Καταδίκη εκδότη και αρχισυντάκτη εφημερίδας για δημοσίευση δηλώσεων αρχηγών τρομοκρατικής οργάνωσης που περιείχαν προτροπή για άσκηση βίας. Δεν παραβιάστηκε η ελευθερία της μετάδοσης πληροφοριών.

ΑΠΟΦΑΣΗ

Gürbüz και Bayar κατά Τουρκίας της 23.07.2019 (αριθ. προσφ. 8860/13)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Τύπος, ελευθερία της σκέψης και υποκίνηση βίας.

Οι προσφεύγοντες, εκδότης και αρχισυντάκτης εφημερίδας, καταδικάστηκαν σε καταβολή προστίμου λόγω δημοσιεύσεων δηλώσεων αρχηγού  τρομοκρατικής οργάνωσης που περιείχαν απειλή «αντάρτικου αγώνα» σε περίπτωση μη επιτεύξεως διαλόγου και παρακίνηση «πατριωτών» για δράση. Το ανώτατο δικαστήριο έκρινε ότι το αδίκημα του εκδότη είχε παραγραφεί και χορήγησε αναστολή στην ποινή του αρχισυντάκτη.

Κατά το  ΕΔΔΑ η τιμωρία δημοσιογράφου για τη συμβολή στη διάδοση των πληροφοριών (δηλώσεων) ενός τρίτου, εμποδίζει σοβαρά τη συμβολή του Τύπου στις συζητήσεις για τα προβλήματα δημοσίου συμφέροντος και δεν μπορεί να ληφθεί χωρίς ιδιαίτερα σοβαρούς λόγους. Στην προκειμένη υπόθεση όμως που οι καταγγελλόμενες δηλώσεις ερμηνεύονται ως υποκίνηση βίας, το Στρασβούργο εκτιμά ότι οι προσφεύγοντες, υπό την ιδιότητά τους ως εκδότης και αρχισυντάκτης μίας εφημερίδας δεν δύναται να απαλλαγούν από την ευθύνη και δεδομένου ότι το αδίκημα του ενός παραγράφηκε και του άλλου ανεστάλη η ποινή ως επίμαχη παρέμβαση στην ελευθερία της μετάδοσης πληροφοριών δεν είναι δυσανάλογη προς τους επιδιωκόμενους νόμιμους σκοπούς.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 10

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες Ali Gürbüz και Hasan Bayar, είναι Τούρκοι υπήκοοι που γεννήθηκαν το 1971 και το 1982 αντίστοιχα. Ζουν στην Κολωνία (Γερμανία) και στη Βέρνη (Ελβετία) αντίστοιχα.

Ο κ. Gürbüz ήταν εκδότης της ημερήσιας εφημερίδας Ülkede Özgür Gündem και ο κ. Bayar  αρχισυντάκτης.

Η υπόθεση αφορούσε ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον τους για δημοσίευση δηλώσεων των Abdullah Öcalan (επικεφαλής του Κόμματος Εργατών του Κουρδιστάν (PKK), παράνομη ένοπλη οργάνωση) και  του Murat Karayılan (Πρόεδρος του Kongra-Gel, παράρτημα του PKK) σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 2004.

Τον Σεπτέμβριο του 2007 το Κακουργιοδικείο της Κωνσταντινούπολης τους καταδίκασε για το αδίκημα της δημοσίευσης δηλώσεων τρομοκρατικής οργάνωσης, δυνάμει του νόμου περί πρόληψης της τρομοκρατίας (νόμος 3713). Οι δύο προσφεύγοντες καταδικάστηκαν στην καταβολή προστίμου ύψους 1541,59 ευρώ,  στην περίπτωση του κ. Gürbüz και 770,80 ευρώ για τον κ. Bayar.

Τον Μάρτιο του 2012, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η ποινική διαδικασία κατά του κ. Gürbüz έχει παραγραφεί. Αντίθετα, επικύρωσε την απόφαση του δικαστηρίου για τον κ. Bayar με την αιτιολογία ότι κατέστη τελεσίδικη λόγω του ύψους του προστίμου. Η ποινή του κ. Bayar ανεστάλη.

Βασιζόμενοι στο άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης – μετάδοσης πληροφοριών) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, οι προσφεύγοντες διαμαρτυρήθηκαν για την ποινική διαδικασία που κινήθηκε εναντίον τους.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο σημειώνει ότι, εν προκειμένω, η αιτία της ποινικής διαδικασίας κατά των προσφευγόντων  είναι η δημοσίευση δηλώσεων των Abdullah Öcalan και  Murat Karayılan, κορυφαίων ηγετών του PKK. Παρατηρεί επίσης ότι, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, ο Öcalan συνέχισε να εκφράζει τις απόψεις του σχετικά με την κατάσταση στη χώρα καθώς και ότι έδινε οδηγίες προς τα μέλη του ΡΚΚ μέσω των τακτικών συναντήσεων του με τους δικηγόρους του, οι εκθέσεις των οποίων δημοσιεύθηκαν σε ορισμένες ημερήσιες εφημερίδες, συμπεριλαμβανομένων των ημερολογίων των προσφευγόντων.

Εξετάζοντας το περιεχόμενο του δηλώσεων που δημοσιεύθηκε στην ημερήσια εφημερίδα των προσφευγόντων, το Δικαστήριο σημειώνει ότι οι δηλώσεις αυτές αφορούσαν γενικά μια πρόταση εκεχειρίας της Kongra-Gel και τις εκκλήσεις του τελευταίου οργανισμού να παραδώσουν  τα όπλα. Σε αυτές τις δηλώσεις, ο  Öcalan συγκεκριμένα, ανέφερε ότι ενέκρινε την πρόταση του Kongra-Gel για εκεχειρία και κάλεσε τις αρχές να εφαρμόσουν αμέσως τις απαιτήσεις αυτού του οργανισμού. Αφού πρόσθεσε ότι είναι απαραίτητο να αναπτυχθεί ο διάλογος μεταξύ Τουρκίας και Κούρδων, προειδοποίησε ότι «σε περίπτωση που δεν αναπτυχθεί ο δρόμος του διαλόγου, το έτος 2005 θα είναι αναγκαστικά η χρονιά της μετάβασης στον αντάρτικο αγώνα, έστω και αν δεν το θελήσει. Ζήτησε επίσης «όλους όσους ισχυρίζονται ότι είναι πατριώτες να συγκεντρωθούν κάτω από το banner του Kongra-Gel» και «όλες οι κουρδικές δημοκρατικές οντότητες για να βρουν μια νέα δυναμική στην ενότητα».

Όσον αφορά τις δηλώσεις Karayılan, το ΕΔΔΑ επισημαίνει ότι ο αυτός τόνισε την ανάγκη ειρήνης στην περιοχή, η οποία, κατά τη γνώμη του, αφορούσε αναγνώριση και σεβασμό των δικαιωμάτων του κουρδικού λαού και ζήτησε να αρχίσει διάλογο με τους Κούρδους εκπροσώπους για να βρεθεί μια δημοκρατική και ειρηνική λύση στο κουρδικό πρόβλημα. Τόνισε ειδικότερα ότι ήταν έτοιμος να καταθέσει τα όπλα του,  αν πληρούσαν τις προϋποθέσεις .

Επομένως, το ΕΔΔΑ παρατηρεί ότι οι δηλώσεις του είχαν μάλλον ειρηνικό χαρακτήρα και δεν φαίνεται να υποκινούν τη διάπραξη ή τη δίωξη βίαιων πράξεων. Από την άλλη πλευρά, θεωρεί ότι τα λόγια του Öcalan ήταν,  πιο ξεχωριστά και σαφώς διακριτά, ειδικά όσον αφορά ορισμένα περάσματα. Πράγματι, δίδοντας ιδιαίτερη προσοχή στους όρους που χρησιμοποιούνται από τον ανωτέρω στις δηλώσεις του, το Δικαστήριο σημειώνει ότι, ακόμη και αν αυτός ήταν υπέρ της πρότασης κατάπαυσης του πυρός από την Kongra-Gel, εξέτασε εντούτοις τη δυνατότητα προσφυγής στη βία, εάν οι αρχές δεν ανταποκριθούν  στην πρόσκληση για διάλογο που ξεκίνησε η οργάνωση αυτή στο πλαίσιο των αιτημάτων της.

Το Δικαστήριο  θεωρεί ότι το ακόλουθο χωρίο του άρθρου περιελάμβανε σιωπηρή απειλή κατά των αρχών καθώς και εντολή προς τους συμπατριώτες του Öcalan και τα μέλη του ΡΚΚ, γνωστά ως αντάρτες, προειδοποιώντας τους για πιθανή έξαρση ή επανάληψη των τρομοκρατικών πράξεων το 2005: «σε περίπτωση που δεν αναπτυχθεί η πορεία του διαλόγου, το έτος 2005 θα είναι υποχρεωτικά η χρονιά αντάρτικου πολέμου, ακόμα κι αν δεν το θέλουν».  Το Δικαστήριο θεωρεί ότι το χωρίο αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως δημόσια πρόκληση για διάπραξη εγκλήματος κατά την έννοια του άρθρου 5 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη της τρομοκρατίας . Σημειώνει επίσης ότι, σε αυτό το πλαίσιο, ο καταγγέλλων κάλεσε όλους όσους δήλωσαν ότι είναι πατριώτες  στη συγκέντρωση υπό την αιγίδα του παράνομου οργανισμού Kongra-Gel. Θεωρεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της φύσης, του σκοπού και των παρελθοντικών πράξεων του τελευταίου αυτού οργανισμού, η προσφυγή αυτή είναι παρόμοια με το μήνυμα του A.Ö. στους υποστηρικτές της να προσλαμβάνουν τρομοκράτες δυνάμει του άρθρου 6 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη της τρομοκρατίας .

Επομένως, δεδομένης της ταυτότητας του A.Ö., ο φυλακισμένος ηγέτης του PKK που συνέχισε να διαβιβάζει τις οδηγίες του στην πρώην οργάνωση του μέσω των δικηγόρων του κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, πράξεις που διαπράχθηκαν από την οργάνωση του, το περιεχόμενο των αμφισβητούμενων τμημάτων των δηλώσεων του συγκεκριμένου προσώπου που περιείχαν απειλή και εντολή σχετικά με πιθανές πράξεις βίας που ενδέχεται να διαπράχθηκαν από μέλη του PKK το 2005 και το εύθραυστο πλαίσιο μιας πρότασης κατάπαυσης του πυρός που έκανε η Kongra-Gel στην οποία μολονότι είναι αληθές ότι οι προσφεύγοντες δεν προσχώρησαν προσωπικά στις δηλώσεις της A.Ö., τούτο παρόλα αυτά παρείχε ένα φόρουμ για αυτό και επέτρεπε τη διάδοση αυτών των δηλώσεων.

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει σχετικά ότι «η τιμωρία ενός δημοσιογράφου για τη συμβολή στη διάδοση των δηλώσεων ενός τρίτου θα εμπόδιζε σοβαρά τη συμβολή του Τύπου στις συζητήσεις για τα προβλήματα γενικού συμφέροντος και δεν μπορεί να ληφθεί χωρίς ιδιαίτερα σοβαρούς λόγους» . Υπενθυμίζει επίσης ότι έχει ήδη αποφανθεί ότι η καταστολή των επαγγελματιών των ΜΜΕ, η οποία ασκείται μηχανικά από το άρθρο 6 § 2 του νόμου 3713, δεν λαμβάνει υπόψη τον στόχο της λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών.  Ωστόσο, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, ενόψει του συμπεράσματος ότι οι καταγγελλόμενες δηλώσεις ερμηνεύονται ως υποκίνηση βίας, θεωρεί ότι οι προσφεύγοντες, υπό την ιδιότητά τους ως εκδότης και αρχισυντάκτης μίας εφημερίδας δεν μπορούν να απαλλαγούν από καμία ευθύνη.

Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη το περιθώριο εκτίμησης που απολαμβάνουν οι εθνικές αρχές σε τέτοιες περιπτώσεις και λαμβάνοντας υπόψη διότι η ποινική δίωξη που κηρύχθηκε έχει εκλείψει λόγω παραγραφής  σε σχέση με τον πρώτο προσφεύγοντα και  αναστολή της εκτέλεσης του δικαστικού προστίμου που επιβλήθηκε στον δεύτερο, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η επίμαχη παρέμβαση ήταν δυσανάλογη προς τους επιδιωκόμενους νόμιμους σκοπούς.

​​Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στην παρούσα υπόθεση δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες