Η επαιτεία γυναίκας ήταν το μοναδικό μέσο επιβίωσής της. Η τιμωρία της σε φυλάκιση προσέβαλε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και το σεβασμό της ιδιωτικής της ζωής

ΑΠΟΦΑΣΗ

Lăcătuş κατά Ελβετίας της 19.01.2021 (αριθ. προσφ. 14065/15)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ποινικές κυρώσεις για επαιτεία και δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής.

Επιβολή προστίμου 500 ελβετικών φράγκων (περίπου 464 ευρώ) για επαιτεία σε δημόσιο χώρο στη Γενεύη, και κράτηση της προσφεύγουσας σε φυλακή για πέντε ημέρες λόγω αδυναμίας καταβολής του προστίμου.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα, που ήταν αναλφάβητη και προερχόταν από μια εξαιρετικά φτωχή οικογένεια, δεν είχε δουλειά και δεν λάμβανε κοινωνικές παροχές. Η επαιτεία αποτελούσε μέσο επιβίωσης για αυτήν.

Όντας σε μια σαφώς ευάλωτη κατάσταση, η προσφεύγουσα είχε το εγγενές στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια δικαίωμα, να εκφράζει τη δυσχερή κατάστασή της και να προσπαθεί να καλύψει τις βασικές της ανάγκες, μέσω της επαιτείας.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ποινή που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα δεν ήταν ανάλογη, ούτε με τον σκοπό της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος, ούτε με τον σκοπό της προστασίας των δικαιωμάτων των περαστικών, κατοίκων και καταστηματαρχών. Το Στρασβούργο δεν δέχθηκε το επιχείρημα του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου ότι τυχόν λιγότερο αυστηρά μέτρα δεν θα είχαν επιτύχει αντίστοιχο αποτέλεσμα.

Κατά την κρίση του ΕΔΔΑ, η επιβληθείσα κύρωση παραβίασε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια της προσφεύγουσας και έθιξε την ουσία των δικαιωμάτων που προστατεύονται από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Επομένως το κράτος είχε υπερβεί το περιθώριο εκτίμησης στην παρούσα υπόθεση.

Το Στρασβούργο διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ) και επιδίκασε ποσό 922 ευρώ για ηθική βλάβη.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα Violeta-Sibianca Lăcătuş είναι υπήκοος Ρουμανίας που γεννήθηκε το 1992 και ζει στην Bistrita-Nasaud (Ρουμανία). Ανήκει στην κοινότητα των Ρομά.

Το 2011, η προσφεύγουσα, που δεν μπορούσε να βρει δουλειά, άρχισε να ζητά φιλανθρωπία στη Γενεύη. Στις 22 Ιουλίου 2011 της επιβλήθηκε πρόστιμο 100 CHF (περίπου 93 ευρώ) σύμφωνα με το άρθρο 11Α του Ποινικού Κώδικα της Γενεύης, ο οποίος καθιστά αδίκημα την επαιτεία σε δημόσιους χώρους. Ένα ποσό ύψους 16,75 CHF (περίπου 15,50 ευρώ) κατασχέθηκε μετά από μια σωματική έρευνα της αστυνομίας. Κατά τα επόμενα δύο χρόνια, έλαβε επανειλημμένες κλήσεις για να πληρώσει  οκτώ επιπλέον πρόστιμα ίδιου ύψους και συνελήφθη δύο φορές από την αστυνομία για τρεις ώρες.

Καθένα από τα πρόστιμα θα μπορούσε να αντικατασταθεί από ποινή φυλάκισης μίας ημέρας σε περίπτωση μη πληρωμής.

Η προσφεύγουσα υπέβαλε ένσταση κατά των ποινών. Σε απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2014, το Αστυνομικό Δικαστήριο της Γενεύης την έκρινε ένοχη για επαιτεία. Το δικαστήριο διέταξε να καταβάλει πρόστιμο 500 CHF (περίπου 464 ευρώ), και σε περίπτωση μη πληρωμής διέταξε να αντικατασταθεί το πρόστιμο από ποινή φυλάκισης πέντε ημερών και διατήρησε την κατάσχεση των 16,75 CHF.

Η προσφεύγουσα άσκησε έφεση στο Τμήμα Ποινικών Ενδίκων Μέσων του Δικαστηρίου του Καντονίου της Γενεύης, η οποία απορρίφθηκε στις 4 Απριλίου 2014. Η προσφεύγουσα άσκησε αναίρεση στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο κατά της απόφασης αυτής, αλλά η αναίρεσή της απορρίφθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 2014.

Από τις 24 έως τις 28 Μαρτίου 2015, η προσφεύγουσα τέθηκε υπό κράτηση στη φυλακή Remand Champ-Dollon για αδυναμία αποπληρωμής του προστίμου.

Βασιζόμενοι στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής), η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι η απαγόρευση επαιτείας σε δημόσιους χώρους συνιστά απαράδεκτη παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή, καθώς εν προκειμένω της είχε στερήσει τα μέσα διαβίωσής της.

Σύμφωνα με το άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης), υποστήριξε ότι η απαγόρευση της επαιτείας την εμπόδισε να ζητήσει φιλανθρωπία. Βασιζόμενη στο άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 8, η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι ήταν θύμα διακρίσεων λόγω της κοινωνικής και οικονομικής της κατάστασης, αλλά και της προέλευσής της.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 8

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε παρέμβαση στην άσκηση των δικαιωμάτων της προσφεύγουσας σύμφωνα με το άρθρο 8 της Σύμβασης. Η παρέμβαση είχε νομική βάση στην διάταξη 11Α του εγχώριου Ποινικού Κώδικα.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το άρθρο 11Α (1) του νόμου αυτού ανέφερε ότι «η επαιτεία τιμωρείται με πρόστιμο». Ως εκ τούτου, η διάταξη αυτή τιμωρεί καθολικά τα άτομα που είναι επαίτες. Το Δικαστήριο τόνισε ότι η πλήρης και απόλυτη απαγόρευση ενός συγκεκριμένου τύπου συμπεριφοράς ήταν ένα ριζοσπαστικό μέτρο που απαιτούσε ισχυρή αιτιολόγηση και ιδιαίτερα αυστηρό έλεγχο από τα δικαστήρια που είναι αρμόδια να σταθμίζουν τα διάφορα συμφέροντα που διακυβεύονται.

Στην παρούσα υπόθεση, η εφαρμοστέα νομοθεσία είχε αποκλείσει μια πραγματική εξισορρόπηση συμφερόντων, και τιμωρούσε την επαιτεία καθολικά. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η προσφεύγουσα προερχόταν από μια εξαιρετικά φτωχή οικογένεια, ήταν αναλφάβητη, δεν είχε δουλειά και δεν λάμβανε κοινωνικές παροχές. Η επαιτεία αποτελούσε μέσο επιβίωσης για αυτήν. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η προσφεύγουσα είχε το εγγενές δικαίωμα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, να εκφράζει τη δυσχερή κατάστασή της και να προσπαθεί να καλύψει τις βασικές της ανάγκες, μέσω της επαιτείας.

Όσον αφορά τη φύση και τη σοβαρότητα της ποινής, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η προσφεύγουσα ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει πρόστιμο 500 CHF, το οποίο θα αντικαθίστατο από ποινή φυλάκισης πέντε ημερών σε περίπτωση μη πληρωμής. Δεδομένου ότι αδυνατούσε να καταβάλει το ποσό αυτό, η προσφεύγουσα είχε πράγματι στερηθεί την ελευθερία της μέσω ποινής φυλάκισης. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι πρόκειται για αυστηρή κύρωση. Ένα τέτοιο μέτρο έπρεπε να δικαιολογείται από βάσιμους λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι δεν υπήρχαν στην παρούσα υπόθεση.

Όσον αφορά το κατά πόσον λιγότερο αυστηρά μέτρα θα μπορούσαν να έχουν συγκρίσιμο αποτέλεσμα, το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι στην απόφασή του της 9ης Μαΐου 2008, το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο είχε κρίνει ότι μία λιγότερο περιοριστική νομοθεσία θα ήταν αναποτελεσματική, αναφερόμενη στα πορίσματα του νόμου που είχε εκδοθεί στις προηγούμενες αποφάσεις του.

Μια συγκριτική έρευνα της νομοθεσίας για την επαιτεία έδειξε ότι η πλειοψηφία των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης επέβαλαν για την επαιτεία πιο επιεικείς περιορισμούς από την καθολική απαγόρευσή της σύμφωνα με το τμήμα 11Α του Ποινικού Κώδικα της Γενεύης. Παρόλο που το κράτος είχε κάποιο περιθώριο εκτίμησης ως προς αυτό, η συμμόρφωση με το άρθρο 8 απαιτούσε από τα εθνικά δικαστήρια να εξετάσουν διεξοδικά την κάθε συγκεκριμένη υπόθεση. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να αποδεχθεί το επιχείρημα του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου ότι λιγότερο αυστηρά μέτρα δεν θα είχαν επιτύχει αντίστοιχο αποτέλεσμα.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ποινή που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα δεν ήταν ανάλογη, ούτε με τον σκοπό της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος, ούτε με τον σκοπό της προστασίας των δικαιωμάτων των περαστικών, κατοίκων και καταστηματαρχών.

Η προσφεύγουσα ήταν ένα εξαιρετικά ευάλωτο άτομο που είχε τιμωρηθεί για ενέργειές της σε μια κατάσταση στην οποία κατά πάσα πιθανότητα δεν είχε άλλη επιλογή από το να προβεί στην επαιτεία. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η επιβληθείσα κύρωση παραβίασε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια της προσφεύγουσας και έβλαψε την ίδια την ουσία του δικαιώματος  σεβασμού της ιδιωτικής ζωής  που προστατεύεται από το άρθρο 8. Επομένως, το κράτος είχε υπερβεί τα δικαιώματά του στο περιθώριο εκτίμησης στην παρούσα υπόθεση.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρέμβαση στην άσκηση των δικαιωμάτων του άρθρου 8 της προσφεύγουσας δεν ήταν «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία» κατά την έννοια του άρθρου 8 § 2 και ότι υπήρχε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης.

Άρθρο 10

Το ΕΔΔΑ, αφού διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8, έκρινε ότι η καταγγελία βάσει του άρθρου 10 δεν αποτελούσε ξεχωριστό και ουσιώδες ζήτημα και ότι, ως εκ τούτου, δεν ήταν απαραίτητο να αποφανθεί χωριστά για αυτή την καταγγελία.

Άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8

Δεδομένου ότι το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8, κρίθηκε ότι δεν υπήρχε ανάγκη να εξετάσει χωριστά την καταγγελία βάσει του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της Σύμβασης.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελβετία έπρεπε να καταβάλει στην προσφεύγουσα 922 ευρώ για ηθική βλάβη.

Ξεχωριστές γνώμες

Ο δικαστής Keller εξέφρασε ξεχωριστή γνώμη. Οι δικαστές Lemmens και Ravarani εξέφρασαν ο καθένας εν μέρει σύμφωνη, εν μέρει αντίθετη γνώμη. Οι απόψεις αυτές επισυνάπτονται στην απόφαση (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες