Το Στρασβούργο αρνήθηκε να προστατεύσει την ιδιωτική ζωή και την αλληλογραφία υπαλλήλου που παρενοχλούσε φίλη του διαμοιράζοντας φωτογραφίες της σε τρίτους μέσω e-mails και μηνυμάτων!
ΑΠΟΦΑΣΗ
Garamukanwa κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 06.06.2019 (αριθ. 70573/17)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Προστασία αλληλογραφίας και ιδιωτικής ζωής. Παρενόχληση γυναίκας μέσω διαμοίρασης φωτογραφιών της μέσω e-mails και μηνυμάτων σε τρίτους από τον προσφεύγοντα.
Απόλυση του προσφεύγοντος από το Εθνικό Ίδρυμα Υγείας μετά από έρευνα για παρενόχληση που βασίζονταν σε φωτογραφίες που βρέθηκαν στο iPhone του και τις οποίες έστελνε μέσω σε e-mails και μηνυμάτων μέσω της εφαρμογής WhatsApp σε διάφορους υπαλλήλους. Στη πειθαρχική διαδικασία εναντίον του ο ίδιος παρέδωσε το ανωτέρω επιλήψιμο υλικό.
Το Στρασβούργο δεν διαπίστωσε παραβίαση της ιδιωτικής ζωής και της αλληλογραφίας του προσφεύγοντος αφού ο προσφεύγων δεν μπορούσε εύλογα να αναμένει ότι οι φωτογραφίες και οι συνομιλίες στις οποίες βασίστηκε το Πειθαρχικό Συμβούλιο για να τον απολύσει και τις οποίες ο ίδιος με την βούλησή του παρέδωσε θα παρέμεναν ιδιωτικές. Είχε ήδη ενημερωθεί από την εργοδοσία του ότι η συμπεριφορά του ήταν ακατάλληλη ένα χρόνο πριν η αστυνομία ξεκινήσει τη διερεύνηση των καταγγελιών παρενόχλησης και τέθηκε σε διαθεσιμότητα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, George Garamukanwa, είναι Βρετανός υπήκοος, ο οποίος γεννήθηκε το 1970 και ζει στο Southampton (Αγγλία)
Ο προσφεύγων εργάζονταν στο Εθνικό Ίδρυμα Υγείας (“Trust”) από τον Οκτώβριο του 2007 ως κλινικός διαχειριστής. Τον Ιούνιο του 2012 η L.Μ., συνάδελφος με την οποία είχε σχέση, εξέφρασε ανησυχίες στον διευθυντή της σχετικά με ηλεκτρονικά μηνύματα που είχε στείλει σε αυτήν και σε άλλους υπαλλήλους, στα οποία ισχυρίζετο ότι η τελευταία διατηρούσε σχέση με ένα νεαρό υπάλληλο. Ο υπεύθυνος προειδοποίησε τον προσφεύγοντα ότι η συμπεριφορά του ήταν ακατάλληλη.
Τέθηκε σε διαθεσιμότητα τον Απρίλιο του 2013 όταν η αστυνομία ενημέρωσε το Εθνικό Ίδρυμα Υγείας ότι ερευνούσε ισχυρισμούς της L.M. ότι την παρακολουθούσε, την παρενοχλούσε και ότι είχε αποστείλει ανώνυμα κακόβουλα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σε διάφορους υπαλλήλους του Εθνικού Ιδρύματος Υγείας.
Μετά από εσωτερική έρευνα και πειθαρχική διαδικασία, το Εθνικό Ίδρυμα Υγείας απέλυσε τον προσφεύγοντα τον Δεκέμβριο του 2013 για σοβαρό παράπτωμα. Στηρίζεται κυρίως στις φωτογραφίες που είχε αποθηκευμένες στο iPhone του, που διαβιβάστηκαν στην αστυνομία, συνδέοντάς τον με ορισμένα ανώνυμα ηλεκτρονικά e-mails, καθώς και προσωπικά μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και μηνυμάτων WhatsApp που ανταλλάσσονταν μεταξύ του προσφεύγοντος και διαφόρων υπαλλήλων, συμπεριλαμβανομένης της L.M. Ο προσφεύγων είχε παρουσιάσει με την θέλησή του ορισμένες από τις συνομιλίες σε μία από τις πειθαρχικές ακροάσεις. Άσκησε έφεση κατά της απόλυσης του στο δικαστήριο, υποστηρίζοντας κυρίως ότι η Εθνικό Ίδρυμα Υγείας είχε στηριχθεί σε ιδιωτικό υλικό.
Ο ισχυρισμός του τελικά απορρίφθηκε το 2016 κατόπιν έφεσης. Τα εθνικά δικαστήρια διαπίστωσαν ότι δεν θα μπορούσε να είχε εύλογη προσδοκία ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλείται το Εθνικό Ίδρυμα Υγείας θα παρέμεναν ιδιωτικά.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επανέλαβε σε προηγούμενες υποθέσεις ότι συνομιλίες και επικοινωνίες σε επαγγελματικούς χώρους καλύπτονται από τις έννοιες της «ιδιωτικής ζωής» και της «αλληλογραφίας» βάσει του άρθρου 8. Κατά τον προσδιορισμό κατά πόσο το άρθρο 8 ήταν εφαρμοστέο, είχε δηλώσει ότι η εύλογη προσδοκία του ατόμου για προστασία της ιδιωτικής ζωής ήταν ένας σημαντικός, αλλά όχι απαραίτητα καθοριστικός παράγοντας.
Ως εκ τούτου, από την πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς ότι το άρθρο 8 της Σύμβασης θα μπορούσε να είναι εφαρμόσιμο σε περίπτωση που ένας εργοδότης βασίστηκε σε υλικό ή σε επικοινωνίες/συνομιλίες ιδιωτικού χαρακτήρα που να δικαιολογούν την απόλυση.
Εντούτοις, στην υπόθεση του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγων δεν μπορούσε ευλόγως να αναμένει ότι θα παραμείνει ιδιωτικό οποιοδήποτε υλικό ή επικοινωνία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Ειδικότερα, από τη στιγμή που η αστυνομία τον συνέλαβε και τον ανάκρινε τον Απρίλιο του 2013 σχετικά με ισχυρισμούς περί παρενόχλησης, ο προσφεύγων γνώριζε για σχεδόν ένα χρόνο ότι το Εθνικό Ίδρυμα Υγείας θεωρούσε την συμπεριφορά του ακατάλληλη. Επομένως, δεν μπορούσε λογικά να αναμένει ότι οποιοδήποτε υλικό ή συνομιλία μετά τον Ιούνιο του 2012 που συνδέονται με τους ισχυρισμούς περί παρενόχλησης θα παραμείνουν ιδιωτικές.
Ο προσφεύγων επίσης δεν αμφισβήτησε τη χρήση του υλικού του iPhone ή οποιουδήποτε υλικού από ιδιωτικές επικοινωνίες κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας. Αντίθετα, παρέσχε με τη θέλησή του περαιτέρω ιδιωτικές συνομιλίες.
Τα εθνικά δικαστήρια έχοντας εξετάσει τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος με το άρθρο 8 κατέληξαν στο ίδιο πόρισμα. Το ΕΔΔΑ δεν μπορούσε να διαπιστώσει ότι ο προσφεύγων είχε προβάλει βάσιμους λόγους ώστε να αποφανθεί διαφορετικά και επομένως απέρριψε την προσφυγή του ως απαράδεκτη.
Το ΕΔΔΑ τέλος επισήμανε ότι η υπόθεση ήταν διαφορετική από την Bărbulescu κατά Ρουμανίας (αρ. 61496/08), μια πρόσφατη απόφαση που αφορούσε την προστασία της ιδιωτικότητας των επικοινωνιών στο χώρο εργασίας, όπου το Στρασβούργο είχε διαπιστώσει ότι ο υπάλληλος δεν είχε ειδοποιηθεί σχετικά με την έκταση και τη φύση της παρακολούθησης του εργοδότη του στις επικοινωνίες του(επιμέλεια echrcaselaw.com).