Ο περιορισμός του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο κατά τη διάρκεια αστυνομικής ανάκρισης, δεν παραβίασε το συνολικά δίκαιο χαρακτήρα της δίκης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Doyle κατά Ιρλανδίας της 23.05.2019 (αριθ. 51979/17)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Πρόσβαση σε δικηγόρο στην αστυνομική ανάκριση. Καταγγελία του προσφεύγοντος ότι το δικαίωμα του πρόσβασης σε δικηγόρο περιορίστηκε κατά τη διάρκεια της ανάκρισής του από την αστυνομία με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως. Παρόλο που ο προσφεύγων μπορούσε να συμβουλευτεί τον δικηγόρο του πριν και μετά από την ανάκριση,  η αστυνομική πρακτική την περίοδο εκείνη δεν επέτρεπε στους δικηγόρους να παρίσταται κατά την διάρκεια της ανάκρισης. Το Στρασβούργο διαπίστωσε ότι έπρεπε να εφαρμοστεί πολύ αυστηρός έλεγχος σε περιπτώσεις που δεν υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι για να δικαιολογήσουν τον περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης του προσφεύγοντος σε δικηγόρο. Ωστόσο, κατά την εξέταση της διαδικασίας στο σύνολό της, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ο συνολικά δίκαιος χαρακτήρας της δίκης δεν είχε παραβιασθεί. Μη παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (γ) (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και δικαίωμα νομικής συνδρομής) της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Barry Doyle, είναι Ιρλανδός υπήκοος που γεννήθηκε το 1985 και ζει στο Δουβλίνο (Ιρλανδία). Σήμερα εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης στη φυλακή Mountjoy του Δουβλίνου.

Ο προσφεύγων συνελήφθη τον Φεβρουάριο του 2009 για τη δολοφονία ενός άνδρα, S.G., η οποία είχε λάβει χώρα τον Νοέμβριο του 2008. Ο προσφεύγων μεταφέρθηκε σε αστυνομικό τμήμα όπου ενημερώθηκε των δικαιωμάτων του και είχε άμεση επικοινωνία με συγκεκριμένο δικηγόρο, τον οποίο έχει συμβουλευτεί πριν από την πρώτη προανάκριση της αστυνομίας.

Στη συνέχεια ανακρίθηκε πολλές φορές και είχε πρόσβαση σε δικηγόρο, τόσο αυτοπροσώπως όσο και μέσω τηλεφώνου, μεταξύ ανακρίσεων και για όσο διάστημα ήθελε ο ίδιος ή ο δικηγόρος. Μετά από αίτημα του προσφεύγοντος, η προανάκριση σταμάτησε για να μπορέσει να συμβουλευτεί περαιτέρω τον δικηγόρο του. Ωστόσο, όλες οι προανακριτικές διαδικασίες διεξήχθησαν, χωρίς ο δικηγόρος να είναι φυσικά παρών στο χώρο διεξαγωγής τους.

Παραδέχθηκε ότι δολοφόνησε τον S.G στη 15η ανάκριση και έδωσε αρκετές λεπτομέρειες για το έγκλημα. Η αστυνομία τον ανέκρινε αρκετές φορές μετά από αυτό.

Αφ’ ότου το σώμα ενόρκων δεν κατάφερε να καταλήξει σε ετυμηγορία το 2011, δικάστηκε και πάλι τον Φεβρουάριο του 2012. Επιδίωξε οι ομολογίες του να μην ληφθούν υπόψη υποστηρίζοντας ότι είχε απειληθεί και δεν είχε πρόσβαση σε νομικές συμβουλές. Ο δικαστής απέρριψε τις ενστάσεις του και τον Φεβρουάριο του 2012 κρίθηκε ένοχος από το σώμα των ενόρκων ότι δολοφόνησε τον S.G. και του επιβλήθηκε ποινή ισόβιας κάθειρξης. Τα ένδικα μέσα που άσκησε στο Εφετείο και στο Ανώτατο Δικαστήριο ήταν ανεπιτυχή. Οι δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι οποίοι απέρριψαν την αναίρεσή του με έξι ψήφους έναντι μίας  τον Ιανουάριο του 2017, εξέτασαν λεπτομερώς το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο κατά τη διάρκεια της ανάκρισης από την αστυνομία.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 6 §§ 1 και 3 (γ)

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι το δικαίωμα κάθε κατηγορούμενου να υπερασπίζεται αποτελεσματικά από δικηγόρο αποτελούσε μία από τις θεμελιώδεις πτυχές του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (Beuze κατά Βελγίου). Σύμφωνα με τη νομολογία του, η ισχύουσα προϋπόθεση βάσει του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (γ) συνίστατο σε δύο στάδια – πρώτα την έρευνα του αν υπάρχουν ή όχι επιτακτικοί λόγοι που να δικαιολογούν περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο και στη συνέχεια την έρευνα του συνολικά δίκαιου χαρακτήρα  των διαδικασιών.

Όσον αφορά το πρώτο στάδιο, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο προσφεύγων είχε το δικαίωμα και του παρέχονταν πρόσβαση σε δικηγόρο μετά τη σύλληψή του και πριν από την ανάκριση από την αστυνομία. Μετά από την πρώτη ανάκριση είχε τη δυνατότητα να ζητήσει ανά πάσα στιγμή τον δικηγόρο του. Ωστόσο, σύμφωνα με την αστυνομική πρακτική εκείνη τη στιγμή, ο δικηγόρος του δεν είχε τη δυνατότητα να είναι φυσικά παρών κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων. Ως εκ τούτου, ο περιορισμός του δικαιώματός του για πρόσβαση σε δικηγόρο ήταν γενικού χαρακτήρα και δεν δικαιολογήθηκε από επιτακτικούς λόγους.

Κατά την εξέταση του δεύτερου σταδίου και αξιολόγηση του συνολικά δίκαιου χαρακτήρα των διαδικασιών, το Δικαστήριο έκρινε κατ’ αρχάς ότι ο προσφεύγων, ως ενήλικας και έχοντας ως μητρική γλώσσα τη γλώσσα που χρησιμοποιείται στο δικαστήριο, δεν ήταν σε ιδιαίτερα ευάλωτη θέση. Δεν είχε κανένα λόγο να θέσει υπό αμφισβήτηση την εκτίμηση των εγχώριων αρχών, οι οποίες είχαν εξετάσει πολύ προσεκτικά αν υπήρξε οποιαδήποτε απειλή ή προτροπή από την αστυνομία κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων. Και τα τρία εγχώρια δικαστήρια είχαν διαπιστώσει ότι η ομολογία του δεν προκλήθηκε ύστερα από προτροπή ή απειλή.

Ο προσφεύγων μπόρεσε να αμφισβητήσει το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων και να αντιταχθεί στη χρήση τους σε όλο το στάδιο της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένης μιας ένστασης (στο πλαίσιο δίκης για τον προσδιορισμό των παραδεκτών των αποδεικτικών στοιχείων). Επιπλέον, οι υγιείς λόγοι δημοσίου συμφέροντος είχαν οδηγήσει στην άσκηση δίωξης κατά του προσφεύγοντος, ο οποίος κατηγορήθηκε για δολοφονία. Η δίκη είχε ως αντικείμενο τη δολοφονία ενός αθώου ως αποτέλεσμα μιας λανθασμένης αναγνώρισης στο πλαίσιο μιας διαμάχης μεταξύ εγκληματικών συμμοριών. Υπήρχαν διαδικαστικές διασφαλίσεις, όπως το γεγονός ότι όλες οι αστυνομικές ανακρίσεις είχαν καταγραφεί σε βίντεο και ήταν διαθέσιμα τα εν λόγω βίντεο στους δικαστές και στους ενόρκους. Τέλος, οι ένορκοι είχε λάβει προσεκτικές οδηγίες από τον δικαστή σε σχέση με την εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων που κρίθηκαν παραδεκτά.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ενώ το Ανώτατο Δικαστήριο είχε λάβει εκτενώς υπόψη τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, η πλειοψηφία είχε καταλήξει εσφαλμένα στο συμπέρασμα ότι το δικαίωμα αυτό δεν επεκτάθηκε στην ανάγκη της φυσικής παρουσίας δικηγόρου κατά τη διάρκεια των αστυνομικών ανακρίσεων. Σημείωσε επίσης ότι η αστυνομική πρακτική στο εν λόγω κράτος είχε αλλάξει από τότε. Αφού αξιολόγησε τον αντίκτυπο του περιορισμού της πρόσβασης στο προδικαστικό στάδιο σχετικά με το συνολικά  δίκαιο χαρακτήρα της ποινικής διαδικασίας, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο συνολικά δίκαιος χαρακτήρας των διαδικασιών δεν είχε επηρεαστεί ανεπανόρθωτα.

Κατά συνέπεια δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 6 §§ 1 και 3 (γ).

Ξεχωριστή γνώμη

Ο δικαστής Yudkivska εξέφρασε διαφωνία. Η παρούσα γνώμη επισυνάπτεται στην απόφαση(επιμέλεια echrcaselaw.com). 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες