

[7] . www.supremecourt.gov/opinions/14pdf/14-556_3204.pdf.

[8] . Βλ. Και απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, Lawrence v. Texas,  539 US 558 (2003).

[9] . Φυλή LH, Lawrence v. Texas:  Το “Θεμελιώδες δικαίωμα” που δεν το μιλάει το όνομα του , στο 117  Harv. L. Rev.  1893 (2004).

[10] Άλλος τον πυρήνα του δικαιώματος


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες