Το ΕΔΔΑ εναντίον του μονοπωλίου διανομής σχολικών βιβλίων. Η απολεσθείσα πελατεία αποτελεί περιουσία που προστατεύεται.

ΑΠΟΦΑΣΗ

Könyv-Tár Kft κ.α. κατά Ουγγαρίας της 16.10.2018 (αριθμ. προσφ. 21623/13)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Κρατικό μονοπώλιο στην πώληση και διανομή σχολικών βιβλίων. Ιδιωτικές εταιρείες κατήγγειλαν ότι η νέα νομοθεσία που προέβλεπε την διανομή σχολικών βιβλίων μέσω ενός κεντρικού φορέα και όχι πλέον από αυτές, έθιγε το δικαίωμα στην περιουσία τους. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η απολεσθείσα πελατεία μπορούσε να θεωρηθεί περιουσία σύμφωνα με τη Σύμβαση. Η παρέμβαση στα περιουσιακά στοιχεία των προσφευγόντων εταιρειών ήταν δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο στόχο, καθώς αυτές υπέστησαν ατομική και υπερβολική επιβάρυνση. Παραβίαση του δικαιώματος της περιουσίας.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ 

Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου

άρθρο 13

άρθρο 14

άρθρο 6

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγουσες εταιρείες, Könyv-Tár Kft, Suli-Könyv Kft και Tankönyv-Ker Bt, δραστηριοποιούνταν στην πώληση και διανομή σχολικών βιβλίων.

Η υπόθεση αφορά τη λειτουργία διανομής σχολικών βιβλίων. Το 2011 και το 2012 το Κοινοβούλιο θέσπισε νομοθεσία για τη συγκέντρωση της διαχείρισης των σχολείων, η οποία ήταν  υπό τον έλεγχο των τοπικών αρχών. Νέοι νόμοι εισήγαγαν επίσης ένα νέο σύστημα αγοράς και διανομής σχολικών βιβλίων μέσω ενός κεντρικού φορέα, Könyvtárellátó Kiemelten Közhasznú Nonprofit Kft (μη Κερδοσκοπική Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης Προμήθειας Βιβλιοθηκών, “Könyvtárellátó”.)

Μετά την εισαγωγή του νέου συστήματος, η Könyvtárellátó ανέλαβε την προμήθεια και τη διανομή βιβλίων. Οι προσφεύγουσες εταιρίες υποστηρίζουν ότι με τον νέο νόμο το κράτος συγκεντρώνει και μονοπωλεί την αγορά, πράγμα που σημαίνει ότι αποκλείονταν ουσιαστικά από το αποκλειστικό ή κύριο πεδίο δραστηριότητάς τους.

Βασιζόμενες στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της ιδιοκτησίας) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι προσφεύγουσες εταιρίες διαμαρτύρονται ότι η δημιουργία κρατικού μονοπωλίου στη διανομή σχολικών βιβλίων τους στέρησε την ειρηνική απόλαυση των περιουσιών τους.

Οι προσφεύγουσες εταιρείες προβάλλουν επίσης καταγγελίες βάσει του άρθρου 13 (δικαίωμα προσφυγής) της σύμβασης σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 1, σύμφωνα με το άρθρο 6 (δικαίωμα δίκαιης δίκης) και το άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου

α) Δυνατότητα εφαρμογής – Το Δικαστήριο, απαντώντας στο επιχείρημα της κυβέρνησης ότι η υπόθεση ήταν απαράδεκτη, ασχολήθηκε αρχικά με το ζήτημα κατά πόσο οι προσφεύγουσες εταιρείες μπορούσαν να ισχυριστούν ότι έχουν «περιουσία» σύμφωνα την έννοια της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.

Η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η Σύμβαση δεν εγγυάται το δικαίωμα απόκτησης περιουσίας και ότι τα μελλοντικά έσοδα δεν θεωρούνται γενικά ιδιοκτησία. Επιπλέον, το μερίδιο αγοράς των εταιρειών και τα μελλοντικά έσοδα επηρεάστηκαν από αλλαγές που εμπίπτουν στις εξουσίες διακριτικής ευχέρειας των κυβερνήσεων («περιθώριο εκτίμησης»), δηλαδή αλλαγές στην οργάνωση της εκπαίδευσης.

Ωστόσο, το Δικαστήριο, σημειώνοντας την υπόθεση Van Marle κ.α. κατά της Ολλανδίας, διαπίστωσε ότι οι εταιρείες είχαν απωλέσει την πελατεία τους, που ήταν τα σχολεία, λόγω των νομοθετικών αλλαγών και ότι η απολεσθείσα πελατεία μπορούσε να θεωρηθεί περιουσία σύμφωνα με τη Σύμβαση.

Πιο συγκεκριμένα, προσφεύγουσες επιχειρήσεις, οι οποίες ασκούσαν επί σειρά ετών δραστηριότητα διανομής σχολικών βιβλίων, είχαν αναπτύξει στενές σχέσεις με τα σχολεία που βρίσκονταν στην περιοχή τους. Η πελατεία τους αποτελούσε ουσιαστική βάση για την καθιερωμένη επιχειρηματική δραστηριότητα και είχε από πολλές απόψεις τη φύση ενός ιδιωτικού δικαιώματος και αποτελούσε έτσι περιουσιακό στοιχείο ως «κατοχή/ιδιοκτησία» κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.

Επί της ουσίας – Τα νέα μέτρα εισήγαγαν ένα νέο σύστημα διανομής σχολικών βιβλίων, με αποτέλεσμα οι προσφεύγουσες επιχειρήσεις να απωλέσουν ουσιαστικά την πελατεία τους. Έτσι, υπήρξε παρέμβαση στα δικαιώματα των προσφευγόντων εταιρειών, που συνίστανται σε μέτρο που συνεπάγεται στον έλεγχο της χρήσης της περιουσίας τους.

Το Δικαστήριο σημείωσε μια εγγενή ιδιότητα στην αγορά των σχολικών βιβλίων, η οποία ήταν ασυνήθιστη σε ορισμένες πτυχές. Τα υποκείμενα που επέλεγαν τα προϊόντα (δηλαδή τα σχολεία ή οι δάσκαλοι) δεν ήταν αυτοί που τους πλήρωναν (δηλαδή οι τελικοί χρήστες: οι μαθητές και οι γονείς τους). Αυτό το σύστημα θα μπορούσε να εξηγηθεί από την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι όλοι οι μαθητές μιας τάξης χρησιμοποίησαν το ίδιο εγχειρίδιο. Η ρύθμιση αυτή θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα ορισμένες στρεβλώσεις της αγοράς και μια δυνητικά εκτεθειμένη κατάσταση των τελικών καταναλωτών. Οι τελευταίοι θα μπορούσαν να εξισορροπηθούν από τους κανόνες της αγοράς, όπως οι μεγιστοποιημένες τιμές ή οι κρατικές επιδοτήσεις.

Το Δικαστήριο υπογράμμισε το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι οι αλλαγές είχαν σκοπό να καταστήσουν αποτελεσματικότερες τις δαπάνες του προϋπολογισμού. Εντούτοις, αμφέβαλε ότι τα συμφέροντα των τελικών χρηστών, των γονέων και των μαθητών είχαν προστατευθεί, δεδομένου ότι οι τιμές παρέμειναν υπό καθεστώς ρύθμισης. Επιπλέον, το περιθώριο κέρδους της νέας εταιρείας διανομής βιβλίων ύψους 20% ήταν υψηλότερο από αυτό των προσφευγόντων εταιριών.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσφεύγοντες εταιρίες δεν είχαν ειδική ή προνομιακή θέση που να δικαιολογεί κρατική παρέμβαση. Δεν είχε επίσης πειστεί από το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι τα μέτρα δεν είχαν οδηγήσει σε μονοπώληση της αγοράς. Στην πραγματικότητα οι εταιρείες είχαν απωλέσει την πρώην πελατεία τους και η τελευταία  μεταφέρθηκε στην Könyvtárellátó.

Θεωρητικά, οι εταιρείες μπορούσαν να υποβάλουν προσφορές για συμβάσεις με την κρατική εταιρεία, αλλά, στην πράξη, σύμφωνα με τον ισχυρισμό των εταιρειών που η κυβέρνηση δεν είχε αρνηθεί, οι προσφορές αυτές είχαν περιορισμένο πεδίο εφαρμογής και ήταν ανοικτές μόνο σε προσκεκλημένες εταιρείες. Συνεπώς, δεν προσέφεραν ρεαλιστικές προοπτικές στις εταιρείες να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους και να διατηρήσουν την πελατεία τους.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι υπήρχε μεταβατική περίοδος μόλις 18 μηνών για το νέο σύστημα και ότι οι εταιρείες δεν είχαν ποτέ προσκληθεί στους διαγωνισμούς ανάθεσης της Könyvtárellátó. Επιπλέον, αποκλείστηκαν εκ των πραγμάτων από συμβάσεις διανομής σχολικών βιβλίων από το 2013/2014, δεν ελήφθησαν μέτρα για την προστασία τους από αυθαίρετες ενέργειες ή την παροχή αποζημίωσης για τις ζημιές που υπέστησαν  και δεν θα μπορούσαν να συνεχίσουν ή να ανοικοδομήσουν τις επιχειρήσεις τους εκτός της αγοράς του σχολικού βιβλίου. Τέλος, δεν υπήρξαν πραγματικά οφέλη για τους γονείς ή τους μαθητές από το νέο σύστημα.

Το περιθώριο εκτίμησης που παρέχεται στο κράτος για τον προσδιορισμό των κατάλληλων μέτρων για την εφαρμογή της εν λόγω μεταρρύθμισης ήταν ευρύ. Ωστόσο, δεν θα μπορούσαν τα εν λόγω μέτρα να είναι δυσανάλογα όσον αφορά τα χρησιμοποιούμενα μέσα και τον επιδιωκόμενο στόχο, και δεν θα μπορούσαν να εκθέσουν τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες σε ένα ατομικό και υπερβολικό βάρος. Εν προκειμένω, η δραστική αλλαγή στις επιχειρηματικές δραστηριότητες των εταιρειών δεν είχε μετριαστεί από τα θετικά μέτρα που πρότεινε το κράτος.

Λαμβάνοντας υπόψη διάφορα στοιχεία, μεταξύ των οποίων το γεγονός ότι δεν είχαν ληφθεί μέτρα για την προστασία των εταιρειών από πράξεις αυθαιρεσίας ή για την αποζημίωσή τους, η αδυναμία των προσφευγόντων εταιρειών να συνεχίσουν ή να ανασυγκροτήσουν τις δραστηριότητές τους εκτός του αντικειμένου διανομής του σχολικού βιβλίου και την απουσία πραγματικής οφειλής για τους γονείς ή τους μαθητές, η παρέμβαση στο δικαίωμα των εν λόγω εταιριών ήταν δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο στόχο, διότι ο εταιρείες αναγκάστηκαν να υποστούν ατομική και υπερβολική επιβάρυνση.

Λοιπά άρθρα

Το Δικαστήριο έκρινε απαράδεκτη την καταγγελία σύμφωνα με το άρθρο 13 και δεν θεώρησε αναγκαία την χωριστή εξέταση των καταγγελιών βάσει του άρθρου 6 και του άρθρου 14, δεδομένης των πορισμάτων  του στην υπόθεση.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι το ζήτημα της δίκαιης ικανοποίησης δεν ήταν ακόμα έτοιμο προς εξέταση και επιφυλάχθηκε για μεταγενέστερη εξέταση.

Μειοψηφούσες απόψεις

Ο δικαστής Wojtyczek εξέφρασε αντίθετη άποψη. Οι δικαστές Pinto de Albuquerque και Kūris εξέφρασαν κοινή σύμφωνη γνώμη(επιμέλεια echrcaselaw.com). 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες