Η τοποθέτηση ανάποδα της φωτογραφίας του βασιλικού ζεύγους και το κάψιμό της δημοσίως αποτελεί πολιτική κριτική της μοναρχίας και προστατεύεται από την ελευθερία της έκφρασης.

ΑΠΟΦΑΣΗ

Stern Taulats και Roura Capellera κατά Ισπανίας της 13.03.2018 (αριθμ. προσφ. 51168/15)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Φωτιά σε φωτογραφία του βασιλικού ζεύγους της Ισπανίας, που την είχαν τοποθετήσει ανάποδα, κατά τη διάρκεια δημόσιας διαδήλωσης. Επιβολή προστίμου 2.700 ευρώ άλλως φυλάκιση 15 μηνών. Παραβίαση ελευθερίας της έκφρασης, δεδομένου ότι η πράξη αυτή αποτελούσε έκφραση πολιτικής κριτικής του συστήματος της μοναρχίας εν γένει.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 10

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες, Enric Stern Taulats και Jaume Roura Capellera, είναι δύο Ισπανοί υπήκοοι οι οποίοι γεννήθηκαν το 1988 και το 1977 αντίστοιχα. Ζουν στη Χιρόνα και στην Banyoles (Ισπανία) αντίστοιχα.

Τον Σεπτέμβριο του 2007, ενώ ο Βασιλιάς βρισκόταν σε επίσημη επίσκεψη στη Χιρόνα, οι προσφεύγοντες έβαλαν φωτιά, κατά τη διάρκεια δημόσιας διαδήλωσης σε μια μεγάλη φωτογραφία του βασιλικού ζευγαριού που είχαν τοποθετήσει ανάποδα.

Ως αποτέλεσμα, καταδικάστηκαν σε φυλάκιση 15 μηνών για προσβολή του Στέμματος. Ο δικαστής ακολούθως αντικατέστησε την ποινή αυτή με πρόστιμο ύψους 2.700 ευρώ στον καθένα, αλλά αποφάνθηκε ότι, στην περίπτωση μη καταβολής του προστίμου εν όλω ή εν μέρει, οι προσφεύγοντες θα έπρεπε να εκτίσουν την ποινή φυλάκισης. Η εν λόγω απόφαση έγινε δεκτή από την Audiencia Nacional στις 5 Δεκεμβρίου 2008. Όταν η απόφαση κατέστη αμετάκλητη οι προσφεύγοντες κατέβαλαν το πρόστιμο. Εντούτοις, υπέβαλαν Προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο συμπέρανε ότι η πράξη για την οποία κατηγορήθηκαν δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ελευθερίας της έκφρασης και της ελευθερίας της γνώμης, δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες ήταν ένοχοι για υποκίνηση μίσους και βίας κατά του βασιλιά και της μοναρχίας.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 10

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η καταδίκη των προσφευγόντων συνιστούσε προσβολή του δικαιώματός της ελευθερίας της έκφρασης, ότι η επέμβαση ορίστηκε από το νόμο και ότι επιδίωκε ως νόμιμο στόχο την προστασία της φήμης ή των δικαιωμάτων τρίτων. Όσον αφορά την αναγκαιότητά της σε μια  δημοκρατική κοινωνία, το Δικαστήριο σημείωσε τα εξής:

Αρχικά, η πράξη των προσφευγόντων ήταν μέρος μιας πολιτικής, και όχι προσωπικής, κριτικής του πολιτικού συστήματος της μοναρχίας εν γένει και ειδικότερα του Βασιλείου της Ισπανίας ως έθνους. Το αμφισβητούμενο «σκηνοθετημένο γεγονός» αποτέλεσε μέρος μιας συζήτησης επί θεμάτων γενικού συμφέροντος, δηλαδή της ανεξαρτησίας της Καταλονίας, τη μοναρχική δομή του κράτους και την κριτική του Βασιλιά ως σύμβολο του ισπανικού έθνους. Δεν ήταν προσωπική επίθεση εναντίον του Βασιλιά της Ισπανίας, και δεν είχε σκοπό να προσβάλλει τον ίδιο, αλλά αντιθέτως ήταν μια καταγγελία του τι εκπροσωπούσε ο Βασιλιάς ως επικεφαλής και το σύμβολο του κράτους και τις δυνάμεις οι οποίες, κατά τους προσφεύγοντες, είχαν καταλάβει την Καταλονία – η οποία εμπίπτει στη σφαίρα της πολιτικής κριτικής ή της διαφωνίας και αντιστοιχούσε στην έκφραση απόρριψης της μοναρχίας ως θεσμού.

Δεύτερον, το Συνταγματικό Δικαστήριο αμφισβήτησε τον τρόπο με τον οποίο είχαν εκφράσει οι ενάγοντες την πολιτική τους κριτική (χρήση φωτιάς  και μεγάλης ανάποδης φωτογραφίας), θεωρώντας ότι ο τρόπος έκφρασής τους είχε ξεφύγει από τη σφαίρα της ελευθερίας έκφρασης και παρομοιάζονταν με ρητορική μίσους και υποκίνηση της βίας.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσφεύγοντες είχαν χρησιμοποιήσει σαφώς και προδήλως συμβολικά στοιχεία που συνδέονται με την πρακτική πολιτική κριτική τους για το ισπανικό κράτος και τη μοναρχική τους μορφή: το ομοίωμα του Βασιλιά της Ισπανίας ήταν το σύμβολο του Βασιλιά ως επικεφαλής της κρατικής εξουσίας. Η χρήση της φωτιάς και η ανάποδη φωτογραφία εξέφραζε ριζική απόρριψη ή άρνηση και αυτά τα δύο στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν ως άσκηση κριτικής της πολιτικής. Το μέγεθος της φωτογραφίας φαινόταν να έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει την προβολή της εν λόγω πράξης, πράγμα που είχε λάβει χώρα σε δημόσια πλατεία. Η πράξη των προσφευγόντων αποτελούσαν επομένως ένα από τα προκλητικά «γεγονότα» τα οποία όλο και περισσότερο διοργανώνονταν για να προσελκύσουν την προσοχή των ΜΜΕ και τα οποία απλώς χρησιμοποιούσαν ορισμένο επιτρεπτό βαθμό πρόκλησης για τη μετάδοση ενός κρίσιμου μηνύματος στο πλαίσιο της ελευθερίας της έκφρασης.

Τρίτον, η πρόθεση των προσφευγόντων δεν ήταν να υποκινήσει κανέναν να διαπράξει πράξεις βίας κατά του βασιλιά, παρόλο που η «παράσταση» περιλάμβανε την καύση του ομοιώματος του Βασιλιά. Πράγματι, μια πράξη αυτού του τύπου θα πρέπει να ερμηνεύεται ως συμβολική έκφραση δυσαρέσκειας και διαμαρτυρίας. Παρόλο που το «σκηνοθετημένο γεγονός» εμπεριείχε καύση εικόνας, ήταν ένα μέσο έκφρασης γνώμης σε μια συζήτηση σχετικά με ένα ζήτημα δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή το θεσμικό όργανο της μοναρχίας.

Το Δικαστήριο επανέλαβε στο πλαίσιο αυτό ότι η ελευθερία έκφρασης επεκτείνονταν σε «πληροφορίες» και «ιδέες» που προσβάλλουν, σοκάρουν  ή διαταράσσουν: τέτοιες ήταν οι απαιτήσεις του πλουραλισμού και της ανοχής χωρίς τις οποίες δεν θα υπήρχε «δημοκρατική κοινωνία».

Τέταρτον, το Δικαστήριο δεν ήταν πεπεισμένο ότι η επίμαχη πράξη θα μπορούσε εύλογα να ερμηνευθεί ως υποκίνηση μίσους ή βίας. Εν προκειμένω δεν μπορεί να συναχθεί η υποκίνηση της βίας από την κοινή εξέταση των  μέτρων που χρησιμοποιήθηκαν για τη διοργάνωση της εκδήλωσης ή από το πλαίσιο στο οποίο είχε λάβει χώρα, ούτε θα μπορούσε να αποδειχθεί βάσει των συνεπειών της πράξης, η οποία δεν οδήγησε σε βίαιη συμπεριφορά ή διαταραχή. Επιπλέον, τα πραγματικά περιστατικά δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως ρητορική μίσους, δεδομένης της έλλειψης επιρροής του άρθρου 17 της Σύμβασης (απαγόρευση καταχρήσεων των δικαιωμάτων) στην υπό κρίση υπόθεση.

Πέμπτο, η ποινική κύρωση που επιβλήθηκε στους προσφεύγοντες – ποινή φυλάκισης, που θα εκτελεσθεί σε περίπτωση μη καταβολής του προστίμου – ισοδυναμούσε με παρέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης, η οποία δεν ήταν ούτε ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο στόχο ούτε αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης. Θεωρήθηκε επίσης περιττή κάθε χωριστή εξέταση της καταγγελίας βάσει του άρθρου 9 σχετικά με τα ίδια πραγματικά περιστατικά.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης ήταν επαρκής δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν οι προσφεύγοντες. Επίσης, έκρινε ότι η Ισπανία έπρεπε να καταβάλει σε κάθε εάν από τους προσφεύγοντες 2.700 ευρώ για αποζημίωση και 9000 ευρώ στους προσφεύγοντες από κοινού, όσον αφορά τα έξοδα και τις δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες