Ο χρόνος εκτίμησης της αποζημίωσης απαλλοτριωμένων εκτάσεων πρέπει να είναι ο εγγύτερος δυνατός της καταβολής της αποζημίωσης στους δικαιούχους

ΑΠΟΦΑΣΗ

Πουλημένος κ.α. κατά Ελλάδας της 20-07-2017 (αρ. προσφ. 41230/12)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Υπολογισμός αξίας απαλλοτριωθέντος ακινήτου. Χρόνος και τρόπος υπολογισμού. Η υπόθεση αφορούσε τον υπολογισμό του οριστικού ποσού αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση ενός οικοπέδου, και ιδίως τον καθορισμό της ημερομηνίας που λαμβάνεται υπόψη  για τον υπολογισμό του ποσού αποζημίωσης. Η επιλεγμένη ημερομηνία καθορίζει εάν μπορεί να ληφθεί ή όχι υπόψη η αύξηση της αξίας της γης που αποτελεί τη βάση για τον υπολογισμό της αποζημίωσης.

Κατά το ΕΔΔΑ τα Ελληνικά δικαστήρια  επιλέγοντας  ως ημερομηνία υπολογισμού της αξίας των απαλλοτριωθέντων ακινήτων την ημερομηνία πρώτης εκφώνησης της υπόθεσης στο Πρωτοδικείο (9.11.1999), αγνόησαν οποιαδήποτε διαφορά που θα μπορούσε να υπάρχει μεταξύ της αξίας της απαίτησης των προσφευγόντων την ημερομηνία αυτή και εκείνης της ημερομηνίας κατά την οποία αυτό αποφάνθηκαν με την επιδίκαση της οριστικής τιμής (18.01.2012).

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου, δεδομένου ότι η ημερομηνία υπολογισμού της οριστικής τιμής μονάδος του απαλλοτριωμένου ακινήτου πρέπει να είναι η εγγύτερη εκείνης της καταβολής της αποζημίωσης στους δικαιούχους, προκειμένου η αποζημίωση να είναι «πλήρης».

ΣΧΟΛΙΟ-ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ

Σημαντική απόφαση για τον χρόνο που θα πρέπει να υπολογίζουν τα δικαστήρια την αξία του απαλλοτριωμένου ακινήτου ώστε να καθοριστεί η αποζημίωση των δικαιούχων. Αυτός πρέπει να είναι ο εγγύτερος της καταβολής της αποζημίωσης στους δικαιούχους, προκειμένου η αποζημίωση να είναι «πλήρης».

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες είναι Έλληνες υπήκοοι, οι οποίοι ζουν στην Καλαμάτα, στη Κορινθία και στην Αθήνα.

Η υπόθεση αφορούσε τον υπολογισμό του τελικού ποσού αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση ενός οικοπέδου, και ιδίως τον καθορισμό της ημερομηνίας, η οποία λήφθηκε ως η ημερομηνία αναφοράς για τον υπολογισμό του ποσού αποζημίωσης. Η επιλεγμένη ημερομηνία καθορίζει εάν μπορεί να ληφθεί ή όχι υπόψη η αύξηση της αξίας της γης που αποτελεί τη βάση για τον υπολογισμό της αποζημίωσης.

Διάφορα διατάγματα που εκδόθηκαν το 1959, το 1960 και το 1962 διέταξαν την απαλλοτρίωση της γης που βρίσκεται στο Ελληνικό, εκτάσεις οι οποίες ανήκαν στον πατέρα των προσφευγόντων. Στις 30 Νοεμβρίου 1997, μετά το θάνατο του πατέρα τους, οι προσφεύγοντες κατέθεσαν αγωγή ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών για τον καθορισμό του προσωρινού ποσού αποζημίωσης. Στις 31 Αυγούστου 1998, το δικαστήριο επιδίκασε  το προσωρινό ποσό των  90.000 δρχ. (περίπου 264 ευρώ) ανά τετραγωνικό μέτρο. Στις 28 Απριλίου 1999, οι προσφεύγοντες προσέφυγαν ενώπιον του Πρωτοδικείου για τον καθορισμό του τελικού ποσού αποζημίωσης αναφορικά με την απαλλοτρίωση. Στις 24 Ιανουαρίου 2005 το δικαστήριο έλαβε ως σημείο αναφοράς την απόφαση δικαστηρίου σχετικά με το προσωρινό ποσό, εκτιμώντας το ποσό σε 320 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο. Στις 28 Απριλίου 2005, οι προσφεύγοντες άσκησαν έφεση, επιδιώκοντας το ποσό της αποζημίωσης να καθοριστεί βάσει της ημερομηνίας της ακροαματικής διαδικασίας ενόψει της αύξησης της αξίας της γης μεταξύ της πρωτοβάθμιας απόφασης και της έφεσης. Στις 29 Δεκεμβρίου του 2006 το Εφετείο Αθηνών απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη για τους λόγους ότι υπήρχε ήδη απόφαση για τον καθορισμό του ποσού της αποζημίωσης. Στις 5 Απριλίου 2007 οι προσφεύγοντες άσκησαν αναίρεση. Ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αναίρεσή τους στις 28 Απριλίου 2009.

Στις 31 Αυγούστου 2009 οι προσφεύγοντες υπέβαλαν εκ νέου έφεση, υποστηρίζοντας ότι υπήρξε σημαντική αύξηση της αξίας του ακινήτου. Στις 18 Ιανουαρίου 2012, μετά την αλλαγή της νομοθεσίας, το Εφετείο έκρινε ότι η πρώτη ημερομηνία της συζητήσεως για τον καθορισμό του τελικού ποσού της αποζημίωσης έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για τον υπολογισμό του εν λόγω ποσού. Αξιολόγησε το ποσό στα  420 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο.

Στηριζόμενοι στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης (προστασία της ιδιοκτησίας), οι προσφεύγοντες κατήγγειλαν το γεγονός ότι το δικαστήριο είχε υπολογίσει την αξία της γης με βάση μια ημερομηνίας η οποία ήταν πολύ απομακρυσμένη από της ημερομηνία συζήτησης της υπόθεσης για τον καθορισμό του τελικού ποσού της αποζημίωσης αναφορικά με την απαλλοτρίωση της γης. Κατά την άποψή τους, αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της εκτιμώμενης αξίας της γης άρα και της αντίστοιχης αποζημίωσης.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟΥ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το ΕΔΔΑ επισημαίνει εξαρχής ότι, σύμφωνα με το άρθρο 17 § 2 του Συντάγματος, αν η συζήτηση για τον προσδιορισμό της οριστικής αποζημίωσης λάβει χώρα περισσότερο από ένα έτος μετά την συζήτηση για τον προσδιορισμό της προσωρινής αποζημίωσης, πρέπει να ληφθεί υπόψη η αξία κατά την ημερομηνία της συζήτησης για τον προσδιορισμό της οριστικής αποζημίωσης.

Από αυτό συμπεραίνει ότι ο σκοπός της διάταξης αυτής είναι να μεριμνήσει ώστε η κρίσιμη ημερομηνία για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης να είναι η εγγύτερη εκείνης της καταβολής της στους δικαιούχους, προκειμένου η αποζημίωση να είναι «πλήρης» όπως απαιτείται από το ίδιο αυτό άρθρο.

Το Δικαστήριο σημειώνει ότι, με την απόφασή του αριθ. 14/2011, ο Άρειος Πάγος, συνεδριάζοντας σε ολομέλεια και ερμηνεύοντας την πιο πάνω αναφερόμενη διάταξη, έκρινε ότι η δικάσιμος η οποία έπρεπε να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της αποζημίωσης ήταν εκείνη κατά την οποία η υπόθεση είχε εκφωνηθεί ενώπιον του δικαστηρίου, ακόμη και αν, κατά την δικάσιμο αυτή, το δικαστήριο δεν είχε εξετάσει την ουσία της υπόθεσης εξαιτίας της αναβολής της, της διαταγής από αυτό της διεξαγωγής μιας πραγματογνωμοσύνης ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο.

Εν προκειμένω κατά την γνώμη του ΕΔΔΑ, η χρήση της δυνατότητας επικαιροποίησης της αποζημίωσης από τα δικαστήρια σε περίπτωση μη τήρησης του άρθρου 17 § 2 του Συντάγματος είναι συμφέρουσα για αμφότερα τα μέρη που σχετίζονται με την αποζημίωση: αφενός, για την αρχή η οποία διατάσσει την απαλλοτρίωση, διότι επιτρέπει τον περιορισμό των περιπτώσεων αυτεπάγγελτης άρσης των απαλλοτριώσεων σε περίπτωση μη καταβολής της αποζημίωσης (δεδομένου ότι μία τέτοια άρση μπορεί να διαταράξει τον προγραμματισμό των εργασιών), αφετέρου, για τον ιδιοκτήτη το ακίνητο του οποίου απαλλοτριώθηκε, διότι επιτρέπει στον τελευταίο να εισπράξει μία αποζημίωση «πλήρη» με την έννοια του πιο πάνω αναφερομένου άρθρου 17 § 2 και, αναλόγως, να επιτύχει την αντικατάσταση της ιδιοκτησίας του με άλλη ίσης αξίας.

Το Στρασβούργο επισημαίνει ότι, εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο υπολόγισε το ύψος της προσωρινής αποζημίωσης της απαλλοτρίωσης κατά την ημερομηνία της συζήτησης ενώπιον του, ήτοι στις 27 Μαρτίου 1998. Η συζήτηση για τον προσδιορισμό της οριστικής αποζημίωσης έλαβε χώρα ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου στις 9 Νοεμβρίου 1999. Εν τούτοις, την τελευταία αυτή ημερομηνία, το εν λόγω δικαστήριο δεν προέβη στον προσδιορισμό της αποζημίωσης αυτής αλλά διέταξε την διεξαγωγή μιας πραγματογνωμοσύνης για τον σκοπό του προσδιορισμού της αξίας του πράγματος στις 27 Μαρτίου 1998. Στην συνέχεια, στις 29 Δεκεμβρίου 2006, το Εφετείο απέρριψε την έφεση των προσφευγόντων και, στις 28 Απριλίου 2009, ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αίτηση αναίρεσής τους. Τέλος, με την απόφασή του της 18 Ιανουαρίου 2012, εκδοθείσα κατόπιν της επανεισαγωγής της έφεσής τους εκ μέρους των προσφευγόντων, οι οποίοι στηρίχθηκαν σε μία ουσιώδη αύξηση της αξίας του οικοπέδου που αποτελούσε το αντικείμενο της διαφοράς προκειμένου να ζητήσουν την επικαιροποίηση της επιδικασθείσας αποζημίωσης, το Εφετείο όρισε ένα νέο ποσό λαμβάνοντας υπόψη την αξία που είχε το οικόπεδο αυτό στις 9 Νοεμβρίου 1999, ήτοι την ημερομηνία της πρώτης συζήτησης για τον προσδιορισμό της οριστικής αποζημίωσης ενώπιον του πρωτοδικείου.

Το ΕΔΔΑ διαπιστώνει συνεπώς ότι η διαδικασία σχετικά με τον προσδιορισμό της αποζημίωσης προς επιδίκαση στους προσφεύγοντες άρχισε στις 30 Νοεμβρίου 1997, με την κατάθεση της αίτησης ενώπιον του Πρωτοδικείου ενόψει του προσδιορισμού της προσωρινής αποζημίωσης, και ότι περατώθηκε στις 18 Ιανουαρίου 2012, με την απόφαση του Εφετείου που αποφάνθηκε επί του ύψους της οριστικής αποζημίωσης. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η επίδικη απαλλοτρίωση, γενόμενη για τον σκοπό της διαπλάτυνσης μιας οδού, είχε κηρυχθεί ήδη το 1959 και ότι μία δικαστική διαδικασία, ανοιγείσα από τον πατέρα του προσφεύγοντος, είχε ήδη λάβει χώρα ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας το 1979. Βεβαίως, οι διαδικασίες που εισήγαγαν οι προσφεύγοντες συνέβαλαν στην καθυστέρηση της ημερομηνίας της καταβολής της οριστικής αποζημίωσης της απαλλοτρίωσης, αλλά οι ενδιαφερόμενοι δεν έκαναν τίποτε περισσότερο από το να χρησιμοποιήσουν όλες τις δυνατότητες που τους προσέφερε το εθνικό δίκαιο για την επικαιροποίηση του ύψους της.

Το Δικαστήριο παρατηρεί στην συνέχεια ότι στις 31 Αυγούστου 1998, η προσωρινή αποζημίωση προσδιορίστηκε σε 264 EUR ανά τετραγωνικό μέτρο αφού ελήφθη υπόψη η αξία του ακινήτου στις 27 Μαρτίου 1998. Στην συνέχεια, στις 24 Ιανουαρίου 2005, η οριστική αποζημίωση προσδιορίστηκε στα 320 EUR ανά τετραγωνικό μέτρο στην βάση της αξίας του ακινήτου κατ’αυτήν την ίδια ημερομηνία. Τέλος, στις 18 Ιανουαρίου 2012, μετά από την τελευταία διαδικασία η οποία διεξήχθη ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων – διαδικασία στην διάρκεια της οποίας οι προσφεύγοντες αποτιμούσαν το ύψος της οριστικής αποζημίωσης σε 1.300 EUR ανά τετραγωνικό μέτρο, αυτή επαναπροσδιορίστηκε σε 420 EUR ανά τετραγωνικό μέτρο αφού ελήφθη υπόψη η αξία του ακινήτου στις 9 Νοεμβρίου 1999, ημερομηνία της πρώτης συζήτησης η οποία διεξήχθη ενώπιον του Πρωτοδικείου, κατά την διάρκεια της οποίας αυτό διέταξε την διεξαγωγή μιας πραγματογνωμοσύνης.

Το Δικαστήριο εκτιμά ότι δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί σχετικά με το ακριβές ύψος της οριστικής αποζημίωσης που έπρεπε να εισπράξουν οι προσφεύγοντες ανάλογα με τις διακυμάνσεις των αγοραίων τιμών, τον πληθωρισμό ή οποιαδήποτε άλλη τυχόν αιτία.

Εν τούτοις, επιλέγοντας ως κρίσιμη ημερομηνία για τον υπολογισμό της αξίας του απαλλοτριωθέντος ακινήτου και συνεπώς για τον προσδιορισμό της οριστικής αποζημίωσης, την ημερομηνία της πρώτης συζήτησης η οποία διεξήχθη στην διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου σχετικά με τον καθορισμό της πιο πάνω αναφερόμενης αποζημίωσης, ήτοι την 9 Νοεμβρίου 1999, το εθνικό δικαστήριο αγνόησε οποιαδήποτε διαφορά που θα μπορούσε να υπάρχει μεταξύ της αξίας της απαίτησης των προσφευγόντων την ημερομηνία αυτή και εκείνης της ημερομηνίας κατά την οποία αυτό αποφάνθηκε, ήτοι της 18ης Ιανουαρίου 2012.

Επίσης το ΕΔΔΑ θεωρεί ότι οι προσφεύγοντες επιβαρύνθηκαν με ένα δυσανάλογο και υπερβολικό βάρος το οποίο διέρρηξε την δίκαιη ισορροπία που πρέπει να υφίσταται μεταξύ της προστασίας του δικαιώματος ιδιοκτησίας και των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος (βλ. mutatis mutandis, υποθεση Ζαχαράκης, § 33, και Yetiş και λοιποί κατά Τουρκίας, αριθ. 40349/05, § 56, 6 Ιουλίου 2010). Ως εκ τούτου, το ΕΔΔΑ απορρίπτει την ένσταση της Κυβέρνησης περί απαραδέκτου ratione personae της προσφυγής και διαπιστώνει ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1 της Σύμβασης.

Το ΕΔΔΑ δικαίωσε τους προσφεύγοντες και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου και επιδίκασε ποσό 39.150 ευρώ για αποζημίωση και 2.000 ευρώ για ηθική τους βλάβη από κοινού (επιμέλεια echrcaselaw.com). 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες