Η επιβολή προστίμου για αναφορά των ονομάτων του Ιησού και της Μαρίας σε διαφήμιση ρούχων παραβιάζει την ελευθερία της έκφρασης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Sekmadienis Ltd. κατά Λιθουανίας της 30.01.2018 (αριθ. προσφ. 69317/14)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Επιβολή προστίμου σε εταιρεία  για διαφήμιση ενδυμάτων με αναφορά στον Ιησού και τη Μαρία. Σε διαφημιστική καμπάνια ενδυμάτων χρησιμοποιήθηκαν ένα αντρικό και ένα γυναικείο μοντέλο με φωτοστέφανα πάνω στο κεφάλι τους, ο άντρας φόραγε ένα τζιν και η γυναίκα ένα λευκό φόρεμα. Τα διαφημιστικά μηνύματα πλαισιώθηκαν από τις λεζάντες «Ιησού, τι παντελόνια!», «Αγαπητή Μαρία, τι φόρεμα!» και «Ιησού και  Μαρία, τι φοράτε!».

Τα εθνικά δικαστήρια εκτίμησαν ότι οι διαφημίσεις ήταν αντίθετες με τα δημόσια ήθη και η αναφορά στα θρησκευτικά σύμβολα ήταν προσβλητική.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι διαφημίσεις δεν φαίνεται να  έχουν προσβλητικό ή βίαιο χαρακτήρα, ούτε υποκίνησαν θρησκευτικό μίσος και έκρινε ότι  το καθήκον των εθνικών δικαστηρίων είναι να παράσχουν επαρκή αιτιολογία ότι οι παραπάνω εκφράσεις ήταν αντίθετες με τη δημόσια ηθική. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου επισημαίνει ότι η  ελευθερία έκφρασης επεκτείνεται σε ιδέες που προσβάλλουν, σοκάρουν ή διαταράσσουν και ότι ακόμη και αν οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν προσβληθεί, τα δικαιώματα της μειοψηφίας στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ δεν μπορούν  να εξαρτώνται από το κατά πόσο τα αποδέχεται η πλειοψηφία.

Παραβίαση του άρθρου 10 (ελευθερία έκφρασης), διότι οι αρχές δεν επέτυχαν δίκαιη ισορροπία μεταξύ αφενός μεν της προστασίας της δημόσιας ηθικής και των δικαιωμάτων των θρησκευόμενων και  αφετέρου του δικαιώματος της προσφεύγουσας εταιρείας στην ελευθερία της έκφρασης.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 10

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα εταιρεία, Sekmadienis Ltd., είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης η οποία εδρεύει στο Βίλνιους στη Λιθουανία.

Η υπόθεση αφορά την καταγγελία της εταιρείας σχετικά με την επιβολή προστίμου για τη διαφήμιση ενδυμάτων κάνοντας αναφορά στον Ιησού και τη Μαρία. Στα τέλη του 2012 η εταιρεία ανέλαβε μια διαφημιστική καμπάνια ενδυμάτων χρησιμοποιώντας ένα αντρικό μοντέλο και ένα γυναικείο με φωτοστέφανα πάνω στο κεφάλι τους, ο άντρας φόραγε ένα τζιν και είχε τατουάζ, και η γυναίκα φορούσε ένα λευκό φόρεμα και μια σειρά από χάντρες. Τα διαφημιστικά μηνύματα πλαισιώθηκαν από τις λεζάντες «Ιησού, τι παντελόνια!», «Αγαπητή Μαρία, τι φόρεμα!» και «Ιησού και  Μαρία, τι φοράτε!».

Αρκετά άτομα διαμαρτυρήθηκαν για τις διαφημίσεις ενώπιον της Αρχής Πολιτικής Προστασίας των Καταναλωτών (SCRPA). Η τελευταία ζήτησε πρώτα τη γνώμη του Λιθουανικού Οργανισμού Διαφήμισης (LAA), ένα ανεξάρτητο σώμα αποτελούμενο από ειδικούς της διαφήμισης. Το LAA δήλωσε ότι «οι θρησκευόμενοι άνθρωποι αντιδρούν πάντα πολύ ευαίσθητα σε οποιαδήποτε χρήση θρησκευτικών συμβόλων ή θρησκευτικών προσωπικοτήτων στη διαφήμιση» και ότι οι διαφημίσεις παραβίασαν τον Κώδικα Δεοντολογίας της Διαφήμισης. Το SCRPA προώθησε την εν λόγω γνώμη και τις καταγγελίες στην κρατική επιθεώρηση μη εδώδιμων προϊόντων. Η επιθεώρηση ισχυρίστηκε ότι «οι διαφημίσεις χρησιμοποιούν θρησκευτικά σύμβολα κατά τρόπο που δεν επιδεικνύει σεβασμό και ακατάλληλο» και ενδέχεται να παραβιάζουν τον εθνικό νόμο για τη διαφήμιση.

Στη συνέχεια, η SCRPA ζήτησε από τη Λιθουανική Διάσκεψη Επισκόπων, την τοπική αρχή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στη Λιθουανία,  την άποψή της. Η Διάσκεψη των Επισκόπων δήλωσε ότι «η εξευτελιστική διαστρέβλωση των θρησκευτικών συμβόλων μέσω της εσκεμμένης αλλαγής του νοήματός τους είναι αντίθετο με τη δημόσια ηθική, ειδικά όταν γίνεται για την επίτευξη εμπορικού κέρδους». Αργότερα ενημέρωσε την SCRPA ότι είχε λάβει καταγγελίες περίπου από εκατό άτομα σχετικά με τις διαφημίσεις.

Η προσφεύγουσα εταιρεία κατέθεσε στην SCRPA ότι οι αναφορές στον «Ιησού» και στη «Μαρία» στις διαφημίσεις προορίζονταν ως συναισθηματικές παρεμβολές. Επίσης υποστήριξε ότι, ελλείψει επίσημης θρησκείας στη Λιθουανία, τα συμφέροντα μιας ομάδας – Καθολικοί – δεν μπορούσαν να εξομοιωθούν με εκείνους ολόκληρης της κοινωνίας. Ωστόσο, τον Μάρτιο του 2013 η SCRPA διαπίστωσε ότι οι διαφημίσεις ήταν αντίθετες με τη δημόσια ηθική και κατά συνέπεια κατά παράβαση του νόμου για τη Διαφήμιση. Η προσφεύγουσα εταιρία καταδικάστηκε σε  πρόστιμο 2.000 Λιθουανικών Litai (περίπου 580 ευρώ). Η SCRPA έκρινε ότι «η ακατάλληλη απεικόνιση του Χριστού και της Μαρίας στις διαφημίσεις εν προκειμένω ενθαρρύνει μια επιπόλαιη στάση απέναντι στις ηθικές αξίες της χριστιανικής πίστης [και] προάγει έναν τρόπο ζωής που είναι ασυμβίβαστος με τις αρχές ενός θρησκευόμενου  ατόμου». Συμπέρανε ότι «ο σεβασμός της θρησκείας αποτελεί αναμφίβολα ηθική αξία. Κατά συνέπεια, η απαξίωση της θρησκείας παραβιάζει τη δημόσια ηθική».

Η Προσφυγή της προσφεύγουσας εταιρείας στο περιφερειακό Διοικητικό Δικαστήριο απορρίφθηκε, όπως και η αναίρεσή της το 2014 προς το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι «τα σύμβολα θρησκευτικού περιεχομένου καταλαμβάνουν σημαντική θέση στο σύστημα των πνευματικών αξιών των ατόμων και της κοινωνίας, και η ακατάλληλη χρήση τους καταστρέφει [και] αντίκειται στους καθολικά αποδεκτούς ηθικούς κανόνες».

Μετά την έκδοση της αμετάκλητης απόφασης, ο Πρόεδρος του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου υπέβαλε αίτημα επανεξέτασης της υπόθεσης με βάση το γεγονός ότι μπορεί να υπήρξε παράνομος ή δυσανάλογος περιορισμός της ελευθερίας έκφρασης της προσφεύγουσας εταιρείας. Ωστόσο, το δικαστήριο αρνήθηκε να ανοίξει εκ νέου τη διαδικασία.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Δεν υπήρξε διαφωνία μεταξύ των διαδίκων για το αν το επιβληθέν πρόστιμο παρενέβη στο δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης της προσφεύγουσας εταιρείας. Το Δικαστήριο εξέφρασε ορισμένες αμφιβολίες ως προς το αν η προσφεύγουσα εταιρεία θα μπορούσε να προβλέψει ότι η εν λόγω διάταξη του νόμου για τη διαφήμιση, η οποία απαγορεύει  τη διαφήμιση η οποία «παραβιάζει τα δημόσια ήθη», θα εφαρμοζόταν στις εν λόγω διαφημίσεις, ιδίως επειδή αργότερα ο νόμος αυτός τροποποιήθηκε για να απαγορεύσει ρητά τη διαφήμιση η οποία «εκφράζει περιφρόνηση στα θρησκευτικά σύμβολα». Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η επέμβαση επιδίωκε νόμιμους σκοπούς, ήτοι την προστασία των ηθών που απορρέουν από τη χριστιανική πίστη και την προστασία του θρησκευτικού δικαιώματος, σύμφωνα με το οποίο κανένας άνθρωπος να μη προσβάλλεται λόγω των πεποιθήσεών του.

Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι το περιθώριο εκτίμησης των εθνικών αρχών να αποφασίσουν σχετικά με τα θέματα αυτά ήταν ευρύτερο στην παρούσα υπόθεση, δεδομένης της εμπορικής φύσης των διαφημίσεων. Έχοντας διαπιστώσει ότι οι διαφημίσεις δεν φαίνεται να  έχουν αδικαιολόγητα προσβλητικό ή βίαιο χαρακτήρα, ούτε υποκίνησαν θρησκευτικό μίσος, το Δικαστήριο υπογράμμισε το καθήκον των εθνικών δικαστηρίων και άλλων αρχών να παράσχουν σχετικούς και επαρκείς λόγους ότι τέτοιες εκφράσεις ήταν αντίθετες με τη δημόσια ηθική.

Το ΕΔΔΑ  έκρινε ότι η αιτιολόγηση που παρείχαν τα εθνικά δικαστήρια ήταν «δηλωτική και αόριστη, και δεν εξήγησαν επαρκώς γιατί η αναφορά στα θρησκευτικά σύμβολα στις διαφημίσεις ήταν προσβλητική». Οι αρχές δεν είχαν εξετάσει το επιχείρημα της εταιρείας ότι η γλώσσα των διαφημίσεων χρησιμοποιούνταν ως συναισθηματικές παρεμβάσεις κοινές και συνηθισμένες στα Λιθουανικά και όχι ως άμεσες θρησκευτικές αναφορές. Ακόμη πιο σημαντικό, η SCRPA είχε κρίνει ότι οι διαφημίσεις «προωθούσαν έναν τρόπο ζωής που ήταν ασυμβίβαστος με τις αρχές ενός θρησκευόμενου προσώπου» χωρίς να εξηγεί τι ήταν αυτός ο τρόπος ζωής και πώς οι διαφημίσεις τον προωθούσαν, ούτε γιατί ένας τρόπος ζωής «ασυμβίβαστος με τις αρχές ενός θρησκευόμενου ατόμου» έπρεπε αναγκαστικά να είναι ασυμβίβαστος με τη δημόσια ηθική. Το Δικαστήριο επικρίνει επίσης το γεγονός ότι η μοναδική θρησκευτική ομάδα που είχε συμβουλευθεί στην εγχώρια διαδικασία ήταν η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, και αυτό δεν φαινόταν να αντικατοπτρίζει τις αρχές που θέσπισε το εγχώριο Συνταγματικό Δικαστήριο και η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών.

Τέλος, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η ελευθερία έκφρασης επεκτείνεται σε ιδέες που προσβάλλουν, σοκάρουν ή διαταράσσουν. Το γεγονός ότι περίπου 100 άτομα είχαν καταγγείλει στις εγχώριες αρχές τις διαφημίσεις δεν μπορούσε να δικαιολογήσει το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα Εταιρία. Δήλωσε ότι, ακόμη και αν οι περισσότεροι άνθρωποι στη Λιθουανία είχαν προσβληθεί, όπως ισχυρίστηκε η κυβέρνηση της Λιθουανίας, τα δικαιώματα της μειοψηφίας στο πλαίσιο της Σύμβασης δεν θα μπορούσαν να εξαρτηθούν από το κατά πόσο τα δικαιώματα αυτά τα αποδέχεται η πλειοψηφία.

Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10, δεδομένου ότι οι αρχές της χώρας απέτυχαν να επιτύχουν δίκαιη ισορροπία μεταξύ, αφενός, της προστασίας της δημόσιας ηθικής και των δικαιωμάτων των θρησκευόμενων και, αφετέρου, του δικαίωματος της προσφεύγουσας εταιρείας στην ελευθερία της έκφρασης.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Λιθουανία όφειλε να καταβάλει στην προσφεύγουσα 580 ευρώ  για αποζημίωση. Δεν υποβλήθηκε καμία αξίωση όσον αφορά τα έξοδα και τις δαπάνες.

Ξεχωριστή γνώμη

Ο δικαστής De Gaetano εξέφρασε συγκατατεθείσα γνώμη, η οποία επισυνάπτεται στην απόφαση (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες