Πρόκληση τραυματισμού από αστυνομικούς από είσοδο σε κτίριο για διατήρηση της τάξης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Λαζαρίδου κατά Ελλάδας της 28.6.2018 (αριθ. προσφ.  59142/16)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Πρόκληση τραυματισμού από είσοδο αστυνομικών σε κτίριο για διατήρηση της τάξης. Έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τον τραυματισμό. Μη παραβίαση άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα διότι οι ισχυρισμοί περί κακομεταχείρισης της προσφεύγουσας εκ μέρους των αστυνομικών  δεν υποστηρίζονταν από αποδεικτικά στοιχεία και δεν υπήρξε αναποτελεσματική έρευνα του περιστατικού.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 3

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα Μυρτώ Λαζαρίδου, είναι Ελληνίδα υπήκοος που γεννήθηκε το 1973 και ζει στην Αθήνα.

Στις 5 Μαΐου 2010 η κα Λαζαρίδου, η οποία δεν συμμετείχε στη διαδήλωση που διοργανώθηκε κατά των μέτρων λιτότητας που επέβαλε η κυβέρνηση, βρισκόταν σε ένα κτίριο στο οποίο είχαν δύο έδρες δύο οργανώσεις. Τραυματίστηκε στο χέρι από θραύσματα από γυαλί που της προκάλεσαν αιμορραγία. Υποστήριξε ότι βρίσκονταν πίσω από την πόρτα του πρώτου ορόφου, όταν αστυνομικοί ειδικής μονάδας για τη διατήρηση της τάξης εισήλθαν στο κτίριο και κατέστρεψαν την πόρτα, προκαλώντας έτσι τους εν λόγω τραυματισμούς. Την ίδια μέρα η κα Λαζαρίδου πήγε στο νοσοκομείο, όπου βρέθηκε ότι είχε τραυματισμούς που απαιτούσαν ράμματα και της συνταγογραφήθηκαν αντιβιοτικά. Περίπου 15 ημέρες αργότερα, συμβουλεύθηκε ιατρό, ο οποίος θεώρησε ότι τα τραύματά της ήταν απλά επιφανειακά τραύματα και είχαν θεραπευτεί ικανοποιητικά.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ….

Άρθρο 3

Διαδικαστική πτυχή (έρευνα)

Μετά την καταγγελία της κας Λαζαρίδου, ο Εισαγγελέας διέταξε προκαταρκτική έρευνα, και στη συνέχεια η υπόθεση οδηγήθηκε στα ποινικά Δικαστήρια. Ο κατηγορούμενος αθωώθηκε λόγω ανεπαρκών αποδεικτικών στοιχείων εναντίον του, σε πρώτο και σε δεύτερο βαθμό, και δεν υπήρξε τίποτε στη διαδικασία που να δείχνει ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν παρουσιάσει την απαιτούμενη ανεξαρτησία και αμεροληψία. Και τα δύο Δικαστήρια εξέτασαν τα αποδεικτικά στοιχεία και είχαν λάβει όλα τα διαθέσιμα μέτρα στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας για να εξετάσουν τις περιστάσεις του συμβάντος. Ως πολιτικώς ενάγουσα η κα Λαζαρίδου είχε το δικαίωμα να παρέμβει κατά τη διάρκεια της προδικαστικής έρευνας και στη δικαστική διαδικασία. Τα Δικαστήρια αθώωσαν τους αστυνομικούς λόγω ανεπαρκών αποδεικτικών στοιχείων, διαπιστώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι οι αστυνομικοί είχαν εισχωρήσει στο κτίριο και μέχρι τον πρώτο όροφο. Παρατήρησαν επίσης ότι οι προσκομισθείσες φωτογραφίες δεν απέδειξαν ότι οι τραυματισμοί που προκλήθηκαν στην κα Λαζαρίδου ήταν αποτέλεσμα της δράσης των αστυνομικών.

Τρεις μήνες μετά το εν λόγω περιστατικό δόθηκε εντολή για τη διεξαγωγή «ένορκης διοικητικής έρευνας». Ανατέθηκε σε αστυνομικό που δεν είχε ιεραρχική σχέση με τους αστυνομικούς που εμπλέκονταν στο περιστατικό και ο οποίος ήταν απόλυτα ανεξάρτητος από το Τμήμα τους. Αυτός ο αστυνομικός είχε εκφράσει αμφιβολίες ως προς την ειλικρίνεια των ισχυρισμών της κας Λαζαρίδου και πρότεινε να κλείσει η υπόθεση. Επομένως, οι αστυνομικές αρχές δεν παρέλειψαν να ενεργήσουν ή  να επιδείξουν επιμέλεια.

Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της ποινικής έρευνας που διεξήχθη ταυτόχρονα με την πειθαρχική έρευνα, οι ευθύνες και οι πράξεις των υποτιθέμενων αυτουργών της επίθεσης εξετάστηκαν από Δικαστές και όχι από αστυνομικούς και η ανεξαρτησία τους από τους εμπλεκόμενους στο περιστατικό δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί.

Τέλος, οι καταγγελίες της κας Λαζαρίδου φαίνεται να περιορίζονται στην έκφραση της δυσαρέσκειας όσον αφορά την εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων και του αποτελέσματος της διαδικασίας ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων. Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι δεν ήταν καθήκον του Δικαστηρίου να αντικαταστήσει τη δική του εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών με εκείνη των εθνικών Δικαστηρίων και εναπόκειτο στα Δικαστήρια να εκτιμήσουν τα αποδεικτικά στοιχεία που τους είχαν υποβληθεί.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν βρήκε κάποιο πειστικό λόγο να το ωθήσει να απομακρυνθεί από τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν τα εθνικά Δικαστήρια.

Επομένως, δεν υπήρξε παραβίαση της διαδικαστικής πτυχής του άρθρου 3 της Σύμβασης.

Η ουσιαστική πτυχή (κακομεταχείριση)

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι οι ισχυρισμοί περί κακής μεταχείρισης έπρεπε να υποστηρίζονται από κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία.

Στην υπό κρίση υπόθεση δεν υπήρχαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για να συναχθεί, χωρίς εύλογη αμφιβολία, ότι η κα Λαζαρίδου υπέστη την υποτιθέμενη μεταχείριση από τους εν λόγω αστυνομικούς. Επιπλέον, δεν είχε ποτέ κρατηθεί ή τεθεί υπό προσωρινή κράτηση από την αστυνομία ή υπό τον έλεγχο της αστυνομίας. Επομένως, η κατάστασή της ήταν τελείως διαφορετική από εκείνη ενός ατόμου που βρίσκονταν στα χέρια της αστυνομίας. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπήρξε ουσιαστική παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης σχετικά με την κακομεταχείριση που ισχυρίζεται η κα Λαζαρίδου.

Επομένως, δεν υπήρξε παραβίαση της ουσιαστικής πτυχής του άρθρου 3 της Σύμβασης (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες