Σχολικά τμήματα αποτελούμενα κατά πλειοψηφία από μειονότητες Ρομά και Αιγυπτίων, εμπόδισε την ενσωμάτωση των παιδιών στην κοινωνία και συνιστά απαγορευμένη διάκριση

ΑΠΟΦΑΣΗ

Χ. κ.α. κατά Αλβανίας της 31.05.2022 (αρ. προσφ. 73548/17 και 45521/19)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Απαγόρευση φυλετικών διαχωρισμών. Συνύπαρξη διαφορετικών εθνοτήτων στην σχολική κοινότητα.

Οι προσφεύγοντες ανήκουν σε οικογένειες Ρομά και Αιγυπτίων. Επισιτιστικά προγράμματα για τα παιδιά αυτών των μειονοτήτων δόθηκαν ως κίνητρο για την εγγραφή τους στο σχολείο. Ωστόσο το εν λόγω πρόγραμμα οδήγησε σε αυξημένη αναλογία μαθητών Ρομά και Αιγυπτίων που ξεπερνούσε το 90% των μαθητών σε κάθε τάξη σε ένα συγκεκριμένο σχολείο, στερώντας από τα παιδιά αυτών των μειονοτήτων τη δυνατότητα ενσωμάτωσης στην κοινωνία. Οι εγχώριες αρχές παρέλειψαν να λάβουν μέτρα για την άρση των διακρίσεων. Οι προσφεύγοντες άσκησαν καταγγελία για απαγορευμένη διάκριση.

Το Δικαστήριο επανέλαβε την αρχή ότι η συνύπαρξη μελών της κοινωνίας απαλλαγμένων από φυλετικούς διαχωρισμούς αποτελεί θεμελιώδη αξία των δημοκρατικών κοινωνιών.

Όσον αφορά τη συγκεκριμένη σφαίρα του σχολικού διαχωρισμού, το ΕΔΔΑ έχει ήδη κρίνει ότι συνιστά απαγόρευση των διακρίσεων μεταξύ άλλων, η αποτυχία των αρχών να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν την ταχεία πρόοδο των μαθητών στην εκμάθηση της γλώσσας και την επακόλουθη ενσωμάτωσή τους σε μικτές τάξεις.

Εν προκειμένω διαπίστωσε ότι παρά την ακούσια αυξημένη αναλογία των μειονοτήτων Ρομά και Αιγυπτίων στο συγκεκριμένο σχολείο, οι εγχώριες αρχές δεν έλαβαν τα απαιτούμενα μέτρα για την αποφυγή διακρίσεων, όπως την διεύρυνση του επισιτιστικού προγράμματος σε όλα τα παιδιά και την συγχώνευση των σχολικών τμημάτων. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι καθυστερήσεις και η μη εφαρμογή των κατάλληλων μέτρων κατάργησης του διαχωρισμού δεν ήταν αιτιολογημένες και κατά συνέπεια υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του 12ου Πρωτοκόλλου.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 1 του 12ου Πρωτοκόλλου

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες είναι 18 Αλβανοί εθνικότητας Ρομά και Αιγύπτιοι, οι οποίοι όλοι μαζί αποτελούν έξι οικογένειες. Ζουν στην Κορυτσά.

Τα παιδιά τους φοιτούσαν στο δημοτικό σχολείο «Naim Frashëri». Κατά τα ακαδημαϊκά έτη 2012-2019 στο σχολείο φοιτούσαν σχεδόν αποκλειστικά παιδιά των μειονοτήτων Ρομά και Αιγύπτιων. Από το 2012, η ​​κυβέρνηση έχει εφαρμόσει ένα πρόγραμμα επισιτιστικής υποστήριξης με το οποίο παρέχονταν πακέτα τροφίμων σε μαθητές Ρομά και Αιγύπτιους που φοιτούσαν σε αυτό το σχολείο, με στόχο την αύξηση των ποσοστών φοίτησης των παιδιών αυτών των κοινοτήτων.

Λόγω του επισιτιστικού προγράμματος οι Ρομά και Αιγύπτιοι μαθητές αντιπροσώπευαν το 89-100% των μαθητών στο δημοτικό σχολείο Naim Frashëri –στο οποίο φοιτούσαν τα παιδιά τους – κατά μέσο όρο, παρόλο που αποτελούσαν μειοψηφία του πληθυσμού της πόλης. Έγιναν καταγγελίες διαχωρισμού από το Ευρωπαϊκό Κέντρο για τα Δικαιώματα των Ρομά («ERRC») και έναν άλλο οργανισμό, και κατέληξαν σε μια δεσμευτική απόφαση από τον Επίτροπο κατά των Διακρίσεων, στις 22 Σεπτεμβρίου 2015, με την οποία διαπιστώθηκε ότι τα παιδιά Ρομά και Αιγύπτιων του σχολείου αυτού υπέφεραν από έμμεσες διακρίσεις λόγω της αυξημένης ποσόστωσης. Δόθηκε εντολή στους αρμόδιους φορείς να λάβουν μέτρα άρσης του διαχωρισμού. Οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν ότι οι αρχές δεν είχαν εφαρμόσει τέτοια μέτρα.

Οι προσφεύγοντες άσκησαν καταγγελίες σχετικά με την εν λόγω κατάσταση και την επακόλουθη εντολή του Επιτρόπου για την Προστασία από τις Διακρίσεις στο Υπουργείο Παιδείας και Αθλητισμού προκειμένου να λάβει «άμεσα μέτρα για τη βελτίωση της κατάστασης και την αλλαγή της αναλογίας» μεταξύ Ρομά/Αιγύπτιων και άλλων μαθητών που φοιτούσαν στο σχολείο. Ισχυρίστηκαν ότι η κατάσταση δεν έχει επιλυθεί.

Επικαλούμενοι το άρθρο 1 του 12ου Πρωτοκόλλου (γενική απαγόρευση των διακρίσεων) της ΕΣΔΑ οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν για διακρίσεις και διαχωρισμούς στην εκπαίδευση.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

(α) Εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων

Οι προσφεύγοντες δεν υποχρεούνταν να ασκήσουν αγωγή προσβολής προσωπικότητας λόγω απαγορευμένης διάκρισης γιατί αντίστοιχη αγωγή είχε ήδη ασκηθεί από τον Επίτροπο και είχε εκδοθεί απόφαση, η οποία είχε καταστεί αμετάκλητη. Συνεπώς είχαν εξαντληθεί τα εγχώρια ένδικα μέσα και η προσφυγή των προσφευγόντων κηρύχθηκε παραδεκτή.

(β) Επί της ουσίας

Το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ότι διάκριση σημαίνει διαφορετική μεταχείριση, χωρίς αντικειμενική και λογική αιτιολόγηση, προσώπων σε παρόμοιες καταστάσεις. Ωστόσο, το άρθρο 14 δεν απαγορεύει σε ένα κράτος μέλος να αντιμετωπίζει διαφορετικά τις ομάδες προκειμένου να διορθώσει τις «πραγματικές ανισότητες» μεταξύ τους. Πράγματι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η αποτυχία προσπάθειας διόρθωσης της ανισότητας μέσω διαφορετικής μεταχείρισης μπορεί από μόνη της να οδηγήσει σε παραβίαση του άρθρου 14.

Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η συνύπαρξη μελών της κοινωνίας απαλλαγμένων από φυλετικούς διαχωρισμούς αποτελεί θεμελιώδη αξία των δημοκρατικών κοινωνιών.

Όσον αφορά τη συγκεκριμένη σφαίρα του σχολικού διαχωρισμού, το Δικαστήριο έχει εκδώσει ορισμένες αποφάσεις που αφορούσαν διαφορετικά πλαίσια. Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω, μεταξύ άλλων, της αποτυχίας των αρχών να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν την ταχεία πρόοδο των αιτούντων στην εκμάθηση της γλώσσας και την επακόλουθη ενσωμάτωσή τους σε μικτές τάξεις. Το δικαίωμα στη συνεκπαίδευση, στην απόλαυση της οποίας οι προσφεύγοντες είχαν ισχυριστεί ότι είχαν διαφορετική μεταχείριση, προβλεπόταν από το εσωτερικό δίκαιο. Δεν είχε αμφισβητηθεί στην εσωτερική διαδικασία ή ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η κατάσταση των προσφευγόντων ισοδυναμούσε με διαχωρισμό και ότι είχαν ζητηθεί μέτρα άρσης του διαχωρισμού. Ούτε οι προσφεύγοντες αμφισβήτησαν τη θέση της Κυβέρνησης ότι η κατάσταση ήταν ακούσια. Ανεξάρτητα από τις διακρίσεις που ήταν δυνητικά αντίθετες με τη Σύμβαση, μπορούσαν αντίστοιχα να προκύψουν από μια de facto κατάσταση και δεν απαιτούσαν απαραίτητα πρόθεση διάκρισης.

Το κυριότερο ερώτημα στην παρούσα υπόθεση ήταν επομένως εάν η Κυβέρνηση είχε συμμορφωθεί με τη θετική υποχρέωσή της να λάβει μέτρα για να διορθώσει την πραγματική ανισότητα των προσφευγόντων και να αποφύγει τη διαιώνιση των διακρίσεων που είχαν προκύψει από την αυξημένη ποσόστωση τους στο σχολείο, σπάζοντας τον κύκλο της περιθωριοποίησής τους και επιτρέποντάς τους να ζουν ως ισότιμοι πολίτες από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους.

Το Δικαστήριο απάντησε αρνητικά. Πρώτα απ ‘όλα, αν και είχαν ληφθεί μέτρα από τις αρχές για την αντιμετώπιση του διαχωρισμού των προσφευγόντων, αυτά είχαν εφαρμοστεί με καθυστερήσεις, οι οποίες ήταν ασύμβατες τόσο με τη χρονική ευαισθησία μιας κατάστασης όπου τα παιδιά είχαν διαχωριστεί όσο και με την απόφαση του Επιτρόπου να ληφθούν «άμεσα» μέτρα. Πιο συγκεκριμένα, η απόφαση να αφαιρεθεί το κριτήριο της εθνότητας για τους μαθητές που επωφελήθηκαν από το πρόγραμμα επισιτιστικής στήριξης, σε μια προσπάθεια να προσελκύσουν μαθητές όλων των εθνοτήτων στο σχολείο, είχε υιοθετηθεί σχεδόν ενάμιση χρόνο μετά την απόφαση του Επιτρόπου, ενώ η ανακαίνιση του σχολικού κτιρίου είχε ολοκληρωθεί τέσσερα χρόνια μετά την απόφαση αυτή.

Δεύτερον, η Κυβέρνηση δεν είχε επισημάνει κανέναν αντικειμενικό λόγο για την αποτυχία εφαρμογής των μέτρων που είχαν συζητηθεί από το αρμόδιο Υπουργείο, δηλαδή την επέκταση του προγράμματος επισιτιστικής στήριξης σε τέσσερα επιπλέον σχολεία της περιοχής – κάτι που πιθανώς θα μπορούσε να είχε ενθαρρύνει ορισμένους μαθητές Ρομά/Αιγύπτιους του σχολείου να μετακομίσουν σε άλλα σχολεία – και η συγχώνευση του σχολείου «Naim Frashëri» με άλλα τρία μη διαχωρισμένα σχολεία. Και τα δύο αυτά μέτρα ήταν πιθανό να είχαν πιο άμεσο ευεργετικό αποτέλεσμα στα παιδιά Ρομά και Αιγύπτιων. Ως προς αυτό, το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να αποδεχθεί την δικαιολογία των αρχών ότι η συγχώνευση δεν είχε υλοποιηθεί λόγω της ανοικοδόμησης του σχολείου «Naim Frashëri», καθώς οι εργασίες ανοικοδόμησης είχαν διαρκέσει μόνο περιορισμένο χρονικό διάστημα. Πράγματι, η συγχώνευση φαινόταν καταλληλότερη λύση και θα μπορούσε να συμβάλει στη δημιουργία σχολείων όπου η αναλογία μεταξύ Ρομά/Αιγύπτιων και άλλων μαθητών θα ήταν αρκετά παρόμοια με την αναλογία των δημοτικών σχολείων σε όλη την πόλη. Οι αρχές είχαν ήδη εφαρμόσει παρόμοιες λύσεις σε σχέση με τα διαχωρισμένα σχολεία σε άλλα μέρη της χώρας, όπου επιπλέον είχαν παράσχει και μεταφορά για τους μαθητές. Αν και δεν εναπόκειτο στο Δικαστήριο να υποδείξει τα συγκεκριμένα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν για να διορθωθεί μια κατάσταση σχολικού διαχωρισμού, ήταν ωστόσο δύσκολο να κατανοηθούν οι λόγοι για τους οποίους αυτή η προσέγγιση δεν εφαρμόστηκε και στην παρούσα υπόθεση.

Το Δικαστήριο είχε ήδη διαπιστώσει παραβίαση της απαγόρευσης των διακρίσεων σε παρόμοιο πλαίσιο στην υπόθεση Lavida κ.α. κατά Ελλάδας, όπου το κράτος δεν είχε εφαρμόσει μέτρα κατάργησης του διαχωρισμού. Ομοίως, στην περίπτωση αυτή, οι καθυστερήσεις και η μη εφαρμογή των κατάλληλων μέτρων κατάργησης του διαχωρισμού δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ότι είχαν αντικειμενική και εύλογη αιτιολόγηση.

Συμπέρασμα: Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση (ομόφωνα) του άρθρου 1 του 12ου Πρωτοκόλλου.

Άρθρο 41: Το Δικαστήριο επιδίκασε το ποσό των 4.500 ευρώ ανά νοικοκυριό/οικογένεια για ηθική βλάβη.

Άρθρο 46: Το εναγόμενο κράτος όφειλε να λάβει μέτρα για τον τερματισμό των διακρίσεων σε βάρος Ρομά και Αιγύπτιων μαθητών του σχολείου «Naim Frashëri», όπως διέταζε η απόφαση του Επιτρόπου (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες