Η ανάκληση της απαλλοτρίωσης στο πλαίσιο της προστασίας της περιουσίας

ΑΠΟΦΑΣΗ:

Καναγκίνης κατά Ελλάδας της 27.10.2016 (αριθμ. προσφ. 27662/09)
βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ:

Ανάκληση απαλλοτρίωσης. Τα κριτήρια αποζημίωσης σε περίπτωση ανάκλησης της απαλλοτρίωσης  δεν πρέπει να διαταράξουν τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών της προστασίας του δικαιώματος του προσφεύγοντος στον σεβασμό της περιουσίας του. Το ΕΔΔΑ διαπιστώνει  παραβίαση του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου Αρ. 1.

ΔΙΑΤΑΞΗ:

Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου Αρ. 1 (δικαίωμα στην περιουσία) της ΕΣΔΑ

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ:

Ο προσφεύγων, Θεμιστοκλής Καναγκίνης, είναι Έλληνας υπήκοος ο οποίος ζει στην Αθήνα (Ελλάδα). Τον Απρίλιο του 1976, το κράτος απαλλοτρίωσε το οικόπεδο που ανήκε στον κ. Καναγκίνη για αρχαιολογική ανασκαφή. Ο κ. Καναγκίνης μίσθωνε το οικόπεδο ως υπαίθριο χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων, από το οποίο αποκόμιζε εισόδημα 7.000 δραχμών (περίπου 20,5 ευρώ). Στις 31 Οκτωβρίου 1977 ο προσφεύγων έλαβε αποζημίωση ύψους 7.727.500 δραχμών (περίπου 22.678 ευρώ).

Στις 23 Δεκεμβρίου 1992 και 7 Ιανουαρίου 1994, ο κ. Καναγκίνης ζήτησε την ανάκληση της επίμαχης απαλλοτρίωσης, καθώς δεν είχε επιτευχθεί κανένα σκοπός δημοσίου συμφέροντος. Μετά την απόρριψη του εν λόγω αιτήματος, ο προσφεύγων υπέβαλλε και πάλι αίτηση για την ανάκληση της απαλλοτρίωσης, οπότε και το Συμβούλιο Επικρατείας δέχθηκε το αίτημα και ακύρωσε την απόφαση μην ανάκλησης της απαλλοτρίωσης.

Μετά την ρύθμιση και προσαρμογή του ποσού που θα καταβάλλετο ως αποζημίωση για την απαλλοτρίωση σύμφωνα με το ετήσιο μέσο όρο του δείκτη τιμών καταναλωτή, η Διεύθυνση Δημόσιων Αγαθών του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών ενημέρωσε τον κ. Καναγκίνη ότι έπρεπε να επιστρέψει το ποσό των 601,705,67 ευρώ για να ανακτήσει τη γη του.

Στις 23 Δεκεμβρίου 2005 ο κ. Καναγκίνης απευθύνθηκε στο Συμβούλιο Επικρατείας για την ακύρωση της απόφασης με την βάση ότι επιβαρύνθηκε μεγάλου οικονομικού ποσού κατά παράβαση των δικαιωμάτων του, δυνάμει του άρθρου 17 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1 (προστασία της ιδιοκτησίας) της ΕΣΔΑ. Το Συμβούλιο Επικρατείας απέρριψε την εν λόγω Αίτηση Ακύρωσης με την αιτιολογία ότι η ανάκληση του μέτρου απαλλοτριώσεως που είχε τεθεί σε εφαρμογή, έπρεπε να ερμηνευτεί ως νέα διοικητική απόφαση.

Παράλληλα, στις 12 Ιουνίου 2008 ο προσφεύγων  για άλλη μια φορά ζήτησε από την αρμόδια αρχή για την επανεξέταση του νέου ωφελούμενου ποσού, το οποίο η αρμόδια αρχή είχε καθορίσει σε 665.645 ευρώ στις 24 Ιουλίου 2008.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Κατά το ΕΔΔΑ η προσβολή του δικαιώματος σεβασμού της ιδιοκτησίας έγκειται στο γεγονός ότι το απαλλοτριωμένο τμήμα του οικοπέδου δεν θα μπορούσε να επιστραφεί στον κ. Καναγκίνη εξαιτίας της υποτιθέμενης υπέρογκης τιμής που θα έπρεπε να καταβάλει το κράτος για αυτό. Αδιαμφισβήτητο είναι το γεγονός ότι η εν λόγω παρέμβαση προβλεπόταν από το νόμο ή ότι επιδιώκει θεμιτό σκοπό, δηλαδή την εξασφάλιση ότι η εν λόγω έκταση δεν θα εξαγοραστεί εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων κράτους.

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι ο κ. Καναγκίνης είχε εξασφαλίσει μια δικαστική απόφαση από το ΣτΕ σχετικά με την ανάκληση του απαλλοτριωμένου τμήματος που του ανήκε και ότι προσδοκούσε δικαιολογημένα την ανάκτηση της περιουσίας του. Το Δικαστήριο συμφώνησε ότι η ανάκτηση του οικοπέδου δεν θα πρέπει να συνεπάγεται οποιαδήποτε παράβαση των δημοσίων συμφερόντων. Δεν ήταν παράλογο το κράτος να έχει αναπροσαρμόσει την αξία αποζημίωσης που επιδικάστηκε στον κ. Καναγκίνη, σε νομική βάση, περίπου τριάντα χρόνια αργότερα.

Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο μέσος ετήσιος δείκτης τιμών καταναλωτή ήταν ένα απλό και αντικειμενικό κριτήριο για την αναπροσαρμογή του ποσού που όφειλε ο κ Καναγκίνης να καταβάλει στο κράτος προκειμένου να ανακτήσει την περιουσία του. Ωστόσο, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η αποκλειστική και μόνο χρήση του κριτηρίου του μέσου ετήσιου δείκτη τιμών καταναλωτή ήταν μάλλον αφηρημένη, όπως αναφέρθηκε από τον προσφεύγοντα. Ο δείκτης αυτός αφορούσε κυρίως τη γενική οικονομική κατάσταση της χώρας, και δεν παρείχε πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξη της αγοράς ακινήτων για κάθε δεδομένη χρονική περίοδο ή για τις αλλαγές στην αξία του συγκεκριμένου ακινήτου. Ως το μόνο διαθέσιμο μέσο, το κριτήριο αυτό ήταν άκαμπτο και μπορούσε να ποικίλλει ανάλογα με τις εκάστοτε περιπτώσεις.

Στην προκειμένη περίπτωση, η εφαρμογή του εν λόγω κριτηρίου δεν ήταν τέτοια που να επιτρέπει στην αρμόδια αρχή να λάβει υπόψη άλλα σχετικά, πραγματικά αναγκαία κριτήρια και στοιχεία για τον ορθό υπολογισμό του ποσού που πρέπει να καταβληθεί στο κράτος. Δεν είχε λάβει καθόλου υπόψη, για παράδειγμα, την εμπορική αξία του οικοπέδου κατά τον κρίσιμο χρόνο ή της αξίας των διπλανών οικοπέδων ή των άλλων οικοπέδων που είχαν απαλλοτριωθεί στην ίδια περιοχή.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε αδικαιολόγητη διαφορά μεταξύ του ποσού που ζητούσε το κράτος (δηλαδή 601.705.67 ευρώ στο πλαίσιο της αρχικής απόφασης, και 665.645.42 ευρώ στο πλαίσιο της δεύτερης) και της πραγματικής αξίας του οικοπέδου (που εκτιμάται σε ένα συμβολαιογραφικό έγγραφο που υποβλήθηκε από τον κ. Καναγκίνη περίπου στα 255.000 ευρώ).

Επιπλέον, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, σύμφωνα με τη νέα διατύπωση του άρθρου 12 του τροποποιημένου νόμου, το Διοικητικό συμβούλιο ή ο ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας έπρεπε να λάβουν υπόψη τους διάφορους σχετικούς παράγοντες κατά την εκτίμηση της τιμής ενός ακινήτου, όπως τα γειτονικά οικόπεδα ή παρόμοια, καθώς και τα πιθανά έσοδα μέσω της εκμετάλλευσης του εν λόγω ακινήτου. Σε περίπτωση διαφωνίας σχετικά με το ποσό της οφειλόμενης αποζημίωσης, τα αρμόδια δικαστήρια αποφαίνονταν επί της διαφοράς χωρίς την ύπαρξη καμίας νομικής υποχρέωσης να εφαρμόσουν κριτήρια όπως ο μέσος ετήσιος δείκτης τιμών καταναλωτή.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι οι διοικητικές αποφάσεις στις οποίες η αρμόδια αρχή είχε θέσει το ποσό της αποζημίωσης που πρέπει να καταβληθεί, προκειμένου να επιστραφεί το οικόπεδο εξακολουθούσαν να ισχύουν. Ωστόσο, η τρέχουσα αξία του εν λόγω οικοπέδου, όπως εκτιμάται από την αρμόδια φορολογική αρχή, ήταν 254.853.03 ευρώ, το οποίο ήταν πολύ κάτω από το ποσό που ζητείται από τις αρχές να καταβάλλει ο κ. Καναγκίνης.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα κριτήρια που εφαρμόζονται στην περίπτωση του κ. Καναγκίνη κατά τον κρίσιμο χρόνο και το σκεπτικό του ΣτΕ διαταράσσουν τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών της προστασίας του δικαιώματος του κ. Καναγκίνη σχετικά με τον σεβασμό της περιουσίας του. Ως εκ τούτου, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου Αρ. 1.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες