Υποβολή αιτήματος στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που δεν απάντησε για 14 χρόνια! Απαράδεκτη η προσφυγή για αδικαιολόγητη καθυστέρηση γιατί δεν αφορούσε δικαστική διαδικασία

ΑΠΟΦΑΣΗ

Mediani κατά Ιταλίας της 01.10.2020 (αριθ. προσφ. 11036/14)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Προσφυγή σε Πρόεδρο Δημοκρατίας το 2004. Ο προσφεύγων δεν έλαβε απάντηση μέχρι το 2018! Βοηθητικό παρεμπίπτων αίτημα και όχι ένδικο μέσο η προσφυγή στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Μη παραβίαση εύλογης διάρκειας της δίκης η καθυστέρηση απόφασης από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για 14 χρόνια.

Ο προσφεύγων, δημόσιος υπάλληλος κατατάχθηκε σε ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο. Η εποπτεύουσα επιτροπή ακύρωσε την προαγωγή παρά την αντίθετη θετική απόφαση του Διοικητικού Εφετείου. Κατέθεσε ως τελευταία ένδικη προσπάθεια,  ως οιονεί ένδικο μέσο, προσφυγή/ έκκληση  στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας το 2004 . Ήδη το έτος 2018 δεν είχε  εκδοθεί απόφαση. Άσκησε καταγγελία για παραβίαση του εύλογου χρόνου της διάρκειας της δίκης.

Το Στρασβούργο διαπίστωσε ότι με την  τροποποίηση της νομοθεσίας ήδη από το έτος 2009, η προσφυγή στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κατά την εγχώρια νομοθεσία χαρακτηρίστηκε ως ένδικο μέσο, ωστόσο αφορούσε τις προσφυγές που κατατέθηκαν από  το 2009 και μεταγενέστερα.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων είχε ασκήσει την προσφυγή/ έκκληση στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ήδη από το 2004, συνεπώς το επίμαχο ένδικο μέσο δεν ενέπιπτε  στο πεδίο εφαρμογής της νέας διαδικασίας ειδικών προσφυγών αλλά αποτελούσε ένα βοηθητικό περιπίπτων αίτημα που δεν χαρακτηρίζεται  ένδικο μέσο για τους σκοπούς του άρθρου 6 της Σύμβασης. Απέρριψε  την προσφυγή  ως απαράδεκτη .

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6§1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Francesco Mediani είναι Ιταλός υπήκοος που γεννήθηκε το 1935 και ζει στο Portoferraio (Ιταλία).

Το 1986, η επαρχία του Livorno κατέταξε τον προσφεύγοντα σε υψηλότερη μισθολογική κλίμακα εντός της διοικητικής αρχής στην οποία εργάζονταν, αλλά η απόφαση αυτή ακυρώθηκε από την περιφερειακή εποπτική επιτροπή («η Επιτροπή»). Ο προσφεύγων άσκησε έφεση στο Περιφερειακό Διοικητικό Δικαστήριο της Τοσκάνης, το οποίο το 1997 την έκανε δεκτή. Ωστόσο, το 1998 η επαρχία του Λιβόρνο, στηρίζοντας  την απόφασή της σε αρνητική γνωμοδότηση της επιτροπής, ακύρωσε την προαγωγή  του. Ο προσφεύγων άσκησε έφεση στο Περιφερειακό Διοικητικό Δικαστήριο, το οποίο τον δικαίωσε.

Το 2004, μετά την εκ νέου ανάκληση της προαγωγής της επαρχίας του Λιβόρνο του κ. Mediani, υπέβαλε ειδική προσφυγή/έκκληση ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας. Σύμφωνα με τις πληροφορίες της υπόθεσης,  η απάντηση εκκρεμούσε ακόμη στις 11 Δεκεμβρίου 2018.

Στηριζόμενος στο άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη ακρόαση εντός εύλογου χρονικού διαστήματος), ο προσφεύγων παραπονέθηκε σχετικά με τη διάρκεια της διαδικασίας σχετικά με την ειδική έκκληση/προσφυγή του ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε εύλογη διάρκεια δίκης)

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι στην υπόθεση Nardella, είχε κρίνει ότι οι διατάξεις της Σύμβασης δεν εφαρμόζονταν στις προσφυγές ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας και ότι το εν λόγω ένδικο μέσο δεν απαιτούσε να έχει χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς του άρθρου 35 της Σύμβασης.

Ωστόσο, σημειώνοντας ότι η νομοθεσία είχε τροποποιηθεί το 2009 και το 2010, το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι αλλαγές που έγιναν στο εν λόγω ένδικο μέσο έπρεπε να εξεταστούν εκτενέστερα. Σε σχέση με αυτό σημείωσε τα ακόλουθα.

Μετά τη θέσπιση του νόμου του 2009, το Διάταγμα που εξέδωσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ενέκρινε τη γνώμη του Consiglio di Stato (Νομικό Συμβούλιο του Κράτους). Σύμφωνα με την εθνική νομολογία, αυτή η νέα διάταξη καθιστούσε τη γνώμη του τελευταίου δεσμευτική.

Το νομοθετικό διάταγμα του 2010 ανέφερε επίσης σαφώς ότι θα μπορούσε να ασκηθεί ειδική προσφυγή σε σχέση με οποιοδήποτε θέμα εμπίπτει στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Ως εκ τούτου, αυτό το ένδικο μέσο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί συστηματικά ως μια ολοκληρωμένη εναλλακτική λύση σε σχέση με μια συνηθισμένη έφεση δια της δικαστικής οδού.

Επιπλέον, το άρθρο 48 του διατάγματος επιβεβαίωσε τη δικαστική φύση της ειδικής έφεσης/ προσφυγής και εισήγαγε μια διαδικαστική εγγύηση για τα άλλα μέρη προσφέροντας σε όλα τα συμβαλλόμενα μέρη την επιλογή να συμφωνήσει με την επιλογή του άλλου μέρους να προσφύγει ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας ή  να αντιταχθεί σε αυτό και να ζητήσει την συζήτηση της έφεσης από τα διοικητικά δικαστήρια. Ως εκ τούτου,  η ειδική έκκληση προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας είχε ομοιότητες – ενώ παραμένει ξεχωριστή – με αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως άμεση προσφυγή στο Consiglio di Stato (Νομικό Συμβούλιο του Κράτους)  χωρίς να περάσει από άλλα ενδιάμεσα στάδια.

Τέλος, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα εγχώρια δικαστήρια είχαν προηγουμένως  αναγνωρίσει ότι σε περίπτωση μη εκτέλεσης του Προεδρικού Διατάγματος, ο ενδιαφερόμενος θα μπορούσε να υποβάλει αίτηση για εκτέλεση (giudizio di ottemperanza) ενώπιον του αρμόδιου περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου με τον ίδιο τρόπο όπως και για μια διοικητική απόφαση. Επιπλέον, θα μπορούσε να κατατεθεί αίτηση για ακύρωση του προεδρικού διατάγματος.

Για όλους τους παραπάνω λόγους, το Δικαστήριο έκρινε ότι, μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν.2009 και το ΝΔ του 2010, το τελικό αποτέλεσμα των αλλαγών στην ειδική προσφυγή ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας ήταν ότι αποτελούσε ένδικο μέσο για τους σκοπούς του άρθρου 6 της Σύμβασης.

Ως εκ τούτου, από τις 16.09.2010, η ημερομηνία κατά την οποία είχε τεθεί σε ισχύ το νομοθετικό διάταγμα του 2010, το άρθρο 6 της Σύμβασης είχε εφαρμογή στις ειδικές προσφυγές ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας, υπό τον όρο ότι η διαδικασία κατά την οποία ασκήθηκε η προσφυγή αφορούσε διαφορά σχετικά με «αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις».

Συνεπώς, όταν η διάρκεια της διαδικασίας ήταν υπερβολική, απαιτούνταν από τους  προσφεύγοντες  πριν προσφύγουν ενώπιον του Δικαστηρίου, να υποβάλουν αξίωση αποζημίωσης στο αρμόδιο εφετείο «Pinto», προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στα εθνικά δικαστήρια να εξετάσουν το ζήτημα.

Εν προκειμένω, ο προσφεύγων προσέφυγε ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας στις 13.07.2004. Ωστόσο, σύμφωνα με τη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων, ο δικαστικός χαρακτήρας αυτών των προσφυγών σύμφωνα με τους νέους κανόνες που εφαρμόζονται μόνο εάν είχαν κατατεθεί από 16.09.2010 και μεταγενέστερα. Επιπλέον, ο προσφεύγων δεν είχε υποβάλει καταγγελία στο Εφετείο «Pinto» για τη φερόμενη υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας.

Μετά τα παραπάνω, το Δικαστήριο έκρινε ότι, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, το επίμαχο ένδικο μέσο δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της νέας διαδικασίας ειδικών προσφυγών. Επαναλαμβάνοντας τις σκέψεις του στην  προαναφερθείσα υπόθεση Nardella, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφυγή ήταν ασυμβίβαστη ratione materiae με τις διατάξεις της Σύμβασης κατά την έννοια του άρθρου 35 § 3 και την απέρριψε σύμφωνα με το άρθρο 35 § 4 της Σύμβασης (επιμέλεια echrcaselaw.com).

 

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες