Η παρένθετη μητρότητα και το συμφέρον του παιδιού υπό την «ομπρέλα» του ΕΔΔΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ:

Paradiso και Campanelli κατά Ιταλίας της 27.01.2015 (αριθ. προσφ. 25358/12)
βλ. εδώ  

ΠΕΡΙΛΗΨΗ:

Το ύψιστο συμφέρον του παιδιού που γεννήθηκε από παρένθετη μητέρα στο εξωτερικό θα έπρεπε να είχε κεφαλαιώδη σημασία για τις αποφάσεις των ιταλικών αρχών. Οι νομικές απαγορεύσεις δεν υπερισχύουν του συμφέροντος του παιδιού. Παραβίαση της Ιταλίας του άρθρου 8 (δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) της ΕΣΔΑ. Ωστόσο, η απόφαση του ΕΔΔΑ δεν πρέπει να γίνει αντιληπτή ως υποχρέωση εκ μέρους του ιταλικού κράτους να επιστρέψει το παιδί στους προσφεύγοντες, καθώς πλέον είχε αναμφίβολα αναπτύξει συναισθηματικούς δεσμούς με την ανάδοχη οικογένεια με τον οποία ζούσε από το 2013. Παραβίαση της Ιταλίας του άρθρου 8 (δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) της ΕΣΔΑ.

Η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης, το οποίο εξέδωσε απόφαση στις 24.01.2017.

ΣΧΟΛΙΟ-ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ:

Το συμφέρον του παιδιού υπερισχύει ακόμα και του εθνικού νομικού πλαισίου

ΔΙΑΤΑΞΗ:

Άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) της ΕΣΔΑ.

 ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ:

Οι προσφεύγοντες, η κ. Donatina Paradiso και ο κ. Giovanni Campanelli, είναι Ιταλοί υπήκοοι που γεννήθηκαν το 1967 και το 1955 αντίστοιχα και ζουν στο Colletorto (Ιταλία). Είναι παντρεμένοι. Μετά από ανεπιτυχής προσπάθειες τεχνικής γονιμοποίησης, η κ. Paradiso και ο κ. Campanelli επέλεξαν τη μέθοδο της παρένθετης μητέρας προκειμένου να τεκνοποιήσουν. Για το σκοπό αυτό έκαναν μια συμφωνία με την εταιρεία Rosjurconsulting στη Ρωσία. Βρέθηκε παρένθετη μητέρα και στις 27 Φεβρουαρίου 2011 στη Μόσχα γεννήθηκε ένα μωρό. Σύμφωνα με δίκαιο της Ρωσίας, η κ. Paradiso και ο κ. Campanelli καταχωρήθηκαν ως οι γονείς του μωρού χωρίς την επισήμανση ότι το παιδί είχε γεννηθεί μέσω παρένθετης μητέρας.

Τον Απρίλιο του 2011, το ιταλικό προξενείο στη Μόσχα έκδωσε έγγραφα που επέτρεπαν στο παιδί να φύγει για την Ιταλία. Λίγες ημέρες μετά την άφιξή τους στην Ιταλία, ο κ. Campanelli ζήτησε ανεπιτυχώς από τον δήμο Colletorto να καταχωρήσουν τη γέννηση. Το ιταλικό προξενείο στη Μόσχα ενημέρωσε το δικαστήριο ανηλίκων Campobasso, το Υπουργείο Εξωτερικών και το δήμος του Collerorto ότι το αρχείο σχετικά με τη γέννηση του παιδιού περιείχε ψευδείς πληροφορίες.

Στις 5 Μαΐου 2011, η κ. Paradiso και ο κ. Campanelli κατηγορήθηκαν για «παραποίηση της προσωπικής κατάστασης» και παραβίαση της νομοθεσίας περί υιοθεσίας, επειδή είχαν φέρει το τέκνο στην Ιταλία κατά παράβαση του ιταλικού και του διεθνούς δικαίου και χωρίς να συμμορφωθούν με την έγκριση υιοθεσίας που απέκτησαν τον Δεκέμβριο του 2006, γεγονός που απέκλεισε την υιοθεσία ενός τέτοιου μικρού παιδιού. Την ίδια ημέρα, ο εισαγγελέας στο δικαστήριο ανηλίκων Campobasso ζήτησε την κίνηση διαδικασίας ώστε να τεθεί το παιδί προς υιοθεσία, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το ιταλικό δίκαιο, είχε εγκαταλειφθεί. Τον Αύγουστο του 2011, μια εξέταση DNA αποκάλυψε ότι ο κ. Campanelli δεν ήταν βιολογικός πατέρας του παιδιού. Γενετικό υλικό από άλλο πρέπει να χρησιμοποιήθηκε  κατά τη διάρκεια της διαδικασίας γονιμοποίησης. Κατά συνέπεια, στις 20 Οκτωβρίου 2011, το δικαστήριο ανηλίκων αποφάσισε ότι το παιδί πρέπει να απομακρυνθεί αμέσως από τους αιτούντες και να τεθεί υπό καθεστώς κηδεμονίας, με το αιτιολογικό ότι δεν υπήρχε βιολογική σχέση μεταξύ τους και ότι υπήρχαν αμφιβολίες ως προς την ανατροφή τέκνου των αιτούντων και τις συναισθηματικές ικανότητες, καθώς η συμπεριφορά της κ. Paradiso και του κ. Campanelli ήταν αντίθετη προς το νόμο. Το μωρό τοποθετήθηκε σε παιδικό σπίτι, χωρίς η κα Paradiso και ο κ. Campanelli να ενημερωθούν για την μεταφορά του ή να επιτρέπεται οποιαδήποτε επαφή, οπότε τον Ιανουάριο του 2013 το μωρό ανατέθηκε σε αναδόχους γονείς. Επιπλέον, αφέθηκε χωρίς επίσημη ταυτότητα. Τον Απρίλιο του 2013 επιβεβαιώθηκε η άρνηση εγγραφής στο ρωσικό μητρώο γέννησης, με την αιτιολογία ότι η εγγραφή του θα ήταν αντίθετη προς τη δημόσια τάξη, δεδομένου ότι το πιστοποιητικό ήταν ανακριβές και δεν υπήρχε βιολογική σχέση μεταξύ του παιδιού και των αιτούντων. Οι τελευταίοι δήλωσαν ανεπιτυχώς ότι είχαν ενεργήσει καλή τη πίστει και ισχυρίστηκαν ότι δεν γνώριζαν ότι το σπερματικό υγρό του κ. Campanelli δεν είχε χρησιμοποιηθεί στη ρωσική κλινική. Τον Απρίλιο του 2013, το παιδί έλαβε νέα ταυτότητα και αναφέρθηκε στο νέο πιστοποιητικό γέννησης ότι γεννήθηκε από άγνωστους γονείς. Στις 5 Ιουνίου 2013, το δικαστήριο ανηλίκων δήλωσε ότι οι αιτούντες δεν είχαν πλέον τη δυνατότητα να συμμετέχουν στη διαδικασία υιοθεσίας που είχαν κινήσει, δεδομένου ότι δεν ήταν ούτε γονείς ούτε συγγενείς του παιδιού.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο έκρινε, ειδικότερα, ότι λόγοι δημοσίας τάξεως διέπουν τις αποφάσεις των ιταλικών αρχών και ότι οι προσφεύγοντες είχαν προσπαθήσει να παρακάμψουν την απαγόρευση των ιταλικών ρυθμίσεων σχετικά με την υποβολή σε κύηση με παρένθετη μητρότητα καθώς και τους διεθνείς κανόνες. Οι απαγορεύσεις όμως δεν θα μπορούσαν να υπερισχύσουν των συμφερόντων του παιδιού, παρά την απουσία οποιασδήποτε βιολογικής σχέσης και της σύντομης περιόδου κατά την οποία οι προσφεύγοντες το είχαν υπό τη φροντίδα τους. Επαναλαμβάνοντας ότι η απομάκρυνση ενός παιδιού από το οικογενειακό περιβάλλον ήταν ένα ακραίο μέτρο που θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο σε περίπτωση άμεσου κινδύνου για το παιδί αυτό, το Δικαστήριο έκρινε ότι, στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπήρχαν συνθήκες που να δικαιολογούν την απομάκρυνση. Ωστόσο, η απόφαση του ΕΔΔΑ δεν πρέπει να γίνει αντιληπτή ως υποχρέωση εκ μέρους του ιταλικού κράτους να επιστρέψει το παιδί στους προσφεύγοντες, καθώς πλέον είχε αναμφίβολα αναπτύξει συναισθηματικούς δεσμούς με την ανάδοχη οικογένεια με τον οποία ζούσε από το 2013.

Άρθρο 8

Το Δικαστήριο απέρριψε εξαρχής την καταγγελία των προσφευγόντων που υπέβαλαν στο όνομα του παιδιού καθώς  δεν είχαν τη δυνατότητα να ενεργούν εξ ονόματός του. Απορρίφθηκε επίσης, επειδή δεν εξάντλησαν  την εγχώρια ένδικα μέσα, αναφορικά με την καταγγελία που υπέβαλαν η κ. Paradiso και ο κ. Campanelli ότι είναι αδύνατον να καταχωρηθεί στην Ιταλία το πιστοποιητικό γέννησης του παιδιού, καθώς οι προσφεύγοντες δεν είχαν ασκήσει αναίρεση.

Όσον αφορά την καταγγελία σχετικά με την απομάκρυνση και την τοποθέτηση του παιδιού υπό την επιμέλεια, το δικαστήριο, σημειώνοντας την ύπαρξη de facto οικογενειακής ζωής μεταξύ του ζευγαριού και του παιδιού,  έκρινε ότι το άρθρο 8 εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση και κηρύσσει την εν λόγω καταγγελία παραδεκτή. Παρ όλο που η κα Paradiso και ο κ. Campanelli είχε περάσει μόνο έξι μήνες με το μωρό, η περίοδος αυτή είχε καλύψει σημαντικά στάδια της νέας ζωής του και είχαν συμπεριφερθεί ως γονείς σε αυτόν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.

Όσον αφορά την ουσία της υπόθεσης, το Δικαστήριο έκρινε, πρώτον, ότι τα μέτρα για την απομάκρυνση του παιδιού και την τοποθέτησή του υπό κηδεμονία συνιστούσε παρεμβολή στην ιδιωτική ζωή των προσφευγόντων και υπήρξε σύμφωνη με το νόμο. Πράγματι, η εφαρμογή του ιταλικού δικαίου από τα εθνικά δικαστήρια που συνάγει ότι   το παιδί είχε εγκαταλειφθεί δεν ήταν αυθαίρετη και τα μέτρα που ελήφθησαν είχαν βασιστεί σε διατάξεις του εσωτερικού δικαίου. Επιπλέον, τα επίδικα μέτρα επιδιώκουν τον θεμιτό σκοπό της “Πρόληψης των διαταραχών”, στο μέτρο που η συμπεριφορά των προσφευγόντων ήταν αντίθετη προς τον νόμο.

Δεύτερον, κατά την αξιολόγηση της αναγκαιότητας αυτής της παρέμβασης σε μια δημοκρατική κοινωνία, το Δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει αν η εφαρμογή του εθνικού δικαίου είχε επιτύχει δίκαιη ισορροπία μεταξύ του δημοσίου συμφέροντος και των ιδιωτικών συμφερόντων των προσφευγόντων, δηλαδή τον σεβασμό της ιδιωτικής και της οικογενειακής τους ζωής. Με τον τρόπο αυτό, έπρεπε να λάβει υπόψη την ουσιώδη αρχή σύμφωνα με την οποία, το συμφέρον του παιδιού αυτού ήταν πρωταρχικής σημασίας όταν εξετάζονταν μια κατάσταση που αφορούσε ένα παιδί.

Όσον αφορά το κατά πόσον τα συμφέροντα αυτά ελήφθησαν υπόψη από τις ιταλικές αρχές, το δικαστήριο σημείωσε ότι αποφάσισαν να απομακρύνουν το παιδί προκειμένου να τερματίσουν μια παράνομη κατάσταση. Είχαν θεωρήσει ότι ερχόμενοι σε επικοινωνία με μια ρωσική υπηρεσία και στη συνέχεια μεταφέροντας το παιδί στην Ιταλία και παρουσιάζοντάς τον ως ο γιός τους, οι κ. Paradiso και ο κ. Campanelli, είχαν επιχειρήσει να παρακάμψουν την απαγόρευση στην Ιταλία όσον αφορά τις διατάξεις σχετικά με την τεχνική γονιμοποίηση και τους κανόνες που διέπουν τη διεθνής υιοθεσία. Σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, η κατάσταση αυτή ήταν αποτέλεσμα ναρκισσιστικής επιθυμίας ή λόγω της επιθυμίας να επιλύσουν προβλήματα στη σχέση τους, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τις συναισθηματικές ικανότητές τους και την ικανότητα ανάθρεψης παιδιού.

Ωστόσο, η αναφορά στην δημόσια τάξη δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι έδινε λευκή κάρτα και επέτρεπε οποιοδήποτε μέτρο  δεδομένου ότι το κράτος έπρεπε να λάβει υπόψη του τα συμφέροντα του παιδιού, ανεξαρτήτως της γονικής σχέσης, βιολογική ή μη. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η απομάκρυνση ενός παιδιού από το οικογενειακό περιβάλλον ήταν  ακραίο μέτρο, το οποίο θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο σε περίπτωση άμεσου κινδύνου για το παιδί.

Βεβαίως, το δικαστήριο ανηλίκων είχε λάβει υπόψη την αναμφισβήτητη βλάβη κατά την απομάκρυνσή του παιδιού, αλλά είχε εξετάσει, δεδομένης της σύντομης περιόδου που πέρασε με τους αιτούντες και της νεαρής ηλικίας του, ότι θα ξεπερνούσε σχετικά γρήγορα την εν λόγω δυσκολία. Από την πλευρά του, το Δικαστήριο έκρινε ότι, αν και η κατάσταση ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων ήταν ευαίσθητη, δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις που δικαιολογούσαν την απομάκρυνση.

Το επιχείρημα ότι, με το χρόνο, το παιδί θα είχε αναπτύξει στενότερους δεσμούς με τους γονείς του, κάνοντας έναν πιθανό μεταγενέστερο αποχωρισμό ακόμη πιο δύσκολο, δεν αρκούσε για να δικαιολογήσει την απομάκρυνσή του. Επιπλέον, η κ. Paradiso και ο κ. Campanelli, οι οποίοι τον Δεκέμβριο του 2006 κρίθηκαν κατάλληλοι να υιοθετήσουν, όταν έλαβαν την άδεια να υιοθετήσουν, κηρύχθηκαν τότε ανίκανοι για την ανατροφή και την φροντίδα  του παιδιού για τον μόνο λόγο ότι είχαν καταστρατηγήσει την νομοθεσία υιοθεσίας. Επιπλέον, το παιδί δεν είχε λάβει τη νέα του ταυτότητα μέχρι τον Απρίλιο του 2013, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είχε καμία επίσημη ύπαρξη για περισσότερο από δύο χρόνια.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν ήταν πεπεισμένο ότι οι αρχές είχαν βασιστεί σε κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία όταν αποφάσιζαν να τοποθετήσουν το παιδί στη φροντίδα των κοινωνικών υπηρεσιών. Έτσι, απέτυχαν να επιτύχουν δίκαιη ισορροπία μεταξύ των διακυβευόμενων συμφερόντων, κατά παράβαση του Άρθρου 8. Αυτή η διαπίστωση παραβίασης δεν πρέπει να νοηθεί ως υποχρέωση του ιταλικού κράτους να επιστρέψει το τέκνο στους προσφεύγοντες, δεδομένου ότι είχε αναμφίβολα αναπτύξει συναισθηματικούς δεσμούς με την οικογένεια με την οποία ζούσε από το 2013.

Δίκαιη  ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ιταλία πρέπει να καταβάλει στους αιτούντες 20.000 ευρώ για μη χρηματικές ζημιές και 10.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.

Ξεχωριστή γνώμη

Οι δικαστές Raimondi και Spano εξέφρασαν κοινή μερικώς αντίθετη γνώμη, η οποία επισυνάπτεται στην απόφαση.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες