Άρνηση των σουηδικών αρχών να χορηγήσουν άδειες διαμονής σε μητέρα και γιο λόγω προσωρινής αναστολής της οικογενειακής επανένωσης. Καμία παραβίαση της οικογενειακής ζωής

ΑΠΟΦΑΣΗ

Μ.Τ. κ.α.  κατά Σουηδίας της 20.10.2022 (αρ. προσφ.22105/18)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η υπόθεση αφορούσε την άρνηση των σουηδικών αρχών να χορηγήσουν άδειες διαμονής σε μια μητέρα και τον γιο της, που βρίσκονταν στη Συρία, λόγω των οικογενειακών δεσμών τους με τον άλλο γιο της οικογένειας, στον οποίο είχε χορηγηθεί καθεστώς προσωρινής προστασίας στη Σουηδία.

Επικαλούμενοι τα άρθρα 8 (προστασία της οικογενειακής ζωής) και το άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) της ΕΣΔΑ, οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν, ιδίως, για τη νομική κατάσταση που προκύπτει από τον νόμο περί προσωρινών περιορισμών στη δυνατότητα χορήγησης άδειας διαμονής στη Σουηδία και ότι η άρνηση να τους χορηγηθεί η επανένωση συνιστούσε διάκριση.

Το ερώτημα για το Δικαστήριο του Στρασβούργου ήταν αν οι αρχές είχαν επιτύχει μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των αναγκών των προσφευγόντων και εκείνων της κοινότητας στο σύνολό της όταν δεν επιτρέπεται η οικογενειακή επανένωση. Το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν άλλους δεσμούς με τη χώρα εκτός από την χορήγηση του καθεστώτος ειδικής προστασίας στον δεύτερο προσφεύγοντα. Βεβαιώθηκε ότι η αναστολή της επανένωσης δεν επέφερε σημαντικά προβλήματα στον Α.Α.Κ.

Η Σουηδία είχε εξισορροπήσει σωστά τις ανάγκες της κοινωνίας και των προσφευγόντων κατά την προσωρινή άρνηση της οικογενειακής επανένωσης. Περαιτέρω έκρινε ότι η διαφορετική μεταχείριση των προσφευγόντων έναντι των προσφύγων είχε αντικειμενικά δικαιολογηθεί, ιδίως δεδομένης της πίεσης που ασκούνταν στο κράτος λόγω του μεγάλου βαθμού προσφύγων που είχαν ήδη μεταβεί και τους είχε υποδεχτεί το κράτος και δεν ήταν δυσανάλογη.

Συνεπώς, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 και του άρθρου 14 (σε συνδυασμό με το άρθρο 8) της Σύμβασης.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 8

Άρθρο 14

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες, κα Μ.Τ., κ. Α.Α.Κ. και κ. Μ.Α.Κ., είναι υπήκοοι της Συρίας που γεννήθηκαν το 1967, 2000 και 2003 αντίστοιχα. Ο δεύτερος ζει στη Στοκχόλμη και οι άλλοι δύο προσφεύγοντες διαμένουν στη Συρία. Η Μ.Τ. είναι η μητέρα των άλλων δύο προσφευγόντων.

Ο Α.Α.Κ. έφτασε στη Σουηδία το 2016 (από τη Συρία μέσω Γερμανίας) και ζήτησε άσυλο, δηλώνοντας στις αρχές, μεταξύ άλλων, ότι ο πατέρας του βρισκόταν στη Σαουδική Αραβία, η μητέρα του στη Συρία και είχε δύο αδέρφια στη Σουηδία. Λόγω της κατάστασης ασφαλείας στη Συρία, του χορηγήθηκε προσωρινή άδεια διαμονής, με ισχύ 13 μηνών (έως 4 Δεκεμβρίου 2017). Η άδεια αυτή αργότερα παρατάθηκε.

Στο μεταξύ, στις 17 Φεβρουαρίου 2017, στην Πρεσβεία της Σουηδίας στο Χαρτούμ, η πρώτη και ο τρίτος προσφεύγων υπέβαλαν αίτηση για άδεια διαμονής στη Σουηδία, επικαλούμενοι τους οικογενειακούς δεσμούς τους με τον δεύτερο. Οι ενέργειές τους ήταν ανεπιτυχείς. Οι αρχές δήλωσαν, ουσιαστικά, ότι βάσει του νόμου – ιδίως του Νόμου για τους προσωρινούς περιορισμούς στη δυνατότητα χορήγησης άδειας διαμονής στη Σουηδία – οικογενειακοί δεσμοί με ανήλικο ο οποίος κατέχει προσωρινή άδεια διαμονής (μέχρι τον Ιούλιο 2019) δεν αποτελούσε πλέον λόγο για τη χορήγηση άδειας παραμονής, με την αιτιολογία της οικογενειακής επανένωσης. Δύο ενστάσεις της πρώτης και του τρίτου προσφεύγοντος απορρίφθηκαν.

Τον Αύγουστο του 2018 ο δεύτερος εκ των προσφευγόντων έκλεισε τα 18 και δεν πληρούσε πλέον τις προϋποθέσεις για οικογενειακή επανένωση.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 8

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι πρόσφατα διαπίστωσε στην υπόθεση M.A. κατά Δανίας (αρ. προσφ. 6697/18) ότι η άρνηση χορήγησης οικογενειακής επανένωσης σε μακροχρόνια παντρεμένο ζευγάρι λόγω τριετούς περιόδου αναμονής που ισχύει για τους δικαιούχους προσωρινής προστασίας συνεπάγεται παραβίαση του άρθρου 8, αλλά ότι η περίοδος δύο ετών θα ήταν αποδεκτή. Η σουηδική νομοθεσία σημείωσε ότι η περίοδος αναμονής δύο ετών εφαρμόστηκε από τον Ιούλιο του 2017. Δήλωσε επίσης ότι το συμφέρον ενός παιδιού, οποιασδήποτε ηλικίας, δεν μπορούσε να αποτελεί «πλεονέκτημα», το οποίο θα σήμαινε την αποδοχή στην χώρα όλων των παιδιών που θα ζούσαν καλύτερα σε ένα συμβαλλόμενο κράτος.

Το ερώτημα ήταν αν οι αρχές είχαν επιτύχει μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των αναγκών των προσφευγόντων και εκείνων της κοινότητας στο σύνολό της όταν δεν επιτρέπεται η οικογενειακή επανένωση. Το Δικαστήριο σημείωσε, ειδικότερα, τον μεγάλο αριθμό αιτούντων άσυλο που δέχεται η Σουηδία και το βάρος που είχε επιβληθεί στο Κράτος και στην κοινωνία στο σύνολό της, που είχε ισχυριστεί η Κυβέρνηση ως αφορμή για την αναστολή της οικογενειακής επανένωσης για καταστάσεις όπως εκείνες που βίωναν οι προσφεύγοντες.

Συνολικά, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν άλλους δεσμούς με τη χώρα εκτός από την χορήγηση του καθεστώτος ειδικής προστασίας στον Α.Α.Κ. Η κατάστασή τους εμπίπτει άμεσα στην αναστολή της οικογενειακής επανένωσης βάσει του σχετικού Νόμου. Λόγω του καθεστώτος του A.A.K. στη Σουηδία, η M.T. δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για οικογενειακή επανένωση· λόγω απόρριψης της αίτησης της Μ.Τ., ο Μ.Α.Κ. επίσης δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις. Οι προσφεύγοντες δεν μπόρεσαν να αποδείξουν το είδος της εξάρτησης που θα οδηγούσε το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν οικογενειακοί δεσμοί που θα δικαιολογούσαν την οικογενειακή επανένωση. Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο βεβαιώθηκε ότι η αναστολή της επανένωσης δεν επέφερε σημαντικά προβλήματα στον Α.Α.Κ., δεδομένου ότι είχε ζήσει και σπουδάσει στη Σουηδία χωρίς πρόβλημα για δύο χρόνια ήδη.

Συνολικά, το Δικαστήριο βεβαιώθηκε ότι οι αρχές, όταν ανέστειλαν το δικαίωμα των προσφευγόντων να υποβάλουν αίτηση για την οικογενειακή επανένωση, είχαν εξισορροπήσει ορθώς το συμφέρον τους για επανένωση και το συμφέρον της κοινότητας στο σύνολό της για προστασία της οικονομικής ευημερίας της χώρας μέσω της ρύθμισης των μεταναστευτικών ροών και του ελέγχου των δημοσίων δαπανών. Το κράτος είχε ενεργήσει κατά την κρίση του («περιθώριο εκτίμησης»). Συνεπώς, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8.

Άρθρο 14 σε συνδυασμό με άρθρο 8

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου αναφέρθηκε στα πορίσματά του βάσει του άρθρου 8 στον υψηλό αριθμό αιτούντων άσυλο που δεχόταν η Σουηδία και την πίεση που είχε ασκήσει στη λειτουργία του κράτους και της κοινωνίας.

Το Δικαστήριο δήλωσε ότι δεν υπήρχε διεθνής συναίνεση για το δικαίωμα της οικογενειακής επανένωσης. Οι πρόσφυγες θα πρέπει επίσης να είναι διαθέσιμοι σε όσους τελούν υπό επικουρική προστασία.

Ο πυρήνας της υπόθεσης δεν ήταν η αναστολή, αυτή καθαυτή, αλλά αν η διάρκεια της αναστολής ήταν δυσανάλογη. Η αναστολή είχε εφαρμογή στους προσφεύγοντες μόνο για λιγότερο από δύο χρόνια.

Η διαφορά μεταξύ της μεταχείρισης των προσφευγόντων και άλλων σε παρόμοια κατάσταση δικαιολογείται αντικειμενικά από την ανάγκη διασφάλισης της αποτελεσματικής εφαρμογής του ελέγχου της μετανάστευσης και για την προστασία της «οικονομικής ευημερίας της χώρας». Το αποτέλεσμα της διαφορετικής μεταχείρισης δεν ήταν δυσανάλογο.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8. (επιμέλεια: echrcaselaw.com)


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες