Δολοφονία οικογένειας Ρομά από αστυνομικό. Η επιεικής ποινή, η μη αποτελεσματική έρευνα και μη δίωξη του αστυνομικού για ρατσιστική βία παραβίασαν το δικαίωμα στη ζωή

ΑΠΟΦΑΣΗ

Lakatošová και Lakatoš κατά Σλοβακίας της 11.12.2018 (αριθ. προσφ. 655/16)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ρατσισμός κατά Ρομά. Έλλειψη έρευνας. Ελαττωμένη επιβληθείσα ποινή.  Μη δίωξη για ρατσιστική βία. Πυροβολισμοί αστυνομικού στο σπίτι οικογένειας Ρομά σε ώρα εκτός της υπηρεσίας με παράνομο όπλο. Θάνατος τριών μελών της οικογένειας Ρομά και τραυματισμός άλλων δύο. Δήλωση του δράστη ότι πήγε στο σπίτι των προσφευγόντων για να «αντιμετωπίσει» τους Ρομά και επιβεβαίωσε ότι στόχευε σε μια «ριζική λύση». Καταδίκη του από τα εθνικά δικαστήρια, αλλά με μειωμένη ποινή και μέσω αποσπάσματος απόφασης χωρίς καμία αιτιολογία. Καταγγελία των προσφευγόντων ότι δεν διεξήχθη επαρκής έρευνα για την ανεύρεση πιθανού ρατσιστικού κινήτρου πίσω από τις δολοφονίες.

Το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι η ρατσιστική βία αποτελεί ιδιαίτερη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και απαιτείται η επαγρύπνηση και η έντονη αντίδραση εκ μέρους των αρχών. Ωστόσο: 1) οι εθνικές αρχές δεν κατάφεραν  να εξετάσουν λεπτομερώς τις σοβαρές ενδείξεις ρατσισμού στην περιοχή, όπως η απογοήτευση του αστυνομικού για τα ζητήματα δημόσιας τάξης που αφορούσαν τους Ρομά, 2) το κατηγορητήριο του δράστη δεν περιλάμβανε τέλεση του αδικήματος με ρατσιστικό κίνητρο ως πιθανό επιβαρυντικό στοιχείο, και 3) η καταδικαστική απόφαση με την οποία επιβλήθηκε μειωμένη ποινή δεν περιείχε καμία νομική αιτιολογία. Αδυναμία των προσφευγόντων να αποκαταστήσουν μέσω ενδίκου μέσου τα ανωτέρω στοιχεία, δεδομένου ότι ως πολιτικώς ενάγοντες είχαν δικαίωμα να θέτουν ζητήματα μόνο σχετικά με την αξίωσή τους για αποζημίωση. Παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή σε συνδυασμό με παραβίαση της απαγόρευσης των διακρίσεων.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 2

Άρθρο 14

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες Žaneta Lakatošová και Kristián Lakatoš, παντρεμένοι, είναι υπήκοοι της Σλοβακίας, με καταγωγή Ρομά, οι οποίοι και οι δύο γεννήθηκαν το 1986. Ζουν στο Hurbanovo (Σλοβακία), μια πόλη όπου διαμένουν χίλιοι Ρομά.

Η υπόθεση αφορά πυροβολισμό από αστυνομικό που ήταν εκτός υπηρεσίας και βρίσκονταν έξω από το σπίτι των προσφευγόντων, τραυματίζοντάς τους και σκοτώνοντας τρία μέλη της οικογένειάς τους.

Στις 16 Ιουνίου 2012, ο κ. J., ένας δημοτικός αστυνομικός, πήγε στην πόλη των προσφευγόντων, εισήλθε στην  ιδιοκτησία τους και, χωρίς να προειδοποιήσει, άρχισε να πυροβολεί μέλη της οικογένειας που βρίσκονταν στην αυλή. Δεν ήταν σε υπηρεσία και χρησιμοποίησε ένα παράνομα αγορασμένο όπλο. Ο πατέρας του κ. Lakatoš, ο αδελφός και ο γαμπρός του σκοτώθηκαν.

Ο κ. J. συνελήφθη και η αστυνομία διεξήγαγε αμέσως προκαταρκτική έρευνα. Εξέτασαν και ανέκριναν ιδιαίτερα τον κ. J. και άλλους μάρτυρες σχετικά με το αν υπήρχε πιθανό ρατσιστικό κίνητρο στην επίθεση. Ο κ. J. δήλωσε ότι είχε οδηγήσει μέχρι το σπίτι των προσφευγόντων για να «αντιμετωπίσει» τους Ρομά και επιβεβαίωσε ότι είχε σκεφτεί μια «ριζική λύση». Οι συγγενείς του και οι συνάδελφοί του αρνήθηκαν ότι ήταν προκατειλημμένος κατά των Ρομά. Οι συγγενείς των θυμάτων δήλωσαν ότι δεν γνώριζαν την ύπαρξη οποιασδήποτε σύγκρουσης μεταξύ του κ. J. και της οικογένειάς τους.

Δύο ψυχολόγοι διορίστηκαν επίσης για να εξετάσουν τον κ. J. Κατέληξαν ότι ο κ. J. είχε υποστεί μια προσωρινή ψυχική διαταραχή κατά τη στιγμή της επίθεσης και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το κίνητρο δεν ήταν σαφές, αλλά ότι η συνεχής απογοήτευση του κ. J. με τη δουλειά του και η αδυναμία επίλυσης των προβλημάτων δημόσιας τάξης που αφορούσαν τους Ρομά θα μπορούσε να βρίσκονται πίσω από αυτό. Οι πραγματογνώμονες αναφέρθηκαν επίσης σε ένα περιστατικό λίγο πριν από την επίθεση, όταν ο κ. J. επέδειξε επιθετική συμπεριφορά απέναντι σε ορισμένα παιδιά Ρομά, τα οποία είχαν κλέψει.

Τον Δεκέμβριο του 2012, ο κ. J. κατηγορήθηκε για ανθρωποκτονία με δόλο πρώτου βαθμού και για παράνομη οπλοκατοχή. Το κατηγορητήριο συντάχθηκε με τον επιβαρυντικό παράγοντα, ότι η επίθεση στόχευε πέντε άτομα.

Η υπόθεση εκδικάστηκε τον Μάρτιο του 2013. Ο δικηγόρος των προσφευγόντων προσπάθησε να εξετάσει τους μάρτυρες για πιθανό ρατσιστικό κίνητρο πίσω από την επίθεση, αλλά δεν του επιτράπηκε να ακολουθήσει αυτή τη γραμμή κατηγορίας, διότι οι προσφεύγοντες ήταν πολιτική αγωγή στη διαδικασία και ως εκ τούτου θα μπορούσε να θέσουν μόνο ζητήματα σχετικά με την αστική αξίωσή τους για αποζημίωση.

Ο κ. J. κρίθηκε ένοχος βάση των κατηγοριών με μία απόφαση-απόσπασμα, χωρίς νομική αιτιολογία, πράγμα που κατέστη εφικτό, διότι τόσο η εισαγγελική αρχή, όσο και η υπεράσπιση είχαν παραιτηθεί από το δικαίωμά τους στην έφεση.  Ο κ. J. έλαβε μειωμένη ποινή, ήτοι κάθειρξη εννέα ετών. Οι εφέσεις των προσφευγόντων απορρίφθηκαν στη συνέχεια, καθώς και η συνταγματική τους καταγγελία.

Οι προσφεύγοντες απέσυραν την αστική τους αγωγή για αποζημίωση το 2016. Εν τω μεταξύ, ο Υπουργός Δικαιοσύνης τους αποζημίωσε.

Στηριζόμενοι στο άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή), οι προσφεύγοντες διαμαρτύρονται κατ’ ουσίαν διότι οι αρχές της Σλοβακίας δεν προέβησαν σε αποτελεσματική  έρευνα για το κατά πόσον η επίθεση στην οικογένειά τους είχε φυλετικά κίνητρα.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο παραδέχθηκε ότι, στην πράξη, ήταν συχνά εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχθεί ένα ρατσιστικό κίνητρο. Παρ’ όλα αυτά, οι αρχές έπρεπε να κάνουν ό, τι ήταν λογικό και απαραίτητο για να ανακαλύψουν την αλήθεια. Ειδικότερα, αν προέκυπταν ρατσιστικά στοιχεία κατά τη διάρκεια μιας έρευνας, έπρεπε να ελεγχθούν και, εάν επιβεβαιώνονταν να διεξαχθεί εμπεριστατωμένη έρευνα.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχαν εύλογες πληροφορίες στην περίπτωση του προσφεύγοντος ζευγαριού,  ώστε να κινητοποιήσουν τους ανακριτές και τους εισαγγελείς σχετικά με την ανάγκη να πραγματοποιηθεί μια αρχική αξιολόγηση ρατσιστικού κινήτρου, κάτι το οποίο και έπραξαν. Οι ερευνητικές αρχές εξέτασαν ειδικότερα τον κ. J. και άλλους μάρτυρες σχετικά με την ύπαρξη πιθανού ρατσιστικού κινήτρου και είχαν ζητήσει από τους ψυχολόγους να αξιολογήσει τα κίνητρά του.

Ωστόσο, δεν είχαν επεκτείνει την έρευνα και την ανάλυση πέρα από αυτό. Ειδικότερα δεν προέβησαν σε εμπεριστατωμένη έρευνα του γεγονότος ότι ο κ. J. είχε ενεργήσει βίαια κατά ορισμένων αγοριών Ρομά λίγο πριν από την επίθεση, παρόλο που οι πραγματογνώμονες είχαν διαπιστώσει την ύπαρξη σύνδεσης μεταξύ αυτού του συμβάντος και των πυροβολισμών. Επίσης, δεν εξέτασαν άλλο ρατσιστικό στοιχείο, κυρίως την απογοήτευση του αστυνομικού για την αδυναμία του να επιλύσει ζητήματα δημόσιας τάξης σχετικά με τους Ρομά, όπως προτάθηκε στην ψυχολογική του αξιολόγηση.

Επιπλέον, παρά τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την έρευνα, ο κ. J. δεν είχε κατηγορηθεί για διάπραξη εγκλήματος με ρατσιστικό κίνητρο. Ο Εισαγγελέας δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει αυτό το κενό στο κατηγορητήριο, χωρίς να εξετάσει ή να συζητήσει καθόλου τον πιθανό επιβαρυντικό παράγοντα ενός ρατσιστικού κινήτρου.

Επίσης, τα δικαστήρια δεν αντέδρασαν με κανέναν τρόπο στο περιορισμένο πεδίο της έρευνας και της δίωξης. Καθώς  οι προσφεύγοντες ήταν πολιτική αγωγή, είχαν τη δυνατότητα να εγείρουν ζητήματα σχετικά μόνο με την αστική αξίωση τους για αποζημίωση. Επομένως, τα δικαστήρια δεν είχαν επιτρέψει τη γραμμή εξέτασης του δικηγόρου τους σχετικά με την ύπαρξη πιθανού ρατσιστικού κινήτρου για την επίθεση και δεν μπόρεσαν να καταθέσουν έφεση, διότι ο η πολιτική αγωγή είχε μόνο το δικαίωμα να ασκήσει έφεση κατά του σκέλους της απόφασης περί αποζημίωσης. Τέλος, καμία αναφορά δεν έγινε σχετικά με πιθανό ρατσιστικό κίνητρο στην απόφαση κατά του αστυνομικού ούτε στην μορφή συντομευμένης απόφασης, η οποία δεν περιείχε κανένα νομικό σκεπτικό.

Το Δικαστήριο τόνισε ότι η ρατσιστική βία αποτελεί ιδιαίτερη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, για την οποία απαιτείτο ειδική επαγρύπνηση και έντονη αντίδραση από τις αρχές. Ωστόσο, η έρευνα και η δίωξη στην υπόθεση των προσφευγόντων είχε υποστεί βλάβη σε βαθμό που ήταν ασυμβίβαστες με την υποχρέωση αυτή. Πράγματι, μπροστά σε ισχυρά ρατσιστικά στοιχεία, οι αρχές απέτυχαν να εξετάσουν σωστά αν η επίθεση είχε κίνητρο ή όχι το φυλετικό μίσος.

Επομένως, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 2.

Ενόψει αυτής της διαπιστώσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαία η χωριστή εξέταση των καταγγελιών των προσφευγόντων βάσει του άρθρου 13 σε συνδυασμό με το άρθρο 2.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Σλοβακία έπρεπε να καταβάλει σε κάθε ένα από τους προσφεύγοντες το ποσό των 25.000 ευρώ για ηθική τους βλάβη(επιμέλεια echrcaselaw.com). 

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες