Πρόστιμα σε αυτεπαγγέλτως διορισθέντες δικηγόρους για περιφρόνηση δικαστηρίου λόγω άρνησης εκτέλεσης καθηκόντων τους. Τα πρόστιμα δεν έχουν ποινικό χαρακτήρα αλλά πειθαρχικό. Μη παραβίαση της ΕΣΔΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ

Gestur Jónsson και Ragnar Halldór Hall κατά Ισλανδίας της 22.12.2020 (αριθ. προσφ. 68273/14 και 68271/14)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ερήμην πρόστιμο σε δύο δικηγόρους για περιφρόνηση δικαστηρίου επειδή είχαν ζητήσει την ανάκληση του διορισμού τους σε ποινική δίκη προς υπεράσπιση πελάτη τους. Παρά την άρνηση του εθνικού δικαστηρίου να τους επιτρέψει να αποχωρήσουν από την υπόθεση, οι δύο προσφεύγοντες δεν παραστάθηκαν για να εκπροσωπήσουν τους πελάτες τους. Το εθνικό δικαστήριο έκρινε ότι είχαν προκαλέσει σκόπιμα αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υπόθεση.

Ενώπιον του Δικαστηρίου, οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι υπήρξε παραβίαση των δικαιωμάτων τους όπως κατοχυρώνονται σύμφωνα με:

α) το ποινικό σκέλος του άρθρου 6 (δικαίωμα ακρόασης), λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαδικασία εναντίον τους αφορούσε «ποινική κατηγορία»,

β) το άρθρο 7 (καμία ποινή χωρίς νόμο) της ΕΣΔΑ, καθώς ισχυρίζονταν ότι είχαν καταδικαστεί για αδίκημα που δεν ήταν ποινικό αδίκημα σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και ότι η ποινή τους δεν ήταν προβλέψιμη.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι τα άρθρα 6 και 7 της Σύμβασης δεν είχαν εφαρμογή εν προκειμένω, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη διαδικασία δεν αφορούσε «ποινική κατηγορία» κατά την έννοια του άρθρου 6 της Σύμβασης, και ότι τα επίμαχα πρόστιμα δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως «ποινή» εντός της έννοιας του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ, αλλά είχαν χαρακτήρα πειθαρχικό. Επομένως, οι προσφυγές απορρίφθηκαν.

Το Δικαστήριο έκρινε, ειδικότερα, ότι η συμπεριφορά που αποδόθηκε στους δύο δικηγόρους δεν μπορούσε να τιμωρηθεί με ποινή φυλάκισης, τα επίμαχα πρόστιμα δεν μπορούσαν να μετατραπούν σε στέρηση της ελευθερίας σε περίπτωση μη πληρωμής τους, ενώ επίσης δεν είχαν καταχωρηθεί στο ποινικό μητρώο των προσφευγόντων.  Το ΕΔΔΑ επανέλαβε επίσης ότι τα μέτρα που διατάχθηκαν από το εθνικό δικαστήριο βάσει των εν λόγω κανόνων προσομοίαζαν με επιβολή πειθαρχικών ποινών παρά με ποινές για διάπραξη ποινικού αδικήματος.

Το Στρασβούργο έκρινε ότι οι προσφυγές ήταν ασυμβίβαστες ratione materiae με τις διατάξεις της Σύμβασης και κήρυξε απαράδεκτες τις προσφυγές των προσφευγόντων.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6

Άρθρο 7

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες Gestur Jónsson και Ragnar Halldór Hall, είναι Ισλανδοί υπήκοοι οι οποίοι γεννήθηκαν το 1950 και 1948 αντίστοιχα. Ζουν στο Ρέικιαβικ.

Τον Μάρτιο του 2012 διορίστηκαν ως συνήγοροι υπεράσπισης δύο κατηγορούμενων σε ποινική δίκη, στο πλαίσιο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και των επιπτώσεών της στο ισλανδικό χρηματοπιστωτικό τομέα.

Τον Απρίλιο του 2013, οι δύο δικηγόροι ζήτησαν ανάκληση του διορισμού τους. Επικαλέστηκαν, μεταξύ άλλων, ότι δεν είχαν ενημερωθεί έγκαιρα για την προθεσμία υποβολής των προτάσεων ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, ότι η εισαγγελία δεν τους απέστειλε αντίγραφο των υπομνημάτων και ότι η υπεράσπιση δεν είχε επαρκή πρόσβαση σε σημαντικά έγγραφα.

Την ίδια ημέρα, το περιφερειακό δικαστήριο αρνήθηκε να ανακαλέσει τους διορισμούς τους, θεωρώντας ότι αυτό ήταν πιθανό να προκαλέσει καθυστερήσεις στη διαδικασία. Απαντώντας, οι προσφεύγοντες δικηγόροι ενημέρωσαν το δικαστήριο ότι δεν θα παρασταθούν στη δίκη, που έχει προγραμματιστεί για τις 11 Απριλίου 2013. Την ημέρα της συζήτησης, οι κατηγορούμενοι εκπροσωπήθηκαν από άλλους δικηγόρους και η δίκη αναβλήθηκε αορίστως. Η εισαγγελία υποστήριξε ότι οι προσφεύγοντες είχαν αποσυρθεί από την υπόθεση με σκοπό την καθυστέρηση της διαδικασίας και ζήτησε να τους επιβληθούν πρόστιμο για περιφρόνηση δικαστηρίου.

Τον Δεκέμβριο του 2013, όταν εκδόθηκε η απόφαση του περιφερειακού δικαστηρίου κατά των πρώην πελατών τους, οι προσφεύγοντες διατάχθηκαν, ερήμην τους να καταβάλουν πρόστιμα ύψους περίπου 6.200 ευρώ ο καθένας, για περιφρόνηση δικαστηρίου και για την πρόκληση αδικαιολόγητης καθυστέρησης στη διαδικασία. Δεν κλήθηκαν ούτε σε ακρόαση, ούτε ενημερώθηκαν για το γεγονός ότι το περιφερειακό δικαστήριο εξέταζε την περίπτωση να τους επιβάλει πρόστιμο.

Τον Μάιο του 2014 το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του περιφερειακού δικαστηρίου σχετικά με τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στους προσφεύγοντες, διαπιστώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι η συμπεριφορά τους δεν ήταν σύμφωνη με το νόμο ή προς το συμφέρον των πελατών τους ή των άλλων κατηγορουμένων. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι, αρνούμενοι να υπερασπιστούν τους πελάτες τους, οι προσφεύγοντες είχαν διαπράξει σοβαρή παράβαση των υποχρεώσεων τους τις οποίες θεσπίζει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας.

Βασιζόμενοι στο άρθρο 6 §§ 1 και 3 (δικαίωμα ακρόασης) της ΕΣΔΑ, οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι το Περιφερειακό Δικαστήριο του Ρέικιαβικ τους καταδίκασε ερήμην.

Υποστήριξαν, επίσης, ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν είχε διορθώσει τις διαδικαστικές παραβιάσεις που είχαν λάβει χώρα ενώπιον του περιφερειακού δικαστηρίου.

Βασιζόμενοι στο άρθρο 7 § 1 (καμία ποινή χωρίς νόμο), οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι κρίθηκαν ένοχοι για αδίκημα που δεν συνιστά ποινικό αδίκημα σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και ότι η ποινή δεν προβλέπονταν από το νόμο.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη ακρόαση)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να εξετάσει αν η εν λόγω διαδικασία αφορούσε «ποινική κατηγορία» κατά των προσφευγόντων κατά την έννοια του άρθρου 6 της Σύμβασης. Σε αυτό το πλαίσιο, επανέλαβε ότι τρία κριτήρια, κοινώς γνωστά ως τα «κριτήρια Engel», που έπρεπε να ληφθούν υπόψη.

Το πρώτο κριτήριο: ο νομικός χαρακτηρισμός του αδικήματος βάσει της εθνικής νομοθεσίας

Το εν λόγω αδίκημα προβλέπονταν στο Κεφάλαιο XXXV, με τίτλο «Διαδικαστικά πρόστιμα» του ΚΠΔ. Αν και το άρθρο 222 § 1 του εγχώριου ΚΠΔ προέβλεπε ότι ειδικές διαδικασίες μπορούσαν να κινηθούν για αδικήματα περιφρόνησης δικαστηρίου, κατά γενικό κανόνα η εξέταση της επίμαχης συμπεριφοράς, όπως περιγράφεται στην εθνική νομοθεσία, δεν απαιτούσε τη συμμετοχή του Εισαγγελέα. Το δικαστήριο ήταν εκείνο που επέβαλε αυτεπάγγελτα πρόστιμο. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι το εν λόγω αδίκημα χαρακτηρίζεται ως «ποινικό», σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

Το δεύτερο κριτήριο: η φύση του αδικήματος

Οι προσφεύγοντες κατηγορήθηκαν για «σκόπιμη πρόκληση αδικαιολόγητης καθυστέρησης μιας υπόθεσης» και «προσβολή της αξιοπρέπειας του δικαστηρίου με τη συμπεριφορά τους κατά τη διάρκεια της ακρόασης». Το επιβληθέν πρόστιμο προβλέπεται στο άρθρο 223 παρ. 1, μια διάταξη που αφορούσε μια συγκεκριμένη κατηγορία ατόμων που κατέχουν ιδιαίτερο καθεστώς, δηλαδή εκείνο του «εισαγγελέα, δικηγόρου ή νομικού συμβούλου».

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι το ειδικό καθεστώς των δικηγόρων, ως διαμεσολαβητών μεταξύ κοινού και δικαστηρίων, τους έδινε ιδιαίτερη θέση στο θεσμικό πλαίσιο της δικαιοσύνης, και για αυτό, προκειμένου οι πολίτες να έχουν εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη, θα έπρεπε επίσης να έχουν εμπιστοσύνη στην ικανότητα του νομικού επαγγέλματος να παρέχει αποτελεσματική εκπροσώπηση. Επανέλαβε επίσης ότι οι κανόνες που επιτρέπουν σε ένα δικαστήριο να επιβάλλει κυρώσεις για απρεπή συμπεριφορά σε διαδικασίες ενώπιον του ήταν συνηθισμένο χαρακτηριστικό των νομικών συστημάτων των Συμβαλλομένων Κρατών. Τέτοιοι κανόνες και κυρώσεις απορρέουν από την απαραίτητη εξουσία ενός δικαστηρίου να διασφαλίζει την ορθή και ομαλή λειτουργία των δικών του διαδικασιών.

Τα μέτρα που διατάχθηκαν από τα εθνικά δικαστήρια περισσότερο προσομοίαζαν με επιβολή πειθαρχικών ποινών παρά με επιβολή ποινής για διάπραξη ποινικού αδικήματος. Το Δικαστήριο σημείωσε, εν προκειμένω, ότι το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η σκόπιμη άρνηση των προσφευγόντων να παρασταθούν κατά την προγραμματισμένη ακρόαση είχε ως αποτέλεσμα σοβαρή παραβίαση των επαγγελματικών τους καθηκόντων υπό την ιδιότητά τους ως συνηγόρων υπεράσπισης σε ποινική υπόθεση. Το Ανώτατο Δικαστήριο θεώρησε ότι οι ίδιοι, αγνοώντας εντελώς τις νόμιμες δικαστικές αποφάσεις και μη καταλείποντας στο Δικαστήριο άλλη επιλογή παρά να τους απαλλάξει και να διορίσει άλλους στη θέση τους, είχαν προκαλέσει μεγάλη καθυστέρηση στην υπόθεση.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι, παρά τη σοβαρότητα της παραβίασης των επαγγελματικών τους υποχρεώσεων, δεν ήταν σαφές κατά πόσο το αδίκημα των προσφευγόντων έπρεπε να θεωρηθεί ποινικό ή πειθαρχικό ως προς τη φύση του.

Το τρίτο κριτήριο: η φύση και ο βαθμός σοβαρότητας της ποινής

Το Δικαστήριο διενεργεί τη δική του εκτίμηση όταν απαιτείται για την ερμηνεία του πεδίου της έννοιας «ποινικής» με την αυτόνομη έννοια του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Στην παρούσα υπόθεση, σημείωσε, πρώτον, ότι δεν μπορούσε να επιβληθεί ποινή φυλάκισης για το είδος της παράβασης για την οποία κατηγορούνται οι προσφεύγοντες. Τα επίμαχα πρόστιμα δεν μπορούσαν να μετατραπούν δε σε στέρηση της ελευθερίας σε περίπτωση μη πληρωμής τους και αυτά δεν είχαν καταχωρηθεί στα ποινικά μητρώα των προσφευγόντων. Δεύτερον, το Δικαστήριο θεώρησε ότι, αν και ήταν μεγάλα, το ύψος των προστίμων που επιβλήθηκαν στους προσφεύγοντες και η απουσία ανώτερου νόμιμου ορίου δεν αρκούσε για να θεωρηθεί η σοβαρότητα και η φύση της κύρωσης ως «ποινική» κατά την αυτόνομη έννοια του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η φύση και ο βαθμός της κύρωσης δεν ενσωμάτωνε το αδίκημα στην ποινική σφαίρα του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.

Εν κατακλείδι, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η εν λόγω διαδικασία δεν περιλάμβανε τον καθορισμό «ποινικής κατηγορίας» κατά την έννοια του άρθρου 6 και ότι η εν λόγω διάταξη δεν εφαρμόζεται σε αυτές τις διαδικασίες στο πλαίσιο του ποινικού της σκέλους.

Αυτό το μέρος της προσφυγής ήταν επομένως ασυμβίβαστο ratione materiae με τις διατάξεις της Σύμβασης και ήταν απαράδεκτο βάσει του άρθρου 35 §§ 3 (α) και 4.

Άρθρο 7 (καμία ποινή χωρίς νόμο)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα πρόστιμα βάσει του άρθρου 7 δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως «ποινή» για τους σκοπούς αυτής της διάταξης, η οποία συνεπώς δεν ήταν εφαρμόσιμη. Αυτό το μέρος της προσφυγής ήταν επίσης ασυμβίβαστο, εκ πρώτης όψεως, με τις διατάξεις της Σύμβασης και απαράδεκτο σύμφωνα με το άρθρο 35 §§ 3 (α) και 4.

Μειοψηφούσες απόψεις

Οι δικαστές Turković και Spano εξέφρασαν σύμφωνη γνώμη. Οι δικαστές Σισιλιάνος, Serghides και  Ravarani εξέφρασαν κοινή αντίθετη γνώμη. Οι απόψεις αυτές επισυνάπτονται στην απόφαση (επιμέλεια echrcaselaw.com).

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες