Ο εξαναγκασμός ύποπτου οδηγού για κατανάλωση αλκοόλ να κάνει ένα τεστ ούρων μέσω καθετήρα, ήταν απάνθρωπος και εξευτελιστικός. 

ΑΠΟΦΑΣΗ

R.S. κατά Ουγγαρίας της 02-07-2019 (αριθ. 65290/14)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Εξαναγκασμός του προσφεύγοντος να προβεί σε τεστ ούρων μέσω ενός καθετήρα, υπό την υποψία ότι οδηγούσε  υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικών. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι αρχές είχαν παρέμβει σοβαρά στην φυσική και ψυχική ακεραιότητα του προσφεύγοντος, ενάντια στη θέλησή του, χωρίς η εν λόγω παρέμβαση να θεωρείται αναγκαία, καθώς είχε ήδη διεξαχθεί αιματολογική εξέταση για να διαπιστωθεί αν ήταν μεθυσμένος. Παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 3

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, R.S., είναι πολίτης της Ουγγαρίας ο οποίος γεννήθηκε το 1980 και ζει στο Püspökladány (Ουγγαρία).

Τον Μάρτιο του 2010 ο προσφεύγων διαπληκτίστηκε έξω από ένα νυχτερινό κέντρο διασκέδασης. Όταν σταμάτησε αργότερα την ίδια νύχτα η αστυνομία το αυτοκίνητό του, αρνήθηκε να υποβληθεί σε αλκοτέστ μέσω αναπνοής και συνελήφθη για ανάκριση. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο για εξετάσεις αίματος και ούρων για να εξακριβωθεί εάν βρίσκονταν υπό την επίδραση ποτού ή ναρκωτικών.

Στο νοσοκομείο ο προσφεύγων είπε στον γιατρό ότι δεν μπορούσε να ουρήσει. Αστυνομικοί ζήτησαν από τον γιατρό να εισάγει καθετήρα. Η διαδικασία διεξήχθη, καθώς οι αιματολογικές εξετάσεις. Στη συνέχεια, ο προσφεύγων υπέβαλε καταγγελίες στις αρχές σχετικά με τη μεταχείρισή του από την αστυνομία. Οι διερευνητικές αρχές ανέκριναν τον προσφεύγοντα, τους αστυνομικούς και ιατρικό προσωπικό. Ενώ όλοι οι μάρτυρες συμφώνησαν ότι ο προσφεύγον ήταν μεθυσμένος, προέκυψαν ωστόσο δύο αντιφατικές εκδοχές γεγονότων.

Από τη μία πλευρά, η αστυνομία ισχυρίστηκε ότι ο προσφεύγων είχε συναινέσει να του περαστεί καθετήρας, με δική του θέληση αφαίρεσε τα ρούχα του και δεν διαμαρτυρήθηκε μέχρι να ξεκινήσει η διαδικασία. Η επιθετική του συμπεριφορά είχε αναγκάσει να ακινητοποιηθεί και να του περαστούν χειροπέδες μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία.

Ο προσφεύγων, από την άλλη πλευρά, δήλωσε ότι δεν συναινεί ποτέ στην τοποθέτηση καθετήρα. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι η αστυνομία είχε κάνει χρήση εργαλείου που ακινητοποιεί τα πόδια κατά τη διάρκεια του συμβάντος. Οι αρχές απέρριψαν τις καταγγελίες του, αποδεχόμενες την εκδοχή των αστυνομικών για τα γεγονότα ότι δηλαδή είχε συμφωνήσει να τοποθετηθεί καθετήρας και είχε ακινητοποιηθεί μόνο για να μην τραυματιστεί. Ο προσφεύγων κίνησε διαδικασίες δικαστικής επανεξέτασης, οι οποίες τελικά απέτυχαν τον Ιούλιο του 2014.

Εν τω μεταξύ, τον Νοέμβριο του 2011, καταδικάστηκε για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης ενός έτους και εννέα μηνών.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Πρώτον, το Δικαστήριο επεσήμανε τον εθνικό νόμο και την πρακτική σχετικά με τη χρήση τοποθέτησης καθετήρα με σκοπό να συλλέξει αποδεικτικά στοιχεία για τη εξακρίβωση συμμετοχής σε ένα αδίκημα. Ακολούθως, αποφάσισε ότι ο προσφεύγων δεν είχε δώσει ελεύθερα την συναίνεσή του καθ’ όλη τη διάρκεια τοποθέτησης καθετήρα. Αν και οι αρχές είχαν εξετάσει τους ισχυρισμούς του, είχαν αποφασίσει να δώσουν προτεραιότητα στην εκδοχή των γεγονότων από τους αστυνομικούς, χωρίς να λάβουν υπόψη ότι η φερόμενη  συναίνεση είχε δοθεί υπό την επήρεια αλκοόλ. Πράγματι, το Δικαστήριο αμφέβαλε εάν ο προσφεύγων είχε στην πράξη άλλη επιλογή παρά να αποδεχθεί την παρέμβαση, δεδομένου ότι  ήταν υπό τον  πλήρη έλεγχο των αστυνομικών.

Εν πάση περιπτώσει, ο προσφεύγων είχε το δικαίωμα, δυνάμει του εσωτερικού δικαίου, να αποσύρει την αρχική του συναίνεση οποτεδήποτε. Αυτό είχε κάνει σαφώς, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι είχε αντισταθεί και έπρεπε ακινητοποιηθεί από τους αστυνομικούς για να ολοκληρώσουν τη διαδικασία.

Επιπλέον, δεν υπήρχε κανένας ιατρικός λόγος για τη διαδικασία, η οποία είχε προβλεφθεί για να ανακτήσει αποδεικτικά στοιχεία. Αυτή με τη σειρά της δεν ήταν καν απαραίτητη, επειδή οι αστυνομικοί είχαν πάρει δείγμα αίματος.

Επίσης, δεν υπήρχε τίποτα που να αποδεικνύει ότι οι αστυνομικοί είχαν λάβει υπόψη τον κίνδυνο που ενέχει η διαδικασία για τον προσφεύγοντα. Επομένως, οι αρχές άσκησαν  σοβαρή παρέμβαση στην σωματική και πνευματική του ακεραιότητα, ενάντια στη θέλησή του. Ο τρόπος με τον οποίο είχε διεξαχθεί ήταν πιθανό να ξυπνήσει αισθήματα ανασφάλειας, αγωνίας και άγχους που ήταν ικανά να τον ταπεινώσουν και να τον μειώσουν. Είχε συνεπώς προκληθεί τόσο σωματικός πόνος και ψυχική ταλαιπωρία, η οποία είχε ανέλθει σε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, κατά παράβαση του άρθρου 3.

Με το συμπέρασμα αυτό, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να εξεταστεί χωριστά το παραδεκτό ή το βάσιμο της καταγγελίας βάσει του άρθρου 8 της Σύμβασης.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ουγγαρία έπρεπε να καταβάλει στον προσφεύγοντα 9.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 4.080 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες