Ο ρόλος του κράτους απέναντι σε νέες θρησκευτικές ενώσεις και ο σεβασμός στην ελευθερία της θρησκείας

ΑΠΟΦΑΣΗ

Metodiev κ.α. κατά Βουλγαρίας της 15-06-2017 (αριθμ. προσφ. 58088/08)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Μη επίσημη καταχώρηση της θρησκευτικής κοινότητας Ahmadi στο βιβλίο των θρησκειών της Βουλγαρίας, ως νέα θρησκευτική κοινότητα, λόγω των αποκλίσεων που είχε ως αίρεση από τη μουσουλμανική κοινότητα.  Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ υπό το φως του άρθρου 11 (ελευθερία του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι) και καταδίκασε την Βουλγαρία διαπιστώνοντας ότι η άρνηση εγγραφής δεν ήταν «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία».

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 9

Άρθρο 11

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες είναι 31 Βούλγαροι, οι οποίοι είναι μουσουλμάνοι Ahmadi, ένα θρησκευτικό κίνημα με σουνιτικές ρίζες.

Τον Φεβρουάριο του 2007 δέκα άτομα, συμπεριλαμβανομένων εννέα από τους προσφεύγοντες, αποφάσισαν να ιδρύσουν μια νέα θρησκευτική κοινότητα, με την ονομασία Μουσουλμανική Κοινότητα Ahmadiyya, με έδρα την πόλη του Σαντάνσκι. Οι  22 άλλοι προσφεύγοντες έγιναν στη συνέχεια μέλη της κοινότητας.

Στις 26 Φεβρουαρίου 2007, ο πρώτος προσφεύγων Rumen Metodiev κατέθεσε στο περιφερειακό δικαστήριο της Σόφιας μια αίτηση εγγραφής και κατοχύρωσης της νέας θρησκευτικής ομάδας σύμφωνα με το νόμο περί θρησκειών.

Το δικαστήριο ζήτησε τη γνώμη της κυβερνητικής υπηρεσίας για θρησκευτικές υποθέσεις. Στις 31 Μαΐου 2007 το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση καταχώρισης, βασίζοντας την απόφασή του στην έκθεση που έλαβε από την κρατική υπηρεσία, με το σκεπτικό ότι οι Ahmadis, έπρεπε να διακριθούν και να διαχωριστούν από τους μουσουλμάνους, ήταν γνωστοί για τη θρησκευτική μισαλλοδοξία τους, την άρνηση νεωτερικότητας και την πολυγαμία και οι μουσουλμάνοι την αντιμετώπιζαν σαν αίρεση. Το δικαστήριο σημείωσε ότι το καταστατικό της θρησκευτικής ένωσης δεν καθόριζε τις πεποιθήσεις του αλλά απλώς αντέγραφε στόχους και δραστηριότητες που αναφέρονται στο νόμο περί μη κερδοσκοπικών νομικών οργανώσεων. Τέλος, εξέφρασε την άποψη ότι η εγγραφή αυτής της ένωσης θα μπορούσε να προκαλέσει σχίσμα μέσα στη μουσουλμανική κοινότητα της Βουλγαρίας.

Ο κ. Metodiev άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής εξ ονόματος της ένωσης, καταγγέλλοντας παραβίαση του δικαιώματός του στην ελευθερία της θρησκείας. Το Εφετείο της Σόφιας επικύρωσε την απόφαση. Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση της ένωσης. Υπενθύμισε ότι ο νόμος περί θρησκειών – απαιτούσε λεπτομερή αναφορά των πεποιθήσεων και των τελετών των θρησκευτικών ενώσεων – επιδίωκε να διακρίνει σαφώς τις διαφορετικές θρησκείες και να αποφεύγει τις αντιπαραθέσεις μεταξύ των θρησκευτικών κοινοτήτων.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι καταγγελίες έπρεπε να εξεταστούν βάσει του άρθρου 9, το οποίο, σύμφωνα με τη του νομολογία σχετικά με παρόμοιες καταγγελίες έπρεπε να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 11.

Όσον αφορά τη νομιμότητα της παρέμβασης, το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν βασίσει τις αποφάσεις τους σχετικά με στις σχετικές διατάξεις του νόμου περί θρησκειών και ότι η ερμηνεία τους ήταν σύμφωνη με την κυρίαρχη νομολογία για τα θέματα αυτά. Το Δικαστήριο διαπίστωσε έτσι ότι η παρέμβαση ήταν «προβλεπόμενη από το νόμο». Όσον αφορά τους επιδιωκόμενους σκοπούς, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι παρεμβάσεις επιδίωκαν τους θεμιτούς σκοπούς της προστασίας της δημόσιας τάξης και των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων.

Ωστόσο, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι λόγοι που προέβαλαν τα εθνικά δικαστήρια ποικίλαν. Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο είχε υιοθετήσει ως μοναδικό λόγο την έλλειψη επαρκώς ακριβούς και σαφής καταγραφή των πεποιθήσεων και των τελετών της  θρησκείας Ahmadi στο καταστατικό της οργάνωσης. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το καταστατικό δεν πληρούσε τις απαιτήσεις των σχετικών διατάξεων του Νόμου περί Θρησκευμάτων, ο οποίος επιδίωκε να κάνει διαχωρισμό μεταξύ των διαφόρων ονομασιών και να αποφύγει συγκρούσεις μεταξύ των θρησκευτικών κοινοτήτων.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το όνομα της ένωσης δήλωνε σαφώς ότι ανήκε στην κοινότητα Ahmadiyya. Τα δικαστήρια δεν είχαν ποτέ παρατηρήσει ότι το όνομα της θρησκευτικής οργάνωσης μπορούσε να αποτελέσει πηγή σύγχυσης. Το καταστατικό της ένωσης έδειχνε σαφώς ότι ενστερνίζονταν το Ahmadi παρακλάδι του Ισλάμ και απαριθμούσε τις πεποιθήσεις και τις θεμελιώδεις αξίες των πιστών της κοινότητας. Τα εθνικά δικαστήρια έκριναν ότι η περιγραφή αυτή ήταν ανεπαρκής. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο νόμος περί θρησκειών δεν περιέχει συγκεκριμένες ενδείξεις ως προς τον βαθμό ακρίβειας που απαιτείται για την εν λόγω περιγραφή ή ως προς τις συγκεκριμένες πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στη «δήλωση των πεποιθήσεων και των τελετών» που συνοδεύουν την αίτηση εγγραφής. Επιπρόσθετα το Δικαστήριο δε γνώριζε την ύπαρξη άλλων κανονισμών ή κατευθυντήριων γραμμών, οι οποίοι θα ήταν προσιτοί στους προσφεύγοντες και θα μπορούσαν συνεπώς να τους καθοδηγήσουν. Επιπλέον, δεν δόθηκε στους προσφεύγοντες η δυνατότητα να διορθωθεί το κενό παρέχοντας συμπληρωματικές πληροφορίες στα αρμόδια δικαστήρια.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η προσέγγιση που υιοθέτησε ο Άρειος Πάγος απαιτούσε, ως προϋπόθεση εγγραφής, η θρησκευτική οργάνωση να επιδείξει ότι διέφερε από άλλες οργανώσεις οι οποίες ήταν ήδη κατοχυρωμένες, και ειδικότερα από τη μουσουλμανική πίστη. Μια τέτοια προσέγγιση θα οδηγούσε στη πράξη στην άρνηση εγγραφής οποιασδήποτε νέας θρησκευτικής οργάνωσης με το ίδιο δόγμα ως υπάρχουσα θρησκεία. Αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε να οδηγήσει στην ύπαρξη μόνο μίας θρησκευτικής οργάνωσης για κάθε θρησκευτικό κίνημα και απαιτώντας από όλους τους οπαδούς να την ακολουθούν.

Επιπλέον, η εκτίμηση της φύσης των πεποιθήσεων ήταν ζήτημα των δικαστηρίων και όχι των θρησκευτικών κοινοτήτων. Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι το δικαίωμα στην ελευθερία της θρησκείας απέκλειε σε γενικές γραμμές το κράτος από οποιαδήποτε αξιολόγηση  σχετικά με τη νομιμότητα των θρησκευτικών πεποιθήσεων ή της μορφής έκφρασης των εν λόγω πεποιθήσεων. Σε μια δημοκρατική κοινωνία, το κράτος δεν χρειάζεται να λάβει μέτρα ώστε να εγγυάται ότι οι εν λόγω θρησκευτικές κοινότητες βρίσκονταν ή παρέμεναν υπό ενιαία διοίκηση. Ακόμη και όταν κοινότητα ήταν διαιρεμένη, το κράτος είχε καθήκον να παραμένει ουδέτερο και δεν μπορούσε να λάβει μέτρα υπέρ μιας κοινότητας ή να επιδιώκει η θρησκευτική κοινότητα να ελέγχεται από ενιαία διοίκηση. Ο ρόλος των αρχών δεν ήταν η λήψη μέτρων ώστε να υπερτερεί μια θρησκευτική ομάδας έναντι άλλης, ή να αφαιρέσει την αιτία της έντασης εξαλείφοντας τον πλουραλισμό, αλλά συνίστατο στη διασφάλιση της ανοχής μεταξύ των αντίθετων ομάδων.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η φερόμενη έλλειψη ακρίβειας στην περιγραφή των πεποιθήσεων και των τελετουργιών της θρησκευτικής οργάνωσης στο καταστατικό της δεν ήταν ικανή να δικαιολογήσει την άρνηση εγγραφής, και συνεπώς δεν ήταν «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία».

Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ υπό το φως του άρθρου 11 και επιδίκασε το ΕΔΔΑ ποσό 4.000 ευρώ  για ηθική βλάβη


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες