Συμμετοχή σε εφετείο δικαστή που διορίστηκε παρανόμως από την Υπουργό Δικαιοσύνης. Παραβίαση δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο που έχει συσταθεί σύμφωνα με το νόμο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΥΡΕΙΑΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ ΕΔΔΑ

Guðmundur Andri Ástráðsson κατά Ισλανδίας της 01.12.2020 (αριθ. προσφ. 26374/18)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Δικαίωμα διαδίκου να δικαστεί από δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως. Διορισμός δικαστή. Κριτήρια για την νομιμότητα διορισμού δικαστή. Παραβίαση δίκαιης δίκης γιατί συμμετείχε στη σύνθεση του Εφετείου δικαστίνα που διορίστηκε παρανόμως. 

Tο Εφετείο της Ισλανδίας ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 2018. Σύμφωνα με τον νόμο, μια ειδική Επιτροπή αξιολόγησης έπρεπε να αξιολογήσει τους υποψηφίους για τις θέσεις των αρχικών 15 δικαστών. Όταν αυτή η Eπιτροπή επέλεξε τους 15 πιο κατάλληλους υποψηφίους για τη θέση αυτή, η Υπουργός Δικαιοσύνης συνέταξε τη δική της λίστα, συμπεριλαμβανομένων μόνο 11 από τους υποψηφίους που είχε εγκρίνει η Επιτροπή, προσθέτοντας  4 επιπλέον υποψηφίους δικαστές από αυτούς που δεν είχαν επιλεχθεί και είχαν κατατάχθηκαν πολύ χαμηλά από την Επιτροπή. Τελικά η  Υπουργός διόρισε τους δικαστές από τη δική της λίστα. 

Ο προσφεύγων  καταδικάστηκε τον Μάρτιο του 2017 για οδήγηση χωρίς έγκυρη άδεια και υπό την επήρεια ναρκωτικών. Στη συνέχεια άσκησε ένδικο μέσο κατά της απόφασης και επρόκειτο να εκδικαστεί η υπόθεσή του από το νεοϊδρυθέν Εφετείο. 

Ο προσφεύγων καταδικάστηκε για παραβίαση διατάξεων Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και συγκεκριμένα για οδήγηση χωρίς άδεια ικανότητας και υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών.  Στη σύνθεση του Εφετείου το οποίο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, συμμετείχε μία δικαστίνα που είχε διοριστεί παρά το νόμο γιατί επιλέχθηκε από την Υπουργό ενώ ήταν επιλαχούσα στην κατάταξη των υποψηφίων, παρά την αντίθετη γνώμη της αρμόδιας Επιτροπής και χωρίς να γίνει ονομαστική ψηφοφορία  από το Κοινοβούλιο για κάθε υποψήφιο  χωριστά, όπως απαιτούσε ο νόμος. 

Το Στρασβούργο επισήμανε ότι το δικαίωμα σε ένα «δικαστήριο που έχει συσταθεί από το νόμο» δεν πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά, ώστε να υπάρχει κίνδυνος τυχόν παρατυπιών στη διαδικασία δικαστικού διορισμού και να διακυβεύεται το εν λόγω δικαίωμα αλλά ούτε να διακυβεύεται η  εμπιστοσύνη του κοινού στη δικαιοσύνη. 

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου όρισε 3 κριτήρια για το έλεγχο της νομιμότητας διορισμού δικαστών τα οποία εφάρμοσε στην υπό κρίση υπόθεση. 

1ο κριτήριο: αν υπήρξε  πρόδηλη παραβίαση του εσωτερικού δικαίου.  

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι κατά την επιλογή της δικαστίνας, η αρμόδια Υπουργός δεν είχε παράσχει επαρκείς λόγους για τη διαφοροποίησή της από την πρόταση αξιολόγησης της Επιτροπής επιλογής και είχε παραβιάσει τη διάταξη για χωριστή ψηφοφορία στη βουλή για καθένα των υποψηφίων, κάνοντας μια γενική ψηφοφορία για όλους.  

2ο κριτήριο: εάν οι  παραβιάσεις του εσωτερικού δικαίου αφορούσαν οποιονδήποτε θεμελιώδη κανόνα δικαστικού διορισμού. 

Το ΕΔΔΑ επισήμανε  ότι σύμφωνα με την  εγχώρια νομοθεσία η Υπουργός κατ’ εξαίρεση, μπορούσε να παρεκκλίνει σε κάποιο βαθμό από την εκτίμηση της Επιτροπής, και  η χρήση αυτής της διακριτικής ευχέρειας παρέμενε υπό κοινοβουλευτικό έλεγχο. Η Υπουργός Δικαιοσύνης όμως δεν αιτιολόγησε επαρκώς την επιλογή της υποψηφίας και ο διορισμός της δικαστίνας προφανώς στηρίζονταν σε πολιτικά κίνητρα,  το δε Κοινοβούλιο δεν είχε εκπληρώσει το καθήκον του ως εγγυητής της νομιμότητας της διαδικασίας διορισμού δικαστών, 

3ο κριτήριο: Εάν έγινε αποκατάσταση των παραβιάσεων στη σύνθεση του Δικαστηρίου από τα εθνικά δικαστήρια.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι το εγχώριο Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχτηκε τους επίμαχους υπό αμφισβήτηση διορισμούς επειδή είχαν πλέον ολοκληρωθεί και δεν εξέτασε τυχόν παρατυπίες σε αυτούς. Κατά συνέπεια ούτε το Ανώτατο Δικαστήριο εξισορρόπησε την ανάγκη για ασφάλεια δικαίου και σεβασμού του νόμου.

Το ΕΔΔΑ ότι λόγω της μη τήρησης των παραπάνω τριών κριτηρίων διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο που είχε συσταθεί σύμφωνα με  το νόμο (άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ). 

Επιδίκασε στον προσφεύγοντα 20.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.  

ΔΙΑΤΑΞΗ 

Άρθρο 6§1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Guðmundur Andri Ástráðsson, είναι Ισλανδός υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1985 και ζει στο Kópavogur (Ισλανδία).

Ο προσφεύγων καταδικάστηκε τον Μάρτιο του 2017 για οδήγηση χωρίς έγκυρη άδεια  ικανότητας οδήγησης και ενώ βρίσκονταν υπό την επήρεια ναρκωτικών. Η έφεσή του εκδικάστηκε από το νέο Εφετείο (Landsréttur), το οποίο είχε συσταθεί τον Ιανουάριο του 2018. Η δικαστίνα A.E. ήταν μια από τους δικαστές που εξέτασε την υπόθεσή του και ο προσφεύγων ζήτησε την εξαίρεσή της, υποστηρίζοντας ότι υπήρξαν παρατυπίες κατά τη διαδικασία διορισμού της, όπως καθορίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις αποφάσεις του Δεκεμβρίου 2017, αλλά το αίτημά του απορρίφθηκε.

Το Εφετείο επικύρωσε την καταδίκη του προσφεύγοντος και τον Απρίλιο του 2018 προσέφυγε στο  Ανώτατο Δικαστήριο, υποστηρίζοντας ότι ο διορισμός της A.E. δεν ήταν σύμφωνος με το νόμο και ότι δεν είχε πρόσβαση σε δίκαιη δίκη ενώπιον ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου το οποίο έχει συσταθεί βάσει νόμου. Ισχυρίστηκε επίσης ότι υπήρξε πολιτικό κίνητρο για το διορισμό της ως  δικαστίνας.

Τον Μάιο του 2018, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεσή του. Διαπίστωσε ότι παρά τα ελαττώματα στη διαδικασία κατά την οποία διορίστηκε η A.E. στο Εφετείο, όπως διαπιστώθηκε στις προηγούμενες αποφάσεις του  το Δεκέμβριο του 2017, ο διορισμός της ήταν έγκυρος. Έλαβε την άποψη ότι υπήρχε ανεπαρκής ο λόγος αμφιβολίας του κ. Ástráðsson ότι δεν είχε πρόσβαση σε δίκαιη δίκη ενώπιον ανεξάρτητων και αμερόληπτων δικαστών. 

Η διαδικασία διορισμού της δικαστού A.E.

Η A.E. διορίστηκε μετά από μια διαδικασία επιλογής βάση της οποίας μια Επιτροπή Αξιολόγησης είχε προηγουμένως αξιολογήσει 33 υποψηφίους για τις 15 θέσεις δικαστών του Εφετείου και είχε προτείνει έναν κατάλογο με 15 υποψηφίους, κρίνοντας ότι είναι οι πλέον κατάλληλοι για διορισμό.

Σύμφωνα με τη σχετική διάταξη του ν. 50/2016 («νέος νόμος για δικαστές»), ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορούσε να μη λάβει υπόψη την αξιολόγηση της Επιτροπής και να προτείνει έναν ή περισσότερους  διαφορετικούς υποψήφιους υπό την προϋπόθεση ότι οι προτεινόμενοι υποψήφιοι είχαν κριθεί και αξιολογηθεί από την επιτροπή και πληρούσαν όλες τις ελάχιστες προϋποθέσεις που προβλέπονται σε τέτοιο διορισμό σύμφωνα με τον Νόμο και επιπρόσθετα η εν λόγω πρόταση να γίνει δεκτή από το Κοινοβούλιο. Στη παρούσα υπόθεση, η Υπουργός Δικαιοσύνης επέλεξε 11 από τους 15 προτεινόμενους υποψηφίους της Επιτροπής, προσθέτοντας τέσσερις άλλους, συμπεριλαμβανομένης της A.E., η οποία είχε καταταχθεί χαμηλότερα στη λίστα των κατάλληλων υποψηφίων της Επιτροπής. Η Υπουργός παρουσίασε ορισμένα επιχειρήματα για τις αλλαγές που είχε κάνει σε σχέση με την επιλογή της. Τον Ιούνιο του 2017 το Κοινοβούλιο αποφάσισε με πλειοψηφία, με διαφορά μίας ψήφου, να εγκρίνει τον κατάλογο της Υπουργού και αργότερα τον ίδιο μήνα, ο Πρόεδρος της Ισλανδίας υπέγραψε τους διορισμούς των  νέων δικαστών, μεταξύ των οποίων και της Α.Ε.

Δύο υποψήφιοι που είχαν προταθεί από την Επιτροπή Αξιολόγησης αλλά δεν συμπεριλήφθησαν στη λίστα από την Υπουργό, προσέφυγαν στα δικαστήρια εναντίον  του Ισλανδικού  κράτους, αμφισβητώντας τη νομιμότητα της διαδικασίας διορισμού. Τον Δεκέμβριο του 2017, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε τις αξιώσεις αποζημίωσης αλλά απένειμε σε καθένα από αυτούς 700.000 ισλανδικά krónur (ISK) (περίπου σε ισοτιμία 5.700 ευρώ) για ηθική βλάβη.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, σε δύο αποφάσεις της 19.12.2017, διαπίστωσε ότι η Υπουργός είχε παραβιάσει το διοικητικό δίκαιο παραλείποντας να τεκμηριώσει την πρότασή της στο Κοινοβούλιο με τη διεξαγωγή ανεξάρτητης έρευνας η οποία θα παρείχε τις απαραίτητες πληροφορίες για την αξιολόγηση των υποψηφίων που είχαν επιλεχτεί. Η διαδικασία στο Κοινοβούλιο ήταν επίσης ελαττωματική/προβληματική, στο βαθμό που αφορούσε τους τέσσερις υποψηφίους οι οποίοι δεν περιλαμβάνονταν στον αρχικό κατάλογο, καθώς το Κοινοβούλιο ενέκρινε τον τροποποιημένο κατάλογο στο σύνολό του, όπως τον εισήγαγε η Υπουργός, χωρίς να ψηφίσει ξεχωριστά για κάθε υποψήφιο, όπως απαιτείται από το νόμο.

Βασιζόμενος στο άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει συσταθεί βάσει του νόμου) της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι ένας από τους τρεις δικαστές που προέδρευαν στην έδρα του νεοσυσταθέντος Εφετείου, το οποίο επικύρωσε την ποινική του καταδίκη, δηλαδή η Α.Ε., δεν είχε διοριστεί σύμφωνα με τη σχετική εσωτερική νομοθεσία και ότι, ως εκ τούτου, οι ποινικές κατηγορίες εναντίον του δεν είχαν καθοριστεί από ένα «δικαστήριο το οποίο συστάθηκε από το νόμο », κατά την έννοια αυτής της διάταξης.

Ο προσφεύγων παραπονέθηκε περαιτέρω ότι του είχε αρνηθεί το δικαίωμα σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο όπως προβλέπεται στο άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης, λαμβάνοντας υπόψη την συμμετοχή της A.E. στην σύνθεση του Εφετείου που είχε αποφανθεί για την υπόθεσή του, παρά την ύπαρξη παρατυπιών στον διορισμό της. 

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο  που έχει συσταθεί βάσει νόμου)

Αναφερόμενος στις αποφάσεις του Ισλανδικού Ανώτατου Δικαστηρίου της 19.12.2017, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι  η διαδικασία με την οποία η δικαστίνα A.E. διορίστηκε στο Εφετείο δεν ήταν σύμφωνη  με ορισμένους από τους σχετικούς κανόνες του εσωτερικού δικαίου που αφορούσε δικαστικούς διορισμούς.

Λαμβάνοντας υπόψη τις πιθανές συνέπειες της ύπαρξης  παραβίασης και των σημαντικών αντισταθμιστικών συμφερόντων που διακυβεύονται, το Δικαστήριο έκρινε ότι το δικαίωμα σε ένα δικαστήριο που έχει συσταθεί από το νόμο δεν πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά, ώστε να υπάρχει κίνδυνος τυχόν παρατυπίες στη διαδικασία δικαστικού διορισμού να διακυβεύουν το εν λόγω δικαίωμα. Πόρισμα που κρίνει ότι ένα δικαστήριο δεν ήταν «δικαστήριο το οποίο έχει συσταθεί από το νόμο» θα μπορούσε να έχει σημαντικές επιπτώσεις για τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της μονιμότητας των δικαστών. Ενώ οι εν λόγω αρχές έπρεπε να τηρηθούν προσεκτικά ενόψει των σημαντικών σκοπών που εξυπηρετούσαν, η τήρηση των εν λόγω αρχών με κάθε κόστος και σε βάρος των απαιτήσεων ενός «δικαστηρίου που έχει συσταθεί από το νόμο» σε ορισμένες περιπτώσεις ενδέχεται να προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερη βλάβη στο κράτος δικαίου και στην εμπιστοσύνη του κοινού στο θεσμό της δικαιοσύνης.

Το Δικαστήριο διατύπωσε έτσι τρία κριτήρια για να προσδιορίσει εάν οι παρατυπίες σε μια διαδικασία δικαστικού διορισμού είναι τόσο σοβαρές που συνεπάγεται παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο που  έχει θεσπιστεί από νόμο, στα οποία βασίστηκε το Δικαστήριο για να κρίνει την βαρύτητα της υπόθεσης.  

ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΔΙΟΡΙΣΜΟ ΔΙΚΑΣΤΗ

Κριτήριο 1: Εάν υπήρξε πρόδηλη παραβίαση του εσωτερικού δικαίου

Στις αποφάσεις του στις 19.12.2017 και 24.05.2018, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ισλανδίας κατέληξε ότι η εθνική νομοθεσία δεν τηρήθηκε σε δύο περιπτώσεις κατά τη διαδικασία διορισμού των δικαστών του Εφετείου: πρώτον, η Υπουργός Δικαιοσύνης δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει ανεξάρτητη αξιολόγηση των γεγονότων και δεν είχε αιτιολογήσει επαρκώς την απόκλιση από την πρόταση αξιολόγησης της Επιτροπής, σε αντίθεση με το άρθρο 10 του νόμου περί διοικητικών διαδικασιών, δεύτερον, το ισλανδικό κοινοβούλιο δεν είχε συμμορφωθεί με την ειδική διαδικασία ψηφοφορίας του νέου νόμου για δικαστές (χωριστή ψηφοφορία για καθέναν από τους υποψηφίους που προτείνει ο Υπουργός). 

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε λόγος να αμφισβητηθεί η ερμηνεία και το πόρισμα του Ανώτατου Δικαστηρίου σχετικά με την  ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου και ότι πληρείται το πρώτο κριτήριο. 

Κριτήριο 2: Εάν οι παραβιάσεις του εσωτερικού δικαίου αφορούσαν οποιονδήποτε θεμελιώδη κανόνα δικαστικού διορισμού

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, στις πρόσφατες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, η Επιτροπή Αξιολόγησης ήταν εξουσιοδοτημένη να εκδίδει δεσμευτικές συστάσεις για δικαστικούς διορισμούς σε δικαστήρια και στα τρία επίπεδα.

Ενώ ο νόμος επέτρεπε στην Υπουργό, κατ’ εξαίρεση, να παρεκκλίνει σε κάποιο βαθμό από την εκτίμηση της Επιτροπής, η χρήση αυτής της διακριτικής ευχέρειας παρέμεινε υπό κοινοβουλευτικό έλεγχο. Ο κύριος στόχος αυτού του μηχανισμού ήταν να περιοριστεί η επιρροή της εκτελεστικής εξουσίας στο διορισμό δικαστών και έτσι να ενισχυθεί η ανεξαρτησία του δικαστικού σώματος στην Ισλανδία. Υπό το πρίσμα αυτών, εναπόκεινταν στο Δικαστήριο να καθορίσει εάν οι παραβιάσεις στη διαδικασία διορισμού των τεσσάρων δικαστών που πρότεινε η Υπουργός, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν και η  A.E., ήταν τόσο σοβαρές ώστε να βλάψουν τη νομιμότητα αυτής της διαδικασίας και να υπονομεύσουν τον ίδια τον πυρήνα του δικαιώματος για  Δικαστήριο που έχει συσταθεί από νόμο.

Όσον αφορά τις παραβιάσεις που διαπράχθηκαν από την Υπουργό, σύμφωνα με τις εξηγήσεις της προς το Κοινοβούλιο, η αιτιολόγησή της για την απόφαση να αποστασιοποιηθεί από την έκθεση αξιολόγησης της Επιτροπής βασίστηκε κυρίως στην ανάγκη να δοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στη δικαστική εμπειρία κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων και στη διασφάλιση της ισότητας των φύλων. Ωστόσο, η απόφαση της Επιτροπής Αξιολόγησης να αποδώσει το ίδιο βάρος στη δικαστική εμπειρία  σε σχέση με τη διοικητική εμπειρία ήταν σύμφωνη με τη σχετική νομοθεσία και την πρακτική που ακολουθούσε με συνέπεια η Επιτροπή για τουλάχιστον τέσσερα χρόνια.

Επιπλέον, η μέθοδος αξιολόγησης της Επιτροπής ήταν σύμφωνη με τις απαιτήσεις της ισότητας των φύλων (ν. 10/2008). Επιπλέον, το Ισλανδικό Ανώτατο Δικαστήριο, στις αποφάσεις της 19.12.2017, είχε δηλώσει με σαφήνεια ότι η Υπουργός Δικαιοσύνης δεν μπορούσε να βασιστεί στα κριτήριά ισότητας των φύλων του εν λόγω νόμου επειδή εφαρμόστηκαν μόνο όταν δύο υποψήφιοι διαφορετικού φύλου κρίθηκαν και αξιολογήθηκαν με ίσα και ίδια προσόντα και η Υπουργός, δεδομένης της ανεπάρκειας της έρευνας, δεν θα μπορούσε να λάβει τέτοια απόφαση.

Ωστόσο, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η αξιολόγηση της Επιτροπής ήταν λανθασμένη σε αυτούς τους  τομείς και η Υπουργός Δικαιοσύνης δεν είχε λάβει υπόψη τη γνωμοδότηση της Επιτροπής για  νόμιμους λόγους, το κύριο συμπέρασμα που έπρεπε να εξαχθεί από τις αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου σύμφωνα ήταν ότι η Υπουργός απλώς δεν αιτιολόγησε γιατί επέλεξε έναν υποψήφιο έναντι άλλου, όπως απαιτείται από το άρθρο 10 του νόμου περί διοικητικών διαδικασιών. Η διαφωνία της Υπουργού με τη μέθοδο αξιολόγησης της Επιτροπής  δεν την απάλλασσε από την υποχρέωση αιτιολόγησης της απόφασής της να μη λάβει υπόψη την εν λόγω  ουδέτερη αξιολόγηση.

Κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, η αβεβαιότητα για τα κίνητρα της Υπουργού είχε προκαλέσει σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με την  αδικαιολόγητη παρέμβαση στο δικαστικό σώμα και, επομένως, είχε βλάψει τη νομιμότητα ολόκληρης της διαδικασίας, κυρίως  επειδή η Υπουργός ανήκε σε ένα από τα πολιτικά κόμματα που σχημάτιζαν την πλειοψηφία στον κυβερνητικό συνασπισμό, με αποτέλεσμα η πρότασή της να εγκριθεί πολύ εύκολα από το Κοινοβούλιο.

Επιπλέον, ενώ το Δικαστήριο δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει, όπως ισχυρίστηκε ο προσφεύγων, ότι η Υπουργός ενήργησε βάση πολιτικών κινήτρων, ήταν της άποψης ότι οι ενέργειές της θα μπορούσαν να προκαλέσουν αντικειμενικά δικαιολογημένες ανησυχίες για το σκοπό αυτό και ότι αυτό ήταν αρκετό για να μειωθεί και να βλάψει τη διαφάνεια της διαδικασίας επιλογής.

Τέλος, η αδυναμία της Υπουργού να συμμορφωθεί με τους σχετικούς κανόνες ήταν ακόμη πιο σοβαρή καθώς νομικοί σύμβουλοι του Υπουργείου της είχαν υπενθυμίσει πολλές φορές τις νομικές της υποχρεώσεις, καθώς και ο Πρόεδρος της Επιτροπής Αξιολόγησης όπως αντίστοιχα και ο Μόνιμος Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης. 

Το Δικαστήριο αναφέρθηκε επίσης στο πόρισμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις αποφάσεις του Δεκεμβρίου 2017 ότι η Υπουργός ενήργησε αγνοώντας εντελώς τον «προφανή κίνδυνο» για τη φήμη των υποψηφίων που δεν επιλέχτηκαν. Κατά το ΕΔΔΑ ήταν εύλογο το συμπέρασμα  ότι η Υπουργός φάνηκε να ενήργησε με πλήρη  επίγνωση των υποχρεώσεών της βάσει του ισχύοντος εσωτερικού δικαίου.

Έχοντας υπόψη τις παραβιάσεις που διαπράχθηκαν από την Υπουργό Δικαιοσύνης και τις περιστάσεις που είχαν λάβει χώρα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν ήταν απλώς τεχνικά ή διαδικαστικά ελαττώματα, αλλά αποτελούσαν σοβαρές παρατυπίες που παραβίασαν τον πυρήνα του δικαιώματος για «δικαστήριο που έχει συσταθεί σύμφωνα με το νόμο».

Όσον αφορά τις αδυναμίες της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, το Δικαστήριο σημείωσε ότι όχι μόνο είχε το Κοινοβούλιο αποτύχει να απαιτήσει από την Υπουργό να παράσχει αντικειμενικούς λόγους για τις προτάσεις της, ώστε να μπορέσει να εκτελέσει αποτελεσματικά το καθήκον του, αλλά επίσης, όπως είχε αναγνωρίσει το Ανώτατο Δικαστήριο, είχε αγνοήσει τους ειδικούς κανόνες ψηφοφορίας βάσει της προσωρινής διάταξης IV του νέου νόμου για τους δικαστές με την υποβολή της πρότασης της Υπουργού σε μια μόνο γενική ψηφοφορία αντί για ξεχωριστή ψηφοφορία για καθέναν από τους υποψηφίους.

Αναμφισβήτητα, αυτή η αποτυχία του Κοινοβουλίου δεν θα αποτελούσε από μόνη της παραβίαση του δικαιώματος σε «δικαστήριο που έχει συσταθεί σύμφωνα με το νόμο», καθώς  δόθηκε η ευκαιρία στους βουλευτές να ζητήσουν ξεχωριστή ψηφοφορία. Τούτου λεχθέντος, η διαδικασία ψηφοφορίας είχε σίγουρα επιδεινώσει την ήδη υπάρχουσα κατάσταση και είχε υπονομεύσει το ρόλο του Κοινοβουλίου ως ελεγκτικό όργανο κατά της άσκοπης άσκησης της εκτελεστικής διακριτικής ευχέρειας σε δικαστικούς διορισμούς. Κατά συνέπεια, δεν ήταν αδικαιολόγητο ο προσφεύγων να πιστεύει ότι η απόφαση του Κοινοβουλίου ήταν καθοδηγούμενη  από πολιτικά κομματικά συμφέροντα. 

Ενώ η ειδική κοινοβουλευτική διαδικασία ψηφοφορίας βάσει του νέου δικαστικού νόμου είχε επιδιώξει την  ενίσχυση της νομιμότητας των διορισμών στο νεοσυσταθέν Εφετείο, η παρέμβαση του Κοινοβουλίου δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια, το Κοινοβούλιο δεν είχε εκπληρώσει το καθήκον του ως εγγυητής της νομιμότητας της διαδικασίας διορισμού όσον αφορά τους τέσσερις υποψήφιους. Κατά συνέπεια, υπήρξε σοβαρή παραβίαση ενός θεμελιώδους κανόνα της διαδικασίας διορισμούς δικαστών στο Εφετείο στην παρούσα υπόθεση.

Κριτήριο 3: Εάν οι εικαζόμενες παραβιάσεις του δικαιώματος σε «δικαστήριο που ιδρύθηκε σύμφωνα με το νόμο» επανεξετάστηκαν αποτελεσματικά και αποκαταστάθηκαν από τα εθνικά δικαστήρια.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Ανώτατου Δικαστηρίου να εξετάζει και να αποκαθιστά  τις επιπτώσεις των παραπάνω παρατυπιών στα δικαιώματα δίκαιης δίκης του προσφεύγοντος. Στην απόφαση της 24 Μαΐου 2018, στην υπόθεση του κ. Ástráðsson, το Ανώτατο Δικαστήριο ενέκρινε και επικύρωσε τα προηγούμενα συμπεράσματά του σχετικά με τις παραβάσεις που διαπράχθηκαν από την Υπουργό και το Κοινοβούλιο κατά τη διαδικασία διορισμών δικαστών  στο Εφετείο. Ωστόσο, δεν είχε βγάλει τα απαραίτητα συμπεράσματα από τα δικά του ευρήματα, ούτε είχε αξιολογήσει το ζήτημα κατά τρόπο συμβατό με τη Σύμβαση. Περιόρισε την εξέτασή του στην εύρεση πρώτον του κατά πόσο ο διορισμός της A.E. δεν ήταν «άκυρος» βάσει του ισλανδικού νόμου και ότι, δεύτερον, παρά τα μειονεκτήματα και τα προβλήματα στη διαδικασία διορισμού, ο προσφεύγων είχε παρ ‘όλα αυτά πρόσβαση σε δίκαιη δίκη ενώπιον ανεξάρτητου και αμερόληπτου «δικαστηρίου». Στο πόρισμά του, το Ανώτατο Δικαστήριο προφανώς είχε τοποθετήσει μεγάλη έμφαση στο απλό γεγονός ότι οι διορισμοί είχαν επισημοποιηθεί κατά την  υπογραφή του Προέδρου της Ισλανδίας και ότι, από εκείνο το σημείο και μετά δεν υπήρχε κανένας λόγος αμφιβολίας ότι οι 15 δικαστές του Εφετείου θα εκτελούσαν τα καθήκοντά τους ανεξάρτητα και σύμφωνα με το νόμο.

Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, ο τρόπος με τον οποίο είχε εκδοθεί η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, και η ιδιαίτερη έμφαση που δόθηκε στο γεγονός ότι  «οι διορισμοί των 15 δικαστών, συμπεριλαμβανομένου της A.E. είχαν εμπράκτως ολοκληρωθεί  κατά την υπογραφή των διορισμών τους», υποδήλωνε ότι αποδοχή ή ακόμα και παραίτηση, από την πλευρά του Ανώτατου Δικαστηρίου, δεν θα είχε κανένα ουσιαστικό λόγο στο θέμα κατά τον χρόνο που οι διορισμοί ολοκληρώθηκαν και επισημοποιήθηκαν. 

Ο περιορισμός που επέδειξε το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την εξέταση της υπόθεσης του προσφεύγοντος – και η αποτυχία του να ισορροπήσει μεταξύ, ιδίως, της διατήρησης της αρχής της ασφάλειας δικαίου, αφενός, και του σεβασμό του νόμου από την άλλη – δεν ήταν σύμφωνος με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, αλλά αποτελούσε πάγια πρακτική αυτού του δικαστηρίου.

Κατά την άποψη του ΕΔΔΑ, αυτή η πρακτική ήταν προβληματική για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, υπονόμευε το σημαντικό ρόλο του δικαστικού σώματος στη διατήρηση των ελέγχων της ανεξαρτησίας που είναι εγγενείς στον διαχωρισμό των εξουσιών. Δεύτερον, δεδομένης της σημασίας και των επιπτώσεων των εν λόγω παραβάσεων, και του θεμελιωδώς σημαντικού ρόλου που διαδραματίζει το δικαστικό σώμα σε μια δημοκρατική κοινωνία που διέπεται από το γράμμα του νόμου, οι επιπτώσεις τέτοιων παραβιάσεων ενδέχεται να μην περιορίζονται στους μεμονωμένους υποψηφίους που αδικήθηκαν από τον μη διορισμό τους  αφορούσαν και το ευρύ κοινό. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, κατά την εξέταση της υπόθεσης του προσφεύγοντος, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν είχε λάβει δεόντως υπόψη εάν το αντικείμενο και ο σκοπός της διασφάλισης που κατοχυρώνεται στην έννοια «δικαστήριο που έχει συσταθεί σύμφωνα με το νόμο» επιτεύχθηκε.

Εν κατακλείδι, λαμβάνοντας υπόψη τα τρία κριτήρια, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγων είχε στερηθεί το δικαίωμά του σε πρόσβαση σε «δικαστήριο που έχει συσταθεί από το νόμο» λόγω της συμμετοχής στη δίκη δικαστή του οποίου ο διορισμός είχε υπονομευθεί από σοβαρές παρατυπίες, οι οποίες είχαν εξασθενήσει  τον ίδιο τον πυρήνα του επίμαχου δικαιώματος. Υπήρξε επομένως παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.

Άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο)

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι καταγγελίες του προσφεύγοντος σχετικά με τις απαιτήσεις ενός «δικαστηρίου που έχει συσταθεί σύμφωνα με το νόμο» και σχετικά με την ανεξαρτησία και αμεροληψία του που απορρέει από το ίδιο ζήτημα, δηλαδή τα ελαττώματα στη διαδικασία διορισμού της A.E. ως δικαστίνας του εγχώριου Εφετείου. 

Όπως είχε διαπιστώσει νωρίτερα στην απόφαση, οι εν λόγω παρατυπίες ήταν τόσο σοβαρές που υπονόμευσαν την ίδια την ουσία του δικαιώματος να δικάζεται κάποιος ενώπιον δικαστηρίου που έχει συσταθεί σύμφωνα με το νόμο. Έτσι, το Δικαστήριο έκρινε, κατά πλειοψηφία, ότι το ζήτημα σχετικά με το γεγονός ότι οι ίδιες παρατυπίες  είχαν επίσης θέσει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του ίδιου δικαστηρίου δεν απαιτούσε περαιτέρω εξέταση.

Άρθρο 46 (δεσμευτική ισχύς και εκτέλεση αποφάσεων)

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, σε ερώτηση στην συζήτηση στο ακροατήριο σχετικά με το κατά πόσον ο προσφεύγων θα έπρεπε να επιδιώξει την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας εναντίον του σε περίπτωση διαπίστωσης παραβίασης του άρθρου 6, ο εκπρόσωπός του είχε απαντήσει αρνητικά.  Στη συνέχεια προσπάθησε να ανακαλέσει αυτή τη δήλωση, όμως παρέσχε επαρκή αιτιολογία για την αλλαγή της εν λόγω τοποθέτησης. 

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το άρθρο 46 της Σύμβασης, η Ισλανδία όφειλε να εξαγάγει τα απαραίτητα συμπεράσματα από την παρούσα απόφαση και να λάβει οποιαδήποτε  κατάλληλα μέτρα για την επίλυση των προβλημάτων που οδήγησαν στις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου  και να αποτρέψει παρόμοιες παραβιάσεις στο μέλλον. Τόνισε επίσης ότι η διαπίστωση παραβίασης στην παρούσα υπόθεση δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι επιβάλλει στο εναγόμενο κράτος υποχρέωση βάσει της Σύμβασης να επανεξετάσει παρόμοιες υποθέσεις που έκτοτε παραγράφηκαν σύμφωνα με την ισλανδική νομοθεσία.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο, με πλειοψηφία, έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης αποτελούσε επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη ο προσφεύγων. Επιδίκασε όμως περαιτέρω, ομόφωνα, ποσό 20.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες