Αστυνομικοί έγδυσαν δύο γυναίκες σε αστυνομικό τμήμα. Οι επιεικείς ποινές που τους επιβλήθηκαν είναι ασυμβίβαστες με την ρητή απαγόρευση της αστυνομικής κακομεταχείρισης

ΑΠΟΦΑΣΗ

O.R. και L.R. κατά Δημοκρατίας της Μολδαβίας της 30.10.2018 (αριθ. προσφ. 24129/11)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Σύλληψη δύο γυναικών μετά από διαδήλωση. Αστυνομικοί στο αστυνομικό τμήμα τις έγδυσαν και τις υπέβαλαν σε βαθιά καθίσματα (sit-ups) με ανοικτές πόρτες. Μετά από πολλά χρόνια ασκήθηκαν ποινικές διώξεις και οι δύο αστυνομικοί καταδικάστηκαν για βασανιστήρια των προσφευγουσών με την ελάχιστη προβλεπόμενη ποινή των 5 ετών φυλάκισης με τριετή αναστολή. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε αναποτελεσματική έρευνα της υπόθεσης και ότι οι επιβληθείσες ποινές ήταν εξαιρετικά επιεικείς και ότι αυτή η αντιμετώπιση των αστυνομικών που κατηγορούνται για ένα πολύ σοβαρό έγκλημα είναι ασυμβίβαστη με το στόχο της πρόληψης μελλοντικών περιπτώσεων κακομεταχείρισης από την αστυνομία. Εξ άλλου οι αστυνομικοί ούτε καν τιμωρήθηκαν πειθαρχικά. Το Στρασβούργο διαπιστώνει παραβίαση της διαδικαστικής πτυχής (έρευνα) του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΗ 

Άρθρο 3

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Οι προσφεύγουσες, κα O.R. και η κα L.R., είναι δύο υπήκοοι της Μολδαβίας οι οποίες γεννήθηκαν το 1979 και το 1987 αντίστοιχα.

Η υπόθεση αφορά τη διερεύνηση του ισχυρισμού τους ότι αναγκάστηκαν από την αστυνομία να γδυθούν και να κάνουν καθίσματα όταν συνελήφθησαν στο πλαίσιο ευρείας κλίμακας αναταραχών στη Μολδαβία το 2009.

Οι προσφεύγουσες συνελήφθησαν στις 7 Απριλίου 2009 ύστερα από διαμαρτυρίες εκατοντάδων νέων Μολδαβών κατά των γενικών εκλογών. Ισχυρίζονται ότι μεταφέρθηκαν σε αστυνομικό τμήμα του Κισινάου και μαζί με άλλους, διατάχτηκαν να στρέψουν τα πρόσωπά τους στον τοίχο και να μην κοιτάξουν στα πλάγια. Εκείνοι που παράκουσαν κτυπήθηκαν. Οι προσφεύγουσες άκουσαν τα κτυπήματα σε ένα παρακείμενο δωμάτιο. Αφού υπέγραψαν την έκθεση σύλληψης υπό απειλές, ένας υπάλληλος τις συνόδευσε σε άλλο δωμάτιο. Δύο αστυνομικοί τις διέταξαν να γδυθούν και να κάνουν καθίσματα (sit-ups) ενώ ήταν γυμνές, ενώ και οι αστυνομικοί γέλαγαν. Η πόρτα παρέμεινε εν μέρει ανοιχτή καθ’όλη τη διαδικασία. Ένας αστυνομικός φέρεται να κάλεσε την πρώτη  προσφεύγουσα πόρνη.

Τελικά αφέθηκαν ελεύθερες στις 13 Απριλίου 2009.

Λίγο αργότερα υπήρχαν αναφορές στον τύπο για το περιστατικό και διεξήχθη εσωτερική έρευνα κατά τη διάρκεια της οποίας οι προσφεύγουσες εξετάστηκαν και ερωτήθηκαν.  Εννέα μήνες αργότερα οι διωκτικές αρχές άσκησαν ποινική δίωξη σε τρεις αστυνομικούς. Το 2013, δύο από τους αστυνομικούς, οι οποίοι τις είχαν διατάξει να βγάλουν τα ρούχα τους, καταδικάστηκαν για ψυχολογική κακομεταχείριση των προσφευγουσών σε πενταετή ποινή φυλάκισης με αναστολή. Εν τω μεταξύ, ο εισαγγελέας είχε θέσει την υπόθεση στο αρχείο  κατά του αστυνομικού που τις συνόδευε, διαπιστώνοντας ότι οι ενέργειές του δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως βασανιστήρια. Επιπλέον, ο αστυνομικός είχε σαφώς υπερβεί τις εξουσίες του, αλλά αυτό ήταν διοικητικό αδίκημα το οποίο είχε ήδη παραγραφεί.

Οι εφέσεις των προσφευγουσών κατά των αποφάσεων αυτών κρίθηκαν όλες ανεπιτυχείς. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, κανένας από τους τρεις αστυνομικούς δεν είχε ανασταλεί από τα καθήκοντά του.

Βασιζόμενες στο άρθρο 3 (απαγόρευση βασανιστηρίων και απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης), οι προσφεύγουσες  ισχυρίζονται ότι η έρευνα για την κακομεταχείριση τους ήταν αναποτελεσματική και ότι οι αστυνομικοί παρέμειναν ατιμώρητοι.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το ΕΔΔΑ εκτιμά ότι, όταν ένα πρόσωπο προβάλλει αξιόπιστα ότι έχει υποστεί μεταχείριση που παραβιάζει το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ από την αστυνομία ή άλλους υπαλλήλους του κράτους, η διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τη γενική υποχρέωση του κράτους βάσει του άρθρου 1 της Σύμβασης να «εξασφαλίζει σε όλους τους πολίτες της δικαιοδοσίας τους τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που ορίζονται στην … σύμβαση», απαιτεί εμμέσως την ύπαρξη αποτελεσματικής επίσημης έρευνας. Όπως και με την έρευνα βάσει του άρθρου 2, η έρευνα αυτή πρέπει να είναι ικανή να οδηγήσει στον εντοπισμό και την τιμωρία των υπευθύνων. Διαφορετικά, η γενική απαγόρευση των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης και εξευτελιστικής  μεταχείρισης και τιμωρίας, παρά τη θεμελιώδη σημασία της, θα ήταν άνευ αξίας.

Το ΕΔΔΑ επισημαίνει ότι παρά τις συγκεκριμένες πληροφορίες που δείχνουν ότι οι προσφεύγουσες είχαν υποστεί ψυχολογική βία, οι  εισαγγελείς αντέδρασαν μόνο στην επίσημη καταγγελία που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες στις 23 Ιουλίου 2009 και δεν αντέδρασαν άμεσα κατά τη διάρκεια των κρίσιμων πρώτων τριών μηνών μετά την ενημέρωση των πληροφοριών σχετικά με το φερόμενο αδίκημα (23 Απριλίου-23 Ιουλίου 2009) θέτοντας με αυτό τον τρόπο σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα της έρευνας. Πλέον αυτών η έρευνα ήταν επιφανειακή και με πολλές  ελλείψεις.

Το ΕΔΔΑ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, ενόψει της καθυστερημένης και επιφανειακής εσωτερικής έρευνας, σε συνδυασμό με την απουσία εύλογης ποινικής έρευνας μέχρι και εννέα μήνες μετά την ενημέρωση των αρχών σχετικά με το φερόμενο αδίκημα, η διεξαχθείσα έρευνα ήταν  αναποτελεσματική.  Κατά το ΕΔΔΑ  οι προσφεύγουσες παρέμειναν σε κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την έκβαση της διαδικασίας για σχεδόν τεσσεράμισι χρόνια.

Τα εθνικά δικαστήρια παρά το γεγονός ότι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι προσφεύγουσες είχαν υποστεί κακομεταχείριση καταδίκασαν  τελικά τους δύο αξιωματικούς της αστυνομίας με την ελάχιστη επιτρεπόμενη από το νόμο ποινή (πενταετή φυλάκιση). Επιπλέον, θεώρησαν αναγκαίο να τους απαλλάξουν από το να εκτίσουν οποιοδήποτε μέρος αυτών των ποινών, αναστέλλοντάς αυτές επί πέντε έτη. Κατά την άποψη του ΕΔΔΑ, αυτή η επιείκεια στην αντιμετώπιση των αστυνομικών που κατηγορούνται για ένα πολύ σοβαρό έγκλημα είναι ασυμβίβαστη με το στόχο της πρόληψης μελλοντικών περιπτώσεων κακομεταχείρισης από την αστυνομία. Επιπλέον οι εμπλεκόμενοι αστυνομικοί ουδέποτε παύθηκαν από τα καθήκοντά τους καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.

Τέλος, το Δικαστήριο θεωρεί ότι ο τρόπος με τον οποίο οι εγχώριες αρχές ασχολήθηκαν με τις καταγγελίες εναντίον και των τριών αξιωματικών, με αποτέλεσμα την εικονική ατιμωρησία τους, είναι ασυμβίβαστη με την απαγόρευση της κακομεταχείρισης από την αστυνομία.

Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση της διαδικαστικής πτυχής  (έρευνας) του άρθρου 3 της Σύμβασης.

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 7.500 ευρώ σε κάθε μία των προσφευγουσών για ηθική βλάβη και 1.500 ευρώ από κοινού για δικαστικά έξοδα και δαπάνες(επιμέλεια echrcaselaw.com). 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες