Η λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης και στην προστασία της φήμης ενός νοσοκομείου

ΑΠΟΦΑΣΗ

Frisk και Jensen κατά Δανίας της 5.12.2017 (αριθ. 19657/12)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ που ασκεί κριτική στον τρόπο χημειοθεραπείας του καρκίνου στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Κοπεγχάγης. Στο ντοκιμαντέρ έγινε αναφορά στην απογοήτευση των ασθενών αναφορικά με την χημειοθεραπεία, καθώς το Νοσοκομείο χορηγούσε για χημειοθεραπεία των καρκινοπαθών το φάρμακο Vinorelbine χωρίς να τους ενημερώνει για την  εναλλακτική λύση του φαρμάκου  Alimta, το οποίο, υποτίθεται, είχε δοκιμαστεί περισσότερο. Καταδίκη των συντελεστών του ντοκιμαντέρ  σε πρόστιμο για συκοφαντική δυσφήμιση του Νοσοκομείου γιατί οι πληροφορίες που έδωσαν ήταν λανθασμένες και το γνώριζαν. Δίκαιη ισορροπία μεταξύ του δικαιώματος των δημοσιογράφων στην ελευθερία της έκφραση και του δικαιώματος του νοσοκομείου στην προστασία της φήμης του. Μη παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 10 (ελευθερία της έκφρασης)

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες, Mette Frisk και Steen Jensen, είναι δύο Δανοί δημοσιογράφοι οι οποίοι εργάζονται σε ένα εθνικό τηλεοπτικό σταθμό, στο Danmarks Radio. Γεννήθηκαν το 1977 και το 1961 και ζουν στην Κοπεγχάγη και στο Åbyhøj (Δανία) αντίστοιχα. Η υπόθεση αφορά την καταδίκη τους σε διαδικασίες δυσφήμισης μετά τη μετάδοση ενός τηλεοπτικού προγράμματος που μεταδόθηκε το 2008 και ασκούσε κριτική στον τρόπο θεραπείας του καρκίνου στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Κοπεγχάγης.

Οι προσφεύγοντες ήταν ο παραγωγός και ο επικεφαλής συντάκτης του ντοκιμαντέρ «Όταν ο γιατρός ξέρει καλύτερα». Στις 24 Σεπτεμβρίου 2008 στις 8 μ.μ. το ντοκιμαντέρ μεταδόθηκε με θέμα τον καρκίνο του πνεύμονα και τους τύπους χημειοθεραπείας που χρησιμοποιούνται στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Κοπεγχάγης. Έγινε αναφορά στην απογοήτευση των ασθενών και των οικογενειών αναφορικά με την χημειοθεραπεία, καθώς το φάρμακο Vinorelbine αποτελούσε προτιμότερη επιλογή του νοσοκομείου. Διερωτάται το ντοκιμαντέρ  κατά πόσον οι ασθενείς έπρεπε να έχουν ενημερωθεί για τις άλλες εναλλακτικές λύσεις, ήτοι το Alimta, το οποίο, υποτίθεται, είχε δοκιμαστεί περισσότερο από το Vinorelbine.

Λίγο αργότερα, το νοσοκομείο και ο υπεύθυνος του τμήματος θεραπείας του καρκίνου του νοσοκομείου εκκίνησαν διαδικασίες δυσφήμισης κατά των προσφευγόντων κατηγορώντας τους για δυσφημιστική πρακτική. Κατά τη διάρκεια των διαδικασιών ενώπιον των δικαστηρίων, ο σύμβουλος και ο διευθυντής του νοσοκομείου κατέθεσαν, αναφέροντας ότι το τηλεοπτικό πρόγραμμα είχε δώσει στους ασθενείς την εντύπωση ότι το Alimta ήταν η μόνη εγκεκριμένη θεραπεία και ότι το Vinorelbine ήταν απλώς προϊόν υπό δοκιμή, παρ’ όλο που οι προσφεύγοντες ήξεραν ότι αυτό δεν ήταν αλήθεια, και ότι επιπλέον δεν υπήρχαν μελέτες που να δείχνουν ότι το Alimta επέφερε καλύτερα αποτελέσματα.

Τελικά, τον Ιούνιο του 2011, τα δικαστήρια αποφάνθηκαν εναντίον των προσφευγόντων και καταδίκασαν καθένα από αυτούς στη καταβολή προστίμων για 10 ημέρες του ποσού των 1.000 δανικών κορών (περίπου 1.340 ευρώ συνολικά). Παρ’ όλο που δόθηκε βάρος  στο γεγονός ότι το τηλεοπτικό πρόγραμμα σχετίζονταν και έκανε αναφορά σε ένα σημαντικό ζήτημα δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή τους κινδύνους για την υγεία και τη ζωή στη δημόσια νοσοκομειακή περίθαλψη, τα δικαστήρια διαπίστωσαν ότι το πρόγραμμα είχε αδιαμφισβήτητα δώσει στους θεατές την εντύπωση ότι το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Κοπεγχάγης δεν είχε ενεργήσει ορθά. Συγκεκριμένα, το πρόγραμμα είχε κατηγορήσει ότι προτιμούσε να χρησιμοποιήσει το παραπάνω φάρμακο χημειοθεραπείας, αφήνοντας σαφή υπονοούμενα ότι το έπραττε για να προωθήσει το  επαγγελματικό κύρος του  και την προσωπική οικονομική του κατάσταση και ότι αυτό είχε ως αποτέλεσμα ορισμένοι ασθενείς να πεθάνουν ή να μειωθεί το προσδόκιμο όριο ζωής τους.

Επιπλέον, αξιολογώντας διάφορα αποδεικτικά και ερευνητικά στοιχεία, τα δικαστήρια κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι κατηγορίες δεν είχαν βάση, δεδομένου ότι δεν υπήρχαν έγγραφα που να αποδεικνύουν ότι η θεραπεία με Alimta ήταν πιο αποτελεσματική από εκείνη με Vinorelbine και ότι οι προσφεύγοντες έπρεπε να το γνωρίζουν καθώς είχαν στην κατοχή τους το ίδιο υλικό κατά την προετοιμασία της εκπομπής.

Τέλος, τα δικαστήρια διαπίστωσαν ότι οι ισχυρισμοί δεν μπορούσαν να δικαιολογηθούν από το γεγονός ότι το νοσοκομείο είχε αρνηθεί να συμμετάσχει στο πρόγραμμα. Αντίθετα, το νοσοκομείο είχε συνεργαστεί απαντώντας στις εκτενείς έρευνες της κα Frisk, και μάλιστα ο σύμβουλος της μονάδας θεραπείας του νοσοκομείου για τον καρκίνο δημοσίευσε ένα memorandum τον Ιούνιο του 2008 τονίζοντας ότι οι διεθνείς μελέτες δεν απέδειξαν ότι κάποιος συνδυασμός χημειοθεραπείας ήταν ανώτερος και αποτελεσματικότερος από άλλον.

Στηριζόμενοι στο άρθρο 10 (ελευθερία της έκφρασης) οι προσφεύγοντες διαμαρτύρονται για το γεγονός ότι η καταδίκη τους για δυσφήμιση ήταν δυσανάλογη. Υποστηρίζουν ειδικότερα ότι το ντοκιμαντέρ είχε βασιστεί σε σημαντική δημοσιογραφική έρευνα και είχε διάφορες σημαντικές συνέπειες, συμπεριλαμβανομένης δημόσιας ζήτησης για θεραπεία με Alimta και αλλαγή στην πρακτική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Κοπεγχάγης.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Πρώτον, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Κοπεγχάγης, αν και δημόσιος φορέας και όχι ιδιώτης, θα μπορούσε να επικαλεστεί την προστασία της φήμης ή των δικαιωμάτων τρίτων σύμφωνα με το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ διότι αντιπροσώπευε τα συμφέροντα της διοίκησης και του προσωπικού, συμπεριλαμβανομένου του Σύμβουλου της μονάδας θεραπείας για το καρκίνο του νοσοκομείου.

Ακολούθως, συμφώνησε με τα εθνικά δικαστήρια ότι η θεραπεία των προσφευγόντων αποτελούσε ζητήματα νόμιμου δημόσιου συμφέροντος, δηλαδή τη θεραπεία ασθενών με καρκίνο και ότι τα όρια της αποδεκτής κριτικής ήταν ευρύτερα στην περίπτωσή τους, καθώς το αντικείμενο της κριτικής ήταν ένα δημόσιο νοσοκομείο, του οποίου οι δραστηριότητες και οι ενέργειες είχαν αντίκτυπο στη ζωή και στην υγεία του ευρύτερου κοινού.

Ομοίως, το Δικαστήριο δεν είχε κανένα λόγο να αμφισβητήσει τα συμπεράσματα των εθνικών δικαστηρίων ότι οι κατηγορίες που αποδόθηκαν από το τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ ήταν λανθασμένες. Αν και τα εθνικά δικαστήρια δεν αμφισβήτησαν ότι οι δημοσιογράφοι είχαν διεξαγάγει διεξοδική έρευνα, επεσήμαναν το γεγονός ότι δεν είχαν ενημερώσει τους τηλεθεατές ότι δεν υπήρχαν έγγραφα που να δείχνουν ότι το Alimta ήταν πιο αποτελεσματικό από το Vinorelbine, παρά το ερευνητικό υλικό που είχαν στην κατοχή τους και ιδίως το Υπόμνημα που συνέταξε ο Σύμβουλος του νοσοκομείου τον Ιούνιο του 2008 ενώπιον του Δικαστηρίου. Πράγματι οι προσφεύγοντες δήλωσαν ότι δεν βρήκαν το Υπόμνημα κατάλληλο για να συμπεριληφθεί στο ντοκιμαντέρ τους καθώς δεν απαντούσε στις συγκεκριμένες ερωτήσεις τους.

Επιπλέον, αυτές οι παράνομες κατηγορίες, που είχαν μεταδοθεί στην εθνική τηλεόραση, είχαν σημαντικές συνέπειες, δηλαδή τη διεξαγωγή δημόσιας ζήτησης για τη χημειοθεραπεία με Alimta και μια αλλαγή στη πρακτική στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Κοπεγχάγης. Όπως και τα εθνικά δικαστήρια, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι αυτό έγινε επειδή το τηλεοπτικό πρόγραμμα είχε ενθαρρύνει τους ασθενείς να μην εμπιστεύονται τη χημειοθεραπεία με Vinorelbine, μια εσφαλμένη απεικόνιση των πραγματικών περιστατικών και όχι, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, λόγω του δημοσιογραφικού τους καθήκοντος που διαδραματίζει ουσιαστικό και απαραίτητο ρόλο σε μια δημοκρατική κοινωνία.

Ούτε οι προσφεύγοντες μπορούσαν να δικαιολογήσουν τους ισχυρισμούς τους λόγω του γεγονότος ότι το νοσοκομείο αρνήθηκε να συμμετέχει στο τηλεοπτικό πρόγραμμά τους. Κατά τη διάρκεια της εσωτερικής διαδικασίας, δεν υπήρξε αμφιβολία ότι το νοσοκομείο είχε συνεργαστεί για την προετοιμασία του προγράμματος, απαντώντας στα σχόλια των δημοσιογράφων, σε ερωτήσεις και δίνοντάς τους σχετικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένου του Υπομνήματος του Ιουνίου 2008.

Τέλος, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η καταδίκη των προσφευγόντων για δυσφήμιση, καθώς και οι ποινές τους δεν ήταν υπερβολικές για τις εν λόγω περιστάσεις.

Εν κατακλείδι, οι λόγοι που τα εθνικά δικαστήρια είχαν παρουσιάσει για να καταδικάσουν τους προσφεύγοντες  για δυσφήμιση ήταν «αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία». Επιπλέον, οι αποφάσεις των δανικών αρχών είχαν επιφέρει δίκαιη ισορροπία μεταξύ των διακυβευόμενων συμφερόντων, δηλαδή του δικαιώματος των δημοσιογράφων στην ελευθερία της έκφρασης και του δικαιώματος του νοσοκομείου και του Συμβούλου του στην προστασία της φήμης τους.

Επομένως, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης(επιμέλεια echrcaselaw.com). 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες