Το απαράδεκτο της έφεσης, που δεν συνδέεται αιτιωδώς με λάθος κατηγορουμένου πλήττει την αρχή της δίκαιης δίκης και ακυρώνει την πρόσβαση σε δικαστήριο.

ΑΠΟΦΑΣΗ

Shuli κατά Ελλάδας της 13-07-2017 (αρ. προσφ. 71891/10)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Δίκαιη δίκη. Πρόσβαση σε δικαστήριο. Τυπολατρική απόρριψη έφεσης από το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου. Άσκηση εφέσεως κατηγορουμένου επί προτυπωμένου εντύπου. Μη αναγραφή συγκεκριμένων λόγων έφεσης στην ασκηθείσα έφεση. Η τυπολατρική απόρριψη έφεσης ως απαράδεκτης παρεμποδίζει την πρόσβαση σε δικαστήριο. Καταδίκη της Ελλάδας για παραβίαση του άρθρου 6 παρ.1

Δικονομικοί κανόνες. Τρόποι εφαρμογής. Κατά την εφαρμογή των δικονομικών κανόνων, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να αποφεύγουν τόσο τον υπερβολικό φορμαλισμό, ο οποίος επηρεάζει το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας, όσο και την υπερβολική ελαστικότητα, πράγμα που θα είχε ως αποτέλεσμα την ακύρωση των διαδικαστικών απαιτήσεων που προβλέπει ο νόμος. Το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη υποβαθμίζεται όταν ο κανόνας αποτελεί ένα είδος εμποδίου που κωλύει τον διάδικο να κριθεί η υπόθεσή του επί της ουσίας από το αρμόδιο Δικαστήριο.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6 § 1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Astrit Shuli, είναι Αλβανός υπήκοος, ο οποίος γεννήθηκε το 1983 και ζει στο Πόρτο-Χέλι (Ελλάδα). Κατήγγειλε ότι είχε αδικαιολόγητα στερηθεί την ευκαιρία να εξεταστεί η έφεσή του από δικαστήριο. Τον Σεπτέμβριο του 2007 ο κ. Shuli καταδικάστηκε για διάφορα εγκλήματα από το Τριμελές Εφετείο του Ναυπλίου.

Μετά την έκδοση της απόφασης, ο προσφεύγων εξέφρασε την επιθυμία του να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και συνοδευόταν, κρατούμενος με χειροπέδες, από αστυνομικούς στη γραμματεία του δικαστηρίου για να ασκήσει την έφεση. Στη γραμματεία υπήρχαν προεκτυπωμένα έντυπα για την υποβολή της έφεσης, τα οποία περιλάμβαναν την ακόλουθη διατύπωση:

«Στο Ναύπλιο, στο Εφετείο Ναυπλίου σήμερα …. ημέρα και ώρα … εμφανίστηκε  σε μένα, στο Γραμματέα του Εφετείου Ναυπλίου ο …… (όνομα)………. (επώνυμο)  του … (όνομα πατέρα) και της … (όνομα της μητέρας) που γεννήθηκε στις …… στην ……., του οποίου το επάγγελμα είναι ….. και κατοικεί σε ……, οδός …… αριθμός. … και έχει τον αριθμό … δελτίου ταυτότητας που εκδόθηκε στις ….. από …… και ΖΗΤΗΣΕ να συνταχθεί η έκθεση αυτή δηλώνοντας ότι: (αυτός) ΕΚΚΑΛΕΙ στο Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου την απόφαση με αριθ. …… του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, με την οποία καταδικάστηκε για … συνολική ποινή … ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να απαλλαγεί από την κατηγορία, για τους λόγους που θα εκθέσει στο Εφετείο».

Ο γραμματέας συμπλήρωσε το προεκτυπωμένο έντυπο με τα προσωπικά στοιχεία του προσφεύγοντος, τον αριθμό της απόφασης κατά της οποίας άσκησε την έφεση, την ποινή που του επιβλήθηκε και το όνομα του αντικλήτου του προσφεύγοντος.

Στις 7 Μαΐου 2009, η έφεση του προσφεύγοντος εκδικάστηκε από το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου. Το Εφετείο κατά πλειοψηφία απέρριψε το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο εξαιτίας του ότι δεν είχαν συμπεριληφθεί στην έκθεση οι λόγοι (έφεσης), σύμφωνα με το νόμο.  Ο Πρόεδρος του Εφετείου δεν συμφώνησε με την πλειοψηφία του Δικαστηρίου, εκφράζοντας την άποψη ότι από τη φράση «… για τους λόγους που θα εκθέσει στο Εφετείο», θα μπορούσε κανείς εύκολα να συμπεράνει ότι ο προσφεύγων διαμαρτύρεται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.

Ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης του Εφετείου, υποστηρίζοντας ότι η έφεσή του δεν έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι ήταν σύνηθες σε όλα τα δευτεροβάθμια δικαστήρια να δίδεται στους κατηγορούμενους ένα προτυπωμένο έντυπο το οποίο περιελάβανε τη φράση: «διότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά από το πρωτόδικο δικαστήριο τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, και έτσι κηρύχθηκε ένοχος πράξεως, την οποία δεν διέπραξε και για τους λόγους που θα εκθέσει στο Εφετείο». Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο του Ναυπλίου είχε εκτυπώσει ένα έντυπο στο οποίο παραλείφθηκε το πρώτο μέρος της φράσης και ο προσφεύγων δεν ήταν υπεύθυνος για την παράλειψη αυτή. Του δόθηκε μόνο το έντυπο που υπέγραψε και εκείνη την στιγμή ήταν δεμένος με χειροπέδες, καθιστώντας ακόμη πιο δύσκολο για αυτόν να διαβάσει με λεπτομέρεια την έκθεση.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμη την αναίρεση του προσφεύγοντος, διότι το περιεχόμενο της έφεσης ήταν ευθύνη του προσφεύγοντος, σε αντίθεση με τις διατυπώσεις που ήταν υπεύθυνος ο γραμματέας. Η αμετάκλητη απόφαση εκδόθηκε στις 28 Απριλίου 2010.Ο προσφεύγων εκτέλεσε την ποινή του στη φυλακή της Πάτρας μέχρι τις 23 Ιουλίου 2015, οπότε απολύθηκε υπό όρους.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το ΕΔΔΑ παρατηρεί ότι το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου απέρριψε την έφεση του προσφεύγοντος ως απαράδεκτη λόγω του ότι δεν είχε καταχωρηθεί κανένας λόγος έφεσης στο προτυπωμένο έντυπο άσκησης προσφυγής. Χωρίς αμφιβολία, η απόρριψη της έφεσης του προσφεύγοντος συνιστούσε περιορισμό του δικαιώματός του πρόσβασης στο Δικαστήριο. Προκειμένου το Δικαστήριο να ελέγξει εάν ο περιορισμός αυτός συμβιβάζεται με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης, θα εξετάσει πρώτα αν ο περιορισμός επιδιώκει θεμιτό σκοπό.

Το Δικαστήριο σημειώνει συναφώς, ότι η άρνηση εξέτασης του ενδίκου μέσου της εφέσεως για την οποία δεν δόθηκε αιτιολογία επιδιώκει τον θεμιτό σκοπό διασφάλισης της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης και της ασφάλειας δικαίου. Εν προκειμένω, όμως, τίθεται το ερώτημα αν το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου, επιδιώκοντας τους θεμιτούς αυτούς σκοπούς, επέλεξε μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των χρησιμοποιουμένων μέσων και των σκοπών που επιδιώκονται. Συγκεκριμένα, τίθεται το ερώτημα αν η έφεση του προσφεύγοντος κηρύχθηκε απαράδεκτη ως αποτέλεσμα υπερβολικού φορμαλισμού εκ μέρους των εθνικών δικαστηρίων, λόγω της σημασίας της έφεσης και του ζητήματος της διαφοράς στις διαδικασίες για τον προσφεύγοντα, ο οποίος είχε καταδικαστεί σε ποινή κάθειρξης για μεγάλη χρονική περίοδο (βλέπε Labergere κατά Γαλλίας, αριθ. 16846/02, § 20, 26 Σεπτεμβρίου 2006). Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο θα εκτιμήσει αν ο περιορισμός ήταν ανάλογος προς τον επιδιωκόμενο στόχο.

Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι, σύμφωνα με τη δικαστική πρακτική στην Ελλάδα, υποβάλλονται εφέσεις με τη συμπλήρωση προτυπωμένων εντύπων που παρέχει στους κατηγορούμενους ο γραμματέας, τα οποία περιλάμβαναν έναν γενικό λόγο έφεσης.

Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή μη της εν λόγω δικαστικής πρακτικής, ο προσφεύγων άσκησε έφεση κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου επί του τυποποιημένου εντύπου που του είχε παρασχεθεί από το Εφετείο Ναυπλίου. Επισημαίνει επίσης ότι η διατύπωση του εντύπου οδήγησε στην υπόθεση ότι ήταν πλήρης. Συγκεκριμένα, στο έντυπο περιλαμβάνεται η φράση»[αυτός] .. ΕΚΚΑΛΕΙ.... ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να απαλλαγεί από την κατηγορία,  για τους λόγους που θα εκθέσει στο Εφετείο» με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να συμπεριληφθεί στο έντυπο ένας συγκεκριμένος λόγος και ότι αρκεί οι λόγοι να παρασχεθούν ενώπιον του Εφετείου. Σε αντίθεση με ό, τι υποστηρίζει η κυβέρνηση, κανείς δεν μπορούσε λογικά να υποθέσει ότι ο κενός χώρος μετά από αυτή τη φράση προοριζόταν να συμπληρώσει τους λόγους της έφεσης, διότι, αν συνέβαινε αυτό, ο κενός χώρος θα ακολουθούσε αμέσως την φράση «για τους λόγους …», με αποτέλεσμα να αναμένεται να συμπληρωθεί η παραπάνω φράση.

Το ΕΔΔΑ επισημαίνει επιπλέον ότι ο προσφεύγων έκανε χρήση της δυνατότητας που παρέχει η εσωτερική νομοθεσία να ασκήσει έφεση χωρίς την παρουσία συνηγόρου, παρόλο που εκπροσωπήθηκε από συνήγορο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Επισημαίνει, επίσης, ότι ήταν δεμένος με χειροπέδες κατά την άσκηση της έφεσης, γεγονός που θα έπρεπε να παρεμπόδισε την ικανότητά του να επισκοπήσει διεξοδικά το έγγραφο.

Το Δικαστήριο σημειώνει το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι το περιεχόμενο και οι λόγοι της έφεσης ήταν ευθύνη του προσφεύγοντος. Ωστόσο, δεν μπορεί παρά να παρατηρήσει ότι, σύμφωνα με την εθνική νομολογία, δεν απαιτούνται συγκεκριμένοι λόγοι για την άσκηση ενδίκου μέσου και ότι αρκεί μια τυπική πρόταση με την οποία ο καταδικασθείς καταγγέλλει την εσφαλμένη εκτίμηση γεγονότων ή των αποδεικτικών μέσων. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε εύλογα να αναμένεται, ότι ο γραμματέας που συνέταξε και υπέγραψε την έκθεση θα είχε επιστήσει την προσοχή του προσφεύγοντος, αν ήταν αναγκαίο, σε τυχόν διατυπώσεις που έπρεπε να ολοκληρώσει (βλ. υπόθεση Βαμβακά, παραπέμποντας στην παράγραφο 33). Το Δικαστήριο δεν μπορεί να συμμεριστεί την άποψη της Κυβέρνησης ότι ο προσφεύγων θα μπορούσε να συμπληρώσει τους λόγους της έφεσης εντός της προθεσμίας των δέκα ημερών. Ενώ η δυνατότητα αυτή παρέχεται από την εθνική νομοθεσία, είναι προφανές ότι ο προσφεύγων είχε την εντύπωση ότι η έφεσή του είχε υποβληθεί νομοτύπως χρησιμοποιώντας το έντυπο που υπέβαλε και συμπληρώθηκε από τον γραμματέα του Εφετείου Ναυπλίου και, κατά συνέπεια, δεν υπήρχε λόγος να υποβάλει πρόσθετο έγγραφο. Το γεγονός αυτό καθίσταται ακόμη πιο σημαντικό από το γεγονός ότι η εσωτερική νομοθεσία προβλέπει τη δυνατότητα να παραδώσει αντίγραφο της έκθεσης έφεσης στον εκκαλούντα, αλλά όχι την υποχρέωση (βλ. Μπουλουγουράς κατά Ελλάδας, αριθ. 66294/01, § 26, 27 Μαΐου 2004).

Το ΕΔΔΑ παρατηρεί, τέλος, ότι οι συνέπειες για τον προσφεύγοντα ήταν ιδιαίτερα σοβαρές. Η έφεσή του απορρίφθηκε ως απαράδεκτη και υποχρεώθηκε να εκτελέσει ποινή κάθειρξης 22 ετών χωρίς να έχει τη δυνατότητα να εξεταστεί εκ νέου η ουσία της υπόθεσης. Δεν του δόθηκε νέα προθεσμία για να συμπληρώσει τους λόγους της έφεσής του, ούτε ελήφθησαν άλλα μέτρα επιείκειας.

Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων που περιεγράφηκαν ανωτέρω, ιδίως η παροχή προεκτυπωμένου εντύπου στον προσφεύγοντα από τη γραμματεία του δικαστηρίου που του έδωσε το αίσθημα ότι άσκησε νομότυπα έφεση, καθώς και ο ρόλος του γραμματέα στην παρούσα υπόθεση, και το τι διακυβεύεται για τον προσφεύγοντα, το Δικαστήριο θεωρεί ότι το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου, απορρίπτοντας την έφεσή του ως απαράδεκτη, εμπόδισε τον προσφεύγοντα να χρησιμοποιήσει το ένδικο βοήθημα που διέθετε βάσει του εθνικού δικαίου Το Ακυρωτικό Δικαστήριο αργότερα παρέλειψε να διορθώσει την κατάσταση αυτή.

Οι προεκτεθείσες σκέψεις αρκούν για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων δυσανάλογα παρακωλύθηκε στο δικαίωμά του για πρόσβαση σε δικαστήριο και, συνεπώς, υπήρξε παραβίαση της ίδιας της ουσίας του δικαιώματος του δικαστηρίου.

Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης και το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 7.800 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια echrcaselaw.com). 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες