Η παρακολούθηση πολιτών από μυστικές υπηρεσίες στο μικροσκόπιο του ΕΔΔΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ :

Szabó και Vissy κατά Ουγγαρίας της 12.01.2016 (αριθ.  προσφ. 37138/14)
βλ. εδώ 

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ:

Παρακολούθηση πολιτών από μυστικές υπηρεσίες. Η νομοθεσία οφείλει να διαθέτει επαρκείς εγγυήσεις κατά των πράξεων κατάχρησης. Παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι η νομοθεσία δίνει το δικαίωμα να παρακολουθείται ο οποιοσδήποτε στην Ουγγαρία, δεν προβλέπει καμία αξιολόγηση αναγκαιότητας των υποκλοπών και των παρακολουθήσεων, ούτε θεσμοθετεί αποτελεσματικά διορθωτικά δικαστικά μέτρα. Το Στρασβούργο  απεφάνθη ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 (δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της οικίας και της αλληλογραφίας) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, και μη ύπαρξη παραβίασης του άρθρου 13 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.

ΣΧΟΛΙΟ-ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ:

Δεν επιτρέπεται παρακολούθηση των πολιτών από τις μυστικές υπηρεσίες χωρίς να υπάρχει νομικό πλαίσιο εγγυήσεων.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Άρθρο 8 (δικαίωμα στην ατομική και ιδιωτική ζωή) της ΕΣΔΑ

Άρθρο 13 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής) της ΕΣΔΑ

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ :

Στην υπόθεση Szabó και Vissy κατά Ουγγαρίας (αριθ.  προσφυγής 37138/14) το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάσισε, ομόφωνα, ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 (δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της οικίας και της αλληλογραφίας) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, και μη ύπαρξη παραβίασης του άρθρου 13 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.

Η υπόθεση αφορούσε την ουγγρική νομοθεσία σχετικά για τη μυστική αντιτρομοκρατική παρακολούθηση η οποία εισήχθη το 2011.

Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ήταν φυσικό επακόλουθο της μορφής που λαμβάνει σήμερα η τρομοκρατία, οι κυβερνήσεις να καταφεύγουν σε τεχνολογίες αιχμής, συμπεριλαμβανομένου της μαζικής παρακολούθησης των επικοινωνιών και συνομιλιών, σε επικείμενα περιστατικά.

Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι η εν λόγω νομοθεσία παρείχε επαρκείς εγγυήσεις και δικλείδες ασφαλείας προς αποφυγή κατάχρησης των μέτρων αυτών. Ιδιαίτερα, το πεδίο εφαρμογής των μέτρων μπορούσε να περιλαμβάνει σχεδόν κάθε πολίτη της Ουγγαρίας, επιτρέποντας στην κυβέρνηση, με τη βοήθεια των νέων τεχνολογιών, να υποκλέπτει μεγάλο όγκο δεδομένων, ακόμα και από άτομα τα οποία δε βρίσκονταν υπό καθεστώς παρακολούθησης. Επιπλέον, η εντολή έναρξης των εν λόγω μέτρων βρισκόταν εξ ολοκλήρου στα χέρια της εκτελεστικής εξουσίας, χωρίς την ύπαρξη αξιολόγησης της αναγκαιότητας των υποκλοπής, αλλά και με την απουσία διορθωτικών και δικαστικών μέτρων.

Οι προσφεύγοντες, ο Máté Szabó και η Βεατρίκη Vissy, είναι Ούγγροι και ζουν στη Βουδαπέστη. Κατά τον εν λόγο χρόνο εργάζονταν για μια ΜΚΟ (Eötvös Károly Közpolitikai Intézet), που ασκούσε κριτική επί των πολιτικών της κυβέρνησης.

Μια ειδική αντι-τρομοκρατική ομάδα ιδρύθηκε στο πλαίσιο του αστυνομικού σώματος την 1η Ιανουαρίου του 2011. Οι αρμοδιότητες της ορίζονται στην παράγραφο 7 / E του Νόμου  XXXIV του 1994 σχετικά με το σώμα της Αστυνομίας, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο CCVII του 2011. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη νομοθεσία, οι αρμοδιότητες της εν λόγω ομάδας στον τομέα συγκέντρωσης απόρρητων πληροφοριών περιλάμβανε μυστικές εφόδους σε σπίτια, καταγεγραμμένη παρακολούθηση, άνοιγμα επιστολών και δεμάτων, καθώς και έλεγχο και καταγραφή του περιεχομένου των ηλεκτρονικών συνομιλιών, και  όλα αυτά χωρίς τη συγκατάθεση των ενδιαφερομένων.

Τον Ιούνιο του 2012, οι προσφεύγοντες υπέβαλαν καταγγελία υποστηρίζοντας ότι τα εκτεταμένα προνόμια για τη συλλογή απόρρητων πληροφοριών για λόγους εθνικής ασφάλειας δυνάμει του άρθρου 7 / E (3), παραβίαζαν το δικαίωμά στην ιδιωτική ζωή. Το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε το μεγαλύτερο μέρος της καταγγελίας το Νοέμβριο του 2013. Κατά μία άποψη το Συνταγματικό Δικαστήριο συμφώνησε με τους προσφεύγοντες, ότι κυρίως η απόφαση του υπουργού που έδινε εντολή για τη συγκέντρωση πληροφοριών έπρεπε να αιτιολογείται. Ωστόσο, το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν ότι το περιεχόμενο των εθνικών δράσεων σχετικά με το πεδίο της ασφάλειας ήταν πολύ ευρύτερο από αυτό που σχετίζονταν με την διερεύνηση ειδικότερων εγκλημάτων, και συνεπώς οι διαφορές στη νομοθεσία μεταξύ ποινικής μυστικής παρακολούθησης και μυστικής παρακολούθησης για σκοπούς εθνικής ασφάλειας δεν ήταν αδικαιολόγητες.

TO ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Αρχικά, το Δικαστήριο επισήμανε ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο, αφού εξέτασε επί της ουσίας την καταγγελία των προσφευγόντων, αναγνώρισε σιωπηρά ότι είχαν προσωπικά πληγεί από την εν λόγω νομοθεσία. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν οι προσφεύγοντες ήταν ή όχι εργαζόμενοι της ΜΚΟ, ανήκαν παρ’ όλα αυτά σε ομάδα-στόχο, και το Δικαστήριο έκρινε ότι η νομοθεσία επηρέαζε άμεσα όλους τους χρήστες των συστημάτων επικοινωνίας και συνεπώς όλα τα σπίτια. Επιπρόσθετα, η εγχώρια νομοθεσία προφανώς δεν παρείχε καμία δυνατότητα σε άτομο που υποπτεύεται την υποκλοπή των συνομιλιών του, να υποβάλει καταγγελία σε έναν ανεξάρτητο φορέα. Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα δύο συμπεράσματα, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσφεύγοντες θα μπορούσαν, επομένως, να ισχυριστούν ότι είναι θύματα παραβίασης των δικαιωμάτων που απορρέουν από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση. Επιπλέον, το Δικαστήριο είναι πεπεισμένο ότι οι προσφεύγοντες είχαν εξαντλήσει τα εσωτερικά ένδικα μέσα, έχοντας επιστήσει την ουσία των παραπόνων τους στη προσοχή των εθνικών αρχών (Συνταγματικό Δικαστήριο).

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε παρέμβαση στο δικαίωμα των προσφευγόντων για σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής τους ζωής όσον αφορά τη γενική καταγγελία σχετικά με τους κανόνες του άρθρου 7 / E (3) και όχι όσον αφορά άλλη καταγγελία για πραγματική υποκλοπή των συνομιλιών, που υποτίθεται ελάμβανε χώρα.

Κατά το Στρασβούργο το πεδίο εφαρμογής των μέτρων θα μπορούσε να περιλαμβάνει τον οποιονδήποτε στην Ουγγαρία, ότι η εντολή εκτέλεσης των μέτρων που δίνονταν  γινόταν εξ ολοκλήρου μέσα στη σφαίρα της εκτελεστικής εξουσίας και χωρίς καμία αξιολόγηση αναγκαιότητας των υποκλοπών, ότι οι νέες τεχνολογίες βρίσκονταν στη διάθεση της κυβέρνησης για να υποκλέπτει ευκολότερα δεδομένα ατόμων που δεν βρίσκονταν αρχικά εντός του εύρους λειτουργίας των μέτρων, και με δεδομένη την απουσία αποτελεσματικών διορθωτικών μέτρων, κυρίως δικαστικών, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαπίστωση της παραβίασης αποτελούσε από μόνη της επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για οποιαδήποτε ηθική βλάβη που υπέστησαν οι προσφεύγοντες. Επιδίκασε μόνον 4.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα και δαπάνες.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες