Άρνηση των αρχών να παράσχουν σε δημοσιογράφο πληροφορίες για παρελθοντική συνεργασία δικαστών και εισαγγελέα με υπηρεσίες ασφαλείας! Παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Saure κατά Γερμανίας (αρ. 2) της 28.03.2023 (αρ. προσφ. 6091/16)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ελευθερία του τύπου, δημόσιο συμφέρον και προστασία της ιδιωτικής ζωής.

Ο προσφεύγων, δημοσιογράφος στην εφημερίδα Bild  ζήτησε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης  πληροφορίες σχετικά με δικαστές και εισαγγελείς  που είχαν συνεργαστεί στο παρελθόν με το Υπουργείο Ασφάλειας της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας και μετά την ένωση της Γερμανίας ενσωματώθηκαν στο  δικαστικό σώμα των νέων Länder. Οι αρμόδιες αρχές αρνήθηκαν την παροχή των πληροφοριών λόγω εμπιστευτικότητας.

Ο προσφεύγων προσέφυγε ανεπιτυχώς στο διοικητικό δικαστήριο κατά της άρνησης των αρχών.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι το διοικητικό δικαστήριο απέρριψε το αίτημα του προσφεύγοντος για παροχή πληροφοριών για 13 δικαστές και έναν εισαγγελέα,  εξετάζοντας τα βασικά κριτήρια και κυρίως τον ρόλο του Τύπου σε μία δημοκρατική κοινωνία σε αντιστάθμισμα με την ανάγκη προστασίας της προσωπικής ζωής των άλλων, γιατί οι προστατευόμενοι ήταν δημόσια πρόσωπα. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι λόγοι που προβλήθηκαν από τις εγχώριες αρχές ήταν όχι μόνο σχετικοί αλλά και επαρκείς για να αποδείξουν ότι η άρνηση αποκάλυψης των ονομάτων των δικαστών και του εισαγγελέα ήταν «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία» και δεν υπήρχε παραβίαση του άρθρου 10.

Αντιθέτως έκρινε ότι εγχώριες αρχές μη εξετάζοντας κατά πόσον οι επίμαχες πληροφορίες θα μπορούσαν να αποκαλυφθούν σε ανώνυμη μορφή, η οποία θα επέτρεπε στον προσφεύγοντα δημοσιογράφο να συμβάλει, σε  τεκμηριωμένη βάση, σε μια συζήτηση για ένα ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος και μη προβαίνοντας σε εξισορρόπηση των επίμαχων ανταγωνιστικών συμφερόντων, παρέλειψαν να προβάλουν σχετικούς και επαρκείς λόγους για να αποδείξουν ότι η άρνηση κοινοποίησης πρόσθετων πληροφοριών σχετικά με τα ενοχοποιητικά πορίσματα κατά των δικαστών και του εισαγγελέα ήταν «απαραίτητη μια δημοκρατική κοινωνία».

Όσον αφορά την καταγγελία για την εύλογη διάρκεια της δίκης, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων δεν εξάντλησε τα εγχώρια ένδικα μέσα και την απέρριψε ως απαράδεκτη.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 10,

Άρθρο 6

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων  Hans-Wilhelm Saure, είναι Γερμανός υπήκοος που γεννήθηκε το 1968 και ζει στο Βερολίνο. Είναι δημοσιογράφος και εργάζεται στην καθημερινή εφημερίδα Bild.

Η υπόθεση αφορούσε το δικαίωμά του πρόσβασης σε πληροφορίες που κατέχει το Υπουργείο Δικαιοσύνης του ομοσπονδιακού  κράτους του Βρανδεμβούργου  σχετικά με δικαστές και εισαγγελείς  που είχαν εργαστεί στο παρελθόν για το Υπουργείο Ασφάλειας της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ). Με την επανένωση της Γερμανίας, δόθηκε η ευκαιρία στους δικαστές και τους εισαγγελείς που είχαν εργαστεί στην πρώην Ανατολική Γερμανία υποβάλουν αίτηση για ενσωμάτωση στο δικαστικό σώμα των νέων Länder.

Στηριζόμενος  στο άρθρο 10 (δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης) και στο άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη ακρόαση), ο προσφεύγων παραπονέθηκε για την άρνηση των εθνικών δικαστηρίων να διατάξουν το Υπουργείο Δικαιοσύνης του ομοσπονδιακού  κράτους του Βρανδεμβούργου να του παράσχει ορισμένες πληροφορίες.  Επίσης άσκησε καταγγελία ότι η διαδικασία διήρκησε μεγάλο χρονικό διάστημα και ότι τα δικαστήρια δεν ήταν αμερόληπτα.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο έχει εξετάσει προηγουμένως υποθέσεις στις οποίες η απόρριψη αιτήματος πληροφοριών επιδίωκε τον θεμιτό σκοπό της προστασίας των δικαιωμάτων άλλων.

Στοιχεία που εξέτασε το Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της αναλογικότητας στις υποθέσεις αυτές περιλάμβαναν: (α) εάν τα άτομα που αφορούσε το αίτημα πληροφοριών ήταν δημόσια πρόσωπα ιδιαίτερης σημασίας, (β) εάν οι ίδιοι είχαν εκθέσει τις επίμαχες πληροφορίες σε στενό δημόσιο έλεγχο, (γ) ο βαθμός πιθανής βλάβης στην ιδιωτική ζωή των ατόμων σε περίπτωση αποκάλυψης, (δ) τις συνέπειες για την αποτελεσματική άσκηση της ελευθερίας έκφρασης του αιτούντος και (ε) εάν ο αιτών είχε αιτιολογήσει το αίτημα παροχής πληροφοριών, καθώς και το βαθμό του δημόσιου ενδιαφέροντος για το θέμα.

Δεδομένου  ότι το αίτημα παροχής πληροφοριών του προσφεύγοντος αφορούσε διαφορετικές πληροφορίες και ότι έγινε δεκτό σε διαφορετικό βαθμό ως προς τα διάφορα μέρη του, το Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να αξιολογήσει χωριστά την αναλογικότητα της απόρριψης των διαφόρων τμημάτων του αιτήματος πληροφοριών.

Το Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα πληροφόρησης του προσφεύγοντος σχετικά με την αποκάλυψη των ονομάτων των δικαστών και των εισαγγελέων, καθώς έκρινε ότι τα συμφέροντα των ατόμων για μη αποκάλυψη,  υπερτερούν των συμφερόντων του προσφεύγοντος ως δημοσιογράφου και του κοινού στην ενημέρωση. Καταλήγοντας στο συμπέρασμα αυτό εξέτασε: (i) τον ρόλο και τη σημασία του Τύπου σε μια δημοκρατική κοινωνία και τη σημασία για τα μέλη του Τύπου να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες για την αποτελεσματική άσκηση αυτού του ρόλου, μεταξύ άλλων μέσω της απόκτησης της αποκάλυψης πληροφοριών που δεν ήταν γενικά προσβάσιμες, όπως η εσωτερική λειτουργία των διοικήσεων και οι διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα εκεί, (ii) το δημόσιο συμφέρον για τις ζητούμενες πληροφορίες, (iii) ότι η αποκάλυψη αφορούσε γεγονότα και περιστάσεις της προσωπικής ζωής των ενδιαφερομένων ατόμων και τις σοβαρές συνέπειες που θα είχε η αποκάλυψη για τα ενδιαφερόμενα άτομα, τόσο όσον αφορά την επαγγελματική τους ζωή, όπου υπήρχε κίνδυνος το παρόν ή το παρελθόν τους οι αποφάσεις θα υπόκεινται σε δημόσια κριτική μόνο λόγω της προηγούμενης συνεργασίας τους με το Υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας και σε σχέση με την προσωπική τους ζωή, (iv) ότι τα ενδιαφερόμενα άτομα κατείχαν σημαντικές δημόσιες θέσεις, αλλά δεν είχαν προκαλέσει ποτέ την προσοχή του κοινού, (v) ότι το αίτημα πληροφοριών δεν αφορούσε την επαγγελματική συμπεριφορά των ενδιαφερομένων σε σχέση με τα τρέχοντα καθήκοντά τους, (vi) ότι η πιθανή συνεργασία με το Υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας της πρώην ΛΔΓ είχε συμβεί περισσότερα από 20 χρόνια νωρίτερα και τα ενδιαφερόμενα άτομα δεν την είχαν αποκρύψει κατά την υποβολή των αιτήσεών τους για ένταξη στο δικαστικό σώμα του ομοσπονδιακού κράτους του Βρανδεμβούργου, είχε δε αξιολογηθεί και η συνεργασία τους με το Υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας της πρώην ΛΔΓ ότι δεν ήταν τέτοιας έκτασης ώστε να εμποδίσει την ενσωμάτωσή τους στη δικαιοσύνη του Βρανδεμβούργου και (vii) ότι η απόφαση αυτή που ελήφθη από το ομοσπονδιακό κράτος του Βρανδεμβούργου 20 και πλέον χρόνια νωρίτερα έθεσε στο Ομοσπονδιακό  Κράτος, ως εργοδότη των εμπλεκομένων, την υποχρέωση να μην αποκαλύψει την ταυτότητά τους, τουλάχιστον εάν δεν υπήρχε επαγγελματικό παράπτωμα.

Το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι λόγοι που προβλήθηκαν από τις εγχώριες αρχές ήταν όχι μόνο σχετικοί αλλά και επαρκείς για να αποδείξουν ότι η άρνηση αποκάλυψης των ονομάτων των δικαστών και του εισαγγελέα ήταν «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία».

Ως εκ τούτου, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης λόγω της άρνησης των εθνικών αρχών να αποκαλύψουν τα ονόματα και τους τόπους υπηρεσίας των δεκατριών δικαστών και του εισαγγελέα για τους οποίους υπήρχαν ενδείξεις ότι είχαν συνεργαστεί με την πρώην ΛΔΓ και το Υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας.

(α) Ενοχοποιητικά πορίσματα κατά των δικαστών και του εισαγγελέα.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι αρχές αποκάλυψαν ότι εννέα από τους δεκατρείς δικαστές είχαν εκπληρώσει τη στρατιωτική τους θητεία στο σύνταγμα φρουρών Felix Dzerzhinsky που συνδέεται με το Υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας, ενώ οι άλλοι τέσσερις ήταν μυστικοί πληροφοριοδότες, όπως και ο εισαγγελέας. Επιπλέον, η έκθεση που ανέθεσε και υποβλήθηκε στην εξεταστική επιτροπή του κοινοβουλίου περιέγραφε, σε ανώνυμη μορφή και ως παράδειγμα, μεμονωμένες περιπτώσεις δικαστών και εισαγγελέων που είχαν εργαστεί στο παρελθόν στο δικαστικό σώμα της πρώην ΛΔΓ και οι οποίοι είχαν ενταχθεί σε το δικαστικό σώμα του ομοσπονδιακού  κράτους του Βρανδεμβούργου, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με την ανάμειξη ορισμένων από τα ενδιαφερόμενα άτομα με το Υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας της ΛΔΓ. Οι πληροφορίες που κατέστησαν έτσι διαθέσιμες, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, επέτρεψαν τη δημόσια συζήτηση για το θέμα.

Ωστόσο, στην παρούσα υπόθεση το Διοικητικό Δικαστήριο δεν εξήγησε γιατί η αποκάλυψη της περίληψης του περιεχομένου των αρχείων που διαβίβασε ο Ομοσπονδιακός Επίτροπος αποκλείστηκε στην παρούσα υπόθεση. Δεν εξήγησε γιατί η αποκάλυψη πρόσθετων και πιο λεπτομερών πληροφοριών, σε ανώνυμη μορφή, σχετικά με τη συνεργασία των δεκατριών δικαστών και ενός εισαγγελέα με το Υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας της πρώην ΛΔΓ θα ήταν αναγκαστικά αντίθετη προς το καθήκον προστασίας που οι αρχές του Βρανδεμβούργου  ασκούσαν στους  υπαλλήλους τους έναντι των ενδιαφερομένων ατόμων. Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο θεώρησε, ειδικότερα, ότι η εκτέλεση των τρεχουσών καθηκόντων τους δεν θα τίθεντο υπό αμφισβήτηση από μια τέτοια ανώνυμη αποκάλυψη, η οποία δεν επέτρεπε την ταυτοποίηση των εν λόγω ατόμων.

Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο θεώρησε ότι υπήρχε σημαντικό δημόσιο ενδιαφέρον για τη γνώση της φύσης και του βαθμού συνεργασίας με την οποία συνεργάστηκαν με πρόσωπα που εξακολουθούσαν να υπηρετούσαν ως δικαστές και ως εισαγγελέας στο ομοσπονδιακό κράτος του Βρανδεμβούργου .

Υπό το πρίσμα των προαναφερθέντων, το Δικαστήριο θεώρησε  ότι μη εξετάζοντας κατά πόσον οι επίμαχες πληροφορίες θα μπορούσαν να αποκαλυφθούν σε ανώνυμη μορφή, η οποία θα επέτρεπε στον προσφεύγοντα δημοσιογράφο να συμβάλει, σε  τεκμηριωμένη βάση, σε μια συζήτηση για ένα γενικό ζήτημα συμφέροντος και μη προβαίνοντας σε εξισορρόπηση των επίμαχων ανταγωνιστικών συμφερόντων, οι εγχώριες αρχές παρέλειψαν να προβάλουν σχετικούς και επαρκείς λόγους για να αποδείξουν ότι η άρνηση κοινοποίησης πρόσθετων πληροφοριών σχετικά με τα ενοχοποιητικά πορίσματα κατά των δικαστών και του εισαγγελέα ήταν «απαραίτητη μια δημοκρατική κοινωνία».

Ως εκ τούτου, διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης σε σχέση με αυτό το μέρος του αιτήματος πληροφοριών του προσφεύγοντος

(β) Συμμετοχή των ενδιαφερομένων δικαστών σε ορισμένα είδη διαδικασιών.

O προσφεύγων δεν μπορούσε να παραπονεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά τρόπο που να πληροί τα κριτήρια παραδεκτού, για οποιαδήποτε άρνηση να του παρασχεθούν  πληροφορίες σχετικά με τους 13 εμπλεκόμενους  δικαστές που ασχολούνταν με «διαδικασίες σχετικά με άδικες πράξεις που διαπράχθηκαν από την ΛΔΓ».

Έκρινε ότι η άρνηση των εθνικών αρχών να αποκαλύψουν  ορισμένα μέρη των πληροφοριών που ζήτησε ο προσφεύγων σχετικά με τη συμμετοχή των  δικαστών σε «διαδικασίες σχετικά με παράνομες πράξεις που διαπράχθηκαν από τη ΛΔΓ» δεν παραβίασε το άρθρο 10.

Άρθρο 6

Ο προσφεύγων  παραπονέθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης, για  παραβίαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης εφαρμόζεται στην επίμαχη διαδικασία, δεν εξάντλησε τα εσωτερικά ένδικα μέσα όπως απαιτείται από το άρθρο 35 § 1. Επομένως, το μέρος της προσφυγής  βάσει του άρθρου 6 § 1 απορρίφθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 35 §§ 1 και 4.

Δίκαιη ικανοποίηση (Άρθρο 41)

Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα για δίκαιη ικανοποίηση (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες