Δικαστής κατά δικηγόρου. Η χωρίς επαρκή αιτιολογία αξιολόγηση ως αναξιόπιστου του αυτόπτη μάρτυρα γιατί εργαζόταν για το δικηγόρο και ως αξιόπιστων των μαρτύρων του δικαστή παραβίασε τη δίκαιη δίκη
ΑΠΟΦΑΣΗ
Aslan Ismayilov κατά Αζερμπαϊτζάν της 12.03.2020 (αριθ. προσφ. 18498/15)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δίκαιη δίκη και αιτιολογία δικαστικών αποφάσεων. Αφαίρεση αδείας δικηγόρου μετά πειθαρχική καταδίκη από δικαστήριο κατόπιν καταγγελίας δικαστή. Μη απάντηση δικαστηρίων επί των αιτημάτων του προσφεύγοντος και μονομερής αξιολόγηση μαρτυρικών καταθέσεων εναντίον του δικηγόρου και υπερ του καταγγέλλοντος δικαστή.
Ο προσφεύγων ήταν δικηγόρος. Κατηγορήθηκε από δικαστή ότι εισήλθε με τον συνεργάτη του στο γραφείο του δικαστή, τον εξύβρισε και τον απείλησε ότι θα φροντίσει να απολυθεί. Μετά από καταγγελία του δικαστή εναντίον του το Πειθαρχικό Συμβούλιο και το Προεδρείο του οικείου δικηγορικού συλλόγου του τον παρέπεμψαν σε Δικαστήριο. Ο προσφεύγων δικηγόρος καταδικάστηκε αμετάκλητα σε ανάκληση της αδείας άσκησης επαγγέλματος και στη συνέχεια διεγράφη από τον Δικηγορικό Σύλλογο.
Ο προσφεύγων αρνήθηκε ότι εξύβρισε και απείλησε τον δικαστή και ζήτησε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο μεταξύ άλλων να εξετάσει ως μάρτυρες τον συνεργάτη του που ήταν ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας στο γραφείο του δικαστή και 6 άλλα άτομα, υπάλληλοι των δικαστηρίων, που προσήλθαν στο γραφείο του δικαστή μετά από πρόσκλησή του και υπέγραψαν έκθεση σε βάρος του.
Το Στρασβούργο υπενθυμίζει ότι το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και ορθή απονομή της δικαιοσύνης εξασφαλίζεται μόνο όταν τα αιτήματα των διαδίκων «ακουστούν» πραγματικά και οι αποφάσεις των δικαστηρίων αιτιολογούνται επαρκώς και με σαφήνεια.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν απάντησε επί των αιτημάτων του προσφεύγοντος δικηγόρου και δεν εξέτασε τους μάρτυρες που πρότεινε και ήταν καθοριστικοί για την υπεράσπισή του. Το ίδιο έκανε και το Εφετείο, αλλά στη συζήτηση μετά από αναίρεση εξέτασε τον αυτόπτη μάρτυρα, τον οποία θεώρησε ως αναξιόπιστο επειδή εργαζόταν στον προσφεύγοντα και 3 από τους 6 μάρτυρες – υπαλλήλους των δικαστηρίων, χωρίς να αιτιολογήσει γιατί δεν εξέτασε τους υπόλοιπους 3, καταδικάζοντας τον προσφεύγοντα πάλι με την ίδια ποινή.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι το Εφετείο: α) δεν παρείχε επαρκή αιτιολογία ως προς το γιατί θεώρησε ως αναξιόπιστο τον αυτόπτη μάρτυρα με το σκεπτικό ότι εργάστηκε με τον προσφεύγοντα, και ως αξιόπιστες τις καταθέσεις των μαρτύρων που εργάζοντο για τον δικαστή και β) δεν παρείχε καμία αιτιολογία γιατί εξέτασε ως μάρτυρες μόνον τους 3 από τους 6 υπαλλήλους των δικαστηρίων.
Το Στρασβούργο έκρινε ομόφωνα ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν τήρησαν την υποχρέωσή τους, σε δίκαιη δίκη, εξαιτίας της ελλιπούς αιτιολογίας και μη απάντησης στα αιτήματα του προσφεύγοντος και διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6§1 της ΕΣΔΑ).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6§1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Aslan Ziyaddin oglu Ismayilov, υπήκοος του Αζερμπαϊτζάν, ήταν δικηγόρος, γεννήθηκε το 1958 και ζει στο Μπακού.
Η υπόθεση αφορούσε την καταγγελία του σχετικά με τη διαδικασία διαγραφής του ως δικηγόρου από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο.
Τον Φεβρουάριο του 2013 μετά από ένα διαπληκτισμό στο γραφείο του δικαστή εντός των δικαστηρίων, ο δικαστής ζήτησε από το Δικηγορικό Σύλλογο του Αζερμπαϊτζάν να εξετάσει τη συμπεριφορά του. Ο δικαστής δήλωσε ότι ο προσφεύγων είχε παρανόμως ζητήσει την επιστροφή των εγγράφων που υποβλήθηκαν στο δικαστήριο μετά το τέλος της ακροαματικής διαδικασίας, είχε εισέλθει παράνομα στο γραφείο του μαζί με συνεργάτη του, τον είχε προσβάλει και τον είχε απειλήσει και είχε ζητήσει από 6 υπαλλήλους που εργάζοντο στα δικαστήρια (αστυνομικό που ήταν έξω από το γραφείο του και άλλους πέντε υπαλλήλους) και συνέταξαν και υπέγραψαν μια έκθεση που ανέφερε τα καταγγελλόμενα.
Το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου παρέπεμψε την καταγγελία στο Προεδρείο του Δικηγορικού Συλλόγου, διαπιστώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι ο προσφεύγων είχε εισέλθει παράνομα στο γραφείο του δικαστή για να ζητήσει την επιστροφή των εγγράφων που κατατέθηκαν στο δικαστήριο και είχε προσβάλει και απειλήσει τον δικαστή. Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι ενεργούσε για λογαριασμό πελάτη του, ότι ο δικαστής τον εγκλώβισε στο γραφείο του και δεν τον άφηνε να φύγει, ότι είχε προηγούμενα μαζί του από άλλη υπόθεση και αρνήθηκε τους ισχυρισμούς του δικαστή.
Το Προεδρείο στη συνέχεια παρέπεμψε, όπως προβλεπόταν νομοθετικά, την υπόθεση σε δικαστήριο τον Μάιο του 2013. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο καταδίκασε τον προσφεύγοντα σε μόνιμη αφαίρεση της αδείας του . Ο προσφεύγων ζήτησε να εξετάσει το εθνικό δικαστήριο ως μάρτυρες το δικηγόρο συνεργάτη του που βρισκόταν μαζί του στο γραφείο του δικαστή τη στιγμή του περιστατικού και άλλα έξη άτομα, υπαλλήλους των δικαστηρίων, οι οποίοι επισκέφθηκαν το γραφείο του δικαστή μετά από πρόσκλησή του και συνέταξαν και υπέγραψαν σχετική έκθεση για το περιστατικό κατόπιν παραγγελίας του δικαστή. Το εθνικό δικαστήριο δεν απάντησε στο αίτημα αυτό, όπως και το Εφετείο. Το ανώτατο Δικαστήριο αναίρεσε την εφετειακή απόφαση για έλλειψη ακρόασης και στη συνέχεια το Εφετείο ξαναδικάζοντας εξέτασε ως μάρτυρες τον συνεργάτη του προσφεύγοντος και 3 από τους 6 υπαλλήλους των δικαστηρίων, καταδικάζοντας με την ίδια ποινή τον προσφεύγοντα, αξιολογώντας δε ως μη αξιόπιστη την κατάθεση της αυτόπτου μάρτυρα, συνεργάτη του δικηγόρου και ως αξιόπιστες τις καταθέσεις των άλλων μαρτύρων που εργαζόταν με τον δικαστή. Πλέον αυτών δεν απάντησε, ούτε αιτιολόγησε γιατί δεν εξέτασε τους 3 απολειπόμενους μάρτυρες. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την δευτεροβάθμια απόφαση τον Δεκέμβριο του 2014.
Βασιζόμενος ειδικότερα στο άρθρο 6 § 1 (δίκαιη δίκη), ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε ότι τα δικαστήρια είχαν εκδώσει αποφάσεις οι οποίες δεν αιτιολογούνταν επαρκώς ή δεν είχαν καμία αιτιολογία.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, ενόψει της αρχής σύμφωνα με την οποία η Σύμβαση δεν εγγυάται θεωρητικά ή εικονικά δικαιώματα, αλλά δικαιώματα που είναι πρακτικά και αποτελεσματικά, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη δεν μπορεί να θεωρηθεί αποτελεσματικό εκτός εάν τα αιτήματα και οι παρατηρήσεις των διαδίκων πραγματικά «ακουστούν», δηλαδή, εξεταστούν πραγματικά από το εθνικό δικαστήριο.
Το Δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του, η οποία αντικατοπτρίζει μια αρχή που συνδέεται με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, οι αποφάσεις των δικαστηρίων πρέπει να αιτιολογούνται. Ο βαθμός στον οποίο εφαρμόζεται αυτή η υποχρέωση αιτιολόγησης μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με τη φύση της απόφασης και πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση και με τις περιστάσεις της υποθέσεως.
Όσον αφορά τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, το ΕΔΔΑ εκτίμησε ότι, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, ο προσφεύγων προέβαλε ορισμένα επιχειρήματα που στηρίχθηκαν σε αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία ήταν αποφασιστικά για την υπεράσπιση της υπόθεσής του και στα οποία τα εθνικά δικαστήρια δεν απάντησαν.
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι για το περιστατικό της 12.02.2013 στο γραφείο του δικαστή, οι διάδικοι εξαρχής δεν αμφισβήτησαν ότι τότε, ο προσφεύγων πήγε στο γραφείο και ζήτησε από τον δικαστή να του επιστρέψει τα έγγραφα που υπέβαλε ο συνεργάτης του δικηγόρος KM, με τον οποίο πήγε μαζί στο γραφείο του, στην επ΄ ακροατηρίου συζήτηση, αντί να υποβάλει επίσημη γραπτή αίτηση προς τούτο. Ωστόσο, ο προσφεύγων δεν υπέστη πειθαρχική κύρωση απλώς και μόνον λόγω του αιτήματός του για την επιστροφή των εγγράφων, αλλά κυρίως λόγω της καταγγελίας του δικαστή ότι ο προσφεύγων τον είχε εξυβρίσει και τον είχε απειλήσει ότι θα φροντίσει να απολυθεί.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η έκθεση που συντάχθηκε και υπογράφηκε στις 12.02.2013 ήταν το μόνο αποδεικτικό στοιχείο για την υποστήριξη της καταγγελίας του δικαστή. Ωστόσο, μολονότι ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας του συμβάντος, ο KM, ο οποίος κλήθηκε από το Εφετείο του Μπακού στην μετ΄αναίρεση δίκη, μετά από επανειλημμένα αιτήματα του προσφεύγοντος, κατέθεσε περιστατικά που υποστηρίζουν την εκδοχή των γεγονότων εκ μέρους του προσφεύγοντος, τα εθνικά δικαστήρια δεν έδωσαν καμία προσοχή στη κατάθεσή του. Ειδικότερα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν παρείχε επαρκείς εξηγήσεις ως προς τους λόγους για τους οποίους θεωρούσε ότι δεν ήταν αξιόπιστη η κατάθεση του KM με το σκεπτικό ότι εργαζόταν για τον προσφεύγοντα, αλλά δέχτηκε εύκολα ως αξιόπιστες τις καταθέσεις των ατόμων που εργάζοντο για τον δικαστή και συνέταξαν και υπέγραψαν την έκθεση της 12.02.2013. Επίσης, το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν έδωσε καμία εξήγηση σχετικά με το λόγο που το Εφετείο του Μπακού εξέτασε μόνο τους τρείς από τα έξι υπαλλήλους που εργάζονταν στα δικαστήρια και είχαν συντάξει και υπογράψει την εν λόγω έκθεση.
Το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι ανωτέρω σκέψεις αρκούν για να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν τήρησαν την υποχρέωσή τους σε δίκαιη δίκη βάσει του άρθρου 6 § 1, λόγω έλλειψης αιτιολογίας στους ισχυρισμούς και στα αιτήματα του προσφεύγοντος που ήταν καθοριστικά για την έκβαση της υπόθεσης και την υπεράσπισή του.
Το Στρασβούργο διαπίστωσε ομόφωνα παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1).
Δίκαιη ικανοποίηση: Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα του προσφεύγοντος για δίκαιη ικανοποίηση επειδή υποβλήθηκε εκπρόθεσμα (επιμέλεια echrcaselaw.com).