Δημοσίευση απορρήτων εγγράφων. Ασκήσεις ισορροπίας ανάμεσα στην ελευθερία της έκφρασης και στη δίκαιη δίκη

ΑΠΟΦΑΣΗ:

Bédat κατά Ελβετίας της 29.03.2016 (αριθμ. Προσφ. 56925/08)
βλ. εδώ

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ:

Το ζήτημα της ενημέρωση της κοινής γνώμης  και της  δημοσίευσης απόρρητων εγγράφων ποινικής διαδικασίας απασχόλησε το ΕΔΔΑ. Αφορμή η προσφυγή  δημοσιογράφου  ο οποίος επικαλέστηκε το δικαίωμά του να  κρατήσει ενήμερο το κοινό δίνοντας πληροφορίες  που καλύπτονται από το απόρρητο των ποινικών ερευνών. Το επίμαχο  άρθρο έδινε μια εξαιρετικά αρνητική εικόνα για τον κατηγορούμενο και ικανοποιούσε περισσότερο την περιέργεια παρά ενημέρωνε το κοινό. Η επιβολή προστίμου στον προσφεύγοντα για παραβίαση του απορρήτου δεν αποτελούσε δυσανάλογη παρέμβαση στην άσκηση του δικαιώματός της ελευθερίας της έκφρασης του δημοσιογράφου. παρέμβαση στην άσκηση του δικαιώματός της ελευθερίας της έκφρασης του δημοσιογράφου. Η ποινή επιβλήθηκε  για παράβαση του απορρήτου της ποινικής έρευνας και είχε σε αυτήν την περίπτωση προστατεύσει την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης και του δικαιώματος δίκαιης δίκης και σεβασμού της ιδιωτικής ζωής του κατηγορουμένου. Το Δικαστήριο δεν έκρινε ότι η εν λόγω ποινή μπορούσε να έχει κάποιο αποτρεπτικό αποτέλεσμα στο δικαίωμα άσκησης της ελευθερίας της έκφρασης από τον προσφεύγοντα  ή από τρίτο δημοσιογράφο που επιθυμεί να ενημερώσει το ευρύ κοινό σχετικά με εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες. Ως εκ τούτου, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης.

ΔΙΑΤΑΞΗ:

Άρθρο 10 (ελευθερία της έκφρασης) της ΕΣΔΑ.

ΣΧΟΛΙΑ-ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ:

Δεν προστατεύει το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ (η ελευθερία της έκφρασης) τη δημοσιογραφική περιέργεια.

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ:

Ο προσφεύγων, Arnaud Bedat, είναι Ελβετός υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1965 και ζει στο Porrentruy(Ελβετία). Στις 15 Οκτωβρίου 2003, ο κ Bedat, επαγγελματίας δημοσιογράφος, δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο “Τραγωδία στη Γέφυρα της Λωζάνης» στο οποίο κατέγραφε τις ποινικές διαδικασίες της υπόθεσης του κ. Μ.Β., ενός αυτοκινητιστή ο οποίος έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του και συγκρούστηκε με μια ομάδα πεζών στις 8 Ιουλίου του 2003, σκοτώνοντας 3 από αυτούς και τραυματίζοντας 8, πριν πέσει ο ίδιος από τη γέφυρα της Λωζάνης. Στο άρθρο αυτό καταγράφονταν τα γεγονότα και, στη συνέχεια, παρέθετε  μια σύνοψη των ερωτήσεων των αστυνομικών αρχών και του ανακριτή και οι απαντήσεις του κ. Μ.Β. Ανέφερε ότι ο κ Μ.Β. είχε κατηγορηθεί για  φόνο εκ προθέσεως, και  εναλλακτικά, για πρόκληση σοβαρών σωματικών ζημιών, για σοβαρές παραβιάσεις του κώδικα οδικής κυκλοφορίας, και ότι δεν είχε επιδείξει καμία μεταμέλεια. Το άρθρο συνοδευόταν από πολλές φωτογραφίες των επιστολών που είχε αποστείλει ο κ. Μ.Β. στον ανακριτή και μιας περίληψης με τίτλο «Έχασε το μυαλό του».

Ο κ Μ.Β. δεν υπέβαλε μήνυση κατά του κ. Bedat, αλλά ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του με την προτροπή του εισαγγελέα για τη δημοσίευση απόρρητων εγγράφων. Στις 23 Ιουνίου 2004, καταδικάστηκε ο προσφεύγων σε ένα μήνα φυλάκιση, με δυνατότητα αναστολής ενός έτους. Ο προσφεύγων άσκησε έφεση κατά της απόφασης, και το Δικαστήριο της Λωζάνης με την απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου του 2005, μετέτρεψε την ποινή φυλάκισης σε πρόστιμο 4.000 ελβετικών φράγκων (CHF), περίπου 2.667 ευρώ.

Ο κ Bedat άσκησε αναίρεση, που απορρίφθηκε τον Ιανουάριο του 2006. Στις 29 Απριλίου του 2008 η έφεση δημοσίου δικαίου και η αίτηση αναίρεσης για λόγους ακυρότητας απορρίφθηκαν από το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Με την απόφασή της 1ης Ιουλίου του 2014, το Τμήμα του ΕΔΔΑ σημείωσε ότι η καταδίκη του κ. Bedat ανέρχονταν σε παρέμβαση στην άσκηση του δικαιώματός της ελευθερίας της έκφρασης, ότι η επέμβαση προβλεπόταν από το νόμο και ότι επιδίωκε θεμιτούς σκοπούς. Το Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως συμφώνησε με τα συμπεράσματα του Τμήματος σε αυτά τα τρία σημεία.

Όσον αφορά την αναγκαιότητα της παρέμβασης σε μια δημοκρατική κοινωνία, το τμήμα μείζονος συνθέσεως παρατήρησε  ότι το δικαίωμα του κ. Bedat να κρατήσει ενήμερο το κοινό και το δικαίωμα του κοινού να λαμβάνει πληροφορίες προσέκρουαν τα εξίσου σημαντικά δημόσια και ιδιωτικά συμφέροντα που προστατεύονται από την απαγόρευση της αποκάλυψης πληροφοριών που καλύπτονται από το απόρρητο των ποινικών ερευνών. Τα συμφέροντα αυτά ήταν το κύρος και η αμεροληψία της δικαστικής εξουσίας, η αποτελεσματικότητα της ποινικής έρευνας και το δικαίωμα του κατηγορουμένου στο τεκμήριο της αθωότητας και η προστασία της ιδιωτικής του ζωής.

Ο κ Bedat, ως επαγγελματίας δημοσιογράφος, δεν θα μπορούσε να μη γνωρίζει τον χαρακτήρα εμπιστευτικότητας των πληροφοριών τις οποίες σκόπευε να δημοσιεύσει, γεγονός το οποίο σε κανένα σημείο δεν είχε αμφισβητήσει.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι με την απόφασή της 29ης Απριλίου του 2008, το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο διεξήγε μια μακρά αξιολόγηση του περιεχομένου του εν λόγω άρθρου, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο κ. Bedat είχε ενεργήσει κυρίως για εντυπωσιασμό του κοινωνικού συνόλου, με αποκλειστικό σκοπό την ικανοποίηση της περιέργειας των αναγνωστών. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η εξαιρετικά αρνητική εικόνα του κατηγορουμένου που περιγράφονταν στο άρθρο, οι τίτλοι που χρησιμοποιήθηκαν και η κοντινή φωτογραφία δεν άφηνε καμία αμφιβολία ως προς την σκανδαλοθηρική προσέγγιση που υιοθέτησε ο  κ Bedat στο άρθρο του, τονίζοντας την κενότητα και τις αντιφάσεις των δηλώσεων του κατηγορουμένου, τις οποίες αρκετές φορές περιέγραφε ως «επαναλαμβανόμενα ψέματα», καταλήγοντας ότι ο κ Μ.Β. «έκανε  τα αδύνατα δυνατά για να μην υπερασπιστεί τον εαυτό του». Αλλά ακριβώς σε αυτού του είδους τις ερωτήσεις οι δικαστικές αρχές όφειλαν να απαντήσουν. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε λόγος να αμφισβητήσει την δεόντως αιτιολογημένη απόφαση του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου.

Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το θέμα του άρθρου αποτελούσε ζήτημα δημοσίου συμφέροντος. Ωστόσο, σημείωσε ότι το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ούτε η δημοσίευση και η αποκάλυψη των πρακτικών της κατάθεσης του προσφεύγοντος, αλλά ούτε και οι επιστολές που απέστειλε ο κατηγορούμενος στον ανακριτή βοήθησαν και προώθησαν τη δημόσια συζήτηση. Το ενδιαφέρον του συνόλου σε αυτή την περίπτωση περιορίζονταν στην ικανοποίηση της νοσηρής περιέργειάς του. Από την πλευρά του, ο κ. Bedat παρέλειψε να αποδείξει πως το γεγονός της δημοσίευσης των εν λόγω  εγγράφων θα μπορούσε να συμβάλει με οποιονδήποτε τρόπο στις εν εξελίξει έρευνες. Το Δικαστήριο ως εκ τούτου, θεώρησε ότι δεν υπήρχαν σοβαροί  λόγοι να διαφωνήσει με την άποψή του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου.

Αναφορικά με την επιρροή του άρθρου στις εν λόγω  ποινικές διαδικασίες, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι ήταν θεμιτή και δικαιολογημένη η παροχή ειδικής προστασίας αναφορικά με το απόρρητο της έρευνας ενόψει των ποινικών διαδικασιών, τόσο για την απονομή της δικαιοσύνης όσο και για το δικαίωμα των προσώπων στο τεκμήριο αθωότητας. Τόνισε επίσης ότι οι διακριτικότητα και εχεμύθεια στις ποινικές έρευνες αποσκοπούσαν στην προστασία, αφενός, των συμφερόντων της ποινικής διαδικασίας μέσω της πρόβλεψης του κινδύνου αθέμιτης σύμπραξης και του κινδύνου αλλοίωσης ή καταστροφής των αποδεικτικών στοιχείων αλλοιωθεί ή καταστραφεί και, από την άλλη, την προστασία των συμφερόντων του κατηγορουμένου, αναφορικά με το τεκμήριο της αθωότητας και γενικότερα των προσωπικών του σχέσεων και συμφερόντων.

Σε αυτήν την περίπτωση το εν λόγω άρθρο παρουσίαζε μια εξαιρετικά αρνητική εικόνα του κατηγορούμενου. Η δημοσίευση ενός τέτοιου άρθρου σε μια περίοδο στην οποία διεξάγονταν ακόμα οι ποινικές έρευνες δημιουργούσε εγγενή κίνδυνο επηρεασμού των διαδικασιών της δίκης, με τον ένα τρόπο ή έναν άλλο. Ο κίνδυνος επηρεασμού των ποινικών διαδικασιών δικαιολογούσε την per se έγκριση από τις εθνικές αρχές των εν λόγω αποτρεπτικών μέτρων, όπως η απαγόρευση αποκάλυψης των μυστικών πληροφοριών. Ωστόσο η νομιμότητα των εν λόγω μέτρων βάσει του εσωτερικού δικαίου και η συμβατότητά τους με τις απαιτήσεις της Σύμβασης πρέπει να μπορούν να είναι αντικείμενο προς αξιολόγηση  κατά την περίοδο έγκρισης των μέτρων, και όχι υπό το φως των μετέπειτα εξελίξεων, αποκαλύπτοντας με αυτόν τον τρόπο τον πραγματικό αντίκτυπο των δημοσιεύσεων στην έκβαση της δίκης. Ως εκ τούτου, το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο είχε το δικαίωμα να υποστηρίξει ότι τα πρακτικά της ανάκρισης  και η αλληλογραφία του κατηγορουμένου είχαν όντως συζητηθεί σε δημόσιο επίπεδο, έξω από το επιτρεπτό πλαίσιο και κατά τρόπο που ενδέχεται να επηρεάσει τις αποφάσεις του ανακριτή και των ενόρκων.

Όσον αφορά την παράβαση της ιδιωτικής ζωής του κατηγορουμένου, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, προκειμένου να εκπληρώσει τη υποχρέωσή  διασφάλισης δικαιωμάτων ενός ατόμου αναφορικά με τον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής, (άρθρο 8 της Σύμβασης), το κράτος μπορεί σε κάποιο βαθμό, να περιορίσει το δικαίωμα  ελευθερίας της έκφρασης ενός άλλου ατόμου (άρθρο 10). Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ποινική διαδικασία των εισαγγελικών αρχών των καντονιών αναφορικά με την υπόθεση του προσφεύγοντα ήταν σύμφωνη με την υποχρέωση της Ελβετίας σύμφωνα με το άρθρο 8 της Σύμβασης για την προστασία της ιδιωτικής ζωής κατηγορουμένου. Ο ιδιαίτερα προσωπικός χαρακτήρας των πληροφοριών που δημοσιοποιήθηκαν στο άρθρο απαιτούσε υψηλότερο επίπεδο προστασίας.

Ακόμα κι αν ο κατηγορούμενος μπορούσε να έχει πρόσβαση σε ένδικα μέσα αστικού δικαίου αναφορικά με τους ισχυρισμούς παραβίασης της ιδιωτικής του ζωής, το Δικαστήριο, ωστόσο, έκρινε ότι η ύπαρξη τέτοιων ένδικων  μέσων εσωτερικού δικαίου, δεν απαλλάσσει το κράτος από την υποχρέωσή προστασίας της ιδιωτικής ζωής όλων των ατόμων που κατηγορούνται. Επιπλέον, κατά τη στιγμή της δημοσίευσης του εν λόγω άρθρου ο κατηγορούμενος βρίσκονταν υπό κράτηση και, επομένως, βρισκόταν σε μια κατάσταση τρωτότητας, και πιθανώς, υπέφερε από ψυχικές διαταραχές. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να κατηγορήσει τις δικαστικές αρχές του καντονιού για τρόπο δράσης τους , οι οποίες είχαν ως σκοπό την προστασία του σεβασμού του δικαιώματος της ιδιωτικής και προσωπικής ζωής του κατηγορουμένου, καθώς δεν μπορούσαν απλώς να περιμένουν τη στιγμή που ο ίδιος θα έπαιρνε τη πρωτοβουλία έναρξης των αστικών διαδικασιών  κατά του δημοσιογράφου.

Αναφορικά με την επιβληθείσα ποινή του δημοσιογράφου, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η επιβολή προστίμου στον κ Bedat για παραβίαση του απορρήτου δεν αποτελούσε δυσανάλογη παρέμβαση στην άσκηση του δικαιώματός της ελευθερίας της έκφρασης του δημοσιογράφου. Η ποινή επιβλήθηκε  για παράβαση του απορρήτου της ποινικής έρευνας και είχε σε αυτήν την περίπτωση προστατεύσει την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης και του δικαιώματος δίκαιης δίκης και σεβασμού της ιδιωτικής ζωής του κατηγορουμένου. Το Δικαστήριο δεν έκρινε ότι η εν λόγω ποινή μπορούσε να έχει κάποιο αποτρεπτικό αποτέλεσμα στο δικαίωμα άσκησης της ελευθερίας της έκφρασης από τον κ. Bedat ή από τρίτο δημοσιογράφο που επιθυμεί να ενημερώσει το ευρύ κοινό σχετικά με εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες. Ως εκ τούτου, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες