Η ανεπαρκής πρόληψη και αντίδραση των αρχών κατά της τρομοκρατίας, κόστισε τον θάνατο σε 330 θύματα. Παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή.

ΑΠΟΦΑΣΗ

Tagayeva κ.α. κατά Ρωσίας της 13-04-2017 (αριθμ. προσφ.26562/07, 14755/08, 49339/08, 49380/08, 51313/08, 21294/11 και 37096/11)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Δικαίωμα στη ζωή. Μη επαρκής έρευνα για τους θανάτους.  Μη αναγκαία χρήση εκρηκτικών και όπλων. Παραβίαση. 

Το 2004 πάνω από 30 ένοπλοι τρομοκράτες πέρασαν τα διοικητικά σύνορα μεταξύ Ινγκουσετίας και Βόρειας Οσετίας και εισέβαλαν σε σχολείο στo Βeslan, όπου εορτάζετο  η έναρξη του νέου σχολικού έτους. Πάνω από 330 άτομα σκοτώθηκαν και εκατοντάδες άλλοι τραυματίστηκαν. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι αρχές δεν έλαβαν ικανά μέτρα να αποτρέψουν ή να ελαχιστοποιήσουν τον υπαρκτό κίνδυνο, δεν υπήρξε σωστή έρευνα του τρόπου με τον οποίο τα θύματα είχαν απωλέσει τη ζωή τους και ότι η έρευνα δεν κατόρθωσε να εξετάσει επαρκώς τη χρήση υπέρμετρης και θανατηφόρας δύναμης από τις αρχές. Επίσης, κρίθηκε ότι οι αρχές που ερευνούσαν και τα εποπτεύοντα δικαστήρια είχαν επανειλημμένως αρνηθεί στους προσφεύγοντες ορισμένες βασικές εκθέσεις εμπειρογνωμόνων σχετικά με τη χρήση θανατηφόρων δυνάμεων από τις δυνάμεις ασφαλείας, ενώ παράλληλα η Ρωσία δεν είχε καταφέρει να θεσπίσει  αποτελεσματικό νομικό πλαίσιο σχετικά με εγγυήσεις έναντι πράξεων αυθαιρεσίας και χρήσης βίας. Το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, αν και η απόφαση χρήσης βίας δικαιολογείτο υπό τις εν λόγω συνθήκες και περιστάσεις, ωστόσο μια τόσο αδιάκριτη μαζική χρήση εκρηκτικών και όπλων δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως απολύτως απαραίτητη, και συνεπώς είχε παραβιαστεί το άρθρο 2. Αντίθετα, το Στρασβούργο δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ σχετικά με την πρόσβαση των προσφευγόντων στις πληροφορίες της δικογραφίας.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 2

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Στις πρώτες πρωινές ώρες της 1.9.2004 πάνω από 30 ένοπλοι τρομοκράτες πέρασαν τα διοικητικά σύνορα μεταξύ Ινγκουσετίας και Βόρειας Οσετίας. Στις 9 το πρωί, ξεκίνησε γιορτή στην αυλή ενός σχολείου στo Βeslan για την έναρξη του νέου σχολικού έτους. Λίγα λεπτά αργότερα, οι τρομοκράτες περικύκλωσαν τον χώρο και απέκλεισαν πάνω από 1.100 άτομα στο σχολικό γυμναστήριο (μεταξύ άλλων και 800 παιδιών). Οι τρομοκράτες μετέτρεψαν το σχολείο σε αυτοσχέδιο οχυρό και ναρκοθέτησαν το γυμναστήριο. Εκτέλεσαν πολλούς ομήρους, αρνήθηκαν να δεχτούν προτάσεις για την ανακούφιση της κατάστασης των ομήρων, και από τις 2 Σεπτεμβρίου, σταμάτησαν να δίνουν πόσιμο νερό στα θύματά τους.   Οι δυνάμεις ασφαλείας περικύκλωσαν τις εγκαταστάσεις. Δημιουργήθηκε ένα επιχειρησιακό αρχηγείο για να οργανώνει την επιχείρηση και προσπάθησε να διαπραγματευτεί με τους τρομοκράτες οι οποίοι διατύπωναν πολιτικά αιτήματα.

Στις 1 μ.μ. στις 3 Σεπτεμβρίου, δύο ισχυρές εκρήξεις σημειώθηκαν στο γυμναστήριο. Κάποιοι όμηροι προσπάθησαν να διαφύγουν από την τρύπα που δημιουργήθηκε στον τοίχο αλλά οι τρομοκράτες τους πυροβόλησαν. Αυτό οδήγησε σε ανταλλαγή πυρών με τις δυνάμεις ασφαλείας, οι οποίες στη συνέχεια διατάχτηκαν να καταστρέψουν το κτίριο

Αρκετοί τρομοκράτες επιβίωσαν από τις αρχικές εκρήξεις. Μάζεψαν αρκετούς  ομήρους, οι οποίο επέζησαν, στο γυμναστήριο (περίπου 300 άτομα) και τους ανάγκασε να μεταφερθούν σε άλλα μέρη του σχολείου. Οι νεκροί, τραυματίες και άτομα τα οποία υπέστησαν σοκ παρέμειναν στο γυμναστήριο. Φλόγες εξαπλώθηκαν γύρω από το χώρο και γύρω στις 3.30 μ.μ. η οροφή κατέρρευσε.

Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις ασφαλείας συνέχισαν να στοχεύουν τους τρομοκράτες. Μετά από σκληρή μάχη, οι ειδικές δυνάμεις κατέλαβαν τις εγκαταστάσεις και διέσωσαν όσους ομήρους επιβίωσαν. Πάνω από 330 άτομα σκοτώθηκαν και εκατοντάδες άλλοι τραυματίστηκαν. 12 στρατιώτες ήταν μεταξύ των νεκρών και πάνω από 50 τραυματίστηκαν.

Ένας ύποπτος τρομοκράτης συνελήφθη και όλοι οι άλλοι σκοτώθηκαν. Διεξήχθησαν αρκετές εγχώριες έρευνες για το περιστατικό. Στην πρώτη ποινική έρευνα, αριθμ. 20/849, οι ενέργειες των αξιωματικών κρίθηκαν νόμιμες και εύλογες υπό τις εν λόγω συνθήκες και δεν διαπιστώθηκε αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των αποφάσεών τους και των αρνητικών συνεπειών. Αυτή η έρευνα εξακολουθεί να εκκρεμεί. Πρόσθετες ποινικές διαδικασίες κινήθηκαν εναντίον του μοναδικού επιβιώσαντος τρομοκράτη, (ο οποίος, το 2006, καταδικάστηκε σε ισόβια ποινή κάθειρξης), των αξιωματικών του αστυνομικού τμήματος του Beslan  (οι οποίοι έλαβαν αμνηστία σε σχέση με τις κατηγορίες που σχετίζονται με την αμέλεια) και κατά των υπαλλήλων της αστυνομίας στην Ingushetia (οι οποίοι απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες σχετικά με αμέλεια). Ομάδες θυμάτων υπέβαλαν αστικές αξιώσεις κατά των Υπουργείων Εσωτερικών της Ρωσίας και της Βόρειας Οσσετίας αλλά κρίθηκαν ανεπιτυχείς.

Εκθέσεις αναφορικά με το περιστατικό εκδόθηκαν από ειδικές επιτροπές του Κοινοβουλίου της Βόρειας Οσσετίας και της Ρωσικής Ομοσπονδιακής Συνέλευσης.  Ο κ. Yuriy Savelyev μέλος της Ρωσικής Ομοσπονδιακής Συνέλευσης, εξέδωσε ξεχωριστή έκθεση, με την οποία διαφωνεί με τα πορίσματα της Επιτροπής.

Στα θύματα της τρομοκρατικής επίθεσης δόθηκαν διάφορα ποσά ως αποζημίωση, συμπεριλαμβανομένων και ενός σημαντικού ποσού το οποίο μαζεύτηκε μετά από ανθρωπιστική κινητοποίηση. Η ρωσική κυβέρνηση υιοθέτησε μια σειρά κοινοτικών μέτρων στο Beslan από το 2004 έως και το 2010.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Δικαίωμα στη ζωή – η υποχρέωση προστασίας της ζωής (άρθρο 2)

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, τουλάχιστον μερικές ημέρες νωρίτερα, οι αρχές διέθεταν συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με μια προγραμματισμένη τρομοκρατική επίθεση στην περιοχή, η οποία θα συνδέονταν με το ξεκίνημα του σχολικού έτους στα σχολεία, και θα έμοιαζε αρκετά με σημαντικές επιθέσεις που έγιναν στο παρελθόν από τους Τσετσένους αντάρτες, μέσω ομηριών σε δημόσιους χώρους και με την ύπαρξη σοβαρών τραυματισμών.

Ενόψει μιας τέτοιας απειλής, θα μπορούσε λογικά να αναμένεται ότι θα είχαν ληφθεί προληπτικά και προστατευτικά μέτρα για το σύνολο των σχολικών εγκαταστάσεων της περιοχής και πληθώρα μέτρα ασφαλείας. Ενώ είχαν ληφθεί ορισμένα μέτρα ασφαλείας, εν μέρει τα προληπτικά μέτρα στην εν λόγω υπόθεση θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ανεπαρκή. Τα μέτρα ασφαλείας στο σχολείο δεν είχαν αυξηθεί. Η τοπική αστυνομία δεν έλαβε επαρκή μέτρα για τη μείωση του κινδύνου, η διοίκηση του σχολείου δεν είχε ενημερωθεί ούτε και το κοινό το οποίο παρίσταται στην γιορτή. Επομένως, οι αρχές δεν έλαβαν ικανά μέτρα να αποτρέψουν ή να ελαχιστοποιήσουν τον υπαρκτό κίνδυνο, κατά παράβαση του άρθρου 2.

Δικαίωμα στη ζωή – η υποχρέωση έρευνας (άρθρο 2)

Το Δικαστήριο εντόπισε ορισμένες σοβαρές ελλείψεις στις έρευνες σχετικά με την επίθεση. Αρχικά δεν υπήρξε σωστή εξέταση του τρόπου με τον οποίο τα θύματα είχαν πεθάνει. Οι αρχές δεν κατάφεραν να διεξάγουν ολοκληρωμένες εγκληματολογικές έρευνες στη πλειοψηφία των θυμάτων (προκειμένου, για παράδειγμα, να ταυτοποιήσουν και να ταιριάξουν εξωτερικά αντικείμενα όπως σφαίρες ή shrapnel) και δεν κατάφεραν να καταγράψουν σωστά τη θέση της συντριπτικής πλειοψηφίας των ομήρων. Για το ένα τρίτο των θυμάτων, η ακριβής αιτία θανάτου δεν είχε βρεθεί και καταγραφεί. Δεύτερον, οι ερευνητικές αρχές δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν και να καταγράψουν επιπρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία πριν αλλοιωθούν ανεπανόρθωτα οι σχολικές εγκαταστάσεις μετά την εμφάνιση των μηχανών κατεδάφισης και την άρση της ταινίας μη προσπέλασης μετά το τέλος της επιχείρησης διάσωσης. Αυτό είχε προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη στις μετέπειτα ερευνητικές ενέργειες.

Τρίτον, η έρευνα δεν κατόρθωσε να εξετάσει επαρκώς τη χρήση υπέρμετρης και θανατηφόρας δύναμης από τις αρχές,  παρά την ύπαρξη αξιόπιστων αποδεικτικών στοιχείων που καταδεικνύουν τη χρήση όπλων από τις δυνάμεις ασφαλείας ικανή να προκαλέσει σοβαρή βλάβη στα άτομα μέσα στο κτήριο, όπως ήταν οι εκτοξευτές βομβίδων, πυροκροτητές και κανόνια. Για παράδειγμα, οι αρχές δεν προέβησαν σε καμία ενιαία απογραφή των όπλων και των πυρομαχικών που είχαν χρησιμοποιηθεί, ώστε να καθορίσουν ποιος τους είχε χρησιμοποιήσει, καθώς και τον χρόνο και το πλαίσιο μέσα στα οποία είχαν αναπτυχθεί και χρησιμοποιηθεί. Η έλλειψη αντικειμενικών στοιχείων εμπόδισε τη διαλεύκανση  των γεγονότων και την έκδοση συμπερασμάτων για ορισμένα πρόσωπα και αναφορικά με τη συλλογική ευθύνη.

Τέλος, οι διερευνητικές αρχές και τα εποπτεύοντα δικαστήρια είχαν επανειλημμένως αρνηθεί στους προσφεύγοντες ορισμένες βασικές εκθέσεις εμπειρογνωμόνων σχετικά με τη χρήση θανατηφόρων δυνάμεων από τις δυνάμεις ασφαλείας και την προέλευση των πρώτων εκρήξεων στο γυμναστήριο. Η αδυναμία των θυμάτων να έχουν γνώση των εν λόγω ευρημάτων και να αμφισβητήσουν τα εν λόγω πορίσματα, φάνηκε αδικαιολόγητο.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 2, δεδομένου ότι η έρευνα δεν ήταν “αποτελεσματική”, δεδομένου ότι δεν ήταν ικανή να οδηγήσει σε συμπέρασμα του κατά πόσο δύναμη ασφαλείας που χρησιμοποιήθηκε από το κράτος ήταν δικαιολογημένη υπό τις εν λόγω περιστάσεις. Σημείωσε επίσης ότι η δημόσια πτυχή ελέγχου των ερευνητικών διαδικασιών είχε παραβιαστεί από τη περιορισμένη πρόσβαση των θυμάτων σε αυτή.

Δικαίωμα στη ζωή –  σχεδιασμός και έλεγχος της επιχείρησης (άρθρο 2)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ρωσικές αρχές είχαν αποτύχει να προγραμματίσουν και να διεξαγάγουν μια επιχείρηση διάσωσης τέτοια που να ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο για τη ζωή, κατά παράβαση του άρθρου 2. Η αποτυχία αυτή προέρχονταν από τον τρόπο λειτουργίας του φορέα που ήταν  υπεύθυνος για την επιχείρηση. Υπήρχαν καθυστερήσεις στη δημιουργία του και ασυνέπειες όσον αφορά τον προσδιορισμό της ηγεσίας και της σύνθεσής του, καθώς και έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων  που θα διαπίστωνε την ύπαρξη ευθύνης στην οργάνωση.

Η απουσία επίσημης ηγεσίας είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση σοβαρών προβλημάτων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και στον συντονισμό με άλλες ομάδες. Μεταξύ άλλων, επηρέασε την ικανότητα των αρχών να συντονίζουν το ιατρικό προσωπικό, το προσωπικό διάσωσης και τις πυροσβεστικές δράσεις. Το Δικαστήριο δεν μπόρεσε παρά να συμπεράνει ότι αυτή η έλλειψη ευθύνης και συντονισμού συνέβαλε στην έκδοση, σε κάποιο βαθμό, των εν λόγω τραγικών γεγονότων.

Δικαίωμα στη ζωή – χρήση θανατηφόρας στρατιωτικής δύναμης (άρθρο 2)

Αρχικά, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η χρήση θανατηφόρων δυνάμεων από τις δυνάμεις ασφαλείας συνέβαλε, σε ορισμένο βαθμό, σε απώλειες μεταξύ των ομήρων. Οι προσφεύγοντες επικαλέστηκαν διάφορες καταθέσεις μαρτύρων, στις οποίες υποστηρίζουν ότι είχε γίνει χρήση αδιάκριτης στρατιωτικής δύναμης από τους στρατιώτες εντός του κτιρίου, όταν οι τρομοκράτες είχαν αναμειχθεί με τους όμηρους, και η έρευνα είχε αποτύχει να αξιολογήσει τους εν λόγω ισχυρισμούς.  Επιπλέον, οι εκθέσεις τόσο του Κοινοβουλίου της Βόρειας Οσετίας όσο και του κ. Savelyev είχαν επισημάνει το ίδιο συμπέρασμα. Η έρευνα δεν κατόρθωσε να διαπιστώσει τις συνθήκες υπό τις οποίες χρησιμοποιήθηκε η υπέρμετρη στρατιωτική δύναμη. Μπορούμε να υποθέσουμε, από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, ότι έγινε αδιάκριτη χρήση βίας και στρατιωτικής δύναμης τη στιγμή που οι όμηροι είχαν αναμειχθεί με τους τρομοκράτες καθώς και της απουσίας κατάλληλης εξέτασης των συνθηκών θανάτου και τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε η χρήσης όπλων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ρωσία δεν κατάφερε να θεσπίσει  αποτελεσματικό νομικό πλαίσιο σχετικά με εγγυήσεις έναντι πράξεων αυθαιρεσίας και χρήσης βίας, δεδομένου ότι η εφαρμοστέα νομοθεσία δεν καθόριζε σημαντικές αρχές και περιορισμούς στη χρήση βίας σε νόμιμες αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις.

Όντας η στρατιωτική επιχείρηση εφοδιασμένη με πολλά πυροβόλα όπλα για τη διεξαγωγή αντιτρομοκρατικών επιχειρήσεων, αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί επικίνδυνο κενό στον έλεγχο των απειλητικών για τη ζωή καταστάσεων.

Σε συνδυασμό με την έλλειψη απόδοσης ευθύνης και συντονισμού, αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας κατάστασης στην οποία οι αποφάσεις σχετικά με τη χρήση βίας λαμβάνονταν από τους αξιωματικούς. Ωστόσο, υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία που να επεξηγούν την απόφαση χρήσης θανατηφόρας στρατιωτικής δύναμης. Ενόψει των διαθέσιμων πληροφοριών σχετικά με τη αδιάκριτη χρήση όπλων, η απουσία ύπαρξης αιτιολογίας αναφορικά με τη χρήση της υπέρμετρης στρατιωτικής βίας οδήγησε το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η κυβέρνηση δεν είχε παράσχει «ικανοποιητικές και πειστικές εξηγήσεις» ότι η θανατηφόρα δύναμη που χρησιμοποιήθηκε δεν ήταν στην ουσία κάτι παραπάνω από αυτή που ήταν απολύτως απαραίτητη.

Επιπλέον, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, αν και η απόφαση χρήσης βίας δικαιολογείτο υπό τις εν λόγω συνθήκες και περιστάσεις, ωστόσο μια τόσο αδιάκριτη μαζική χρήση εκρηκτικών και όπλων δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως απολύτως απαραίτητη, και συνεπώς είχε παραβιάσει το άρθρο 2.

Δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής (άρθρο 13)

Οι προσφεύγουσες είχαν καταγγείλει  βάσει του άρθρου 13 για δύο βασικούς λόγους: ότι δεν είχαν τη δυνατότητα να υποβάλλουν αξίωση για αποζημίωση από άτομα τα οποία είχαν διαπράξει  παράνομες πράξεις και ότι δεν είχαν πρόσβαση σε σχετικές πληροφορίες, οι οποίες βρίσκονταν στα χέρια των αρχών.

Όσον αφορά την αποζημίωση, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι προσφεύγοντες είχαν λάβει αποζημίωση από το κράτος ως θύματα της τρομοκρατικής επίθεσης, ότι είχαν επίσης λάβει αποζημίωση μέσω του ανθρωπιστικού εράνου και ότι είχαν λάβει διαδικαστική ιδιότητα κατά την ποινική δίκη του κ. Kulayev (διαδικασία κατά την οποία θα μπορούσαν να ζητηθούν αποζημιώσεις). Το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να συμπεράνει ότι η έλλειψη προόδου σε ορισμένες σημαντικές πτυχές της ποινικής έρευνας αριθ. 20/849 είχε αποκλείσει τους προσφεύγοντες από το να λάβουν αποζημίωση.

Αναφορικά με την καταγγελία σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα θύματα είχαν πρόσβαση σε στοιχεία από την ποινική έρευνα αριθμ. 20/849, τη δίκη του κ. Kulayev και από τις δύο ποινικές διαδικασίες κατά των αστυνομικών. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης τις εκτεταμένες και λεπτομερείς μελέτες των  επιτροπών του Κοινοβουλίου του Βόρειου Οσσεδίου και της Ομοσπονδιακής Συνέλευσης, συμπεριλαμβανομένου της ξεχωριστής έκθεσης του κ. Savelyev. Οι αναφορές αυτές γνωστοποίησαν ορισμένα περιστατικά σοβαρών παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι οποίες υπό άλλες συνθήκες θα παρέμεναν άγνωστες.

Με βάση τα ανωτέρω το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 13.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ρωσία όφειλε να καταβάλει στους προσφεύγοντες το συνολικό ποσό 2.955.000 ευρώ για την ηθική τους βλάβη  και στους δικηγόρους τους ποσό 88.000 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα.

Οι ατομικές αποζημιώσεις στους προσφεύγοντες έλαβαν υπόψη την έκταση των δυσκολιών τους και των μέτρων που έλαβε η Ρωσία με σκοπό την αποζημίωση και την αποκατάσταση των θυμάτων.

Δεσμευτική ισχύς και εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων (άρθρο 46)

Το Δικαστήριο επεσήμανε την ανάγκη λήψης ποικίλων μέτρων, τα οποία αποσκοπούν να αντλήσουν διδάγματα από το παρελθόν, να κατοχυρωθούν και να γνωστοποιηθούν τα εφαρμοστέα νομικά και επιχειρησιακά πρότυπα για την αποτροπή παρόμοιων στρατιωτικών παραβιάσεων στο μέλλον. Επίσης, έκρινε ότι τα μελλοντικά αιτήματα της εκκρεμούσας έρευνας αναφορικά με το περιστατικό πρέπει να ληφθούν υπόψη με τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου σχετικά με τις αποτυχίες της έρευνας.

Αποκλίνουσες απόψεις

Υπήρχαν δύο εν μέρει αποκλίνουσες απόψεις: η μία συντάχθηκε από τους δικαστές Hajiyev και Dedov και η άλλη από τον δικαστή Pinto de Albuquerque. Οι μειοψηφίες επισυνάπτονται στην απόφαση.

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες