Δημοσίευση προσωπικών δεδομένων που είχε ζητηθεί η ανωνυμία του σε έγγραφα ιστότοπου ραδιοφωνικού σταθμού
ΑΠΟΦΑΣΗ
M.L. και W.W. κατά Γερμανίας της 28.6.2018 (αριθ. προσφ. 60798/10 και 65599/10)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγοντες καταδικάστηκαν για ανθρωποκτονία γνωστού ηθοποιού. Έκτισαν τη ποινή τους. Δημοσίευση προσωπικών δεδομένων σε σχέση με την υπόθεσή τους σε ιστότοπο, για τα οποία είχε ζητηθεί διατήρηση ανωνυμίας.
Το κοινό έχει συμφέρον να ενημερωθεί για ένα επίκαιρο γεγονός, αλλά και να μπορεί να διεξάγει έρευνα για παρελθόντα γεγονότα. Είναι καθήκον των ΜΜΕ να συμμετέχουν στη δημιουργία δημοκρατικών απόψεων, καθιστώντας διαθέσιμα στο κοινό παλιές ειδήσεις που διαθέτουν στα αρχεία τους. Τα δικαιώματα ενός ατόμου που είχε αποτελέσει αντικείμενο δημοσίευσης στο Διαδίκτυο πρέπει να εξισορροπηθεί με το δικαίωμα του κοινού να ενημερώνεται για παρελθόντα γεγονότα και για τη σύγχρονη ιστορία, ιδιαίτερα χρησιμοποιώντας τα ψηφιακά αρχεία του τύπου.
Η αναφορά σε μια ειδησεογραφική έκθεση εξατομικευμένων πληροφοριών όπως το πλήρες όνομα του ενδιαφερόμενου προσώπου είναι μια σημαντική πτυχή της εργασίας του Τύπου, ιδίως όταν αναφέρονταν σε ποινικές διαδικασίες που είχαν προσελκύσει σημαντική προσοχή.
Μη παραβίαση του άρθρου 8 (προστασία ιδιωτικής ζωής) διότι οι πληροφορίες που διέρρευσαν ήταν γνωστές στο κοινό και το άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης) λειτούργησε στα προβλεπόμενα πλαίσια της διάδοσης των πληροφοριών.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 8
Άρθρο 10
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες M.L. και W.W., οι οποίοι είναι αδέλφια, είναι Γερμανοί υπήκοοι που γεννήθηκαν το 1953 και το 1954 και ζουν στο Μόναχο και στο Erding αντίστοιχα.
Τον Μάιο 1993 οι M.L. και W.W. καταδικάστηκαν για τη δολοφονία ενός πολύ δημοφιλή ηθοποιού του W.S., και καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη από τα εθνικά δικαστήρια. Απολύθηκαν υπό όρους τον Αύγουστο του 2007 και τον Ιανουάριο του 2008 αντίστοιχα.
Το 2007, οι προσφεύγοντες προσέφυγαν εναντίον του ραδιοσταθμού Deutschlandradio ενώπιον του Περιφερειακού Δικαστηρίου του Αμβούργου, ζητώντας ανωνυμία επί των προσωπικών δεδομένων στα έγγραφα σχετικά με αυτά που είχαν δημοσιευτεί στον ιστότοπο του σταθμού.
Σε δύο αποφάσεις της 29ης Φεβρουαρίου 2008, το περιφερειακό Δικαστήριο του Αμβούργου έκανε δεκτά τα αιτήματα των προσφευγόντων, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη την επιθυμία τους να μην έρχονται αντιμέτωποι πλέον με τις προηγούμενες ενέργειές τους μετά την καταδίκη τους που επικρατούσε του δημοσίου συμφέροντος για ενημέρωση. Το Εφετείο επικύρωσε τις αποφάσεις αυτές. Το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο ακύρωσε τις αποφάσεις με το σκεπτικό ότι το Εφετείο δεν έλαβε επαρκώς υπόψη το δικαίωμα του ραδιοφωνικού σταθμού στην ελευθερία της έκφρασης και, όσον αφορά την αποστολή του, δηλ. την ενημέρωση του κοινού. Τον Ιούλιο του 2010 το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάσισε να μην ασχοληθεί με τις συνταγματικές προσφυγές που κατέθεσαν οι προσφεύγοντες.
Μια δεύτερη και τρίτη σειρά διαδικασιών για παρόμοιους λόγους που κινήθηκα εναντίον του εβδομαδιαίου περιοδικού Der Spiegel και την ημερήσια εφημερίδα Mannheimer Morgen είχαν την ίδια κατάληξη.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ….
Άρθρο 8
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι προσφυγές ζητούσαν την εξέταση της δίκαιης ισορροπίας που έπρεπε να επιτευχθεί μεταξύ του δικαιώματος των προσφευγόντων στο σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής, που κατοχυρώνεται από το άρθρο 8 της Σύμβασης και του δικαιώματος του ραδιοφωνικού σταθμού και του τύπου σχετικά με την ελευθερία της έκφρασης και του δικαιώματος ενημέρωσης του κοινού, το οποίο εγγυάται το άρθρο 10.
Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι οι πληροφορίες ήταν προσιτές κυρίως λόγω των μηχανών αναζήτησης και συνεπώς οι χρήστες του διαδικτύου μπορούσαν εύκολα να τις αναζητήσουν. Ωστόσο, η παρεμβολή για την οποία διαμαρτύρονται οι προσφεύγοντες προέκυπτε από την απόφαση των οικείων μέσων ενημέρωσης να δημοσιεύσουν και να προάγουν το εν λόγω υλικό στους ιστότοπους τους. Οι μηχανές αναζήτησης απλώς ενίσχυσαν το πεδίο εφαρμογής της παρέμβασης.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, μολονότι αναγνώρισε ότι οι M.L. και W.W. είχαν έντονο συμφέρον να μην έρχονται αντιμέτωποι πλέον με τις καταδίκες τους, τόνισε ότι το κοινό είχε συμφέρον να ενημερωθεί για ένα επίκαιρο γεγονός, αλλά και να μπορεί να διεξάγει έρευνα για παρελθόντα γεγονότα. Το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο επανέλαβε επίσης ότι ένα από τα καθήκοντα των μέσων μαζικής ενημέρωσης ήταν να συμμετέχουν στη δημιουργία δημοκρατικών απόψεων, καθιστώντας διαθέσιμα στο κοινό παλιά νέα τα οποία είχαν στα αρχεία τους. Το Δικαστήριο συμφώνησε πλήρως με αυτό το συμπέρασμα.
Έτσι, το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο αναφέρθηκε στον κίνδυνο να ληφθεί απόφαση για τη χορήγηση των αιτήσεων αφαίρεσης των στοιχείων ταυτοποίησης από τις αναφορές θα μπορούσε να επηρεάσει το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης του Τύπου. Η υποχρέωση εξέτασης της νομιμότητας μιας συγκεκριμένης ειδησεογραφικής έκθεσης κατόπιν αιτήματος του συγκεκριμένου ατόμου συνεπαγόταν τον κίνδυνο ότι ο τύπος θα απέφυγε από την αρχειοθέτηση των αρχείων online ή ότι θα παρέλειπαν εξατομικευμένες πληροφορίες σε ειδησεογραφικά δελτία που θα μπορούσαν αργότερα να δημιουργήσουν τέτοια αιτήματα. Τα δικαιώματα ενός ατόμου που είχε αποτελέσει αντικείμενο δημοσίευσης στο Διαδίκτυο έπρεπε να εξισορροπηθεί με το δικαίωμα του κοινού να ενημερώνεται για παρελθόντα γεγονότα και για τη σύγχρονη ιστορία, ιδιαίτερα χρησιμοποιώντας τα ψηφιακά αρχεία του τύπου. Στο βαθμό που ο M.L. και W.W. δεν ζητούσαν την απομάκρυνση των εν λόγω εκθέσεων, αλλά μόνο να είναι ανώνυμες, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η ανώνυμη χρήση του υλικού ήταν λιγότερο περιοριστικό μέτρο όσον αφορά την ελευθερία του Τύπου από ό, τι η αφαίρεση ολόκληρου του αντικειμένου.
Ωστόσο, επανέλαβε ότι η προσέγγιση για την κάλυψη συγκεκριμένου θέματος ήταν θέμα δημοσιογραφικής ελευθερίας και ότι το άρθρο 10 της Σύμβασης άφηνε στους δημοσιογράφους να αποφασίσουν ποια στοιχεία θα δημοσιεύονταν με την προϋπόθεση ότι αυτές οι αποφάσεις αντιστοιχούσαν στο δεοντολογικό και ηθικό κομμάτι του επαγγέλματος. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η συμπερίληψη σε μια ειδησεογραφική έκθεση εξατομικευμένων πληροφοριών όπως το πλήρες όνομα του ενδιαφερόμενου προσώπου, ήταν μια σημαντική πτυχή της εργασίας του Τύπου, ιδίως όταν αναφέρονταν σε ποινικές διαδικασίες που είχαν προσελκύσει σημαντική προσοχή.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διαθεσιμότητα των καταγγελλόμενων εκθέσεων στις ιστοσελίδες των ΜΜΕ τη περίοδο που κατατέθηκαν οι προσφυγές του M.L. και W.W. συνέχισε να συμβάλλει σε μια συζήτηση γενικού συμφέροντος που δεν είχε μειωθεί από την πάροδο του χρόνου.
Όσον αφορά το πόσο γνωστοί ήταν οι προσφεύγοντες, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν ήταν απλώς ιδιώτες και απλοί άνθρωποι άγνωστοι στο κοινό τη στιγμή που έγινε το αίτημά τους για ανωνυμία. Οι εν λόγω εκθέσεις αφορούσαν είτε τη διεξαγωγή της ποινικής δίκης είτε ένα από τα αιτήματά τους επανάληψης της διαδικασίας της εν λόγω δίκης και συνεπώς αποτελούσαν πληροφορίες ικανές να συμβάλουν σε μια συζήτηση σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Όσον αφορά τη συμπεριφορά των M.L. και W.W. από την καταδίκη τους, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι προσφεύγοντες είχαν υποβάλει κάθε δυνατό ένδικο μέσο για την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας. Κατά το τελευταίο αίτημά τους για επανάληψη της διαδικασίας το 2004, ο M.L. και ο W.W. είχαν επικοινωνήσει με τον Τύπο, διαβιβάζοντας διάφορα έγγραφα, προσκαλώντας παράλληλα τους δημοσιογράφους να συνεχίζουν να ενημερώνουν το κοινό. Το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι, λόγω της συμπεριφοράς των προσφευγόντων έναντι του τύπου, μικρότερη σημασία έπρεπε να δοθεί στην επιθυμία τους να μην έρχονται αντιμέτωποι με τις καταδίκες τους μέσω του αρχειοθετημένου υλικού στο διαδίκτυο. Η δικαιολογημένη ελπίδα τους για απόκτηση ανωνυμίας στις αναφορές ή ακόμα και το δικαίωμα να σβηστούν από το διαδίκτυο ήταν πολύ περιορισμένη.
Όσον αφορά το περιεχόμενο και τη μορφή των προσβαλλόμενων εγγράφων, το Δικαστήριο, όπως και το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, έκρινε ότι αφορούσε κείμενα που περιέγραφαν δικαστική απόφαση με αντικειμενικό τρόπο, η αρχική ειλικρίνεια ή η νομιμότητα της οποίας δεν είχε αμφισβητηθεί ποτέ.
Ομοίως, τα άρθρα στο Der Spiegel δεν αντικατοπτρίζουν την επιθυμία να υποτιμήσουν τους M.L. και W.W. ή να βλάψουν το όνομά τους.
Όσον αφορά τη διάδοση των προσβαλλόμενων δημοσιεύσεων, το Δικαστήριο συμφώνησε με τα πορίσματα του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, το οποίο είχε επισημάνει ότι η διάδοση των πληροφοριών αυτή ήταν περιορισμένη, ειδικότερα καθώς κάποιο μέρος του υλικού υπόκειται σε περιορισμούς όπως η πληρωμένη πρόσβαση ή η συνδρομή. Τέλος, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι M.L. και W.W. δεν είχαν παράσχει πληροφορίες σχετικά με τυχόν προσπάθειες επικοινωνίες που πραγματοποίησαν με τις μηχανές αναζήτησης με σκοπό να καταστεί πιο δύσκολη η εύρεση πληροφοριών σχετικά με τους ίδιους. Εν κατακλείδι, λαμβάνοντας υπόψη το περιθώριο εκτίμησης που απονέμεται στις εθνικές αρχές όταν προκύπτουν αποκλίνοντα συμφέροντα, σχετικά με τη σημασία της διατήρησης της προσβασιμότητας των ειδησεογραφικών εκθέσεων η οποία είχε αναγνωριστεί ως νόμιμη, καθώς και τη συμπεριφορά των προσφευγόντων έναντι του Τύπου, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχαν ουσιώδεις λόγοι να εκφράσει διαφορετική άποψή από εκείνη του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο δεν απέτυχε να τηρήσει τις θετικές υποχρεώσεις του γερμανικού κράτους να προστατεύει το δικαίωμα των προσφευγόντων σε σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής και έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 (επιμέλεια echrcaselaw.com).