Μη έγκυρη παραίτηση αναλφάβητης από το δικαίωμα παράστασης με συνήγορο. Παραβίαση της δίκαιης δίκης.

ΑΠΟΦΑΣΗ

Akdağ κατά Τουρκίας της 17.09.2019 (αριθ. 75460/10)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Πρόσβαση σε δικηγόρο κατά τη διάρκεια αστυνομικής κράτησης. Οι τουρκικές αρχές απέτυχαν να αποδείξουν ότι η προσφεύγουσα, ύποπτη υπό αστυνομική κράτηση, είχε εγκύρως παραιτηθεί του δικαιώματός της σε δικηγόρο. Η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι είχε ομολογήσει ότι ήταν μέλος μιας παράνομης οργάνωσης, αφού απειλήθηκε και κακομεταχειρίστηκε από την αστυνομία, χωρίς να έχει πρόσβαση σε δικηγόρο.

Το ΕΔΔΑ απέρριψε ως απαράδεκτη την καταγγελία της προσφεύγουσας σχετικά με την καταδίκη της με βάση τις δηλώσεις που συλλέχθηκαν υπό πίεση, λόγω έλλειψης αποδείξεων κακομεταχείρισης, ωστόσο διαπίστωσε ότι η κυβέρνηση δεν κατόρθωσε να αντικρούσει ότι ένα τυπωμένο «Χ» δίπλα στο «δεν ζητήθηκε νομική συνδρομή» στην ομολογία της είχε ανέλθει σε έγκυρη παραίτηση από το δικαίωμά της σε δικηγόρο κατά τη διάρκεια της κράτησης. Πράγματι, μόλις κατάφερε να έχει πρόσβαση σε δικηγόρο στο τέλος της κράτησής της, ανακάλεσε τη δήλωσή της.

Επίσης, το Δικαστήριο δεν ήταν ικανοποιημένο από την απάντηση των εθνικών δικαστηρίων στην καταγγελία της προσφεύγουσας. Δεν είχαν εξετάσει ούτε την εγκυρότητα της παραίτησης, ούτε τις δηλώσεις που είχε καταθέσει στην αστυνομία απουσία δικηγόρου, αλλά ούτε εξετάστηκε ο ισχυρισμός της ότι ήταν αναλφάβητη. Αυτή η έλλειψη ελέγχου δεν είχε αποκατασταθεί από οποιαδήποτε άλλες διαδικαστικές εγγυήσεις και ο συνολικά δίκαιος χαρακτήρας των διαδικασιών εναντίον της είχε θιχθεί. Παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (γ) (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη / πρόσβαση σε δικηγόρο) της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα, Hamdiye Akdağ, είναι υπήκοος της Τουρκίας η οποία γεννήθηκε το 1974. Όταν υπέβαλε την προσφυγή της εξέτιε ποινή για συμμετοχή σε παράνομη οργάνωση, το PKK / KADEK (Κόμμα των Εργατών του Κουρδιστάν).

Η προσφεύγουσα συνελήφθη κοντά στο σπίτι της τον Νοέμβριο του 2003 και τέθηκε υπό αστυνομική κράτηση για τέσσερα ημέρες, όποτε και ανακρίθηκε. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ομολόγησε την ιδιότητά της ως μέλους του PKK / KADEK, αναλύοντας με λεπτομέρεια στην ομολογία της τη συμμετοχή και την εκπαίδευσή της στην παράνομη οργάνωση. Δεν έλαβε νομική συνδρομή, κάτι το οποίο αποδείκνυε ένα τυπωμένο “Χ” δίπλα από την πρόταση «δεν ζητήθηκε νομική συνδρομή» στο έντυπο δήλωσής της.

Εντούτοις, αμέσως απέσυρε τις δηλώσεις της στην αστυνομία όταν παρουσιάστηκε ενώπιον του  εισαγγελέα και του ανακριτή κατά το τέλος της κράτησής της και της δόθηκε πρόσβαση σε δικηγόρο. Η ίδια υποβλήθηκε σε ιατρική εξέταση και του είπε ότι η αστυνομία την είχε χτυπήσει στο κεφάλι, και είχε δεχτεί απειλές ότι θα την βίαζαν και θα την σκότωναν.

Υποστήριξε τη θέση αυτή ενώπιον του δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι είχε αναγκαστεί να υπογράψει τις δηλώσεις στην αστυνομία και, εν πάση περιπτώσει, ότι ήταν αναλφάβητη. Τελικά κρίθηκε ένοχη για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση το 2009 και καταδικάστηκε σε έξι χρόνια και τρεις μήνες φυλάκιση.

Το δικαστήριο στήριξε την απόφασή του στις δηλώσεις που έκανε στις αστυνομικές αρχές.. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την καταδίκη το 2010. Εν τω μεταξύ, η προσφεύγουσα υπέβαλε επίσημη καταγγελία σχετικά με την κακομεταχείριση της από την αστυνομία, αλλά οι εισαγγελικές αρχές αποφάσισαν να μην ασκήσουν δίωξη λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Η κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι κατά τη σύλληψη της προσφεύγουσας δεν υπήρχε πλέον  περιορισμός στην Τουρκία σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο κατά τη διάρκεια αστυνομικής κράτησης κατηγορουμένων για αδικήματα που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων κρατικής ασφάλειας. Τότε οι ύποπτοι αυτοί είχαν πρόσβαση σε δικηγόρο μόνο εάν το ζητούσαν. Ωστόσο, η προσφεύγουσα είχε  δηλώσει μέσα από την αναγραφή «Χ» στον έντυπο ότι παραιτείται της νομικής συνδρομής. Η κυβέρνηση κατά συνέπεια, ισχυρίστηκε ότι παραιτήθηκε εγκύρως από το δικαίωμά της σε δικηγόρο όταν έδωσε κατάθεση στην αστυνομία.

Το Δικαστήριο έκρινε, αντιθέτως, ότι υπήρξαν σοβαρές ενδείξεις που έρχονταν σε αντίθεση με το συμπέρασμα ότι είχε παραιτηθεί από το δικαίωμά της σε δικηγόρο. Πρώτον, είχε ανακαλέσει αμέσως τις δηλώσεις της στην αστυνομία αμέσως μόλις είχε πρόσβαση σε δικηγόρο τόσο ενώπιον του εισαγγελέα και τον ανακριτή, και είχε διατηρήσει τη θέση αυτή ενώπιον του δικαστηρίου.

Επιπλέον, δεν υπήρχε χειρόγραφη σημείωση στη δήλωση της, η οποία είχε μόνο ένα τυπωμένο “X” δίπλα στην πρόταση “δεν ζητήθηκε δικηγόρος”. Επίσης, το δικαστήριο δεν αξιολόγησε τον ισχυρισμό της ότι ήταν αναλφάβητη.

Εξάλλου, η κυβέρνηση δεν απέδειξε ότι η προσφεύγουσα ενημερώθηκε ειδικά για τις  συνέπειες της παραίτησης από τη συνδρομή δικηγόρου.  Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι η κυβέρνηση δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι η προσφεύγουσα είχε εγκύρως παραιτηθεί εκ του δικαιώματος νομικής συνδρομής όταν έδινε κατάθεση στην αστυνομία. Επίσης, η κυβέρνηση παρέλειψε να παράσχει λόγους για να δικαιολογήσει την παρεμπόδιση της προσφεύγουσας από νομική συνδρομή κατά τη διάρκεια της κράτησης, καθώς είχαν διατυπωθεί απειλές για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική της ακεραιότητα.

Τέλος, παρά το γεγονός ότι η προσφεύγουσα εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο καθ’ όλη τη δίκη, το δικαστήριο δεν ήταν πεπεισμένο ότι ήταν σε θέση να αμφισβητήσει τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για την καταδίκη της. Συγκεκριμένα, τα εθνικά δικαστήρια δεν προέβησαν σε καμία εξέταση της εγκυρότητας της παραίτησης ή των δηλώσεων που είχε καταθέσει στην αστυνομία, χωρίς δικηγόρο. Η έλλειψη αυστηρού ελέγχου δεν είχε αποκατασταθεί από άλλες διαδικαστικές εγγυήσεις, καθιστώντας την δίκη της προσφεύγουσας  στο σύνολό της άδικη.

Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 6 §§ 1 και 3 (γ).

Το Δικαστήριο έκρινε απαράδεκτη την καταγγελία της προσφεύγουσας σχετικά με τη χρήση των δηλώσεων ενώπιον της αστυνομίας που ελήφθησαν υπό πίεση. Θεώρησε ότι δεν είχε προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι είχε υποστεί κακομεταχείριση υπό κράτηση από την αστυνομία. Οι δύο ιατρικές εκθέσεις της στην δικογραφία της, τις οποίες δεν είχε αμφισβητήσει ούτε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ούτε ενώπιον του εν λόγω Δικαστηρίου, δεν είχαν αναφέρει καμία  ένδειξη κακοποίησης στο σώμα της. Επιπλέον, οι εισαγγελικές αρχές είχαν αποφασίσει να μην ασκήσουν δίωξη λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης συνιστούσε από μόνη της επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη η προσφεύγουσα.

Μειοψηφούσα γνώμη

Ο δικαστής Bošnjak και ο δικαστής Yüksel εξέφρασαν σύμφωνη γνώμη, η οποία επισυνάπτεται στην απόφαση


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες