Η χειρουργική επέμβαση χωρίς συναίνεση κατόπιν ενημέρωσης του ασθενούς για τους πιθανούς κινδύνους, παραβίασε το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή

ΑΠΟΦΑΣΗ

Reyes Jimenez κατά Ισπανίας της 08.03.2022 (αρ. προσφ. 57020/18)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ενήμερη συναίνεση ασθενούς για χειρουργική επέμβαση και υποχρέωση ενημέρωσης για τους πιθανούς κινδύνους πραγματοποίησής της. Δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή.

Ο προσφεύγων είναι ένα ανήλικο αγόρι με ολική αναπηρία και απώλεια όλων των αισθήσεων (όρασης, δυνατότητα κατάποσης). Η κλινική του κατάσταση  ήταν αποτέλεσμα επιπλοκών τριών χειρουργικών επεμβάσεων για αφαίρεση όγκου στον εγκέφαλο. Τον εκπροσωπεί ο  πατέρας του ως ασκών την γονική μέριμνα ο οποίος  κατέθεσε αγωγή στα εγχώρια δικαστήρια και ζήτησε αποζημίωση για το λόγο ότι  οι γιατροί δεν έλαβαν την ενήμερη συγκατάθεση του για την διενέργεια της δεύτερης επέμβασης. Η αγωγή του απορρίφθηκε με αμετάκλητη απόφαση. Άσκησε προσφυγή στο ΕΔΔΑ για παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η νομοθεσία του καθ’ού κράτους της Ισπανίας προέβλεπε την υποχρέωση των ιατρών για λήψη ενημερωμένης συγκατάθεσης ασθενών σε χειρουργικές επεμβάσεις και την ενημέρωση τους για όλους τους κινδύνους.  Παρά ταύτα, τα εγχώρια δικαστήρια δεν είχαν δώσει καμία επαρκή απάντηση σχετικά με την παράλειψη της λήψης γραπτής συγκατάθεσης στην παρούσα περίπτωση, ούτε εξήγησαν επαρκώς γιατί θεώρησαν ότι η αποτυχία λήψης γραπτής συγκατάθεσης δεν παραβίασε τα δικαιώματα του προσφεύγοντος.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι εγχώριες αρχές δεν απέδειξαν επαρκώς  εάν οι γονείς του προσφεύγοντος είχαν όντως δώσει τη συγκατάθεσή τους για κάθε  χειρουργική επέμβαση, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο, κατά συνέπεια παραβιάστηκε το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή.

Το Δικαστήριο  επιδίκασε ποσό 24.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Luis Reyes Jimenez, είναι Ισπανός υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 2002 και ζει στο Los Dolores, Cartagena.

Η προσφυγή κατατέθηκε από τον ασκούντα την γονική μέριμνα πατέρα του  Francisco Reyes Sanchez.

Όταν ήταν έξι ετών, ο Luis Reyes Jimenez εξετάστηκε σε πολλές επισκέψεις στο Δημόσιο πανεπιστημιακό νοσοκομείο Virgen de l’Arrixaca στη Μούρθια. Υποβλήθηκε σε  τομογραφία εγκεφάλου και διαπιστώθηκε ότι είχε όγκο στον εγκέφαλο. Στις 18 Ιανουαρίου 2009 εισήχθη στο τμήμα επειγόντων περιστατικών του δημόσιου νοσοκομείου σε άσχημη κατάσταση. Μετά την εισαγωγή του, υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση στις 20 Ιανουαρίου, ακολουθούμενη από μια δεύτερη επέμβαση στις 24 Φεβρουαρίου 2009 και μια τρίτη επέμβαση εκτάκτως την ίδια ημέρα. Η κατάσταση της σωματικής και νευρολογικής υγείας του ασθενούς επιδεινώθηκε σοβαρά και ανεπανόρθωτα. Ο κ. Luis Reyes Jimenez βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε κατάσταση γενικής αναπηρίας. Πάσχει από γενική παράλυση που τον εμποδίζει να κινηθεί, να επικοινωνήσει, να μιλήσει. Έχει χάσει την όραση του και δεν έχει δυνατότητα κατάποσης. Είναι κλινήρης, δεν μπορεί να σταθεί ή να καθίσει.

Στις 24 Φεβρουαρίου 2010, θεωρώντας ότι στην προκειμένη περίπτωση το ιατρικό προσωπικό ήταν υπεύθυνο για  ιατρική  αµέλεια και ότι υπήρξαν ελλείψεις στην εξασφάλιση  της απαραίτητης συναίνεσης κυρίως σχετικά με  τη δεύτερη χειρουργική επέμβαση,  οι γονείς του προσφεύγοντος κατέθεσαν ενδικοφανή προσφυγή  ενώπιον του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Πολιτικής της Περιφέρειας της Μούρθια, ζητώντας αποζημίωση ως αστική ευθύνη του Δημοσίου (Κράτους) για δυσλειτουργίες στις Υπηρεσίες δημόσιας υγείας.  Διεκδικούσαν το ποσό των 2.350.000 ευρώ ως αποζημίωση.

Στις 28 Οκτωβρίου 2011, ελλείψει οποιασδήποτε απάντησης στην ενδικοφανή τους προσφυγή, οι γονείς προσέφυγαν στο διοικητικό δικαστήριο. Με απόφαση της 20ής Μαρτίου 2015, το Ανώτατο Δικαστήριο της Murcian απέρριψε την αξίωσή τους. Οι γονείς άσκησαν αναίρεση.

Οι αξιώσεις των γονέων του προσφεύγοντος απορρίφθηκαν με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 9 Μαΐου 2017. Στη συνέχεια προσέφυγαν στο Συνταγματικό Δικαστήριο που την απέρριψε.

Βασιζόμενοι στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής), οι γονείς του προσφεύγοντος ισχυρίστηκαν  ότι δεν είχαν λάβει πλήρεις και επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τις χειρουργικές επεμβάσεις που υποβλήθηκε ο γιός τους  και ότι ως εκ τούτου δεν μπόρεσαν να δώσουν την ενήμερη  συγκατάθεσή τους στις εν λόγω χειρουργικές παρεμβάσεις.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 8

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι διατάξεις της ισπανικής νομοθεσίας για την αυτονομία των ασθενών και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις στον τομέα της ενημέρωσης, όπως υποστηρίζεται από την εγχώρια πρακτική, απαιτούσαν ρητά να παράσχουν οι γιατροί στους ασθενείς επαρκείς σχετικές πληροφορίες, ώστε να διασφαλίζεται η ενημερωμένη συγκατάθεση σε χειρουργικές επεμβάσεις. Αυτές οι πληροφορίες θα έπρεπε  επίσης να αναφέρουν  τους εγγενείς κινδύνους.

Αυτή η κατάσταση συμμορφωνόταν πλήρως με τη Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική (Σύμβαση του Oviedo ). Εξάλλου, οι εγχώριες νομοθετικές διατάξεις όριζαν ότι για κάθε μία από τις ιατρικές πράξεις όπως αναφέρεται στη σχετική νομοθεσία, η εν λόγω συγκατάθεση έπρεπε να δοθεί εγγράφως, με ορισμένες πολύ συγκεκριμένες εξαιρέσεις, ιδιαίτερα όπου υπήρχε άμεσος, σοβαρός κίνδυνος για τη ζωή του ασθενούς οπόταν   ο ασθενής ή η οικογένειά του δεν μπορούσαν να δώσουν τη συγκατάθεσή τους.

Στην προκειμένη περίπτωση, οι γονείς του προσφεύγοντος είχαν υποβάλει τις αξιώσεις τους στα εθνικά δικαστήρια, τονίζοντας, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι δεν είχε ληφθεί η  συγκατάθεση τους πριν από τη δεύτερη εγχείρηση.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν υποστηρίξει ότι η δεύτερη εγχείρηση ήταν στενά συνδεδεμένη με την πρώτη  και ότι οι γονείς είχαν έρθει σε επαφή με τους γιατρούς μεταξύ των δύο εγχειρήσεων. Το Δικαστήριο σημείωσε ειδικότερα ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν δώσει κανένα λόγο για τον οποίο η συναίνεση για τη δεύτερη πράξη δεν πληρούσε την προϋπόθεση που καθορίζεται στην ισπανική νομοθεσία ότι κάθε χειρουργική πράξη απαιτούσε χωριστή γραπτή συγκατάθεση. Ενώ και οι δύο εγχειρήσεις είχαν τον ίδιο στόχο της αφαίρεσης του όγκου του εγκεφάλου, η δεύτερη είχε πραγματοποιηθεί σε μεταγενέστερη ημερομηνία, αφότου αφαιρέθηκε  μέρος του όγκου και όταν η κατάσταση της υγείας του παιδιού δεν ήταν πλέον η ίδια μετά την πρώτη επέμβαση.

Το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν τότε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η συγκατάθεση που δόθηκε στη δεύτερη εγχείρηση – αποσκοπούσε στην αφαίρεση του υπολοίπου όγκου – ήταν επαρκής, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι συνέπειες της πρώτης επέμβασης ή διευκρινίζοντας γιατί δεν ήταν μια ξεχωριστή χειρουργική πράξη, η οποία θα απαιτούσε τη χωριστή γραπτή συγκατάθεση που απαιτείται από την ισπανική νομοθεσία. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η δεύτερη εγχείρηση δεν πραγματοποιήθηκε βιαστικά, αφού πραγματοποιήθηκε σχεδόν ένα μήνα μετά την πρώτη. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η τρίτη επέμβαση στο παιδί είχε αποδειχθεί απαραίτητη για λόγους έκτακτης ανάγκης, μετά από επιπλοκές που είχαν προκύψει κατά τη δεύτερη επέμβαση. Η συγκατάθεση των γονέων  ελήφθη τότε εγγράφως, αντίθετα με την έλλειψη γραπτής συγκατάθεσης για τη δεύτερη εγχείρηση.  Το Δικαστήριο έχει ήδη επισημάνει την σημασία της συναίνεσης του ασθενούς και το γεγονός ότι η μη λήψη συγκατάθεσης θα μπορούσε να ισοδυναμεί με πρόκληση σοβαρής σωματικής βλάβης στον ασθενή. Οποιαδήποτε παραβίαση από το ιατρικό προσωπικό του δικαιώματος του ασθενούς να ενημερώνεται δεόντως θα μπορούσε να προκαλέσει ευθύνη του κράτους σε αυτόν τον τομέα. Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα ζητήματα που έθεσαν οι γονείς του προσφεύγοντος  σχετικά με σημαντικά ζητήματα συναίνεσης και την πιθανή ευθύνη για τους επαγγελματίες υγείας δεν είχαν αντιμετωπιστεί ορθά κατά τη διάρκεια της εσωτερικής διαδικασίας, γεγονός που προκάλεσε το Δικαστήριο  να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν επαρκώς αποτελεσματικά.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εγχώριες αποφάσεις που εκδόθηκαν από τα δικαστήρια και το Ανώτατο Δικαστήριο της Murcian, μέχρι και εκείνες που εκδόθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ισπανίας, δεν είχαν δώσει καμία επαρκή απάντηση σχετικά με την απαίτηση όπως ορίζονταν στην ισπανική νομοθεσία  για τη λήψη γραπτής συγκατάθεσης σε περιπτώσεις όπως η παρούσα. Ενώ η ΕΣΔΑ με κανέναν τρόπο δεν απαιτούσε τέτοια ενημερωμένη συγκατάθεση να δοθεί εγγράφως υπό την προϋπόθεση ότι ήταν σαφής,  η ισπανική νομοθεσία απαιτούσε πράγματι τέτοια γραπτή συγκατάθεση, και τα δικαστήρια δεν είχαν εξηγήσει επαρκώς γιατί θεώρησαν ότι η αποτυχία λήψης γραπτής συγκατάθεσης δεν παραβίασε τα δικαιώματα του προσφεύγοντος.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το εγχώριο σύστημα δεν είχε δώσει κατάλληλη απάντηση στην ερώτηση εάν οι γονείς του προσφεύγοντος είχαν όντως δώσει τη συγκατάθεσή τους μετά από ενημέρωση σε κάθε χειρουργική επέμβαση, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης λόγω της παρέμβασης με την ιδιωτική ζωή του προσφεύγοντος.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ισπανία έπρεπε να καταβάλει στον προσφεύγοντα 24.000 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια echrcaselaw.com).

 

Δίκη πρώην στελέχους της Kaupþing Bank για  αθέμιτη απάτη λόγω χρήσης του

πρακτικό της ανάκρισής του ενώ ήταν ακόμη μάρτυρας


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες